Ένας Έλληνας στους γκρεμούς της Ιρλανδίας

2
4571

Στη δυτική άκρη της Ιρλανδίας υπάρχει ένας γκρεμός που λίγοι υψοφοβικοί τολμούν να πουν τ’ όνομα του. Κι ακόμα λιγότεροι, μπορεί και κανένας, τολμούν να πλησιάσουν στην άκρη για να κοιτάξουν τον Ατλαντικό.

Ο Τόλκιν τέτοια τοπία είχε στο μυαλό του, παρά της Νέας Ζηλανδίας, όταν έγραφε για τη Μέση Γη. Στα γαελικά λέγεται Aillte an Mhothair. Τόλμησα και το είπα, όπως -κάποτε- τόλμησα και να κοιτάξω.

Για να μη φανεί ότι παριστάνω τον Άραγκορν, ενώ στην πραγματικότητα είμαι πιο πολύ χόμπιτ, θα παραδεχτώ ότι πλησίασα στην άκρη του γκρεμού πεσμένος στα τέσσερα. Σαν ζώο τετράποδο.

Ακόμα κι έτσι μου ‘ρθε ίλιγγος. Ήταν τόσο ψηλά που αν είχα αυτοκτονικές τάσεις και πηδούσα θα προλάβαινα να μετανιώσω πολύ πριν φτάσω στη θάλασσα.

Όπως σε ταινία, όπου ο αυτόχειρας πρωταγωνιστής κάνει μια αναδρομή στο παρελθόν του καθώς πέφτει, έτσι κι εγώ -είμαι σίγουρος- θα θυμόμουν τι ωραία που είναι να ζεις-να τρως-να κοιμάσαι-να ερωτεύεσαι-να κάνεις σεξ-να παίζεις μουσική-να γράφεις-ακόμα και να δουλεύεις, και θα ‘λεγα λίγο πριν γίνω ένα με τη θάλασσα και το μηδέν τα τελευταία μου λόγια.

Αλλά, αφού δεν θα υπήρχε κανείς να μ’ ακούσει να τα λέω, δεν θα ‘ταν τα τελευταία μου.

(Τα τελευταία μου λόγια θα ήταν: “My goodness my guinness”. Και τα είχα πει λίγες ώρες πριν, έξω απ’ τη παμπ, διαβάζοντας φωναχτά μια διαφημιστική αφίσα της Guinness, όπου ένας μουστακαλής τρέχει για να σώσει τη γκίνες του από ένα λιοντάρι. Με είχε ακούσει κάποιος γέρος με πρησμένη μύτη κι είχε υψώσει το ποτήρι του.

Για να ‘ναι τα τελευταία σου λόγια πρέπει κάποιος να σ’ ακούσει, αλλιώς το δέντρο πέφτει χωρίς να κάνει θόρυβο.)

~~

Δεν πήδηξα. Είχα καλύτερα πράγματα να κάνω, ακόμα κι αν μετάνιωνα γι’ αυτά. Οπισθοχώρησα (στα τέσσερα πάντα) στην ασφάλεια του εδάφους χωρίς γκρεμούς, πήρα το σακίδιο μου και τα μουσικά μου όργανα και ξεκίνησα για το χωριό, όπου νοίκιαζα το κρεβάτι μου.

Στη διαδρομή έβγαλα τo feadog (ή αλλιώς penny whistler) για να παίξω. Είναι μια χάλκινη φλογέρα κι ο ήχος της ταιριάζει τόσο στα λιβάδια της Ιρλανδίας. Στα πρόβατα δεν κάνει καμία εντύπωση, αλλά οι αγελάδες μαγεύονταν όταν με άκουγαν.

Κάπως έτσι, στα είκοσι πέντε μου χρόνια, χωρίς τελευταία λόγια, με το feadog και μερικές αγελάδες να με ακολουθούν, έφτασα στο μικρό χωριό, που μάλλον δεν ήταν τίποτα άλλο από οικισμός.

Υπήρχε ένα hostel, ένα μίνι μάρκετ, είκοσι σπίτια, μια εκκλησία και δυο παμπ.

