Άσμα πένθιμο και ονειρικό για μια χαμένη χώρα

0
154

«I wοke up  this morning»…

Κάπως έτσι ξεκινάνε τα περισσότερα άσματα μιας καταπιεσμένης φυλής, τα blues των υπανθρώπων που έκτισαν μια αυτοκρατορία μαζεύοντας βαμβάκι.

Ή, όπως τραγούδαγε και ένας δικός μας άνθρωπος, που έφυγε νωρίς γιατί δεν άντεχε την κατάντια μας:

«Μόλις ξυπνήσω το πρωί, τα βλέπω όλα μαύρα…»

Αλλά κι εγώ είμαι ψεύτης, γιατί δεν του έριξα μπουνιά, μόνο του χαμογέλασα.

Τον άκουσα σήμερα το πρωί, «this morning», έναν συνταξιούχο που συμπορεύεται με τη Νέα Δημοκρατία από τότε που θυμάται τον εαυτό του, να παραδέχεται ότι ο Σαμαράς είναι προδότης.

Δεν πίστευα στα αυτιά μου! Νόμιζα ότι τον είχε φωτίσει ο Άγιος Δημήτριος, μέρα που είναι.

Αλλά, δυστυχώς, ήταν πολύ ωραίο για να είναι αληθινό.

Μετά από ένα μικρό αντισαμαρικό παραλήρημα έφτασε στο συμπέρασμα:

«Να βγει η Χρυσή Αυγή να τους βάλει όλους στη θέση τους».

Ήθελα να του πω ότι αν βγει η Χρυσή Αυγή θα μαζεύει κάποια μέρα τα παιδιά του και τα εγγόνια του κομματάκια από το δρόμο. Επειδή θα είναι ομοφυλόφιλοι, επειδή θα ερωτευτούν έναν μελαψό, επειδή θα έχουν μακριά μαλλιά, επειδή δε θα φοβηθούν να μιλήσουν.

Και τότε θα μετανιώσει… Θα μετανιώσει;

Δεν του μίλησα καν. Ένας άνθρωπος που έχει ζήσει εξήντα χρόνια και πιστεύει ότι μια εγκληματική οργάνωση είναι η λύση, η τελική λύση, δεν έχει ελπίδες.

Μπήκα στο ίντερνετ.

Έξω από ένα θέατρο μερικές εκατοντάδες θρησκόληπτοι προσπαθούν να σταματήσουν μια παράσταση. Δεν υπάρχει ελπίδα.

Στην τηλεόραση, έγραφαν, ένας αδίστακτος ψυχοπαθής παρουσιάστηκε ως «άνθρωπος με αρχές». Δεν υπάρχει ελπίδα.

Οι αστυνομικοί βασανίζουν κάποιους συλληφθέντες λες και ζούμε στη Χιλή του Πινοσέτ. Δεν υπάρχει ελπίδα.

Για να γίνει παρέλαση ενεργοποιούνται μηχανισμοί καταστολής κατοχικού τύπου. Δεν υπάρχει ελπίδα.

Οι αντιδραστικές εφημερίδες παρουσιάζουν τη δημιουργία ειδικού λογαριασμού εξυπηρέτησης χρέους, που υπογράφτηκε το Φλεβάρη, ως κάτι καινούριο -και οι πολιτικάντηδες που την υπέγραψαν κάνουν «αντίσταση» και μιλάνε για αποικιοκρατία. Δεν υπάρχει ελπίδα.

Οι πρώην υπουργοί ισχυρίζονται ότι τη λίστα των φοροφυγάδων την «έφαγε ο σκύλος», αλλά γι’ αυτούς δεν υπάρχει αυτόφωρο. Όπως δεν υπάρχει και ελπίδα.

Στις Σκουριές οι κάτοικοι αντιμετωπίζονται ως κακούργοι, επειδή θέλουν να συνεχίσουν να ζουν, ενώ η αστυνομία προστατεύει μια εταιρεία εξόρυξης. Δεν υπάρχει ελπίδα.

