Τουβαλού (1.Μπλουζ για ένα κορίτσι στην Αμοργό)

0
1990

Αυτή η εικόνα δεν έχει ιδιότητα alt. Το όνομα του αρχείου είναι 252454545.jpg

«Είμαστε όλοι θνητοί μέχρι το πρώτο φιλί και το δεύτερο ποτήρι κρασί.»
Εδουάρδο Γκαλεάνο

«Απόκληρο με είπες μια βραδιά
και μου ‘μεινε για πάντα η ρετσινιά.»
Βαγγέλης Γερμανός

When I was a young boy my mama said to me
“There’s only one girl in the world for you
And she probably lives in Tahiti.”
Wreckless Eric,Whole Wide World

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

~{1}~

Λένε πώς κάθε καλή ιστορία ξεκινάει μ’ ένα κορίτσι. Αυτή ξεκινάει ανάποδα. Με το κορίτσι να μου δίνει τα παπούτσια στο χέρι.

Απ’ όταν ήμουν νέος ήθελα να γίνω αναχωρητής. Δεν θα με πείραζε να ‘μαι και μοναχός, χριστιανός ή βουδιστής, δεν είχα πρόβλημα με τον θεό, με τους ανθρώπους είχα. Οπότε πώς να χωθώ σ’ ένα μοναστήρι, πώς να εγκλωβιστώ εκούσια μαζί τους -και χωρίς κορίτσι;

Αυτό ήταν ένα ακόμα ζήτημα, κάτι που μ’ εμπόδιζε να πάω στο Άγιο Όρος. Δεν επιτρέπονταν γυναίκες, οπότε δεν θα ερχόταν μαζί μου η Ρίτα. Κι εγώ δεν μπορούσα να ζήσω χωρίς τη Ρίτα. Όλη μου η ζωή ήταν η Ρίτα. Θα πέθαινα για τη Ρίτα. (Μαργαρίτα τη λέγανε, αλλά μετά την επιτυχία των Κατσιμιχαίων το άλλαξε.)

Ήταν το πιο κουλ κορίτσι της κωμόπολης όπου ζούσαμε, μπορεί και του νομού ολόκληρου. Πολύ συχνά αναρωτιόμουν πώς είχε μπλέξει μαζί μου, που ήμουν τόσο κουλ όσο ένα σώβρακο.

Το χειρότερο ήταν ότι όχι μόνο ένιωθα τυχερός που με είχε επιλέξει η Killer Queen, όχι μόνο ένιωθα κατώτερος, αλλά της το έλεγα κιόλας.

Η ταπεινότητα, να ξέρετε, δεν είναι καθόλου προτέρημα για έναν εικοσάχρονο. Οι νέοι είναι εντυπωσιακοί κι εντυπωσιάζονται. Ένας ήσυχος τύπος που θέλει να γίνει αναχωρητής και να μείνει μόνος περισσότερο για weirdo περνιέται, παρά για κουλ.

Νομίζω ότι η Ρίτα τα ‘χε φτιάξει μαζί μου σαν πείραμα. Όπως ο Πυγμαλίων, έτσι κι η Ρίτα ήθελε να με εκπαιδεύσει. Να καταφέρει να βγάλει μέσα απ’ το άκομψο μάρμαρο ένα όμορφο άγαλμα. Προσπάθησε, δεν λέω, ίσως και να τα κατάφερνε αν δεν ερχόταν το καλοκαίρι.

~~

Μάλλον είχε βαρεθεί ήδη όταν της πρότεινα να πάμε διακοπές στη Γαύδο.

«Όλη η παρέα θα πάει Σαντορίνη», είπε εκείνη με τα μάτια της Έλενα Κρίστενσεν.
«Τι τους θέλουμε; Εμείς θα πάμε μόνοι μας.»

Η Ρίτα έγινε πέτρα. Το ‘χε αυτό, όταν κάτι δεν της άρεσε γινόταν σκληρή κι ακούνητη.

«Ξέρεις κάτι, Μπίλι;» μου είπε μερικά από μερικά δευτερόλεπτα που μόνο με κοιτούσε κι εγώ μόνο την κοιτούσα. «Δεν θα γίνω απόκληρος σαν κι εσένα. Πήγαινε μόνος.»

ΜΠΑΦ! Έσκασε μεσ’ τα μούτρα μου. Απόκληρος;

Φυσικά τη λέξη την είχε μάθει απ’ το τραγούδι του Γερμανού. Κολακεύτηκα λιγάκι. Θα μπορούσε να μ’ έχει πει μαλάκα. Αλλά η Ρίτα ήταν κουλ, ακόμα και στους χωρισμούς της, ακόμα κι όταν σε περιέλουζε με βενζίνη και σου πετούσε σπίρτο.

~~~

Δεν θ’ αρνηθώ πως έκλαψα σαν μωρό για τρεις νύχτες. Πήγαινα μόνος μου στην παραλία, κοιτούσα τον Κορινθιακό Κόλπο, έπινα σκέτο ούζο απ’ το μπουκάλι κι έπαιζα κιθάρα. Κι έκλαιγα στην αρχή, ενδιάμεσα και στο τέλος.

Δεν ήξερα πολλά τραγούδια. To Wish you were here των Pink Floyd ήταν το πρώτο που είχα μάθει. Προσπάθησα και το Nothing Else Matters, αλλά δεν μου έβγαινε η φωνή. Κάποια από Doors και το Do you love me, του Nick Cave. Από ελληνικά έπαιζα τρία από Υπόγεια Ρεύματα, δύο απ’ το Σταυρό του Νότου, το Σιωπή απ’ τα Ξύλινα Σπαθιά, το Μπαγλαμαδάκι του Παπάζογλου και –φυσικά- το τραγούδι που μάθαινε να παίζει όποιος έπιανε κιθάρα τότε: Να μ’ αγαπάς, του Σιδηρόπουλου.

«Σου γράφω πάλι από ανάγκη, η ώρα πέντε το πρωί.»
Πρέπει να το έπαιξα εκατοντάδες φορές αυτό το τραγούδι. Κι έκλαιγα, μεθοκοπούσα, τραγουδούσα, κάπνιζα, έκλαιγα. Έτσι ήρθε η Κάθαρση.

~~~~

Το τέταρτο πρωινό σηκώθηκα, ετοίμασα τα πράγματα μου κι είπα στους δικούς μου ότι θα πήγαινα στη Γαύδο.

«Με τη Ρίτα θα πας;» με ρώτησε η μάνα μου.
«Πάει η Ρίτα, μαμά.»

Η μάνα μου δεν φάνηκε να εκπλήσσεται.

Νομίζω ότι αυτή ήταν η χειρότερη γονική απόρριψη που έχω νιώσει, και πιστέψτε με, έχω νιώσει πολλές. Αντί να μου πει ότι είμαι πολύ καλύτερος από τη Ρίτα, να μου πει ότι θα βρω δέκα σαν κι εκείνη, έκανε μια χειρονομία που μαζί με τη γκριμάτσα σήμαινε: «Ε, τι περίμενες;»

Τώρα, που τα βλέπω όλα αποστασιοποιημένα, νομίζω ότι μου έκανε καλό κι αυτό, γιατί με τσάντισε. Αν με παρηγορούσε μπορεί να έπεφτα στην αγκαλιά της και να ‘ρχιζα πάλι να κλαίω –σαν μωρό. Όμως τέρμα τα κλάματα.

Πήρα το σακίδιο και την κιθάρα, πήρα και τα λεφτά που είχα μαζέψει δουλεύοντας σ’ ένα εργοστάσιο που έκανε πίτες για σουβλάκι, κι έριξα μαύρη πέτρα πίσω μου.