Έκατσα στην παμπ όπου είδα κόσμο. Στην άλλη δεν καθόταν κανείς. Μάλλον επειδή ήταν μονή μέρα. (Τις ζυγές μέρες κάθονταν απέναντι). Παρήγγειλα χοιρινό με λάχανο, το δεύτερο παραδοσιακό φαγητό των Ιρλανδών, μετά τις πατάτες. Και μια πίντα Guinness.

~~

Ας κάνουμε μια μικρή διευκρίνιση: Η Guinness δεν είναι μπύρα.

Το να συγκρίνεις την Γκίνες με τα λαγκεροειδή κατασκευάσματα από βύνη είναι σαν να συγκρίνεις το σεξ με τον αυνανισμό.
Σαν να συγκρίνεις τη θάλασσα του Αιγαίου με την πισίνα.
Σαν να συγκρίνεις τον κινηματογράφο με την τηλεόραση.
Σαν να συγκρίνεις τον Ντάνιελ Ντέι Λούις με …κάποιο… ηθοποιό της σαπουνόπερας.
Σαν να συγκρίνεις τα σμυρνέικα σουτζουκάκια με τα κατεψυγμένα μπιφτέκια του σούπερ.
Σαν να συγκρίνεις τον Jim Morrisson με τον Justin Bieber.
Σαν να συγκρίνεις τον Αλιέντε με τον Τσίπρα.

Και μια δεύτερη διευκρίνιση: Η sui generis Guinness δεν χωράει σε μπουκάλι.

Πρέπει να βγει απ’ το βαρέλι σε ζεστό ποτήρι. Η μισή. Να περιμένεις και να σε περιμένει, μέχρι να κάτσει, αρκετά λεπτά. Κι έπειτα να γεμίσει το ποτήρι σου.

Την πρώτη Guinness της ζωής μου την ήπια στο Δουβλίνο, στην παμπ του Τζέιμς Τζόυς. Απέναντι είναι το θρυλικό Ταχυδρομείο, όπου ακόμα μπορείς να δεις τα σημάδια απ’ τις σφαίρες της επανάστασης.

Έξω απ’ το Ταχυδρομείο είχα ακούσει έναν πλανόδιο μουσικό να παίζει feadog, τη φλογέρα της μισής πένας.

Λένε οι Ιρλανδοί: “Αν πετάξεις μια πέτρα σε μια ιρλανδέζικη παμπ θα πετύχεις έναν ποιητή”. Κι αν ρίξεις μια σφαίρα θα πετύχεις έναν μουσικό.

 ~~

Έφαγα, κι ήπια δυο πίντες. Δεν είχε μουσική.

Στην τηλεόραση έδειχνε μια εκπομπή απ’ το Γκάλγουει, όπου προσπαθούν να επαναφέρουν την προγονική τους γλώσσα, τα γαελικά. Χιμαιρική προσπάθεια. Οι κατακτητές Άγγλοι επέβαλαν τη μιλιά τους, πολιτισμικά: Στα αγγλικά είχε γράψει ο Σαίξπηρ. Στα γαελικά δεν είχε γράψει κανείς.
Οι Ρωμαίοι κι οι Τούρκοι δεν μπορούσαν να κάνουν το ίδιο στους Έλληνες. Πώς να υπερκεράσεις τη γλώσσα του Ομήρου, του Πλάτωνα και του Ευριπίδη;

Οι Ιρλανδοί ποιητές προσαρμόστηκαν στη νέα γλώσσα, την έκαναν δική τους, την τίμησαν, τη βελτίωσαν. Οι νοσταλγοί προσπαθούν να νεκραναστήσουν την άλλη, την παλιά. Δεν πρόκειται να συμβεί. Η γλώσσα ενός λαού είναι πάντα εκείνη που μιλάει.

~~

Η δημογραφία της παμπ: Δέκα γυναίκες κι οκτώ άντρες. Από τριάντα ως εξήντα. Όλοι πίνουν guinness. Υπάρχουν και δυο γιαγιάδες, στρόγγυλες με κόκκινα μάγουλα, με το ποτήρι της μαύρης μπύρας μισοάδειο μπροστά τους.

