Στο τραπέζι με τον Γκάντι – Ινδικές Φακές

0
2453
 
(Επαναστατική Κουζίνα)

Ο μεγαλύτερος μύθος της ανθρωπότητας, η μεγαλύτερη προκατάληψη, είναι ότι ο άνθρωπος γεννιέται ήρωας ή προδότης -ή απλά αδύναμος, σπουδαίος ή μέτριος -ή και ασήμαντος.

Η αστρολογία, η θρησκεία πολλές φορές, οι μύθοι που ακούμε από τότε που ξεκινήσαμε να μιλάμε και η ρατσιστική προπαγάνδα, μας έχουν πείσει ότι η μοίρα του καθενός από εμάς είναι προκαθορισμένη.
Και σίγουρα κάτι τέτοιο είναι βολικό.

Είναι βολικό για μας, όταν αδυνατούμε να ξεπεράσουμε κάποιες συνήθειες και κάποιες ιδιότητες του χαρακτήρα μας για τις οποίες δεν είμαστε καθόλου περήφανοι.
Είναι βολικό για τους κυβερνώντες, αφού έτσι μας κρατούν υπό καταστολή, πείθοντας μας πως παίρνουμε ό,τι μας αξίζει, είτε γιατί είμαστε τεμπέληδες και διεφθαρμένοι Έλληνες είτε γιατί είμαστε ανεπίδεκτοι μαθήσεως Αφρικάνοι.

Ας κάτσουμε, λοιπόν, να ετοιμάσουμε ένα πιάτο φακές με τον Γκάντι και να μάθουμε από αυτόν αν ο άνθρωπος γεννιέται ή γίνεται Μαχάτμα (όπου Μαχάτμα, στα χιντού, σημαίνει -περίπου- Μεγάλη Ψυχή).

~~{}~~

Για τις ινδικές φακές μας θα χρειαστούμε:

250 γρ. φακές

Ένα πράσο και ένα ξερό κρεμμύδι.
Μια πιπεριά Φλωρίνης και μια πράσινη.
Δύο καρότα.
Ένα κολοκυθάκι.
Δύο σκελίδες σκόρδο.
Μια ντομάτα.
Το χυμό από ένα πορτοκάλι.
Μια κουταλιά (του γλυκού) γλυκιά πάπρικα. Βάλτε καυτερή αν τα παιδιά σας δεν τρώνε τις φακές ή αν δεν έχετε παιδιά.
Μια κουταλιά (του γλυκού) κάρυ. Το κάρυ δεν είναι μπαχαρικό, είναι μίγμα μπαχαρικών. Συνήθως περιέχει σπόρους κόλιανδρου, κύμινο, σπόρους μάραθου, κουρκουμά, πιπέρι και κόκκινη πιπεριά. Αν δεν ταξιδεύετε συχνά στην Άπω Ανατολή αγοράστε κάρυ από τη λαϊκή. Κι αυτοί από εκεί το προμηθεύονται.
Δύο μπαχάρια ολόκληρα.
Δύο φύλλα δάφνης.
Μια πρέζα ρίγανη.

Ένα φλιτζάνι ρύζι μπασμάτι.

Όσο μαγειρεύουμε και συνομιλούμε με τον Γκάντι θ’ ακούμε ινδικές ragas. Ας ξεκινήσουμε, λοιπόν, τη συνέντευξη –νωρίς είναι ακόμα για μαγείρεμα.

~~{}~~

ΓΕΛΩΤΟΠΟΙΟΣ: Κύριε Γκάντι, γεννηθήκατε προνομιούχος, έτσι δεν είναι;
ΓΚΑΝΤΙ: Πράγματι. Ο πατέρας μου ήταν κυβερνήτης του Πορμπαντάρ και ανήκαμε στη κάστα Βανισίγια. Αυτό σημαίνει ότι γεννήθηκα πλούσιος και ανώτερος –κοινωνικά.