Ξεκίνησα για τη Γαύδο, προκειμένου να περάσω όλο το καλοκαίρι μόνος, αναχωρητής και γυμνιστής, άγριος, τρώγοντας ακρίδες και πατατάκια, πίνοντας ζεστό ούζο μέχρι θανάτου.

Αλλά βρέθηκα στην Αμοργό, να ετοιμάζω ταξίδι για το Τουπαλού.

~~{2}~~

Κάθε άνθρωπος έχει μια συνάντηση με κομήτη στη ζωή του. Εννοώ να συναντήσεις τυχαία κάποιον που θα επηρεάσει ολοκληρωτικά το είναι-σου και το γίγνεσθαι, τη νοοτροπία σου. Να σε βγάλει απ’ την προκαθορισμένη πορεία σου με τη βαρύτητα του, να πλανηθείτε για λίγο παράλληλα στο ηλιακό σύστημα και μετά να επιστρέψει στο μεσοαστρικό κενό απ’ όπου ήρθε.

Κι εσύ συνεχίζεις τη διορθωμένη τροχιά σου, ευγνώμων που τον συνάντησες, μέχρι που να πέσεις στον ήλιο και να καείς.

Ήμουν στο κατάστρωμα του Άνεμος. Αυτό ήταν το αιγαιοπελαγίτικο Magic Bus της εποχής. Ξεκινούσε από Θεσσαλονίκη με προορισμό την Κρήτη. Όμως σταματούσε σχεδόν σε κάθε λιμάνι και νησί που συναντούσε.

Έκανε μέχρι και 48 ώρες να φτάσει στο Ηράκλειο, αναλόγως τις καθυστερήσεις. Είχε και κλίνες, αλλά το κατάστρωμα ήταν γεμάτο νεολαία, με τις προμήθειες για να βγάλουν το ταξίδι σε σακούλες σούπερ μάρκετ. Περισσότερες μπύρες και μεγάλα χαρτάκια, παρά φαΐ.

Ξαπλωμένοι παντού στα σλίπινγκ μπαγκ, να παίζουν τάβλι και ν’ ακούνε γουόκμαν, ελπίζοντας ν’ αντέξουν οι μπαταρίες. Το βράδυ όλο το κατάστρωμα γινόταν τεκές, αρκούσε να βγεις για ν’ αναπνεύσεις καθαρό αέρα και την άκουγες στο λεπτό.

Γέλια και τραγούδια. Διακοπές πήγαιναν, δεν βιάζονταν να φτάσουν. Το ταξίδι ήταν μέρος της απόλαυσης -άσε που συχνά φτιάχνονταν νέες παρέες κι έρωτες σ’ εκείνες τις δυο μέρες.

Εγώ είχα κάτσει μόνος σ’ ένα κουτί για σωσίβια. Οι υπόλοιποι είχαν παρέα, όμως έτσι και βούλιαζε ο Άνεμος θα ήμουν ο πρώτος που θα φορούσε σωσίβιο.

Καθόμουν και σκεφτόμουν ότι εκείνο το «απόκληρος» της Ρίτας θα το έκανα μότο. Ήμουν εσωστρεφής απ’ τα γεννοφάσκια, μια σπρωξιά χρειαζόμουν για να γίνω αντικοινωνικός ή μισάνθρωπος.

Έπινα το ζεστό ούζο, κάπνιζα στριφτά και κοιτούσα το Αιγαίο. Όποιος δεν έχει ταξιδέψει στο πέλαγος έχει χάσει κάτι απ’ τη μαγεία του κόσμου.

Το απολάμβανα, είναι αλήθεια. Έχω κρατήσει ένα ημερολόγιο από τότε. Και είχα ξεκινήσει να γράφω υπέροχα πράγματα όταν έκατσε δίπλα μου ο Χουάν.

~~

Το όνομα του δεν το ήξερα τότε. Έκατσε δίπλα μου ένας γέρος. Έκανα ότι δεν τον είδα, συνέχισα να γράφω στο τετράδιο μου. Όμως εκείνος με σκούντηξε και μου ‘δειξε τη θήκη της κιθάρας.

«Θα το παίξεις το όργανο;» μου είπε.

Αμερικάνικη προφορά. Είχε λεκέδες στο πρόσωπο, σαν τον παππού μου πριν πεθάνει -στα ογδόντα του. Τα μαλλιά του ήταν σαν ψεύτικα. Μια τεράστια λευκή αφάνα που αγνοούσε τη βαρύτητα και την ηλικία του φορέα της.

«Μπα», του είπα, σε γνήσια ελληνικά. Ήθελα να διακόψω την επικοινωνία. Κοιτούσα μπροστά.
«Τι το κουβαλάς τότε;»
«Ε, να», του πα για να τον διώξω. «Δεν νιώθω καλά.»
«Σε πείραξε η θάλασσα;»
«Όχι, δεν νιώθω καλά, ψυχικά, πώς το λένε; Δεν είμαι καλά.»
«HELL YEAH!»

Ο γέρος φώναξε hell yeah και χτύπησε το χέρι του στο μπαούλο με τα σωσίβια. Αυτό ήταν κούφιο κι έκανε ένα θόρυβο που με πέταξε στον αέρα.

«Όταν δεν είσαι καλά, μόνο τότε παίζεις καλά. Έλα!»

Ο κωλόγερος δεν ήταν καθόλου σαν τον παππού μου πριν πεθάνει. Έμοιαζε να ‘χει πάρει κοκαΐνη, τόση ενέργεια. Έπιασε τη θήκη κι έβγαλε την κιθάρα μου. Απογοητεύτηκε όταν την είδε.

Εγώ την αγαπούσα τη Λέιλα. Ήταν φτηνή, αλλά για να την αγοράσω είχα δουλέψει στην περισυλλογή βερίκοκων. Η πρώτη δουλειά που έκανα. Το πρώτο πράγμα που αγόρασα με τον ιδρώτα μου.

«Έλα, παίξε», είπε και μου την έδωσε.

Είπα να μην του χαλάσω το χατίρι, μήπως και τον έκανα να φύγει. Έπιασα να παίξω το Wish you were here. Ο κωλόγερος μ’ άκουσε χωρίς ν’ αντιδράει. Περίμενε να τελειώσω.

Δεν τον κοίταξα. Άφησα την κιθάρα και ξανάναψα το μισοκαπνισμένο τσιγάρο μου. Περνούσαμε κοντά σ’ ένα ξερονήσι. Μου φάνηκε ότι είδα μια γίδα.

«Δεν το νιώθεις», είπε ο γέρος.
«Τι πράγμα;»
«Δεν το νιώθεις, δεν έχεις ψυχή, δεν έχεις μπλουζ.»

Ήθελα να του πω να πάει να γαμηθεί, αλλά η μάνα μου με είχε μάθει να μη βρίζω. Γέλασα, σαρκαστικά.

«Έλα», του είπα και του έδωσα την Λέιλα. «Για δείξε μας εσύ τη δική σου ψυχή, γέρο.»

Εκείνος έκανε μια κίνηση απόρριψης και σηκώθηκε να φύγει.

«Ε, τότε μη μου λες για μπλουζ και μαλακίες», του είπα, αλαζονικός εικοσάχρονος παντογνώστης.

Ο γέρος γύρισε. Δεν του άρεσε αυτό που άκουσε. Έκανε το σταυρό του με τον καθολικό τρόπο.

