~~~~~~
“I have climbed the highest mountains
I have run through the fields
Only to be with you
Only to be with you.”
I Still Haven’t Found What I’m Looking For, U2
Κρητικό μονόστιχο
~
Λένε πώς όλη η ζωή περνάει μπροστά απ’ τα μάτια σου προτού πεθάνεις. Δεν είναι ψέματα. Είμαι αυτόπτης μάρτυρας.
Ξέρετε όμως ποιο είναι το χειρότερο; Όχι να πεθάνεις, αλλά να καταλάβεις ότι δεν έζησες. Γιατί τότε είναι αργά ν’ αλλάξεις γνώμη, ν’ αλλάξεις δουλειά, ν’ αλλάξεις χώρα, ν’ αλλάξεις ζωή.
Δεν σου μένει πια χρόνος. Τετέλεσθαι. Τα σκάτωσες.
Τίτλοι τέλους, ανοίγουν τα φώτα κι είσαι μόνος στην αίθουσα. Δεν μπορείς να πάρεις τα λεφτά σου πίσω. Έρχεται ο Χάροντας, με τη μορφή ενός βαριεστημένου ταξιθέτη και σου δείχνει την έξοδο.
«Πώς πήγε στα εισιτήρια;» τον ρωτάς ελπίζοντας ακόμα.
«Πάτωσε», λέει εκείνος.
«Τόσο χάλια;»
«B-movie τελείως. Χάλια σενάριο, ανέμπνευστος σκηνοθέτης κι ο πρωταγωνιστής…»
«Τι;»
«Άβουλος. Πήγαινε από δω κι από κει σαν να μην ήξερε ποιος είναι. Χάλια ήρωας. Εδώ είστε.»
Σου δείχνει την έξοδο, ανοίγει την πόρτα.
Έξω φως, πολύ φως. Βγαίνεις και σβήνεις μέσα στο φως.
~~
Αυτό δεν μπορούσα να το δεχτώ. Ήμουν είκοσι χρονών κι είδα τη ζωή μου να περνάει μπροστά απ’ τα μάτια μου. Ήταν πράγματι φτηνοπαραγωγή. Μόνο οι ερωτικές σκηνές έλεγαν κάτι. Δεν γινόταν να φύγω έτσι, έπρεπε να προλάβω να ζήσω προτού πεθάνω.
Έπρεπε να πάω στο Τουβαλού. Με περίμενε ένα κορίτσι εκεί, το ήξερα.
Άνοιξα τα μάτια και προσπάθησα να σκαρφαλώσω στο μπαλκόνι. Δεν ήμουν αρκετά γυμνασμένος. Κι ο Χουάν δεν συμμεριζόταν το όραμα μου. Προτιμούσε να πεθάνω.
Είδα τα μάτια του να μισοκλείνουν, το χέρι με το όπλο να τεντώνεται προς το μέρος μου. Είδα τη λάμψη απ’ την κάνη του όπλου. Άκουσα τον πυροβολισμό κι έκλεισα τα μάτια. Πονούσα. Αυτό ήταν καλό. Όταν πονάς ζεις.
«Γαμιόλη», είπε ο Χουάν και πήγε να πυροβολήσει πάλι.
Η Ζόε πήδηξε στην πλάτη του.
Ήταν κωμικό. Κρεμιόμουν απ’ το μπαλκόνι και με είχαν πυροβολήσει, αλλά μου ήρθαν γέλια. Σλάπστικ κωμωδία, με γυμνούς πρωταγωνιστές.
Γύρισα να δω το μέρος που πονούσε, το αριστερό μου χέρι. Αντιλήφθηκα πρώτα μια έλλειψη μαθηματική. Ο αντίχειρας ήταν πίσω απ’ το κάγκελο. Μπροστά υπήρχαν ένα, δύο, τρία δάκτυλα.
Έλλειψη. Μινόρε. Το μικρό δάκτυλο δεν ήταν εκεί που συνήθιζε να είναι τα τελευταία είκοσι χρόνια. Δεν θα μπορούσα πλέον να κάνω προσθέσεις ως το δέκα.
Αίμα έβγαινε απ’ το κολοβό σημείο, αλλά δεν πονούσα. Όλα μου φαίνονταν ανοίκεια, σαν ταινία.
Κοίταξα κάτω μήπως δω το δάκτυλο, πράξη ανόητη. Είδα κάτι καλύτερο. Ο ταβερνιάρης στο ισόγειο είχε ακούσει τον πυροβολισμό και με είχε δει να κρέμομαι. Άνοιγε γρήγορα την τέντα του μαγαζιού, που έγραφε Απέραντο Γαλάζιο. Άσπρα γράμματα πάνω σε πρωσικό μπλε, κι ένα δελφίνι με τον Ζακ παρέα.
Την είχε ανοίξει ένα μέτρο και σκάλωσε. Τον άκουσα να βρίζει από κάτω. Κοίταξα πάνω, την τίγρη που είχε ξεφορτωθεί τη Ζόε και πλησίαζε να με ξεκάνει.
Σκέφτηκα γρήγορα. Δεν ήταν κάτι που έκανα συχνά, αλλά όταν κρέμεσαι απ’ τον γκρεμό και κάποιος σε σημαδεύει αφήνεις τις παλιές συνήθειες.