Ένας άνθρωπος, ο οποίος ισχυρίζεται ότι είναι πρωθυπουργός, υπόσχεται ότι θα κάνει τα πάντα για να περάσουν τα μέτρα που του υπαγορεύουν και παραδέχεται ότι δεν τον ενδιαφέρει αν θα ξαναεκλεγεί. Και το κάνει απαγγέλλοντας Ρίτσο. Δεν υπάρχει ελπίδα.

Οι καθηγητές εκφοβίζουν τους μη-Έλληνες μαθητές, οι νεοναζί εκφοβίζουν μια ολόκληρη χώρα και οι συμπολίτες μας, όλο και πιο πολλοί, όλο και πιο ηλίθιοι, πιστεύουν ότι η λύση φοράει διακριτικά των Ες-Ες. Δεν υπάρχει καμιά ελπίδα.

Δεν υπάρχει καμιά ελπίδα γι’ αυτή τη χώρα. Και δε φταίνε οι εξωτερικοί οικονομικοί παράγοντες, δε φταίνε οι αχρείες κυβερνήσεις, δε φταίνε οι νεοναζί, δε φταίνε τα media.

Φταίνε οι πολίτες αυτής της χώρας που είναι σάπιοι μέχρι το κόκαλο και στηρίζουν αυτά τα κανάλια και υποστηρίζουν τις ναζιστικές μεθόδους και ψηφίζουν αυτούς τους αχρείους και αποδέχονται αυτά που επιβάλλουν οι έξωθεν.

Δεν υπάρχει ελπίδα γιατί δεν μπορείς να περιμένεις από ανθρώπους που γαλουχήθηκαν με σαπίλα να βγάλουν λουλούδια.

Κάπως έτσι, με τόσο βαθιά θλίψη και απογοήτευση, έκλεισα τον υπολογιστή και άνοιξα το ραδιόφωνο.

Το πρώτο που άκουσα ήταν μια ιστορία για το Μότσαρτ.

Όταν, λέει, ο Μότσαρτ ήταν τεσσάρων χρονών ο πατέρας του είχε μερικούς μουσικούς στο σπίτι για να παίξουν. Έπαιζαν με έγχορδα και ο μικρός Μότσαρτ ζήτησε να παίξει κι εκείνος. Μέχρι τότε έπαιζε μόνο πιάνο, δεν είχε αγγίξει ποτέ βιολί.

Ο πατέρας του, που προσπαθούσε να καλλιεργήσει την εικόνα ενός παιδιού-θαύματος, του αρνήθηκε, γιατί φοβήθηκε ότι θα ρεζιλευόταν.

Όμως ο Μότσαρτ, με την επιμονή ενός παιδιού που θέλει να φάει παγωτό, ζητούσε να παίξει βιολί.

Με την παρέμβαση των φίλων ο πατέρας δέχτηκε να δώσει ένα βιολί στον τετράχρονο.

Εκείνος κοίταξε μια φορά την παρτιτούρα και είπε απλά: «Πάμε.»

Και ενώ ακουμπούσε για πρώτη φορά βιολί έπαιξε καλύτερα και από τους έμπειρους μουσικούς!

Γέλασα, συγκινήθηκα, ένιωσα δέος, πήρα την καρέκλα και έκατσα δίπλα στο ραδιόφωνο.

Ήταν η εκπομπή του Χρίστου Παπαγεωργίου στο Τρίτο πρόγραμμα: «Αναζητώντας την κυρία με τη στρυχνίνη.»

Μιλούσε για την ταινία «Ο μύθος του 1900», του Τζουζέπε Τορνατόρε και έβαζε τη μουσική που έχει γράψει ο Μορικόνε για τη συγκεκριμένη ταινία.

Ίσως να την έχετε δει. Αφορά σε έναν πιανίστα που γεννιέται και πεθαίνει μέσα σε ένα υπερωκεάνιο, χωρίς ποτέ να πατήσει γη.