«Δώσε μου», είπε και πήρε τη Λέιλα.

Του πρότεινα την πένα. Πάντα έπαιζα με πένα. Όταν έκανα μαθήματα είχα μάθει τους αρπισμούς με τα δάκτυλα. Όμως η εκμάθηση κλασικής κιθάρας θέλει πολλή υπομονή και δουλειά. Και είναι βαρετή αν ξεκινήσεις στα δεκάξι.

Ο γέρος δεν ήθελε πένα. Μου έδειξε το δεξί του χέρι. Είχε νύχια περιποιημένα. Ακούμπησε την κιθάρα στο πόδι, τη ζύγιασε. Δεν με ρώτησε τι ήθελα να παίξει. Κοίταξε μπροστά. Η θάλασσα ήταν λίμνη.

Ξεκίνησε να παίζει το Μπλουζ της Νεκρής Γαρίδας.
«I woke up this mornin’ and all my shrimps was dead and gone.»

Με την πρώτη στροφή είχα ανατριχιάσει απ’ τ’ αρχίδια ως τα φρύδια. Σταμάτησα ν’ αναπνέω για ν’ ακούσω.

Ο τύπος έπαιζε σαν ήταν μια ορχήστρα από μόνος του. Ο αντίχειρας κι ο δείκτης του δεξιού χεριού βαρούσαν τις πάνω χορδές, έπαιζαν το μπάσο. Τα άλλα τρία δάκτυλα έπαιζαν τη μελωδία. Ήταν αντίστιξη που θα έγραφε κι ο Μπαχ.

Το μάτι μου καρφώθηκε στο αριστερό του χέρι, αυτό που κρατούσε τ’ ακκόρντα. Το πρώτο πράγμα που μαθαίνεις στα μαθήματα είναι ότι ο αντίχειρα μπαίνει πίσω απ’ το μπράτσο της κιθάρας. Εκείνος τον χρησιμοποιούσε μέσα στη συγχορδία, τον έβαζε από πάνω. Έπαιζε σαν να μην είχε ξαναπιάσει κιθάρα, σαν μην ήξερε τους βασικούς κανόνες. Αλλά έπαιζε σαν να μην είχε υπάρξει κιθάρα πριν απ’ αυτόν, ούτε και μετά.

Τέλειωσε τις γαρίδες κι έπιασε χωρίς διακοπή το Crossroads. Αυτό το είχα ξανακούσει. Το είχε παίξει κι ο Έρικ Κλάπτον. Ακουγόταν στην ομώνυμη ταινία με τον Ραλφ Μάτσιο.

Το κομμάτι ήταν του Ρόμπερτ Τζόνσον, του μπλουζίστα που είχε πουλήσει την ψυχή του στο διάολο, για να μάθει να παίζει κιθάρα. Κι ο γέρος έπαιζε το ίδιο καλά. Έπαιζε λες κι είχε πουλήσει την ψυχή του στο διάολο.

Η φωνή του ήταν ψιλή και στερεή, σαν πάγος που νομίζεις ότι θα θρυμματιστεί, αλλά σε βαστάει τρίζοντας. Ήταν κρυστάλλινη, καμπάνα, που σίγουρα θα την άκουγε κι η γίδα απέναντι.

Σίγουρα την άκουσαν πολλοί παραπάνω.

Σαν να βρισκόμασταν σε βίντεο κλιπ του Τζο Κόκερ πρόσωπα  εμφανίζονταν από παντού, κόσμος πλησίαζε, στην αρχή απορημένοι, μετά χαμογελαστοί. Μέχρι να τελειώσει και το δεύτερο κομμάτι είχε μαζευτεί γύρω μας ο μισός Άνεμος.

Χειροκροτούσαν και φώναζαν. Ο γέρος τους ευχαρίστησε κάνοντας μια μικρή υπόκλιση. Μου έδωσε την κιθάρα να τη βάλω στη θέση της. Τριγύρω όλοι του έλεγαν να παίξει κι άλλο. Εκείνος αρνήθηκε ευγενικά στην αρχή. Αλλά πολλοί απ’ τους θαυμαστές του ήταν μεθυσμένοι, οι άλλοι μισοί μαστουρωμένοι, και κάποιοι ήταν και τα δύο. Δεν δέχονταν την άρνηση του γέρου.

«Εντάξει», είπε ο γέρος, «πάρτε κι αυτό.»

Κατέβασε το κεφάλι και σήκωσε το δεξί του χέρι. Κι από κει μέσα ξεπήδησε το μεσαίο δάχτυλο, στην παγκόσμια χειρονομία: «Άντε και γαμηθείτε.»

Κάποιοι γελάσανε. Ο γέρος δεν γελούσε. Ο κόσμος ξεκίνησε να φεύγει και μ’ άφησε μόνο μαζί του.

«Ρόμπερτ Τζόνσον», είπα για να πω κάτι.
«Κάηκε», είπε ο γέρος. «Αυτό είναι η ζωή. Διαλέγεις. Κερί ή πυροτέχνημα;»

Θα γράψω αυτά που είπε με δικά μου λόγια. Πίστευε ότι στη ζωή γεννιόμαστε με προκαθορισμένο όριο λάμψης. Τόσο φως μπορούμε να δώσουμε, τόση ενέργεια να μοιραστούμε.

Κάποιοι έχουν λίγη παραπάνω ενέργεια, αλλά δεν διαφέρει πολύ από άνθρωπο σε άνθρωπο. Είναι σαν ένα κερί. Αν έχει μεγάλη φλόγα θα καεί γρήγορα και θα δώσει πολύ φως μια κι έξω. Αν έχει μικρή φλόγα θα καεί αργά και θα δώσει λίγο φως –σε διάρκεια όμως.

Live fast, die young.

Υπάρχει ένα πρώτο όριο για τα πυροτεχνήματα. Τα 27 χρόνια. Το κλαμπ των είκοσι εφτά ετών έχει πολλούς που φωτίσανε και καήκανε. Κερτ Κομπέιν, Χέντριξ, Τζόπλιν, Γουάινχάουζ, Μόρισον, αλλά και ο Ρόμπερτ Τζόνσον. Κι εκείνος κάηκε γρήγορα.

Τα κεριά και τα πυροτεχνήματα. Εσύ τι θα διάλεγες αν μπορούσες; Να φωτίσεις όλον τον κόσμο για μια στιγμή με τη λάμψη σου; Ή να καις ήσυχα μέχρι τα βαθιά γεράματα;

Αυτό με ρώτησε ο γέρος.

«Μια κι έξω» του είπα.
«Κι εγώ το ίδιο είχα πει.»
«Αλλά δεν έγινε», του είπα. Κόντευε τα πόσα; Τα εκατό;
«Ευτυχώς τελικά», είπε ο γέρος. «Τζάμπα θα πήγαινε κι η θυσία. Έτσι κι αλλιώς ο κόσμος δεν φωτίζεται. Το σκοτάδι είναι πιο πολύ. Καλύτερα να πας στο Τουβαλού να ησυχάσεις.»

Ο  ήλιος έλαμπε μες στο Αιγαίο, το καράβι έπλεε στη λίμνη, όταν άκουσα για πρώτη φορά τη λέξη αυτή. Και δεν ήξερα καν ότι είναι χώρα. Το πρώτο που σκέφτηκα ήταν:
«Τουβαλού. Σαν καραμέλα γάλακτος.»

Του-Βα-Λου. Θα μπορούσε να ήταν το χρώμα [색깔] που έχουν οι ρώγες [젖꼭지] των κοριτσιών [소녀의] -στα κορεάτικα.