«Γιατί δεν είναι διάσημος ο πατέρας σου;» του φώναξα.
Εκείνος κόλλησε για λίγο. Συνήθως οι μελλοθάνατοι δεν κάνουν ερωτήσεις. Κοίταξα πάλι κάτω. Η τέντα ήταν ακόμα μισάνοιχτη. Ή μισόκλειστη, εξαρτάται πού θα πέσεις. Ο ταβερνιάρης είχε ανέβει σε μια καρέκλα και τραβούσε. Τα χέρια μου πονούσαν. Παρατήρησα την κοιλιά του. Πόσο πρέπει να τρως και να πίνεις για να κάνεις τέτοια κοιλιά. Δεν άντεχα άλλο.
Άφησα τα χέρια μου κι ευχήθηκα να πέσω στο Βαθύ Γαλάζιο ή έστω να πεθάνω ακαριαία.
~~~~~{5}~~~~~
Είχα βγάλει το σκύλο μου βόλτα. Σταμάτησε για να χέσει. Πήρα τη σακούλα που είχα μαζί. Τα μάζεψα για να τα ρίξω στον κάδο.
«Γιατί το κάνεις αυτό;» μου είπε ο Ρόκι.
«Ποιο;»
«Γιατί μαζεύεις τα σκατά μου. Τι τα κάνεις;»
«Δεν τα μαζεύω.»
«Είναι όπως τις αγελάδες, που τις αρμέγετε;»
«Δεν είναι… Μα τι λες;»
Τότε σκέφτηκα ότι ήταν παράξενο να μιλάει ο Ρόκι.
«Πάμε να κάνουμε ένα τσιγάρο», μου είπε.
Βρεθήκαμε στη θάλασσα. Ο Ρόκι ήταν δελφίνι. Γλάροι τριγύρω.
«Ο μόνος τρόπος να νικήσεις μια αρκούδα είναι να την κοπανίσεις στο κεφάλι», μου είπε το δελφίνι. «Έχεις τσιγάρα;»
~~
Άνοιξα τα μάτια. Φως, πολύ φως, αλλά όχι του θανατά. Ήμουν ξαπλωμένος. Μια γυναίκα ήταν στην άκρη του οπτικού μου πεδίου. Έδινε τσιγάρο σ’ έναν άντρα με πράσινα.
Κοίταξα γύρω. Δωμάτιο πρασινωπό, τηλεόραση ψηλά. Ορός κρεμόταν πάνω μου. Νοσοκομείο, κέντρο υγείας, κάτι τέτοιο. Θυμήθηκα το μπαλκόνι. Το Βαθύ Γαλάζιο. Το δάκτυλο.
Σήκωσα το αριστερό μου χέρι. Δεν ήταν όνειρο. Το είχαν μπαταρισμένο, αλλά η έλλειψη ήταν εμφανής ακόμα κι έτσι. Είχα μείνει τετραδάκτυλος.
~~~
«Μάλλον το πήρε κάποιος γλάρος», άκουσα τη φωνή. Σκέφτηκα ότι είχε επιστρέψει το δελφίνι. Αλλά ήταν ο νοσοκόμος.
«Καλημέρα, είσαι καλά;» μου είπε η γυναίκα, που μάλλον ήταν διευθύντρια εκεί μέσα.
«Δεν ξέρω. Είμαι;»
«Θα συνέλθεις. Δεν έχεις τίποτα. Μια διάσειση.»
«Και εννιά δάκτυλα.»
«Δεν το βρήκαμε.»
«Μάλλον θα το πήρε κάποιος γλάρος», είπε ξανά ο νοσοκόμος.
Τον παρατήρησα καλύτερα να δω αν έμοιαζε με το Ρόκι.
«Πόσο καιρό είμαι εδώ;» τον ρώτησα.
Ο νοσοκόμος κοίταξε το ρολόι του.
«Πέντε ώρες περίπου.»
«Μόνο;»
«Τι ήθελες; Να ‘χει αλλάξει χιλιετία;» είπε η διευθύντρια.
Γελάσανε.
«Σε φέρανε μόλις έπιασα βάρδια», είπε ο νοσοκόμος.
«Ποιος με ‘φερε;»
«Η κυρία που περιμένει έξω.»
Όταν είπε το «κυρία» οι κόρες του διεστάλησαν κι άνοιξε τα μάτια, σαν να την έβλεπε μπροστά του. Κατάλαβα ποια έβλεπε. Του είπα να την αφήσει να μπει.
«Εντάξει», είπε η διευθύντρια. «Στέφανε, φέρτην. Εσείς πρέπει να υπογράψετε εδώ.»
«Τι είναι;»
«Δήλωση εκούσιας εξόδου.»
Υπέγραψα. Μου άρεσε το εκούσια. Και το εξόδου. Ήθελα να φύγω.
~~~~
Η διευθύντρια έφυγε. Μετά από λίγο άκουσα τακούνια στα μάρμαρα. Η Ζόε φορούσε ένα κόκκινο κοντό κι αεράτο φόρεμα. Lady in red. Κάτω γόβες με τακούνι, όχι υπερβολικό, πιο πολύ σαν να πήγαινε να χορέψει σάλσα.