ΓΕΛΩΤΟΠΟΙΟΣ: Μάλλον δεν νιώσατε και τόσο ανώτερος όταν βρεθήκατε στο Λονδίνο για να σπουδάσετε νομική.
ΓΚΑΝΤΙ: Αυτό είναι αλήθεια. Είχα στο μυαλό μου τη Βρετανία των ποιητών και των φιλοσόφων. Αλλά εκεί οι συμφοιτητές μου με αντιμετώπιζαν σαν να ήμουν λακές τους. Ό,τι και να έκανα ήμουν γι’ αυτούς ένας Ινδός και τίποτα παραπάνω.
ΓΕΛΩΤΟΠΟΙΟΣ: Το πτυχίο σας όμως το πήρατε. Πώς ήταν η πρώτη σας δίκη στην Ινδία, όταν επιστρέψατε;
ΓΚΑΝΤΙ: Καταστροφή. Είχα μια μικρή υπόθεση, κάτι το ασήμαντο. Αλλά σαν βρέθηκα στην αίθουσα του δικαστηρίου δεν μπόρεσα να αρθρώσω ούτε μια λέξη!

ΓΕΛΩΤΟΠΟΙΟΣ: Συνεχίσατε την προσπάθεια να σταδιοδρομήσετε;
ΓΚΑΝΤΙ: Μου ήταν αδύνατον. Το όλο δικαστικό σύστημα ήταν διεφθαρμένο, υπόδουλο ουσιαστικά των Βρετανών κατακτητών. Για να προοδεύσεις έπρεπε να είσαι μικροπρεπής και δολοπλόκος. Προσπάθησα να προσαρμοστώ, αλλά δεν τα κατάφερα.
ΓΕΛΩΤΟΠΟΙΟΣ: Γι’ αυτό δεχτήκατε την πρόταση εργασίας από μια δικηγορική εταιρεία της Νότιας Αφρικής;
ΓΚΑΝΤΙ: Γι’ αυτό ακριβώς. Ήθελα να ξεφύγω.
ΓΕΛΩΤΟΠΟΙΟΣ: Εκεί όμως κάτι άλλαξε μέσα σας, έτσι δεν είναι;
ΓΚΑΝΤΙ: Εκεί έμαθα. Εκεί ξεκίνησα τον αγώνα μου, της παθητικής αντίστασης.
ΓΕΛΩΤΟΠΟΙΟΣ: Πώς έγινε αυτό;

ΓΚΑΝΤΙ: Κάποια μέρα αρνήθηκα να παραχωρήσω τη θέση μου σ’ έναν Ευρωπαίο επιβάτη. Ο οδηγός με πέταξε έξω με τις κλωτσιές. Η πρώτη μου σκέψη ήταν η εκδίκηση. Να σκοτώσω τον οδηγό κι όλους τους Ευρωπαίους, να κάψω, να διαλύσω.

Όμως μετά θυμήθηκα τη μητέρα μου. Αυτή με είχε μάθει ότι δεν πρέπει να τραυματίζω οποιοδήποτε ζωντανό ον. Ήμουν ανέκαθεν χορτοφάγος, όπως γνωρίζετε.

Τότε σκέφτηκα να γυρίσω στη χώρα μου, στη μητέρα μου και στους συμπατριώτες μου, στην ασφάλεια του σπιτιού μου. Όμως η φυγή δεν είναι αντίσταση, είναι δειλία. Έμεινα ως το πρωί να σκέφτομαι τι έπρεπε να κάνω. Και αποφάσισα ότι θα έμενα και θα πολεμούσα, χωρίς να βλάψω κανέναν. Τότε ήταν που σκέφτηκα για πρώτη φορά την ahimsa, την αντίσταση της μη-βίας, της παθητικής αντίστασης.

ΓΕΛΩΤΟΠΟΙΟΣ: Και καταφέρατε πάρα πολλά με αυτή την τακτική. Φυλακιστήκατε πολλές φορές, αλλά τελικά η νοτιοαφρικάνικη κυβέρνηση υπέκυψε και παραχώρησε στην Ινδική μειονότητα πολλά δικαιώματα, περισσότερα ίσως και από εκείνα που είχαν οι αυτόχθονες Αφρικανοί. Αλλά συγχωρέστε με για λίγα λεπτά, για να αρχίσω να ετοιμάζω τις φακές μας.