Του Βαλού, θα μπορούσε να είναι μια γενική από αρχαία ελληνικά, αλλά δεν ξέρω ποιος είναι αυτός ο Βαλός. Οπότε καλύτερα Του Φαλλού.

Του [Tous] –Βα [Va]- λου [Loup], και όλοι έγιναν λύκοι, γαλλικοί λύκοι, ίσως στο Κεμπέκ.

~~~

Ο γέρος μου συστήθηκε. Τον έλεγαν Χουάν Κατσαρό. Ήταν γιος του Γιώργου Κατσαρού και της μεξικανής χορεύτριας που είχε κάνει καριέρα στο Χόλιγουντ ως Ριορίτα.

Η σύμπτωση με καθήλωσε. Είχα φύγει μακριά για να ξεχάσω την άσπλαχνη –αλλά κουλ- Ρίτα κι είχα πέσει σε μια άλλη Ρίτα.

Αυτά τα σημάδια δεν τα στέλνει τζάμπα κι άσκοπα το σύμπαν. Πρέπει να είσαι τυφλός να τ’ αγνοήσεις και δειλός να μην τ’ αρπάξεις.

Έτσι όταν ο Χουάν μου πρότεινε να κατέβω μαζί του στην Αμοργό και να με φιλοξενήσει στο σπίτι του, όπου θα μου έδειχνε και μερικά αμερικάνικα κόλπα στην κιθάρα, δεν το σκέφτηκα ούτε για μια στιγμή.

“Τουβαλού”, του είπα.
Το χρώμα που έχουν οι ρώγες των κοριτσιών.

~~~{3}~~~

Σαν κατεβήκαμε στο νησί παρατήρησα με πόσο σεβασμό του φέρονταν όλοι. Μου φάνηκε φυσικό, είχε γυρίσει ο Μερικάνος, πάντα στραβώνονται οι επαρχιώτες με το θείο απ’ το Sweet Home Chicago.

Του Χουάν δεν του άρεσε. Δεν το απολάμβανε. Υπήρχε λόγος, κάτι σημαντικότερο απ’ αυτό που φαινόταν στην αρχή.

Λένε ότι το παγόβουνο έχει μόλις το ένα δέκατο πάνω απ’ την επιφάνεια του νερού. Έτσι είναι κι ο χαρακτήρας των ανθρώπων. Αυτό που βλέπουμε και καταβαίνουμε, για τους άλλους και για τον εαυτό μας, είναι το ελάχιστο. Από κάτω κρύβονται τα πολλά. Κάποιοι το ξέρουν και το παραδέχονται. Οι περισσότεροι προτιμούν ν’ αυταπατούνται και να εξαπατούν. Ο Χουάν ήταν έντιμος.

Είχε προσπαθήσει πολύ για να τα καταφέρει στη μουσική, τη μεγάλη του αγάπη. Μου έλεγε γι’ αυτό και για το παγόβουνο από κάτω.

Καθόμασταν στο μπαλκόνι του σπιτιού του, στην Κατάπολα. Το σπίτι παλιό, αλλά καλοδιατηρημένο, τριώροφο και κάτασπρο, με μπλε παράθυρα. Στο ισόγειο είχε μια ταβέρνα. Στο δεύτερο ένα μαγαζί με ρούχα. Στον τρίτο εμείς.

Είχε νυχτώσει. Απ’ το λιμάνι και τα μαγαζιά ανέβαιναν μυρωδιές από χταπόδι στα κάρβουνα και ψημένη ρακή, ανάκατες με αντιηλιακό και «φιδάκι» για τα κουνούπια.

Πίναμε κρασί με ψαρομεζέδες που μας είχε σερβίρει η εγγονή του Χουάν, μια λαμπερή Μεξικάνα.

«Όμως ό,τι κι αν έκανα, τίποτα, πάντα με συγκρίνουν με τον πατέρα μου», είπε ο Χουάν. « Κι αυτό είναι το χειρότερο που μπορεί να πάθει ένας γιος. Να μην μπορεί να ξεπεράσει τον πατέρα του.»
«Κιθαρίστας ήταν κι ο πατέρας σου;»
«Δεν ξέρεις τον Γιώργο Κατσαρό;» μου είπε φανερά ενοχλημένος ο Χουάν.
«Τον σαξοφωνίστα απ’ το Να-η-Ευκαιρία;» του είπα και πήγα να τσιμπήσω λίγο γαύρο.

Εξαγριώθηκε. Σηκώθηκε και γύρισε το τραπεζάκι με τα φαγητά και τα ποτά ανάποδα. Τα μισά έπεσαν απ’ το μπαλκόνι. Κάποιοι περαστικοί τουρίστες στάθηκαν για να διαμαρτυρηθούν. Ο Χουάν τους περιποιήθηκε εξ ουρανού με βρισιές -ανάμεικτα ισπανικά-αμερικάνικα-ελληνικά. Μετά γύρισε σε μένα.

«Τον πατέρα μου πήγε να τον ακούσει ο Τσάρλι Τσάπλιν κι ο Βαλεντίνο. Ο Αλ Καπόνε του ‘χωνε χιλιοδόλαρα στο ηχείο της κιθάρας. Ο Σεγκόβια! Ο ίδιος ο Σεγκόβια έκατσε πρώτο τραπέζι να τον ακούσει. Μέχρι στον White House τον κάλεσε ο Ρούζβελτ.»
«Ε, δύσκολο να ξεπεράσεις τέτοιον πατέρα», του είπα κι αυτό τον καλμάρισε λιγάκι.

Εκείνη τη στιγμή επέστρεψε η εγγονή του. Είχε ακούσει την καταστροφή. Μόνο τότε την παρατήρησα καλύτερα.

Έμοιαζε τριάντα κάτι, ώριμη και ζουμερή σαν καρπούζι τον Αύγουστο. Μετά θα μάθαινα ότι είχε περάσει τα σαράντα.

Είχε μπρούτζινο χρώμα και μάτια πηγάδια. Μπούστο στριμωγμένο, ανυπόφορα στριμωγμένο μέσα στο πουκάμισο, μπούστο που σε έκανε να θες να βάλεις εκεί τα μούτρα σου και να ξεχάσεις τι μήνας είναι. Τα χείλη κι η μύτη της θύμιζαν περισσότερο Αφρικάνα, απ’ τη φυλή Χίμπα ίσως ή μπορεί κρεολή απ’ τη Νέα Ορλεάνη. Ήταν ομορφιά που σε ταξίδευε στον πλανήτη.

Η Ζόε χάιδευε τον παππού της για να τον ηρεμήσει. Μετά πάτησε στις μύτες των ποδιών, ήταν κάπως κοντούλα, και σηκώθηκε για να τον φιλήσει.

Τον φίλησε στο στόμα και χρησιμοποίησε αρκετά τη γλώσσα της.

Είμαι αργόστροφος άνθρωπος, ειδικά στις σχέσεις. Χρειάστηκε λίγα δευτερόλεπτα, ενώ έβλεπα το ανοικτό στόμα της Ζόε σε επικοινωνία με το στόμα του Χουάν, να καταλάβω το προφανές: Δεν ήταν η εγγονή του, ήταν η γυναίκα του.

Χαμογέλασα χωρίς να το θέλω. Η Ζόε είχε τα μισά χρόνια του Χουάν κι εγώ είχα τα μισά χρόνια της Ζόε. Η τέλεια αναλογία για ένα ερωτικό τρίγωνο με τραγικές συνέπειες.

