Ο Όμηρος έφαγε την Κοκκινοσκουφίτσα

0
878

«Είναι μονόδρομος ο δρόμος που έχεις πάρει…»  adres_little-red-riding-hood_1000

 

(Τετράδια Συνεργείου)

Βαδίζουμε πάνω σε έναν άξονα μονής κατεύθυνσης. Γεννιόμαστε, μεγαλώνουμε και πεθαίνουμε.

Αυτή είναι η ροή της ζωής: Αρχή, μέση και τέλος.

Ακόμα κι αν το τέλος έρθει νωρίς, πάντα είναι μετά την αρχή.

Δεν είναι σπουδαία φιλοσοφία, το ξέρω, ούτε η ανακάλυψη της Αμερικής. Είναι η πραγματικότητα.

Όμως η τέχνη δεν δίνει δεκάρα τσακιστή για την πραγματικότητα.

Η τέχνη δεν είναι απομίμηση ή μίμηση της ζωής. Είναι μια άλλη πραγματικότητα, χωρίς κανόνες και πλαίσια, χωρίς καν χρόνο.

Είναι στη φύση του ανθρώπου να ξεπεράσει τη φύση του;

Δύσκολη ερώτηση. Για να προσεγγίσουμε την απάντηση θα πρέπει να ξεκινήσουμε… από την αρχή.

Στην αρχή ήταν ο Λόγος, το Χάος και κάτι μικρά θηλαστικά που απολάμβαναν τον ήλιο πάνω στα κόκαλα των δεινοσαύρων.

Μετά εμφανίστηκε ο Όμηρος.

Η ανατροπή της φυσικής συνέχειας ξεκίνησε με την περιφρόνηση για το γραμμικό χρόνο.

Μέχρι τότε οι άνθρωποι διηγούνταν τις ιστορίες τους ξεκινώντας (πως αλλιώς;) από την αρχή.

Ο Όμηρος, αν και εφόσον υπήρξε, διατάραξε τη φυσική ροή ξεκινώντας την ιστορία του από τη μέση.

Πώς ξεκινάει η Ιλιάδα;

Μήνιν άειδε, θεά, Πηληιάδεω Αχιλήος…

Τη μάνητα, θεά, τραγουδα μας του ξακουστού Αχιλλέα…

Η ιστορία ξεκινάει με έναν θυμωμένο ήρωα. Η ιστορία ξεκινάει λίγο πριν το τέλος.

Ο αναγνώστης (ή ο ακροατής), πέφτει με τα μούτρα στη μάνητα του Αχιλλέα. Χωρίς πρόλογο, χωρίς εισαγωγικά σημειώματα.

Ο Αχιλλέας αρνείται να πολεμήσει (επειδή του πήρανε τη Βρισηίδα), γι’ αυτό σκοτώνεται ο Πάτροκλος. Η αρχή του τέλους. Ή μήπως το τέλος της αρχής;

Ο Όμηρος (όποιος και να ήταν αυτός ή όσοι και να ήταν) δεν το κάνει τυχαία.2165284245_a0798c1e9b_z Απόδειξη είναι η αρχή του άλλου ομηρικού έπους.

Η Οδύσσεια ξεκινάει απ’ τη μέση του δράματος, με τον ήρωα να απολαμβάνει τις καταναγκαστικές χάρες της Καλυψούς (πάλι μια γυναίκα).

Λέτε ο Όμηρος να μην ήξερε πως ξεκινάμε μια ιστορία;

Ξεκινάμε ρίχνοντας τον ήρωα –και τον αναγνώστη- στη φωτιά, στη θάλασσα, στη γυναίκα.

Αφήνοντας απορίες, δημιουργώντας ερωτηματικά, κάνοντας τον αναγνώστη να θέλει να συνεχίσει την ανάγνωση για να καταλάβει τι συνέβη, πως βρέθηκε ο ήρωας μπλεγμένος σε τέτοια παλιοκατάσταση.

~~{}~~

Στα παραμύθια η γραμμική αφήγηση είναι ο κανόνας.

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν… Η Κοκκινοσκουφίτσα.

Της είπε η μαμά της να πάει ένα καλάθι με τρόφιμα…. μπλα-μπλα…. δάσος, λύκος….μπλα,μπλα… ο λύκος τρώει τη γιαγιά… μπλα-μπλα…ο λύκος τρώει την Κοκκινοσκουφίτα… μπλα-μπλα… ο κυνηγός σκοτώνει το λύκο και τους σώζει όλους. Τέλος

Όμως πως θα ήταν το παραμύθι της Κοκκινοσκουφίτσας αν το είχε γράψει ο Όμηρος; (Ή ο Στίβεν Κίνγκ).