Η μόνη εξαίρεση στον κανόνα της μπύρας είναι τρεις νεαροί που κάθονται λίγο παραδίπλα. Αυτοί έχουν μεταγγίσει το περιεχόμενο ενός μπουκαλιού με κόκκινο κρασί σε μια κανάτα, για ν’ αναπνεύσει μάλλον, και πίνουν επιδεικτικά το ακριβό ποτό τους, σε κολωνάτα ποτήρια. Θα τους έλεγα χίπστερ, αλλά δεν υπήρχε ακόμα αυτός ο όρος. Τότε μάλλον τους είχα χαρακτηρίσει ξενέρωτους σνομπ.

~~

Γράφω στο ημερολόγιο μου, πίνω ακόμα δυο πίντες, τρώω πατάτες με ξύδι (το λεμόνι είναι τροπικό φρούτο στην Ιρλανδία). Και νυχτώνει.

Κάποια στιγμή ο μπάρμαν ειδοποιεί ότι το μαγαζί κλείνει. Σηκώνομαι, βαρύς απ’ το ποτό και το άμυλο, για να γυρίσω στο κρεβάτι μου. Καθώς βάζω την κιθάρα στον ώμο κάποιος τη βλέπει και φωνάζει: “Hey, lad, come in and play a tune”.

“Αφού κλείνει η παμπ”, του λέω.
Όλοι γελάνε.
“Η παμπ κλείνει”, μου λέει αυτός που με φώναξε. “Εμείς δεν κλείνουμε”.
Πάλι γέλια.

Η σερβιτόρα πληρώνεται απ’ τους χίπστερ και τους συνοδεύει στην έξοδο, σχεδόν εκβιαστικά. Έπειτα κλειδώνει την πόρτα και γυρνάει την ταμπέλα, κάνοντας το open closed.

Μου λένε να τους ακολουθήσω. Πηγαίνουμε σ’ ένα δωμάτιο χωρίς παράθυρα, πίσω απ’ τη παμπ. Έχει και τζάκι, μάλλον περνούν πολλές ώρες εκεί τον χειμώνα. Με κερνάνε άλλη μια πίντα. Το δωμάτιο γεμίζει, παράνομους πελάτες.

~~

Παρανομία. Είναι χαρακτηριστικό της ανθρωπότητας. Το κράτος, η εκάστοτε εξουσία, βάζει κάποιους νόμους. Οι άνθρωποι παρανομούν, κάνουν αυτό που θέλουν να κάνουν. Δεν είναι ιρλανδέζικη ιδιότητα, ούτε ελληνικό χαρακτηριστικό, όπως νομίζουν οι εθνοκεντριστές.

Παντού, σ’ όλο τον κόσμο, οι άνθρωποι παρανομούν. Γιατί οι νόμοι είναι συχνά βλακώδεις, άλλες φορές αφύσικοι, τις περισσότερες φορές ενάντια στη ζωή των πολλών-φτωχών-ασήμαντων.

Είναι μια διαδικασία πολεμική κι εξελικτική, όπως εξελίσσονται τα θωρακισμένα και τα βλήματα που τρυπούν τη θωράκιση. Η εξουσία προσπαθεί να προστατέψει τα δικαιώματα των λίγων και ισχυρών, είτε βασιλιάδες είναι, είτε τραπεζίτες, είτε δισεκατομμυριούχοι.

Στήνει σύνορα, θέτει απαγορεύσεις, ορίζει μισθούς και συντάξεις στο όριο της πείνας. Αυτή είναι η θωράκιση. Οι άνθρωποι, εμείς τα βλήματα, εξελισσόμαστε παράλληλα, για να καταφέρουμε να επιβιώσουμε.