~~

Τα φιλιά της τον ηρέμησαν. Η Ζόε πρότεινε να βγούμε έξω να περπατήσουμε μέχρι να μαζέψει εκείνη τα γυαλιά και να φτιάξει κάτι άλλο για φαΐ.

Στη διαδρομή ο Χουάν μου είπε περισσότερα για τον πατέρα του. Ήταν άγνωστος στην Ελλάδα γιατί έφυγε απ’ την Αμοργό στις αρχές του εικοστού αιώνα.

Εκεί λίγο κόλλησα. Δεν μου ‘βγαιναν τα νούμερα, οι ημερομηνίες. Μου εξήγησε. Ο Κατσαρός είχε γεννηθεί το 1888. Και ζούσε ακόμα, στο Τάρπον Σπρινγκς, στη Φλόριντα, την πιο ελληνική πόλη των ΗΠΑ.

«Πόσων χρονών είναι;» ρώτησα γιατί δυσκολευόμουν να κάνω την πράξη.
«Το Δεκέμβρη θα κλείσει τα εκατόν εφτά.»
«Εκατόν εφτά χρονών;»
«Και παίζει ακόμα σε μαγαζιά. Αυτή ήταν η συμφωνία που έκανε.»

Ποια ήταν η συμφωνία, και με ποιον, θα μάθαινα όταν ο Χουάν θα ήταν έτοιμος να με εμπιστευτεί, λίγο πριν χάσει κάθε εμπιστοσύνη σε μένα.

Σεργιανίζαμε ανάμεσα στους τουρίστες και μου διηγήθηκε μια μεγαλειώδη ζωή. Ο πατέρας του ήταν ο άνθρωπος που πήγε το ρεμπέτικο στην Αμερική -πριν καν υπάρξει ρεμπέτικο. Ένας κιθαρίστας φαινόμενο, έπαιζε μόνος, ατελείωτες ώρες στη σκηνή. Αστείρευτη ενέργεια.

Έβγαλε πολλά λεφτά και κάλεσε τη μητέρα του να πάει στην Αμερική. Εκείνη αρνήθηκε. Είχε ξεκινήσει από απλή μαγείρισσα, αλλά ήταν τόσο καλή όσο κι ο γιος της. Την είχαν προσλάβει στα ανάκτορα και μαγείρευε για το βασιλιά.

«Η γιαγιά μου του ‘χε πει», έκανε ο Χουάν ενώ χάιδευε έναν αλανιάρη μαύρο γάτο, «μόνο μια συμβουλή: Βρες αυτό που αγαπάς να κάνεις και κάντο μέχρι να σε σκοτώσει. Ο πατέρας μου βρήκε την κιθάρα. Έμαθε μόνος ακούγοντας τους Αμοργιανούς και τους Πειραιώτες. Και μετά πήγε στην Αμερική κι έμαθε όλους τους άλλους. Και τους μαύρους.»

Τράβηξε την ουρά του μαύρου γάτου που προσπάθησε να τον γρατζουνίσει πριν εξαφανιστεί.

~~~

Σταθήκαμε στο προαύλιο μιας ταβέρνας που είχε ζωντανή μουσική. Έτσι έγραφε στη ταμπέλα, αλλά πιο πολύ θα τους ταίριαζε να έλεγε Νεκροζώντανη Μουσική.

Ήταν ντουέτο, μπουζουξής και κιθαρίστας. Έπαιζαν αυτόματα, κοιτώντας απέναντι το τίποτα, έπαιζαν τουριστικά κομμάτια. Εκείνη τη στιγμή εκτελούσαν το Ζεμπέκικο της Ευδοκίας. Το έπαιζαν τόσο μηχανικά που κανείς δεν θα το χόρευε ποτέ, ούτε ο φαντάρος του Δαμιανού, ούτε ο Αντρέας Παπανδρέου.

Οι οργανοπαίχτες θα μπορούσαν να είναι και λογιστές, που συντάσσουν τροποποιήσεις του Ε3, τόσο πάθος είχαν γι’ αυτό που έκαναν.

Ο Χουάν με κράτησε απ’ τον ώμο όταν πήγα να φύγω. Μου έκανε νόημα με τα δύο δάκτυλα να περιμένω. Κάτι στον τρόπο του με έκανε να νιώσω σαν να ήταν ο Όμπι Ουαν Κενόμπι. Κι εγώ ο Λουκ Σκαϊγουόκερ.

Το ζεμπέκικο τέλειωσε. Κανείς απ’ τους πελάτες δεν χειροκρότησε. Ούτε που σηκώσανε το κεφάλι. Ήταν απασχολημένοι με τα κατεψυγμένα καλαμαράκια τους και τη ρετσίνα. Η μουσική θα μπορούσε να είναι κι από ραδιόφωνο. Ποιος νοιάζεται για τη μουσική;

~~~~

Τότε, λίγο πριν οι οργανοπαίχτες ξεκινήσουν να εκτελούν ένα ακόμα κομμάτι, ο Χουάν χειροκρότησε όσο πιο δυνατά μπορούσε.

Όλοι γύρισαν να τον κοιτάξουν. Όλοι. Μουσικοί, πελάτες, εργαζόμενοι, ακόμα κι ένας σκύλος που περιφερόταν ανάμεσα στα τραπέζια ζητιανεύοντας.

Κοίταξα απ’ την άλλη, σαν να είχα βρεθεί καταλάθος εκεί. Ποτέ δεν μου άρεσε να είμαι το επίκεντρο της προσοχής.

«Μπράβο», φώναξε ο Χουάν. «Παραγγελιές δέχεστε;»

Υπήρξε αμηχανία. Ένας σερβιτόρος με γυαλιά μυωπίας και σημιτική μύτη πλησίασε να μας πει ότι η μουσική ήταν μόνο για τους πελάτες του καταστήματος. Ο Χουάν έβγαλε ταχυδακτυλουργικά ένα χαρτονόμισμα του το έδωσε και είπε να μας φέρουν το καλύτερο κρασί τους.

«Δεν έχουμε τραπέζι», ψέλλισε ο σερβιτόρος, χωρίς να επιστρέψει τον Μπέντζαμιν Φράνκλιν.
«Τα ρέστα δικά σου», είπε ο Χουάν.
Από εκατό δολάρια ήταν πολλά τα ρέστα, όσο και να κόστιζε το καλύτερο κρασί τους. Ο σερβιτόρος υποχώρησε γονυπετής.

Ο Χουάν στράφηκε πάλι στους οργανοπαίχτες.

«Ξέρετε το Και-γιατί-δε-μας-το-λες;» τους είπε.

Χαμογέλασαν κι οι δυο. Το ήξεραν. Και πρώτη φορά τους το ζητούσαν.

«Αλλά!» έκανε ο Χουάν και σήκωσε το χέρι. Έδειξε τον μπουζουξή. «Από πού είσαι;»
«Πειραιά», είπε εκείνος.
«Καλά, εντάξει. Οι παππούδες σου από πού ήρθαν;»
«Σμύρνη.»
«Το κατάλαβα ότι είσαι από κει. Ξέρεις να παίζεις Μπουρνοβαλιούς μανέδες;»
«Απ’ το Μπουρνόβα της Σμύρνης ήταν η γιαγιά μου.»
«Πώς σε λένε;»
«Λευτέρη», είπε ο μπουζουξής.

Όλο το μαγαζί παρακολουθούσε τη συζήτηση. Λίγοι καταλάβαιναν τι άκουγαν.