~~{}~~

Παθητική εκτέλεση της Ινδικής φακής:

Πριν ξεκινήσουμε ψιλοκόβουμε όλα τα φρέσκα υλικά μας, εκτός από το σκόρδο. Αυτό δεν προσθέτει κάτι στη συνταγή, αλλά βοηθάει στην ψυχική μας ηρεμία.
Βράζουμε για δυο λεπτά τη φακή, αλλά δεν πετάμε το νερό. Σε σιγανή φωτιά τσιγαρίζουμε το κρεμμύδι με το πράσο, το σκόρδο, το κολοκυθάκι, τα καρότα  και τις πιπεριές.

Ρίχνουμε τα μπαχαρικά μας στο ζεστό λάδι για να βγάλουν το άρωμα τους και μετά ρίχνουμε τις φακές. Τις τσιγαρίζουμε λιγάκι και τις σβήνουμε με το χυμό πορτοκαλιού. Συμπληρώνουμε με νερό από την πρώτη βράση της φακής και βράζουμε σε χαμηλή θερμοκρασία.

Κρατάμε την ντομάτα, το αλάτι και τα δαφνόφυλλα για αργότερα και, αφού αφήσουμε μισοσκεπασμένη την κατσαρόλα,  συνεχίζουμε την κουβέντα μας με τον Γκάντι.

~~{}~~

ΓΕΛΩΤΟΠΟΙΟΣ: Κάτι που μου έκανε μεγάλη εντύπωση, όσο ασήμαντο και να φαίνεται σε σας, είναι ότι μετά από την αποχή απ’ το κρέας και τα οινοπνευματώδη ποτά, προχωρήσατε και σε αποχή από τη σεξουαλική συνεύρεση.
ΓΚΑΝΤΙ: Ήμουν σαράντα χρονών. Είχα ήδη τέσσερα παιδιά. Κι είχα έναν πολύ σημαντικό σκοπό: Την απελευθέρωση της χώρας μου από τη Βρετανική κυριαρχία. Κατάλαβα ότι η «σεξουαλική συνεύρεση», όπως την αποκαλέσατε, με αποσυντόνιζε, με έκανε να χάνω το στόχο μου. Δεν ήταν και τόσο δύσκολο να σταματήσω.
ΓΕΛΩΤΟΠΟΙΟΣ: Δε θα συμφωνήσω μαζί σας, αν και σας θαυμάζω γι’ αυτή σας την προσήλωση.

ΓΚΑΝΤΙ: Το παν είναι θέμα στόχων. Αν στοχεύεις, αν ενδιαφέρεσαι μόνο για τον εαυτό σου, τότε δεν μπορείς να καταφέρεις πολλά. Και δεν υπάρχουν μεγάλα πράγματα στη ζωή μας, υπάρχουν μόνο μικρά πράγματα με μεγάλη αγάπη.

Εγώ δεν έκανα τίποτα σπουδαίο. Απλά πλησίασα τους ανθρώπους κι έμαθα τα προβλήματα τους. Κατάλαβα ότι τους τυραννούσε το Βρετανικό μονοπώλιο σε αγαθά πρώτης ανάγκης. Το αλάτι έπρεπε να το αγοράζουν απ’ τους κατακτητές τους. Οργάνωσα την πορεία του αλατιού. Απλά πήγαμε στη θάλασσα και φτιάξαμε το δικό μας αλάτι. Μετά είδα ότι πουλούσαμε το βαμβάκι μας και αγοράζαμε τ’ αγγλικά υφάσματα. Έμαθα να φτιάχνω μόνος μου τα ρούχα μου. Οι συμπατριώτες μου με μιμηθήκανε.

ΓΕΛΩΤΟΠΟΙΟΣ: Οι Βρετανοί όμως αντιδράσανε. Στο Αμριτσάρ πυροβολήσανε και σκοτώσανε εκατοντάδες. Εσάς σας έκλεισαν πολλές φορές στη φυλακή.
ΓΚΑΝΤΙ: Κανείς δεν μπορεί να αντισταθεί στη μαζική αντίδραση του λαού. Ξεκινήσαμε το κίνημα της πολιτικής ανυπακοής. Οι Ινδοί κρατικοί αξιωματούχοι παραιτήθηκαν, οι πολίτες αρνήθηκαν να εργάζονται για κρατικούς οργανισμούς, τα παιδιά δεν πήγαιναν στο σχολείο.