Οι νόμοι φτιάχνονται για να παρανομήσουμε. Οι φράχτες για να τους πηδήσουμε. Τα σύνορα για να τα καταργήσουμε. Τα συστήματα ασφαλείας για να τα χακάρουμε. Οι κανόνες για να τους αγνοήσουμε και τα όρια για να τα ξεπεράσουμε. Αυτή είναι η φύση του ανθρώπου.

Δεν είμαστε ρομπότ, ν’ ακολουθούμε τους τρεις νόμους του Ασίμωφ.

Ο μόνος ανθρώπινος “νόμος” είναι: Θα κάνω τα πάντα για να επιβιώσω, θα κάνω τα πάντα για να ζήσω, θα κάνω τα πάντα για να απολαύσω.

Πρώτα παλεύεις για την επιβίωση, μετά για να ζεις ως άνθρωπος, και τέλος για ν’ απολαύσεις. Οι νόμοι, όταν δεν μας ωφελούν, είναι μόνο εμπόδια που θα βρούμε έναν τρόπο να τα ξεπεράσουμε.

~~

Με κερνάνε άλλη μια πίντα και μου λένε να παίξω. Ξεκινάω το “A Hard Rain’s A-Gonna Fall” του Ντίλαν, ίσως το πιο ποιητικό του κομμάτι. “Oh, where have you been, my blue-eyed son?”

Όταν τελειώνω μου λένε να παίξω κάτι ελληνικό. Παραδόξως, αντί για Σιδηρόπουλο ή Τρύπες, τους παίζω κάτι που μου ‘ρχεται αυθόρμητα. “Αγάπη που ‘γινες δίκοπο μαχαίρι”. Με ακούνε πιο προσεχτικά, παρότι δεν καταλαβαίνουν τι τραγουδώ. Στο τέλος χειροκροτάνε και κάποια γυναίκα λέει: “It’s so sad!”

“Είναι”, της λέω.
“Για ποιο πράγμα μιλάει;”
“Για τον έρωτα…  Την προδοσία.”
“Ναι, αυτό πάντα προκαλεί θλίψη.”

Έπειτα ζητάει την κιθάρα ένας νεαρός με χέρια φτυάρια. (Τώρα γράφω νεαρός, τότε μου είχε φανεί μεγάλος, σχεδόν τριάντα.) Του προτείνω την πένα. Λέει ότι δεν τη χρειάζεται. Σκέφτομαι ότι θα μαζεύω τις χορδές απ’ το πάτωμα, σαν τα δόντια αρχάριου πυγμάχου.

Ξεκινάει να παίζει μια ιρλανδέζικη μπαλάντα. Είναι μονότονη και απλή, σαν ρεμπέτικο τραγούδι. Τρία ακόρντα όλα κι όλα. Τα δάχτυλα του, σκληρόπετσα και νευρώδη, αγγίζουν τις χορδές σαν να ‘ναι κλειτορίδα. Και κάνουν την κιθάρα να πάλλεται ηδονικά.

Η φωνή του είναι βαριά σαν του Nick Cave. Σχεδόν μια οκτάβα κάτω απ’ τη δική μου. Το τραγούδι μιλάει για κάποιον άντρα που αφήνει το σπίτι του και την αγαπημένη του, που φεύγει μακριά “απ’ το λιβάδι όπου συναντηθήκαμε για πρώτη φορά”, μακριά κι απ’ το ρυάκι, μακριά απ’ το χώμα όπου είναι θαμμένη η μάνα του, μακριά απ’ το κελάηδημα κάποιου πουλιού (κοτσύφι, τσίχλα, αηδόνι, δεν θυμάμαι τι ήταν).

Αλλά υπόσχεται, πως όσα χρόνια κι αν περάσουν, όσο μακριά κι αν πάει, ποτέ δεν θα ξεχάσει “το λιβάδι όπου συναντηθήκαμε για πρώτη φορά”, κι ότι θα γυρίσει, θα γυρίσει, ακόμα κι αν έχει πεθάνει, θα γυρίσει.