~~{}~~

Στο Συνεργείο δεν συζητήσαμε για την ανατροπή της ιστορίας, όπως την έκαναν αριστουργηματικά ο Ροντάρι και ο Ντάαλ.

Σκεφτήκαμε πως θα ήταν το παραμύθι αν δεν ξεκινούσε από την αρχή.

Ένας εκ των συνεργών, ο Φάνης, έκανε μια καίρια επισήμανση:

Αν το παραμύθι ξεκινήσει τη στιγμή που η Κοκκινοσκουφίτσα φτάνει στο σπίτι της γιαγιάς της, τότε ο αναγνώστης δεν γνωρίζει ότι η «γιαγιά» είναι στην πραγματικότητα ο Μεγάλος Κακός Λύκος.

~~{}~~

Η Κοκκινοσκουφίτσα μπήκε στο σπίτι της γιαγιάς της.

«Γιαγιά, γιατί έχεις τόσο μεγάλα μάτια;»

«Για να σε βλέπω καλύτερα, παιδί μου.»

«Γιαγιά, γιατί έχει τόσο μεγάλα αυτιά;»

«Για να σε ακούω καλύτερα, παιδί μου.»

«Γιαγιά, γιατί έχεις τόσο μεγάλα δόντια;»

«ΓΙΑ ΝΑ ΣΕ ΦΑΩ!»

~~{}~~

Και τα παιδάκια βάζουν τα κλάματα.

Αυτό δεν είναι παραμύθι, είναι ιστορία τρόμου.

Ιστορία που εκμεταλλεύεται ένα από τα πιο τρομακτικά τεχνάσματα: Η πηγή του τρόμου, το Κακό, είναι αυτός/η/ο που θα έπρεπε να είναι το Καλό.

Ποιοι είναι οι πιο τρομαχτικοί ήρωες;

Ο πατέρας (Λάμψη), η μητέρα (Μήδεια), το παιδί (Εξορκιστής), ο κλόουν αρχείο λήψης(Αυτό), το κουνέλι (Ιππότες της Ελεεινής Τραπέζης), η γιαγιά (στην ομηρική εκδοχή της Κοκκινοσκουφίτσας), η γκουβερνάντα (Το στρίψιμο της Βίδας) και –το χειρότερο απ’ όλα- το βρέφος (Το μωρό της Ρόζμαρι).

Υπάρχει τίποτα πιο τρομαχτικό από ένα γλυκό και «ανυπεράσπιστο» μωράκι, το οποίο είναι ο Αντίχριστος ενσαρκωμένος;

~~{}~~

Ένας άλλος συνεργός, ο Όττο, παρατήρησε ότι το πιο ανατριχιαστικό σημείο στις ταινίες τρόμου είναι τα παιδικά τραγούδια. Όταν ακούς ένα τέτοιο ξέρεις ότι, από στιγμή σε στιγμή, κάποιος θα πεθάνει –με φρικιαστικό τρόπο συνήθως.

Οπότε η Κοκκινοσκουφίτσα θα μπορούσε να ξεκινάει κάπως έτσι:

 

Κοκκινοσκουφίτσα

 

Βρήκε τη γιαγιά της στο κρεβάτι. Δεν έτρεξε να την αγκαλιάσει, όπως συνήθιζε να κάνει. Υπήρχε κάτι στο χώρο που την τρόμαζε.

(Φύγε, φύγε όσο είναι καιρός)

«Τι κάνεις, γιαγιά;» ρώτησε η Κοκκινοσκουφίτσα από μακριά.

«Τι να κάνω, παιδάκι μου; Άρρωστη είμαι. Έλα πιο κοντά.»

Η φωνή της ήταν παράξενη. Και τα μάτια της…

(Φύγε, τρέξε μακριά)ματι

«Γιατί, γιαγιά, τα μάτια σου είναι τόσο μεγάλα;» ρώτησε η Κοκκινοσκουφίτσα.

«Είναι τα γυαλιά, παιδάκι μου. Έλα λίγο πιο κοντά, έλα.»

Η Κοκκινοσκουφίτσα έκανε ένα βήμα. Τι φοβόταν; Αυτή ήταν η καλή της γιαγιά, που της έφτιαχνε κουλουράκια, της έλεγε παραμύθια, την νανούριζε.

(Φύγε! Τώρα!)

«Γιατί, γιαγιά, τα αυτιά σου είναι τόσο μεγάλα;»

«Έτσι γίνεται με τους γέρους, παιδάκι μου. Πιο κοντά, έλα πιο κοντά.»

Η γιαγιά ξεκίνησε να τραγουδάει το αγαπημένο της νανούρισμα:

«Αχ, αχ νάνι

Νάνι που το μεγάλωσαν

τρεις αδερφές και μάνα

και πάλι δεν τους φτάνανε

πήραν και παραμάνα.»