«Λευτέρη», είπε ο Χουάν και έπλεξε τα χέρια σαν ικεσία. «Παίξε ένα ταξίμι πριν αρχίσετε. Παίξε γι’ αυτά που αφήσαν πίσω οι δικοί σου. Παίξε γι’ αυτούς που σφάξανε οι Τούρκοι. Παίξε την ψυχή σου, Λευτέρη.»

Ο μπουζουξής κούνησε το κεφάλι πάνω κάτω σαν να είχε καταλάβει κάτι παραπάνω απ’ αυτά που ειπώθηκαν. Σαν να ήταν μόνος του ενάντια στους τσέτες που σφάζανε και κόβανε.

Ήπιε μια γερή γουλιά απ’ το ποτήρι του, που μάλλον δεν είχε νερό. Έπειτα άναψε τσιγάρο. Όλο το μαγαζί τον κοιτούσε. Ήταν σαν να είχε αρχίσει την παράσταση. Κάθε κίνηση του ήταν θεατρική και ολοκληρωμένη. Τράβηξε μια τζούρα τόσο μερακλίδικη που μ’ έκανε να θέλω τσιγάρο. Μετά φύσηξε τον καπνό προς τα πάνω. Άναψα ένα.

Οι τουρίστες είχαν αφήσει τα καλαμαράκια και τους μουσακάδες να κρυώνουν. Παρακολουθούσαν για πρώτη φορά έναν αληθινό μπουζουξή.

Ο Λευτέρης έβαλε το τσιγάρο ανάμεσα στο μικρό δάκτυλο και στον παράμεσο. Θυμήθηκα κάτι που είχα διαβάσει. Αυτό λειτουργούσε σαν χρονοδιακόπτης. Έπρεπε να τελειώσει το κομμάτι πριν καεί το τσιγάρο και του κάψει τα δάκτυλα. Ένα τσιγάρο δρόμος κάθε τραγούδι.

Κοίταξε τον κιθαρίστα και του έκανε νόημα. Εκείνος έπιασε να κρατάει τα ίσα, σαν να ‘τανε ψάλτης σ’ εκκλησιά. Ρε ματζόρε.

Όλοι κρατούσαμε την ανάσα μας σε ρε ματζόρε. Περιμέναμε αυτό που θα ερχόταν. Με την άκρη του ματιού μου είδα τον Χουάν να χαμογελάει. Εξιλέωση.

Ο Λευτέρης ακούμπησε τις χορδές του μπουζουκιού για να τις βουβάνει. Να μην συντονίζονται. Σήκωσε το κεφάλι του προς τον έναστρο ουρανό της Αμοργού, εκεί όπου κρύβεται τη μέρα ο θεός.

Και τραγούδησε: «Αμάν, αμάν……»

Ήταν ένας αμανές χωρίς λόγια, μόνο επιφωνήματα πόνου και κάποιες σκόρπιες λέξεις, τούρκικες, ελληνικές, ποντιακές, αρμένιες, εβραϊκές, σλάβικες, αρβανίτικες, όλα ανάκατα, κι όλα να λένε το ίδιο: «Αμάν.»

Αντί να ξεκινήσει με ταξίμι, αντί να ξεκινήσει με αυτοσχεδιασμό στο μπουζούκι, ο Λευτέρης προτίμησε να τραγουδήσει τον πόνο του, έτσι όπως τον είχε ακούσει απ’ τη γιαγιά του, κρατώντας το μπουζούκι βουβό να περιμένει.

Ο Χουάν δίπλα μου είχε κλείσει τα μάτια για ν’ ακούει καλύτερα.

Ο κιθαρίστας συνέχιζε να κρατάει τα ίσα σε Ρε για αρκετή ώρα. Μετά ο Λευτέρης έκανε κάτι ανεπαίσθητο με τη φωνή του, ένα τρίτο του ημιτόνιου, κι έδωσε το έναυσμα. Ο κιθαρίστας το γύρισε σε Μι κι έπιασε το ρυθμό: Εννιά όγδοα, το ζεϊμπέκικο, ο αρχαιοελληνικός χορός.

Τότε ακριβώς ξεκίνησε και το μπουζούκι.

Ένιωθα σαν να ήμουν σε σαμανική τελετή ή στα Ελευσίνεια Μυστήρια. Όλα ήταν τέλεια τοποθετημένα. Κι οι τουρίστες, που πριν μόνο έτρωγαν, είχαν αρχίσει να χειροκροτάνε στο ρυθμό, με μάγια και με μάτια διάπλατα, σε μέθεξη διονυσιακή. Ο αρχαίος θεός είχε εμφανιστεί και δεν ήταν μόνο μάρκα ρετσίνας.

Ο σερβιτόρος έβγαλε την ποδιά του, έβγαλε την ψυχή του και μπήκε να χορέψει ζεϊμπέκικο. Μια Σουηδέζα τουρίστρια είχε πέσει στα γόνατα και τον χειροκροτούσε.