«Hola, μωρό μου», είπε και ήρθε κοντά μου. Ο νοσοκόμος πίσω της είχε ξεχαστεί να τη θαυμάζει.
Η Ζόε έσκυψε και με φίλησε στο μέτωπο με το υγρό αφρικανικό της στόμα.
«Σε περιμένει», μου είπε.
«Ποιος;» ρώτησα, ενώ ήξερα.
«Ο Χουάν.»
«Για να με αποτελειώσει;»
«Είναι οξύθυμος άνθρωπος.»
«Το κατάλαβα.»
«Ήταν και πιωμένος. Αλλά θέλει να σου ζητήσει συγνώμη.»
Τράβηξε μια καρέκλα κι έκατσε κοντά μου. Δίπλωσε τα πόδια της και η φούστα σηκώθηκε φανερώνοντας το πόδι μέχρι πάνω. Έκανα να τη χουφτώσω. Εκείνη χαχάνισε και μου χτύπησε το χέρι, σαν να μου απαγόρευε το γλυκό.
«Δεν μαθαίνεις», μου είπε.
Το χέρι που είχα απλώσει ήταν το λειψό. Πόσα δάχτυλα ακόμα θα δεχόμουν να χάσω για εκείνη;
«Του μίλησα, του εξήγησα, ότι σε παρέσυρα. Είσαι μικρός κι αθώος, δεν φταις.»
«Δεν βλέπω να σου έκοψε κάνα δάχτυλο.»
«Δεν μπορεί να ζήσει χωρίς εμένα», είπε η Ζόε, χωρίς καθόλου να αυτοθαυμάζεται.
«Τον καταλαβαίνω», της είπα.
«Θέλει να σου κάνει ένα δώρο. Γι’ αυτό», έδειξε την απώλεια στο χέρι μου. «Είναι καλός ο Χουανίτο μου.»
«Όταν δεν πυροβολάει ανθρώπους στα μπαλκόνια.»
Με βοήθησε να ντυθώ. Ήταν δύσκολο, γιατί απ’ την αρχή, απ’ τη στιγμή που άκουσα τα τακούνια της, ήμουν καβλωμένος.
«Περίμενε», είπε κι έκλεισε την πόρτα με την πλάτη της
Με τράβηξε κοντά της. Έκανε ό,τι ήθελε να κάνει. Όταν τέλειωσε το φερμουάρ έκλεινε εύκολα.
~~~~~
Ο Χουάν περίμενε σ’ ένα νοικιασμένο αυτοκίνητο, έξω απ’ το Κέντρο Υγείας. Ήταν μεσημέρι κι είχε πολλή ζέστη. Δεν είχαν αρχίσει ακόμα τα μελτέμια. Το αυτοκίνητο είχε κλειστά παράθυρα.
Όταν πλησιάσαμε βγήκε. Άνοιξε την πίσω πόρτα για να μπει η Ζόε, σαν να ήταν ο οδηγός της. Εκείνη τον ευχαρίστησε. Ο Χουάν έκλεισε την πόρτα. Ήταν σαν να έκλεινε η παγίδα.
«Έλα μπροστά», μου είπε.
Μέσα είχε δροσιά. Το ραδιόφωνο έπαιζε Nirvana, το Unplugged. Είχε κυκλοφορήσει τον Νοέμβριο του 1994. Πέντε μήνες μετά ο Κομπέιν αυτοκτόνησε.
“My girl, my girl, don’t lie to me
Tell me, where did you sleep last night?”
Κυριαρχούσε το άρωμα της Ζόε, που δεν φορούσε άρωμα. Η μυρωδιά της. Μια παγίδα όπου πέφτεις εκούσια και δεν υπάρχει έξοδος.
Ο Κομπέιν έφτανε στο τέλος του τραγουδιού. Εκεί ανεβαίνει μια οκτάβα και ουρλιάζει σαν λύκος. Έτσι το είχε πει ο Νηλ Γιανγκ.
«Είναι παραδοσιακό κομμάτι ξέρεις», είπε ο Χουάν δείχνοντας το ραδιόφωνο.
«Το ξέρω.»
«Δεν το ήξερες πριν το τραγουδήσει ο Κερτ.»
«Όχι.»
«Κανείς δεν το ήξερε. Ξέρεις γιατί ξεχώρισαν αυτοί; Ο Κομπέιν, ο Τζόνσον. Γιατί έδωσαν την ψυχή τους.»
«Κυριολεκτικά;» τον ρώτησα.
Δεν απάντησε.
Θυμήθηκα το βίντεο. Ο Κομπέιν εκεί κοιτάζει μπροστά σαν ν’ αντικρίζει το θάνατο, σαν να παίρνει την απόφαση ότι θα αυτοκτονήσει. Το είπα στον Χουάν. Εκείνος χαμογέλασε.
«Εσύ τι είδες όταν σε σημάδευα με το όπλο;»
«Τη ζωή μου.»
«Και κατάλαβες ότι δεν έχεις ζήσει τίποτα. Μην ανησυχείς, οι περισσότεροι έτσι ζουν.»