Η Κοκκινοσκουφίτσα ξέχασε τους φόβους της. Ναι, αυτή ήταν η γιαγιά της, η καλή της γιαγιά.

(ΤΡΕΞΕ ΝΑ ΣΩΘΕΙΣ!)

Πως μπόρεσε να πιστέψει κάτι άλλο;

(ΦΥΓΕ!)

Μπήκε στη ζεστή της αγκαλιά. Η γιαγιά σταμάτησε το νανούρισμα και χαμογέλασε.

«Γιαγιά! Γιατί τα δόντια σου είναι τόσο… Μεγάλα;!»

«ΓΙΑ ΝΑ ΣΕ ΦΑΩ!!!»

~~{}~~

Αυτήν την εκδοχή καλύτερα να μην την πείτε σε κάποιο παιδάκι.

Όταν την διαβάσει κάποιος που δεν γνωρίζει τίποτα για το παραμύθι (δεν ξέρω που μπορούμε να τον βρούμε), θα αρχίσει να αναρωτιέται: index

«Τι είναι η «γιαγιά»; Είναι ζόμπι; Πήρε το ναρκωτικό «άλατα μπάνιου» και τρελάθηκε; Είναι εξωγήινος; Είναι λυκάνθρωπος; Είναι δαιμονισμένη;

Και η Κοκκινοσκουφίτσα γιατί πήγε εκεί; Είναι τελείως ηλίθια;»

Ακόμα κι όταν αργότερα αποκαλυφτεί ότι η γιαγιά ήταν λύκος, θα πρέπει να εξηγήσουμε κάτι ακόμα: Πως ήξερε ο λύκος το αγαπημένο νανούρισμα της Κοκκινοσκουφίτσας; Ήταν έγκλημα εκ προμελέτης;

~~{}~~

Μια ιστορία μπορεί να ξεκινάει και από το τέλος. Έξοχο παράδειγμα αυτής της αναδόμησης είναι ο «Θάνατος του Αρτέμιο Κρους», του Κάρλος Φουέντες.

Προσωπικά αντιπαθώ τα βιβλία και τις ταινίες που ξεκινούν με το θάνατο του πρωταγωνιστή.

Όσο παιδιάστικο και αντι-καλλιτεχνικό και να ακούγεται προτιμώ τις ιστορίες με happyend. Ή τουλάχιστον να μην το ξέρουμε από την αρχή ότι θα πεθάνει. Και να μην πεθαίνουν όλοι, να επιβιώνει ένας –τουλάχιστον.

Στη ζωή όλοι πεθαίνουν τελικά. Γιατί να γίνεται αυτό και στην τέχνη;

Αλλά ξέχασα τον αφορισμό του Θεόφιλου: «Τα ζωγραφιστά ψωμιά δεν πέφτουν».

Έτσι και οι επινοημένοι άνθρωποι δεν πεθαίνουν.

Κάθε φορά που ανοίγεις τον «Δον Κιχώτη» βρίσκεις πάλι ζωντανό τον ελεεινό ιππότη, έτοιμο για τις περιπέτειες του και το θάνατο του.

Αυτό είναι το πλεονέκτημα των φανταστικών ηρώων σε σχέση με εμάς: Για εμάς δεν υπάρχει δεύτερη ανάγνωση.

~~{}~~

Αυτό δεν ισχύει μόνο για τον καθένα από μας ξεχωριστά, αλλά και για το σύνολο της ανθρωπότητας. Δεύτερη ευκαιρία δεν θα έχουμε.

Μέρα με τη μέρα, βήμα με το βήμα, οδεύουμε αναπόφευκτα προς την 12αυτοκαταστροφή.

Πηγαίνουμε κοντά στη «γιαγιά», παρά τα σημάδια, (τις φωνές),που μας δείχνουν ότι πρέπει να αλλάξουμε πορεία όσο πιο γρήγορα μπορούμε.

Όταν η «γιαγιά» θα βγάλει τη μάσκα της θα αντικρίσουμε το πιο τρομαχτικό τέρας απ’ όλα, σίγουρα το πιο τρομαχτικό: Τον εαυτό μας.

~~{}~~

Η ιστορία της ανθρωπότητας δεν μπορεί να ξεκινήσει από το τέλος της, γιατί τότε δεν θα υπάρχει κανείς να τη διηγηθεί.

Μπορεί όμως να ξεκινήσει κάπως έτσι:

«Λίγο πριν το τέλος ο Άνθρωπος συνειδητοποίησε ότι αν συνέχιζε να είναι τέρας θα αφανιζόταν. Και τότε….»

15