~~

Σαν τελειώνει όλοι είναι δακρυσμένοι. Κι εγώ νιώθω το ίδιο. Ο αγρότης τροβαδούρος μου δίνει την κιθάρα για να συνεχίσω. Πώς να παίξω μετά απ’ αυτό; Την κρατάω ανάμεσα στα πόδια και τραγουδάω, a capella και κακότεχνα, χωρίς μπουζούκι, μια στροφή:

“Συννεφιασμένη Κυριακή,
μοιάζεις με την καρδιά μου
που έχει πάντα συννεφιά,
Χριστέ και Παναγιά μου.”

Μια γυναίκα κάνει το σταυρό της με τον καθολικό τρόπο. Έπειτα μια άλλη ξεκινάει να τραγουδάει κάτι που μοιάζει με ινδιάνικο τραγούδι. Σηκώνονται όλοι όρθιοι και τραγουδούν, με ευλάβεια και συγκίνηση. Τους ακούω, μόνο ακούω. Ο μόνος Έλληνας, ο μόνος ξένος, ανάμεσα σε κέλτες. Δεν καταλαβαίνω τους στίχους, δεν καταλαβαίνω τι λένε, ούτε και θυμάμαι.

~~[]~~

Χρόνια μετά, βλέπω τον “Άνεμο να χορεύει το κριθάρι”. Κι εκπλήσσομαι, πετιέμαι όρθιος, όταν ακούω εκείνο το ινδιάνικο κέλτικο τραγούδι: Óró, sé do bheatha ‘bhaile

Μου κάνει εντύπωση η δυναμικότητα των γυναικών, ακόμα και των γιαγιάδων. Δεν στέκονται απόμερα, ακούγοντας υπομονετικά τους άντρες, πίνοντας λεμονάδα. Είναι ισότιμες. Ή -μάλλον- μοιάζουν να κυριαρχούν στο χώρο.

Σε κανένα καφενείο χωριού της Ελλάδας δεν είχα δει κάτι παρόμοιο. Οι γυναίκες ίσως να είχαν δύναμη μέσα στο σπίτι, αλλά έξω δεν υπήρχαν. Δεν θυμάμαι ποτέ, πραγματικά ποτέ, τη γιαγιά μου να βγαίνει στο καφενείο για να πιει ένα ποτήρι κρασί.

Οι γυναίκες ήταν αποκλεισμένες απ’ την ελληνική επαρχιώτικη κοινωνία, καθόλου διακριτικά.

Το λέω στους Ιρλανδούς. Ένας άντρας γελάει.

“Οι γυναίκες κάνουν κουμάντο στην Ιρλανδία”, μου λέει. “Το μόνο πράγμα που οι άντρες καταφέρνουν καλύτερα απ’ τις γυναίκες είναι… το πιοτό”.
“Και γι’ αυτό δεν θα ‘βαζα στοίχημα”, του απαντά μια γεροδεμένη πενηντάρα κι αδειάζει μονορούφι τη γκίνες της. “Βάλε άλλη μια γύρα στις γυναίκες, Σήμους!”, φωνάζει.

Πάλι γέλια. Πάλι τραγούδια.

Τους παρατηρώ και τους θαυμάζω, σχεδόν τους αγαπώ. Αν δεν ήμουν Έλληνας θα ήθελα να ήμουν Ιρλανδός. Δεν ξέρω αν είναι η κέλτικη παράδοση ή η σύγχρονη ιστορία, με τους λιμούς και τις επαναστάσεις, που έκανε αυτούς τους ανθρώπους τόσο… Ιρλανδούς.

Σίγουρα δεν είναι μόνο δική μου εντύπωση. Λίγες μέρες μετά, στα νησιά Άραν, μια Ισπανίδα που γνώρισα εκεί θα έβλεπε τους Ιρλανδούς, άντρες και γυναίκες, να χορεύουν και να πίνουν και θα μου ‘λεγε, θαυμάζοντας κι εκείνη: “Δεν έχω δει κάτι παρόμοιο στην Ισπανία!”

Οι Ιρλανδοί είναι πιο μεσογειακοί απ’ τους μεσογειακούς. Μ’ έναν δικό τους τρόπο, κέλτικο.