Η Ζόε πίσω γέλασε. Την κοίταξα απ’ τον καθρέφτη. Έμοιαζε κάπως με τη Φρίντα Κάλο. Αυτό σκέφτηκα. Οδηγούσαμε ψηλά στο βουνό. Κάτω, πολύ κάτω, το βαθύ γαλάζιο.
«Τι έγινε όταν έπεσα;» τον ρώτησα.
«Αυτό είναι βαρετό», είπε και μου έδωσε ένα Gitanes. Βαρύ κι απολαυστικό.
Είχα πέσει στην τέντα. Σκίστηκε, αλλά ανέκοψε την πτώση. Βρέθηκα στο τσιμέντο από τρία μέτρα ύψος. Τίποτα. Στον αστυνομικό είπαν ότι είχα πιει κι έκοψα κατά λάθος το δάκτυλο μου. Δεν έψαξε για ενδείξεις και στοιχεία. Έγραψε ό,τι του είπαν κι έφυγε.
«Δεν είναι αυτό το βασικό στοιχείο της αφήγησης», είπε ο Χουάν.
«Ποιο είναι; Death or glory, just another story; Και το δάκτυλο;»
«Μικρή απώλεια.»
Έστριψε ξαφνικά προς τον γκρεμό –τριακόσια μέτρα ύψος και χωρίς τέντες από κάτω. Κρατήθηκα απ’ το ταμπλό τη στιγμή που πάτησε φρένο. Η Φρίντα πίσω γελούσε.
«Πες μου ένα πράγμα», έκανε ο Χουάν. «Αν μπορούσες να επιλέξεις τι θα διάλεγες; Το κερί ή το πυροτέχνημα; Να μείνεις στην ιστορία της τέχνης και να πεθάνεις στα είκοσι εφτά; Ή μια αδιάφορη μετριότητα που γερνάει και πεθαίνει μέσα στα κάτουρα του;»
Τότε μου ήρθε μια παράξενη σκέψη. Όλο αυτό, με τη Ζόε, ήταν στημένο. Εκείνη ήταν η παγίδα. Ή μπορεί να ήταν μια δοκιμασία. Τολμάς;
«Περίμενε», είπα στον Χουάν. «Κι ο πατέρας σου; Εκείνος έγινε διάσημος κι έχει φτάσει τα εκατό.»
«Εκατόν εφτά.»
«Πώς το έκανε;»
Μείναμε για λίγο να κοιτάμε το Αιγαίο. Ο ήλιος μου έψηνε το πρόσωπο. Στο ραδιόφωνο έπαιζε Rolling Stones
«If I look hard enough into the setting sun
My love will laugh with me before the morning comes.»
Σύνθεση του Μπράιαν Τζόουνς. Στο κλαμπ των είκοσι εφτά κι εκείνος. Κάποιος είχε πειράξει το ραδιόφωνο.
«Θα σου πω τι έγινε», είπε ο Χουάν. «Κι αν θες πιστεύεις.»
~~~~~~{6}~~~~~~
Όταν ο Γιώργος Κατσαρός μπήκε στο πλοίο για την Αμερική ήταν είκοσι χρονών, αρχές εικοστού αιώνα. Πόλεμος μεγάλος δεν είχε γίνει ακόμα. Είχε μάθει κιθάρα μόνος του. Άκουγε τον Αμοργιανό παππού του να παίζει βιολί. Μετά στον Πειραιά, το μεγαλύτερο λιμάνι, άκουγε μουσικές του κόσμου. Αραβικές και δυτικές, λαϊκά και κλασικά. Όμως το θαύμα ήταν στην Αμερική.
Είχε μάθει απ’ τη μάνα του να προσπαθεί για το μέγιστο. Πλήρωσε εισιτήριο κατάστρωμα κι έφυγε για Νέα Υόρκη. Θα γινόταν μεγάλος.
Στη μέση του Ατλαντικού τον πλησίασε ένας άντρας. Φαινόταν ότι ταξίδευε στο σαλόνι.
«Τι θεωρείς σημαντικό;» του είπε. Μύριζε λιβάνι.
«Την οικογένεια μου και τη μουσική μου», είπε ο Κατσαρός.
«Διάλεξε ένα.»
Έγινε σπουδαίος με τη μουσική του. Την οικογένεια του την έχασε. Τη μάνα του και την αδελφή του δεν την ξαναείδε. Παντρεύτηκε αρκετές φορές, έκανε παιδιά, αλλά οικογένεια δεν κράτησε.
Είχε διαλέξει. Έμεινε μόνος, να παίζει τη μουσική του παντού. Μέχρι που βρέθηκε στο Τουβαλού.
Στο Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν βάση των συμμάχων ενάντια στους Ιάπωνες. Είχε πολλούς στρατιώτες και χρειάζονταν διασκέδαση. Ο Κατσαρός ήταν ένας απ’ τους διασκεδαστές.
Έπαιξε ρεμπέτικα και μπλουζ, γκόσπελ και μανέδες.
Το βράδυ μετά τη συναυλία βγήκε βόλτα στο νησί. Ήταν ένα κοραλλιογενές μακρινάρι, δυο μέτρα μέγιστο υψόμετρο, το τέλειο αεροδρόμιο.