Όλοι περνούσαν καλά. Όλοι ζούσαν αυθεντικά. Στο διάολο τα κατεψυγμένα καλαμαράκια.

~~~~{4}~~~~

Γύρισα να δω τον Χουάν. Ήταν και λίγο θαμπός, αλλά γι’ αυτό νόμιζα ότι έφταιγαν τα δάκρυα μου.

Πάντα κλαίω σε τέτοιες καταστάσεις. Μπορεί να κλάψω με μια ταινία Disney ή μ’ ένα τραγούδι. Δεν θα κλάψω σε κηδεία. Εκεί πρέπει να είσαι σοβαρός, στεγνός. Νομίζω ότι το κλάμα είναι σαν το γέλιο. Το κάνεις για να το απολαύσεις.

«Πάμε», μου είπε ο Χουάν, «τελειώσαμε για σήμερα.»

Γύρισε να φύγει την ώρα που ερχόταν ο σερβιτόρος με τη σαμπανιέρα. Μέσα είχε το κρασί που είχαμε πληρώσει ήδη.

«Κράτα το», του είπε ο Χουάν.

Αυτό δεν μπορούσα να το αφήσω έτσι. Άρπαξα το κρασί απ’ τη σαμπανιέρα. Παλιές Ρίζες έγραφε το μπουκάλι, ήταν βαρύ γυαλί, πράγμα που έδειχνε ότι ήταν καλό.

«Εσύ κρατάς τα τιπς», είπα στο σερβιτόρο κι έτρεξα να προλάβω τον Χουάν.

Τον έφτασα λαχανιασμένος. Ήταν σκατόγερος, αλλά είχε ενέργεια εικοσάχρονου.

Μόλις βρέθηκα αρκετά κοντά τον άκουσα να μονολογεί:
«Three to go.»
Και κάτι ακόμα σε μεξικάνικα που δεν κατάλαβα.

Τον ακούμπησα στον ώμο.
«Το πήρες το κρασί;» μου είπε εκείνος χωρίς να σταματήσει.
«Σκέφτηκα να το πιούμε», του είπα.
«Εγώ θα πέσω να κοιμηθώ. Πιες το με τη Ζόε, αν θέλει.»

Μου έδωσε πάσα στο κέντρο της μικρής του περιοχής κι έφυγε για τα αποδυτήρια.
Αυτογκόλ; Έτσι μου φάνηκε, αλλά τίποτε δεν έκανε στην τύχη ο Χουάν.

Θα μπορούσα να πάω κι εγώ για ύπνο. Αλλά ήμουν είκοσι χρονών, είχα ένα μπουκάλι καλό κρασί στα χέρια και μου είχαν δώσει το πάσο να προσπαθήσω με μια γυναίκα που θα μπορούσε να κολάσει τον Γκάντι.

Και Γκάντι δεν ήμουνα ποτέ.

Τον χαιρέτησα έξω απ’ την πόρτα του σπιτιού, έκανα πως κοιτούσα το φεγγάρι. Περίμενα ν’ ανέβει, για να μην δημιουργήσω καταστάσεις δυσάρεστες. Είχα αρχίσει ήδη να ερεθίζομαι, μόνο που σκεφτόμουν τη Ζόε.

Κάπνισα δυο τσιγάρα, για να χαλαρώσω και να περάσει η ώρα. Να προλάβει να κοιμηθεί ο γέρος.

~~

Είχαν χωριστές κρεβατοκάμαρες, αυτό το είχα δει απ’ την πρώτη στιγμή. Ανέβηκα νυχοπατώντας στο δωμάτιο της, χτύπησα την πόρτα όσο πιο σιγά μπορούσα. Άκουσα μέσα τρίξιμο από ελατήριο κρεβατιού. Μετά τη φωνή της, ψιθυριστή: «Que?»

Άνοιξα την πόρτα. Δεν έτριξε.

Μέσα μύριζε φρεσκοπλυμένη δαντέλα, κάποιο άρωμα γλυκό και πικάντικο. Ήταν μανόλια και κόλιαντρος.  Cilantro. Οι Μεξικάνοι τον βάζουν σ’ όλα τα φαγητά και τον μασουλάνε ωμό για φρέσκια αναπνοή.

«Hola», είπα πριν τη δω. Μετά την είδα και σταμάτησα να πιστεύω ότι ο θάνατος είναι το τελευταίο στάδιο.

Στεκόταν μπροστά στο ανοικτό παράθυρο. Πίσω της έφεγγε το φεγγάρι, το Αιγαίο και τα φώτα του δρόμου. Ακούγονταν βραδινές κουβέντες περαστικών και βήματα από σανδάλια στο πλακόστρωτο.

Η Ζόε φορούσε ένα σχεδόν διάφανο πουκάμισο. Έτσι όπως είχε το φως πίσω της μπορούσα να ιχνογραφήσω κάθε καμπύλη και κάθε χνούδι απ’ το σώμα της.

Ήταν κοντή, αλλά με μπαρόκ αναλογίες, σαν μια μινιατούρα αγάλματος. Το ύψος την έκανε να δείχνει μικρότερη απ’ την ηλικία της. Αλλά η λεκάνη και το στήθος της δεν ήταν καθόλου μινιατούρες. Ό,τι της έλειπε σε ύψος το είχε σε καμπύλες.

«Έφερα κρασί», της είπα. Και το έδειξα.
«Άστο για μετά», είπε εκείνη.

Η φωνή της και μόνο αρκούσε για να φτάσουν σε οργασμό δέκα χιλιάδες ευνούχοι. Λίγο βραχνή, λίγο αθώα, κάτι ανάμεσα στην παρθένα και στη σεληνοθεά. Να σ’ αφήσει να την υποτάξεις μέχρι να σου φάει το κεφάλι.

Προτού προλάβω να πω οτιδήποτε άλλο την είδα να σηκώνει το χέρι της και να ξεκουμπώνεται. Ευχαρίστησα τον θεό και το σύμπαν. Το πουκάμισο της έπεσε στο πάτωμα.

Είχε μείνει πιο γυμνή απ’ τη μέρα που γεννήθηκε. Γιατί σίγουρα δεν είχε γεννηθεί με στρογγυλή λεκάνη, μεγάλα τριζάτα βυζιά και ρώγες που πυροβολούσαν τον ουρανό.
Μου ήρθε να κλάψω από χαρά.

This is the way the world ends
This is the way the world ends
This is the way the world ends
Not with a bang but a whimper.

~~~

Εκείνη τη νύχτα έγιναν σεξουαλικές πράξεις που θα περνούσαν χρόνια μέχρι να μάθω πώς λέγονται –κάποιες παραμένουν ανώνυμες.

Μέχρι τότε είχα κάνει σεξ για πρώτη φορά στο λύκειο, με τη Βάσω, μια νύχτα που ήμασταν κι οι δύο τόσο μεθυσμένοι που είναι περίεργο πώς το καταφέραμε –και θαύμα που δεν έμεινε έγκυος.

Με τη Ρίτα το είχαμε κάνει περισσότερες φορές. Εκείνη νόμιζε ότι ήταν καλή στο σεξ. Εγώ την είχα για θεά. Μέχρι που πέρασε πάνω απ’ το σώμα μου ο Τυφώνας-Ζόε και κατάλαβα ότι το σεξ έχει πολλά επίπεδα.

Στο τελευταίο πλησιάζεις τη θέωση –και το θάνατο. Και είσαι χαρούμενος αν πεθάνεις έτσι.

~~~~

Ο ήλιος ξημέρωνε κι εγώ είχα αδειάσει όλο το γενετικό μου υλικό, τόσο που ένιωθα ένα κενό κάπου στο υπογάστριο. Η Ζόε ακούμπησε τον μηρό της πάνω μου και με φίλησε στο μάγουλο, μ’ εκείνα τα αφρικάνικα χείλη που θα μπορούσαν να είναι μαξιλάρια για σκίουρους.

«Είσαι καλός», μου είπε. Και μετά το χάλασε. «Για την ηλικία σου. Σου αρέσει να φροντίζεις την παρτενέρ σου. Αυτό είναι καλή αρχή. Θα μάθεις και τα υπόλοιπα.»
«Εκείνος τα ξέρει;» της είπα. Γύρισα να την κοιτάξω. «Πώς αντέχεις να κοιμάσαι μαζί του;»
«Δεν κοιμάμαι μαζί του.»
«Εννοώ να κάνεις σεξ.»
«Είναι θεός» είπε η Ζόε.
«Είναι γέρος» της είπα.

Αυτό δεν το αρνήθηκε. Μόνο χάιδεψε το στήθος μου. Κάτι με έκανε να καταλάβω ότι είχε πολλούς εραστές πριν από μένα. Γύρισα κι έπιασα το αριστερό βυζί της. Ξεχείλιζε απ’ τη χούφτα μου. Θα μπορούσα να το κρατάω ολόκληρη τη ζωή μου.

«Να προσέχεις», είπε η Ζόε.
«Τον παππού;»
Την είδα που γέλασε.
«Ο Χουάν ξεπληρώνει τα χρέη του πατέρα του», μου είπε και ανέβηκε ολόκληρη πάνω μου, σαν μια κουβέρτα ηδονής.
«Πού χρωστάει;» τη ρώτησα, χωρίς καθόλου να με νοιάζει.
Ήμουν είκοσι χρονών κι είχε αρχίσει να μου σηκώνεται πάλι. Μπορούσα να το κάνω αέναα, σαν κουνέλι.
«Στο διάβολο», είπε η Ζόε.

Δεν μίλησα. Όταν έχεις κάνει το καλύτερο σεξ της ζωής σου, δε νοιάζεσαι να ζητήσεις αποδείξεις -ό,τι κι αν σου πουν.

Η Ζόε έλεγε ότι ο άντρας της χρωστούσε στο διάβολο. Hell yeah!

~~~~~

Ο διάβολος κρύβεται στις λεπτομέρειες κι έρχεται όταν τον φωνάζεις.

Ενθουσιασμένος είπα εκείνο το “hell yeah” λίγο πιο δυνατά απ’ ό,τι έπρεπε. Η Ζόε μου έκλεισε το στόμα και μου έδειξε το παράθυρο. Είχε πάρει να χαράζει.