ΓΕΛΩΤΟΠΟΙΟΣ: Κι εσείς κάνατε απεργία πείνας.
ΓΚΑΝΤΙ: Όσο ήμουνα φυλακισμένος.
ΓΕΛΩΤΟΠΟΙΟΣ: Για πολύ καιρό. Πώς αντέξατε;
ΓΚΑΝΤΙ: Τη φυλακή ή την πείνα; (Γελάει.)
ΓΕΛΛΩΤΟΠΟΙΟΣ: Την πείνα. Τη φυλακή.

ΓΚΑΝΤΙ: Κανείς δεν μπορεί να φυλακίσει έναν ελεύθερο άνθρωπο, έναν άνθρωπο που ξέρει για τι αγωνίζεται. Είναι όπως και με την αποχή από τη σεξουαλική πράξη, που τόσο σας εντυπωσίασε. Για να μπορέσεις να πεις ΟΧΙ -στο φαΐ, στους κατακτητές, στη «σεξουαλική συνεύρεση»-πρέπει να πιστεύεις σε ένα μεγάλο ΝΑΙ.
ΓΕΛΩΤΟΠΟΙΟΣ: Όμως αρνηθήκατε να γίνετε πρόεδρος ή τουλάχιστον να συμμετέχετε στην πρώτη ελεύθερη Ινδική κυβέρνηση.

ΓΚΑΝΤΙ: Δεν ήμουνα πολιτικός. Ποτέ δεν υπήρξα πολιτικός. Ούτε καν πολιτικό ον. Ήμουν κοινωνικό ον κι αυτό ήταν το μόνο που με ενδιέφερε. Η κοινωνία μου, οι άνθρωποι με τους οποίους μοιραζόμουν την κοινωνία μου.
ΓΕΛΩΤΟΠΟΙΟΣ: Περιμένετε ένα λεπτό να δω αν είναι έτοιμες οι φακές που θα μοιραστούμε.

~~{}~~

ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΙΝΔΙΚΗΣ ΦΑΚΗΣ:
Όταν οι φακές είναι σχεδόν έτοιμες ρίχνουμε αλάτι, την ντομάτα και τη δάφνη. Τις βράζουμε μέχρι να πιουν όλο το νερό τους.

Ετοιμάζουμε το μπασμάτι. Αυτή η ποικιλία ρυζιού θέλει λιγότερο νερό. Ένα μέρος ρύζι προς δύο νερό. Καλό θα είναι να πλύνουμε το ρύζι πριν το ρίξουμε στην κατσαρόλα. Προτού αρχίζει να βράζει χαμηλώνουμε τη φωτιά όσο γίνεται, ρίχνουμε αλάτι, λάδι και λίγες σταγόνες λεμόνι και σκεπάζουμε την κατσαρόλα.

Όσο το ρύζι είναι ζεστό σερβίρουμε. Το μισό πιάτο ρύζι και το άλλο μισό φακές αν θα δοκιμάσουν και παιδιά. Αν όχι μπορείτε να ανακατέψετε τη φακή με το ρύζι.

Και μια τελευταία κουβέντα με τον προσκεκλημένο μας πριν φάμε.

~~{}~~

ΓΕΛΩΤΟΠΟΙΟΣ: Τελικά όμως, παρά τα όσα κάνατε για να διατηρήσετε την ομόνοια στην Ινδία, σας δολοφόνησε ένας φανατικός Ινδουιστής που πίστευε ότι κάνατε πολλές παραχωρήσεις στους Μουσουλμάνους. Ή μήπως το αντίθετο;

ΓΚΑΝΤΙ: Τι σημασία έχει; Δυστυχώς οι συμπατριώτες μου δεν κατάλαβαν ότι η θρησκεία μπορεί να είναι ένα μέσο συνεννόησης.

Εγώ διάβασα τη Μπαγκαβάτ Γκίτα, το σημαντικότερο θρησκευτικό Ινδουιστικό κείμενο για πρώτη φορά στο Λονδίνο. Μαζί με την Αγία Γραφή. Η Παλαιά Διαθήκη με κούρασε, αλλά η Καινή με ενθουσίασε. Η «Επί του Όρους ομιλία» έγινε για μένα οδηγός στη ζωή μου.