Είχε τη θήκη με την κιθάρα του στην πλάτη. Κοιτούσε τ’ αστέρια. Είχε πολλά χρόνια να δει τόσα. Από τότε που ήταν στην Αμοργό, παιδί.
Περπατούσε και μουρμούριζε ένα τραγούδι που του έλεγε η μάνα του στο νησί. Του ήρθαν κλάματα. Του είχε στείλει τηλεγράφημα: «Έλα να σε δω λιγάκι, Γιώργη μου.» Δεν πήγε. Το επόμενο ήταν η ανακοίνωση του θανάτου της.
Κι είχε γίνει πενήντα έξι χρονών. Μεγάλος μουσικός. Μεγάλος και σε ηλικία. Μεγάλος σε κούραση.
Είδε κάποιον να πλησιάζει απ’ την άλλη μεριά. Ήταν ο άντρας απ’ το πλοίο. Δεν είχε γεράσει.
«Βαρετό δεν είναι;» του είπε.
«Είσαι ο διάβολος;» ρώτησε ο Γιώργος.
«Ας πούμε ότι είμαι ο νόμιμος εκπρόσωπος της εταιρείας.»
«Τι θες από μένα;»
«Να κάνουμε ανανέωση του συμβολαίου σου. Βλέπω ότι κουράστηκες.»
Συνέχισαν να περπατάνε κάτω απ’ τον ουρανό του Ειρηνικού. Ο άντρας είπε ότι τον έλεγαν Νίκο. Το συμβόλαιο έληγε. Καλά είχε περάσει στη ζωή του, αλλά τέλειωσε.
«Δεν πέρασα καλά», είπε εκείνος. «Πολλή μοναξιά.»
«Διάλεξες τη μουσική.»
«Και τώρα;»
«Εντάξει, προσφορά του καταστήματος. Μπορείς να διπλασιάσεις το χρόνο σου και να κάνεις οικογένεια.»
Ο Γιώργος ήξερε ότι ο διάβολος είναι σαν το καζίνο. Ποτέ δεν χάνει.
«Τι πρέπει να δώσω;»
«Τον πρωτότοκο.»
«Τον Χουάν;»
Ο γιος του ήταν τριάντα χρονών. Δεν επικοινωνούσαν, αλλά ήξερε ότι είχε γίνει κιθαρίστας. Μέτριος.
«Θα πεθάνει στη θέση μου;»
«Όχι, αντιθέτως, θα ζήσει πολύ καιρό.»
«Και τι θα κερδίσεις εσύ;»
Ο Νίκος πήγε κι έβαλε τα πόδια του στη θάλασσα. Γύρω του άρχισαν να λάμπουν τα νερά, βιοφωταύγεια.
«Δεκατρείς», είπε κοιτώντας κάτω. «Για ν’ αποχωρήσει απ’ τη συμφωνία πρέπει να μου φέρει δεκατρείς.»
«Ψυχές;»
«Πελάτες τους λέμε.»
«Μπορώ ν’ αποφασίσω εγώ για τη δική του ψυχή; Του Χουάν;»
«Για τη δική σου αποφασίζεις. Αμαρτίες γονέων…»
«Ναι, ξέρω παιδεύουσι—»
«Κληροδοτούνται.»
Ο Γιώργος κοίταξε τον ορίζοντα. Μόλις που είχε πάρει να χαράζει. Ήθελε να ζήσει κι άλλο. Ήθελε να κάνει οικογένεια.
«Εντάξει», είπε.
Δεν χρειαζόταν να υπογράψει με αίμα. Κανείς δεν αθετεί το λόγο του στο Διάβολο.
~~~~~~~{7}~~~~~~~
Ξημέρωνε όταν το Βενιζέλος έφτανε στην Κρήτη. Είχα κοιμηθεί πάλι στο κατάστρωμα, αλλά χωρίς να συμβεί τίποτα απρόοπτο. Ήμουν μ’ ένα δάκτυλο λιγότερο. Είχα και το δώρο του Χουάν μαζί.
Έτσι δεν κάνουν οι ήρωες στα παραμύθια και στις ιπποτικές ιστορίες; Δίνουν μάχη, χάνουν κάτι, κερδίζουν κάτι. Αλλά δεν ένιωθα ήρωας. Βλάκας ένιωθα.
Απ’ τα ηχεία ακούστηκε ότι το πλοίο έδενε στο λιμάνι της Σούδας, οι επιβάτες να ετοιμαστούν για αποβίβαση. Όλοι ξεκίνησαν να τρέχουν. Άναψα τσιγάρο. Ήταν ωραία τα Gitanes. Θα κατέβαινα τελευταίος. Προς τι η βιασύνη; Είναι ωραίο να βλέπεις τον ήλιο ν’ ανατέλλει για άλλη μια φορά. Ειδικά αν έχεις φτάσει κοντά στο θάνατο.
Θα πήγαινα στα Χανιά κι από κει Παλαιόχωρα. Προορισμός: Γαύδος. Θα προτιμούσα να πάω στο Τουβαλού, αλλά για την ώρα δεν μου φτάναν τα λεφτά.