«Ξυπνάει πριν βγει ο ήλιος», μου είπε. «Φύγε.»
Ένιωθα αθάνατος, δεν ήθελα να φύγω. Πήγα να το παίξω ο ήρωας της ιστορίας.
«Δεν με νοιάζει αν…» ξεκίνησα να λέω.

Δεν ολοκλήρωσα την ηρωική μου φράση. Η πόρτα άνοιξε με μια κλωτσιά κι ο Χουάν ήταν εκείνος που την είχε κλωτσήσει.

«Puta madre!» μου φώναξε.

Δεν προσβλήθηκα που με είπε πουτάνας γιο. Γιατί είχα κολλήσει να κοιτάω δύο πράγματα. Το πρώτο ήταν τ’ αρχίδια του. Ο Χουάν μπούκαρε ολόγυμνος, έτσι ήμασταν τρεις γυμνοί στο δωμάτιο. Αλλά έμοιαζε να φοράει εκεί κάτω μια ξεχειλωμένη μακριά κάλτσα, όπου είχε ρίξει δυο μπαλάκια.

Αυτό μου φάνηκε φρικαλέο κι αστείο μαζί. Το άλλο ήταν μόνο φρικαλέο.

Ο γέρος με σημάδευε μ’ ένα κλασικό περίστροφο, Smith & Wesson μάλλον, αυτό που έχουν όλοι οι ντετέκτιβ στα φιλμ νουάρ.

Νόμιζα ότι δεν θα με πυροβολήσει. Πρώτη φορά με σημάδευαν με όπλο. Στην Κορινθία είχα μεγαλώσει, όχι στο Χάρλεμ. Ήταν σαν να έβλεπα ταινία, ναι, έτσι ακριβώς, το ανοίκειο. Όπως το είχε πει ο Φρόυντ. Το επανέλαβα καθώς κοιτούσα.

«Το ανοίκειο φαινόμενο παράγεται όταν εξαλείφεται η διάκριση ανάμεσα στη φαντασία και την πραγματικότητα, όπως όταν κάτι που πάντα θεωρούσαμε φανταστικό εμφανίζεται μπροστά μας στην πραγματικότητα.»

Ναι, έτσι φροϋδικά το σκέφτηκα. Μέχρι που το φανταστικό πυροβόλησε.

Τα όπλα έχουν το κακό συνήθειο να κάνουν πολύ θόρυβο -και σε σκοτώνουν. Το χειρότερο όμως ήταν ο ήχος της σφαίρας που πέρασε δίπλα απ’ το αυτί μου σαν υπερηχητικό κουνούπι και σκότωσε το μαξιλάρι όπου ακουμπούσα. Πούπουλα χήνας πετάχτηκαν στον αέρα. Ήταν σαν διαφήμιση.

Πριν μου ρίξει ξανά και τερματίσει έτσι τις βόλτες μου γύρω απ’ τον ήλιο, η Ζόε πήδηξε πάνω του. Σκαρφάλωσε στην πλάτη του, εκείνος γύρισε. Μιλούσαν ισπανικά, φώναζαν στα ισπανικά, αλλά καταλάβαινα περίπου τι του έλεγε, πάντα τα ίδια λένε.

«Όχι, όχι, μην το κάνεις, θα πας φυλακή.»
«Δεν με νοιάζει. Θα τον καθαρίσω τον καριόλη», της είπε και την πέταξε πίσω.

Ο καριόλης μόνο τότε ξύπνησε απ’ το φροϋδικό ανοίκειο και κύλησε στο πλάι. Έπεσα απ’ το κρεβάτι ακριβώς την ώρα που ο γέρος πυροβολούσε ξανά.

Έμεινα εκεί κάτω. Δεν είχε νόημα αυτό που έκανα, αλλά τίποτα δεν είχε νόημα πια. Είδα τα πόδια της Ζόε. Είχε τορνευτές γάμπες και αστράγαλους κομψοτεχνήματα. Δεν τα είχα φιλήσει, τι κρίμα.

Πήγαν κοντά στα γέρικα πόδια του Χουάν. Την έσπρωξε, είδα να πετάγεται. Τα γεροπόδαρα πλησίασαν το κρεβάτι. Δεν μ’ έβλεπε από κει πάνω, ήταν υπέρδιπλο.

Τον είδα να γονατίζει αργά και κατάλαβα ότι η κρυψώνα μου δεν ήταν και πολύ πετυχημένη. Μόλις θα έσκυβε κάτω απ’ το κρεβάτι θα με πυροβολούσε στα μούτρα. Πόσες σφαίρες έχουν αυτά τα περίστροφα; Σίγουρα όχι δύο.

Συνέχισε να κατεβαίνει. Ευτυχώς ήταν ψηλό καθίκι.

Και ναι, ήμουν ο Τζακ και δεν είχα κλέψει τα χρυσά αυγά της χήνας, την είχα γαμήσει.
Ο Μεγάλος Διόλου Φιλικός Γίγαντας ερχόταν να με βρει.

Τι άλλο μπορούσα να κάνω; Πετάχτηκα πάνω, πιο γρήγορος από ποτέ στη ζωή μου, και βγήκα στο μπαλκόνι. Κοίταξα γύρω, δεν υπήρχαν μπαλκόνια κοντά. Ούτε τίποτα σκαλωσιές. Στις ταινίες πάντα υπάρχει μια σκαλωσιά για να το σκάσεις.

Κοίταξα κάτω. Αν έπεφτα μπορεί και να μη σκοτωνόμουν, αλλά σίγουρα θα έσπαγα πόδια ή σπονδυλική στήλη. Μπορεί να ήταν και χειρότερο απ’ το θάνατο.

Κοίταξα γύρω. Ο ήλιος μόλις που είχε ανατείλει στα νησιά απέναντι. Ήταν ωραία μέρα για μπάνια και βόλτες.

Αλλά ο Χουάν πυροβόλησε πάλι, η σφαίρα έφυγε για το Αιγαίο.

Δεν υπήρχε χρόνος για διαλογισμό. Πήδηξα. Τελευταία στιγμή πιάστηκα απ’ την κάτω μεριά του μπαλκονιού. Κρεμιόμουν γυμνός στον τρίτο όροφο ενός καλοδιατηρημένου σπιτιού στην Κατάπολα, ενώ έπρεπε να είμαι στη Γαύδο, πάλι γυμνός, αλλά ξαπλωμένος στην παραλία. Ο Γίγαντας ερχόταν βρίζοντας.

Ο νους είναι παράλογος.
Θυμήθηκα ένα βουδιστικό κοάν.

“Ένας μοναχός περπατάει στο δάσος. Μια τίγρη τον κυνηγάει. Ο μοναχός τρέχει για να σωθεί. Τελευταία στιγμή πιάνεται από ένα φυτό. Κοιτάει πάνω: Η τίγρη περιμένει. Κοιτάει κάτω: Γκρεμός. Κοιτάει τη ρίζα που κρατιέται. Βλέπει μια αγριοφράουλα. Την κόβει και την τρώει.”

Έτσι τελειώνει το κοάν.

Όμως στο μπαλκόνι δεν φύτρωναν φράουλες. Ο Χουάν στάθηκε από πάνω μου και με σημάδεψε στο μέτωπο. Ένας γλάρος έκραξε.

“Ωραία μέρα για να πεθάνω”, σκέφτηκα κι έκλεισα τα μάτια.

Η συνέχεια εδώ
2. Η Δουλτσινέα στην Κρήτη

Τουβαλού (2. Η Δουλτσινέα στην Κρήτη)