Ο Παπαγεωργίου περιέγραφε κάθε σκηνή της ταινίας –λες και είχε ζήσει ο ίδιος μέσα στο υπερωκεάνιο- και μετά έβαζε τη μουσική του Μορικόνε.

Μιλούσε για τον έρωτα, το πάθος, τη μοναξιά, την ιδιορρυθμία του πιανίστα χωρίς όνομα, που έβλεπε όλον τον κόσμο να περνάει από μπροστά του, που ζούσε με ένα πιάνο, με ένα πλωτό πιάνο, σε έναν τόσο ασταθή κόσμο.

Κάθε τόσο ο Παπαγεωργίου σηκωνόταν ανυπόμονα από τη θέση του -σκουντουφλώντας στα έπιπλα όπως ακουγόταν, ίσως και λίγο ζαλισμένος από τον ωκεανό- και έτρεχε ως το πιάνο που έχουν στο στούντιο για να μας παίξει μια μελωδία με σολ ύφεση που είχε συνθέσει ο Μορικόνε για να δείξει ότι η γοητεία της ζωής είναι αυτό που μας λείπει και μας στοιχειώνει.

Η φωνή του, όπως πάντα, δεν είχε ίχνος επιτήδευσης, όπως αυτό που ακούς από άλλους ραδιοφωνικούς παραγωγούς που μιλάνε σαν τον Μπάρι Γουάιτ λίγο πριν την εκσπερμάτωση.

Νόμιζες ότι ακούς ένα παιδί ή έναν έφηβο, που μόλις ανακάλυψε το πιο όμορφο παιχνίδι (που για τον έφηβο είναι ο έρωτας) και έχει παθιαστεί μαζί του.

Η χροιά, ο τόνος, η εμφανής συγκίνηση και οι κόμποι στο λαιμό του όταν μιλούσε για την ανάγκη του πιανίστα να γίνει «φυσιολογικός» (με σπίτι, γυναίκα και χριστουγεννιάτικο δέντρο), μπορούσαν να σε κάνουν να πιστέψεις ότι ακούς έναν ερασιτέχνη, κάποιον που πρώτη φορά έκατσε μπροστά στο μικρόφωνο.

Αλλά μετά ανέλυε τις μελωδίες του Μορικόνε και καταλάβαινες ότι άκουγες έναν άψογο γνώστη της μουσικής και του ραδιοφώνου.

Τον άκουγα για τρεις ώρες περίπου –αφού είχα χάσει το ξεκίνημα. Με περίμεναν για να πάμε σε κάποια γιορτή, αλλά δεν ήθελα να χάσω αυτή τη μέθεξη, δεν ήθελα να ξυπνήσω από αυτό το όνειρο.

Κάποια στιγμή το έτερον ήμισυ ήρθε να μου πει ότι έπρεπε να φύγουμε. Άκουσε τη φωνή του Παπαγεωργίου και έκατσε κι αυτή.

Και ήμασταν πλέον ένα ζευγάρι που άκουγε ραδιόφωνο χαμογελώντας –ή μπορεί και με μάτια υγρά.

Ένα ζευγάρι (σε μια κατεστραμμένη χώρα) που ακούει ραδιόφωνο και κοιτιέται στα μάτια κάθε τόσο -χαμογελώντας.

Υπάρχει ελπίδα.

Ένας ραδιοφωνικός παραγωγός που σκουντουφλάει στα έπιπλα από την ανυπομονησία του να παίξει πιάνο στον «αέρα».

Υπάρχει ελπίδα.

Ένα παιδί που ζητάει να του δώσουν ένα βιολί για να παίξει μουσική.

Υπάρχει ελπίδα.

Αν όλος ο κόσμος είναι φτιαγμένος από σαπίλα και σκουπίδια, αλλά κάπου –σε μια άκρη- υπάρχει ένα ζευγάρι που κοιτιέται στα μάτια, ένας άνθρωπος που αγαπάει αυτό που κάνει και ένα παιδί, τότε ναι… Υπάρχει ελπίδα.