Στην άλλη μεριά του εξώστη ήταν δυο νέοι και παίζανε μουσική. Κιθάρα και βιολί. Έπαιζαν το Minor Swing του Django Reinhardt. Μάλλον το ραδιόφωνο του σύμπαντος συνέχιζε να παίζει αυτά που ήθελε ο Χουάν.
Του είχα πει ότι δεν θα μπορούσα να ξαναπαίξω κιθάρα. Μου μίλησε για τον Τζάνγκο. Το 1928 ήταν δεκαοκτώ χρονών, ένας μέτριος κιθαρίστας. Έπεσε να κοιμηθεί στο τροχόσπιτο με τη γυναίκα που είχε παντρευτεί πριν ένα μήνα. Κλώτσησε ένα κερί που είχε να καίει, το «κερί του αγίου» το έλεγε. Το τροχόσπιτο πήρε αμέσως φωτιά. Η γυναίκα του δεν κάηκε, αλλά τον χώρισε λίγο καιρό αργότερα.
Ο ίδιος ο Τζάνγκο κόντεψε να πεθάνει. Εγκαύματα στο μισό του σώμα. Δεκαοκτώ μήνες έμεινε στο νοσοκομείο. Οι γιατροί ήθελαν να του ακρωτηριάσουν το δεξί χέρι. Αρνήθηκε. Όμως έχασε δυο δάκτυλα, μικρό και παράμεσο.
Παρά την απώλεια έγινε ο μεγαλύτερος κιθαρίστας της τζαζ. Παρά την απώλεια; Ο Χουάν μου είπε ότι είχε κάνει κι εκείνος συμφωνία. Εγώ δεν είχα συμφωνήσει σε τίποτα. Αλλά ένιωθα να είμαι πιασμένος σε φάκα.
Πλησίασα τους δυο μουσικούς. Ήταν Ισπανοί τσιγγάνοι. Έπαιζαν υπέροχα. Έμπλεκαν το φλαμένκο με την τζαζ του Τζάνγκο. Μου είπαν να βγάλω κι εγώ την κιθάρα να τζαμάρω. Κατάλαβα ότι ήμουν πολύ λίγος για να παίξω μαζί τους. Είπα ότι έπρεπε να κατέβω.
«Μη βιάζεσαι», μου είπε εκείνος που λεγόταν Μπάμπικ. «Το κορίτσι θα σε περιμένει.»
~~
Πήρα το λεωφορείο της γραμμής για τα Χανιά. Δεν θα έφευγα αυθημερόν, ήθελα να περπατήσω λιγάκι την πόλη.
Βρήκα δωμάτιο σ’ ένα ξενοδοχείο που είχε περισσότερες κατσαρίδες από ένοικους. Ό,τι πληρώνεις παίρνεις. Έκανα ένα μπάνιο αποφεύγοντας ν’ αγγίζω τους τοίχους.
Όταν βγήκα άνοιξα τη θήκη της κιθάρας. Την είχα πάρει δώρο με την πρώτη μου κιθάρα. Ήταν δερματίνη πιο λεπτή από τσιγαρόχαρτο, σχισμένη εκεί κι εδώ. Μόνο για το κουβάλημα χρησίμευε. Καμιά προστασία από χτυπήματα.
Τη Λέιλα την είχα εγκαταλείψει στην Αμοργό. Στη θήκη είχα το δώρο του Χουάν. Τη θαύμασα για μία ακόμα φορά. Μια Γκίμπσον Καλαμαζού KG-14. Παρόμοια μ’ εκείνη που έκανε τις ηχογραφήσεις του ο Ρόμπερτ Τζόνσον.
Την έβγαλα να την κρατήσω. Βαρύ ξύλο, μασίφ. Με την Καλαμαζού μπορούσες να παίζεις εκατό χρόνια και να μην πάθει τίποτα, να μη σκεβρώσει, να μη αλλάξει ήχο. Πρώτα πέθαινες εσύ και τα παιδιά σου ίσως και τα εγγόνια σου. Και μετά η Καλαμαζού.
Δεν μπορούσα να την αφήσω στο ξενοδοχείο. Δεν φοβόμουν την κλοπή, αλλά μη μου τη ροκανίσουν τα ποντίκια. Την έβαλα στη φτηνή θήκη και βγήκα.
~~~
Περπάτησα μέχρι το ενετικό λιμάνι κι έκατσα να πιω έναν καφέ με θέα τον Φάρο. Κάποιοι λένε ότι τα Χανιά είναι η ομορφότερη πόλη στην Ελλάδα. Όχι το καλοκαίρι. Είχε πάρα πολύ κόσμο, παντού. Χιλιάδες τουρίστες που πήγαιναν πέρα δώθε τραβώντας φωτογραφίες. Κατάλαβα ότι δεν θα έμενα περισσότερο. Μάλλον είναι η ομορφότερη πόλη το χειμώνα, άδεια και βροχερή. Όλες οι πόλεις είναι πιο όμορφες έτσι. Ίσως να φταίω εγώ, ίσως να φταίνε τα φεγγάρια.