Πιστεύω στη θρησκεία μου και τηρώ όλους τους κανόνες της. Αλλά δεν μπορώ να μην αναγνωρίσω το μεγαλείο της διδασκαλίας του Ιησού. Κάθε θρησκεία είναι καλή, αν οι πιστοί τηρούν τις αρχές της και αποδέχονται τους πιστούς των άλλων θρησκειών.

ΓΕΛΩΤΟΠΟΙΟΣ: Αυτό οι Ινδοί μάλλον δεν το κατάλαβαν. Με την ανεξαρτησία από τη Βρετανία, δημιουργήθηκαν δύο κράτη: Το μουσουλμανικό Πακιστάν και το ινδουιστικό στη βάση, αλλά πολυθρησκευτικό ουσιαστικά, κράτος της Ινδίας.
ΓΚΑΝΤΙ: Αυτό ήταν απόρροια της επιρροής της Βρετανίας και των άλλων παγκόσμιων δυνάμεων. Διαίρει και βασίλευε.
ΓΕΛΩΤΟΠΟΙΟΣ: Συμπερασματικά, προτού περάσουμε στην τραπεζαρία, πιστεύετε ότι κατάλαβαν κάτι οι άνθρωποι από τη διδασκαλία σας;

ΓΚΑΝΤΙ: Δεν ήταν διδασκαλία. Ποτέ δεν ήταν διδασκαλία. Απλά έκανα ό,τι θεωρούσα σωστό, τίποτα παραπάνω. Ζούσα σύμφωνα με τις αξίες μου, δεν τις δίδασκα.

ΓΕΛΩΤΟΠΟΙΟΣ: Πολύ ωραία. Σας ευχαριστώ πολύ που ήρθατε από τόσο μακριά για να γίνετε ομοτράπεζος μου.
ΓΚΑΝΤΙ: Εγώ σ’ ευχαριστώ, έχω πολύ καιρό να φάω φακές.

ΓΕΛΩΤΟΠΟΙΟΣ: Μετά το φαΐ, αν θέλετε, μπορούμε να δούμε την κινηματογραφική σας βιογραφία, του Ατένμπορο, με τον Μπεν Κίνγκσλεϊ, να υποδύεται εσάς.
ΓΚΑΝΤΙ: Πολύ θα το ήθελα. Ο Κίνγκσλεϊ με συγκινεί σε αυτόν τον ρόλο. Είναι εξαιρετικός ηθοποιός.
ΓΕΛΩΤΟΠΟΙΟΣ: Την έχετε δει την ταινία; Έχετε στον Παράδεισο… Έχετε εκεί που βρίσκεστε κινηματογράφο;
ΓΚΑΝΤΙ: Σ’ αυτό δεν μπορώ να σας απαντήσω. Για να δεις τι υπάρχει μετά το θάνατο πρέπει να ζήσεις πρώτα.
ΓΕΛΩΤΟΠΟΙΟΣ: Ναι, συγνώμη. Ελάτε, περάστε στο τραπέζι.
ΓΚΑΝΤΙ: Μοσχομυρίζει το κάρυ!

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Καθώς τρώμε τις φακές με το ρύζι τον κρυφοκοιτάζω. Αναρωτιέμαι πώς έγινε, πώς κατάφερε αυτός ο μικροσκοπικός άνθρωπος, τόσο ήρεμος, τόσο γαλήνιος, να νικήσει τη Βρετανική Αυτοκρατορία. Χωρίς να πιάσει όπλο.

Με βλέπει να τον κοιτάω. Χαμογελάει με το φαφούτικο στόμα του.

“Δεν θα σκότωνα ποτέ”, μου λέει, “αλλά ήμουν έτοιμος να πεθάνω γι’ αυτά που πίστευα. Γι’ αυτά έζησα. Γι’ αυτά πέθανα.”
“Και τι άλλαξε; Έχεις δει τι συμβαίνει στην εποχή μας; Τι άλλαξε;” του λέω.
“Έκανα ό,τι μπορούσα. Άλλαξα όσα μπορούσα ν’ αλλάξω. Σειρά σας τώρα.”

Ακούγονται οι ragas κι ο ήχος απ’ τους ανθρώπους που πνίγονται. Πώς να πιστέψεις σε κάτι; Σε τι να πιστέψεις;

Είναι αργά;