~~

Τις ημέρες που γράφω αυτό το κείμενο, βάζω να ξαναδώ την ταινία του Κεν Λόουτς. Το μίσος για τους κατακτητές Άγγλους είναι το πρώτο συναίσθημα, καθολικό.

Όμως, εκεί που στοχεύει περισσότερο ο Λόουτς, είναι πως όταν φεύγουν οι κατακτητές αρχίζει ο εμφύλιος. Οι μεγαλοκτηματίες, οι τοκογλύφοι, οι δωσίλογοι συνεχίζουν να κυβερνούν.

Κι οι άνθρωποι που πολέμησαν για την ανεξαρτησία, σκοτώνονται αναμεταξύ τους, αδελφός εναντίον αδελφού, όπως έγινε και στην Ελλάδα, όπως έγινε και στην Ισπανία, όπως έγινε και στην Ινδία, όπως έγινε και γίνεται σε κάθε τόπο, σε κάθε εποχή.

Σύμβολο της ταινίας μια υπέργηρη, που της καίνε το σπίτι οι Άγγλοι, της το καίνε μετά κι οι Ιρλανδοί. Κι όταν η κόρη της λέει να φύγουν για να σωθούν, εκείνη αρνείται.

“Πέρασα τον μεγάλο λιμό”, της λέει, “πέρασα πολέμους κι επαναστάσεις. Έθαψα εδώ τους γονείς μου, τ’ αδέλφια μου, τον άντρα μου, τον γιο μου. Δεν φεύγω, αυτό είναι το σπίτι μου, αυτή είναι η γη μου, εδώ θα με θάψουν.”

Αυτή η γιαγιά είναι η Ιρλανδία.

~~

Δεν θυμάμαι πώς έφυγα από κείνη την παμπ, λίγα χιλιόμετρα απ’ τους γκρεμούς του Μόχερ, πώς κατάφερα να φτάσω στο κρεβάτι που νοίκιαζα.

Αυτό που θυμάμαι είναι αυτό που έμαθα και κουβαλάω: Οι άνθρωποι σ’ όλη τη γη είναι σχεδόν ίδιοι. Διαφορετικοί στις διαφορές τους, αλλά παρόμοιοι στις ομοιότητες τους.

Μια κλίμακα μινόρε είναι πάντα θλιμμένη, με όποιο όργανο κι αν την παίξεις, σε όποια γλώσσα και να τραγουδήσεις. Κι η ζωή όλων μας, πάντα περιέχει ένα μινόρε, όσο προσεκτικά κι αν το κρύψεις, πάντα θα είναι εκεί.

Όμως, πέρα απ’ τα μινόρε, πέρα απ’ τη θλίψη, πέρα απ’ τις δυσκολίες, πέρα απ’ τις κακουχίες και τους γκρεμούς, υπάρχει μια γη κοινή για όλους.

Όχι όταν ξεχνάνε τις διαφορές τους, παρά μόνο όταν τις αγαπάνε και τις προβάλλουν, κι όταν όλοι γίνονται παρέα. Αυτός είναι ο παράδεισος, αυτή είναι κι η κόλαση, η γη μας, η ζωή μας.

Όταν όλοι μαζί πίνουμε γκίνες και τραγουδάμε τα τραγούδια μας, άντρες και γυναίκες, κέλτες κι έλληνες, κοκκινομούρηδες και μαυριδεροί. Και δακρύζουμε μ’ αυτά που θυμόμαστε και γελάμε μ’ αυτά που ζούμε.

Δεν ξέρω αν θα προλάβουμε να δούμε τον παράδεισο στη Γη, πριν να την κάνουμε κόλαση. Αλλά χαίρομαι που τυχαία κατάφερα να τη ζήσω αυτή την κατάσταση, αυτό το πώς-θα-ήταν-ο-κόσμος-μας-αν…

Έστω κάποιες φορές, λίγες, όπως εκείνο το βράδυ, στο παράνομο δωμάτιο μιας παμπ, κοντά στους γκρεμούς του Μόχερ, όπου ο άνεμος κάνει το κριθάρι να χορεύει.