«Απόκληρο με είπες μια βραδιά», μουρμούρισα κι άναψα Gitanes. Κάτι μου έλεγε ότι θα κάπνιζα πολύ καιρό αυτά τα τσιγάρα. Κάτι ήξερε κι ο Σέρζ Γκαινσμπούργκ.
Ήπια μια γουλιά απ’ τον ελληνικό καφέ που ήταν φτιαγμένος στον ατμό, τουριστικός greek coffee . Έβγαλα να διαβάσω το βιβλίο μου, να ξεχαστώ λιγάκι.
«Το πορτρέτο του καλλιτέχνη σε νεαρή ηλικία.»
Κοίταξα το εξώφυλλο. Ο συγγραφέας με το ψάθινο καπελάκι που μάλλον δεν έβγαζε ποτέ. Γυαλιά στρογγυλά. Μουστάκι.
~~~~
«James Joyce!»
Αυτή δεν ήταν η σκέψη μου. Γύρισα να δω ποια είχε μιλήσει. Στο πίσω τραπέζι ετοιμαζόταν να καθίσει ένα κορίτσι. Μια κοκκινομάλλα, ginger.
Ήταν λεπτή και μικροκαμωμένη. Φορούσε ένα τιραντέ φορεματάκι με λουλούδια. Το δέρμα της ήταν άσπρο, πιο άσπρο απ’ το άσπρο. Και φυσικά είχε φακίδες παντού. Ολοφάνερη μετάλλαξη του γονιδίου MC1R. Ολοφάνερα μάγισσα.
Όλα τα χαρακτηριστικά της ήταν εφηβικά, παιδικά σχεδόν. Ούτε στήθος ούτε λεκάνη. Τόσο λεπτεπίλεπτη. Όμως δεν είχε παιδική φωνή. Φαινόταν να ‘χει καπνίσει πολύ. Και τα πράσινα μάτια της ήταν κουρασμένα.
«Σου αρέσει ο Τζόις;» είπε στα αγγλικά, με προφορά που φανέρωνε κέλτικη καταγωγή. Θα μπορούσε να είναι και Σκωτσέζα, αλλά ήξερα ότι δεν ήταν.
«Τον λατρεύω», της είπα. «Είσαι Ιρλανδέζα;»
Και τότε το έκανε. Αντί να μου απαντήσει με λόγια άφησε την τσάντα της στο τραπέζι μου, άφησε τα χέρια της χαλαρά στο πλάι, κοίταξε μπροστά και χόρεψε λίγο ιρλανδέζικο χορό. Μερικά βήματα μόνο.
Μου ήρθαν δάκρυα στα μάτια. Και ήμουν ερωτευμένος.
~~~~~
Της ζήτησα να κάτσει μαζί μου. Ήρθε πεταρίζοντας, σαν πεταλούδα στ’ αλήθεια.
«Διακοπές;» με ρώτησε.
«Πάω προς Γαύδο. Ναι, περαστικός από Χανιά. Εσύ;»
«Δουλεύω και ταξιδεύω. Κάτι σαν την Anne Bonny.»
«Την ποια;»
Η Αnne ήταν μια διάσημη πειρατής από την επαρχία του Κορκ. Είχε σαρώσει την Καραϊβική. Την είχε για πρότυπο ήρωα. Εκείνη και τον Μάικλ Κόλλινς, που ήταν πάλι απ’ την ίδια περιοχή.
Μιλήσαμε για τον Τζόις και τους U2 –που τους αντιπαθούσε, γιατί είχαν ξεπουληθεί, έτσι πίστευε. Της είπα ότι ήθελα να πάω στο Δουβλίνο τη Bloomsday, να περπατήσω στα χνάρια του Λεοπόλδου Μπλουμ. Εκείνη ήταν φανατική του Τόλκιν. Έβγαλε απ’ τη τσάντα της τον πρώτο τόμο του Άρχοντα των Δακτυλιδιών.
«Το ‘χω πάντα μαζί.»
«Δεν το έχω διαβάσει», της είπα. «Περιμένω να δω την ταινία.»
Ο Πήτερ Τζάκσον δεν είχε αρχίσει ακόμα τα γυρίσματα.
Ζήτησα δεύτερο καφέ. Πήρα Άιρις-Κόφι.
«Κανείς Ιρλανδός δεν πίνει αυτή την αηδία», μου είπε. «Εννοώ, εντάξει ο καφές με το ουίσκι. Αλλά κρέμα;»
Τη ρώτησα αν ήθελε να την κεράσω κάτι. Τότε κατάλαβα ότι δεν ήξερα το όνομα της.
«Δουλτσινέα», μου είπε.
Απόρησα.
«Ναι, ναι», μου είπε, «γέλα όσο θες. Μισώ το κανονικό μου όνομα είναι τόσο… Πφουφ!»
Έκανε έναν αστείο ήχο. Τον ερωτεύτηκα κι αυτόν.
«Μόλλυ», είπε τελικά. «Ναι, με λένε Μόλυ και είμαι Ιρλανδέζα, σαν να ήμουν Εβραία και να με λέγανε Σάρα. Γι’ αυτό θέλω να με λέτε Δουλτσινέα.»
«Λατρεύω το Μόλλυ. Πάντα ήθελα να γνωρίσω μια κοκκινομάλλα Μόλλυ.»
Κούνησε τη μικρή φακιδωτή της μύτη σαν να ήταν ποντικάκι.
«Εντάξει. Συμβιβασμός. Έξω θα με λες Δουλτσινέα. Κι όταν μείνουμε μόνοι μας λέγε με Μόλλυ.»
Ανατρίχιασα πρώτα και μετά η καρδιά ανατινάχτηκε στο στερέωμα. Την ίδια στιγμή ένιωσα να μου σηκώνεται. Πόθος κι έρωτας μαζί, σε μέγιστη δόση. Θα πέθαινα για κείνη, μόνο να τη βλέπω να χορεύει ιρλανδέζικους χορούς. Και μόλις μου είχε υποσχεθεί ότι θα μείνουμε μόνοι. Μόλλυ, Δουλτσινέα, Μάικλ Κόλλινς, θα την έλεγα όπως ήθελε.
~~~~~~
Ήπια τον καφέ, μετά το γύρισα σε Guinness. Μπουκάλι. Η Μόλλυ ήπιε ρούμι απ’ τη Τζαμάικα κι έκανε πειρατικούς ήχους. Περάσαμε αρκετή ώρα εκεί. Συνεχίσαμε την κουβέντα περπατώντας, στο φρούριο, στα Εβραϊκά, στο πάρκο. Σταματήσαμε κάτω από ένα παλιό σπίτι. Με ρώτησε αν ήθελα ν’ ανέβω. Δεν απάντησα. Μόνο τη φίλησα.
Μπήκαμε μέσα κι έπιασα να τη γδύσω.
«Πιο σιγά», είπε η Μόλλυ. «Λίγο πιο ήρεμα, πιο γλυκά.»
Ξαπλώσαμε στο κρεβάτι και φιληθήκαμε, χαϊδευτήκαμε για πολλή ώρα. Έμοιαζε να θέλει ν’ αποφύγει την ολοκλήρωση. Της είπα ότι δεν είχα πρόβλημα με κάτι τέτοιο. Θα έμενα πολύ καιρό στα Χανιά. Και το εννοούσα. Θα έμενα μαζί της μέχρι τη Συντέλεια του Κόσμου.
«Είσαι τόσο γλυκός», είπε και με χάιδεψε.
Εκείνη μόνο τη στιγμή κατάλαβα ότι ήταν μεγαλύτερη μου. Τη ρώτησα. Ήταν είκοσι οκτώ. Κι έμοιαζε δεκαπέντε. Συνεχίσαμε σαν να ήμασταν έφηβοι στην πρώτη σχέση. Κάποια στιγμή γδυθήκαμε.
Ήταν τόσο διαφορετικό απ’ τη βραδιά με τη Ζόε. Τόσο γλυκό και ήσυχο, χωρίς κεφάλια να χτυπάνε στο κεφαλάρι, χωρίς τούμπες και χοροπηδητά.
«Σ’ αγαπώ», της είπα στο αυτί, ενώ εκείνη καθόταν πάνω μου και την κρατούσα απ’ τη μέση. Κουνιόμασταν ρυθμικά, ενωμένοι σ’ ένα. Κοιτούσα τα μάτια της και την αφίσα πίσω της, το πράσινο Βόρειο Σέλλας.
Την ένιωσα να σφίγγεται ολόκληρη, να πετάγεται πίσω. Φώναξε κι έμοιαζε με σεισμό. Μετά έκανε πίσω και με χαστούκισε. Ήταν η πιο ηδονική σφαλιάρα που μου έχουν δώσει.
~~~~~~~~{8}~~~~~~~~
Ήμασταν ξαπλωμένοι κι ονειρευόμουν χωρίς να κοιμάμαι. Η Μόλλυ με γρατζούνισε και πήγε στο μπάνιο. Άναψα άλλο ένα Gitanes. Ήξερα ότι δεν θα πήγαινα στη Γαύδο. Με πήρε ο ύπνος.
Με ξύπνησαν οι φωνές της. Είχα αποκοιμηθεί μ’ αναμμένο τσιγάρο. Έκαψα το σεντόνι, αν δεν ήταν εκεί μπορεί και να καιγόμουν ζωντανός, ως άλλος Τζάνγκο.
Δε μ’ ένοιαζε τι έλεγε. Μόνο την κοιτούσα. Είχε ντυθεί και βαφτεί.
«Πάω για δουλειά», μου είπε μόλις ηρέμησε. «Μην καπνίσεις άλλο.»
«Πού δουλεύεις;»
«Σ’ ένα μπαρ.»
«Θα έρθω. Πώς το λένε;»
«Περίμενε να γυρίσω.
«Πώς το λένε;»
Δεν μ’ άκουσε. Πήρε τα πράγματα της κι έφυγε. Αλλά δεν ήξερε με ποιον είχε μπλέξει. Είχα διαβάσει περισσότερη αστυνομική λογοτεχνία απ’ τον μέσο άνθρωπο.
Θυμόμουν το σημαντικότερο : Γίνε ο διώκτης, γίνε το θύμα.
Βγήκα έξω χωρίς να κλείσω την πόρτα. Δεν είχα κλειδί. Πήγα ανάσα, έγινα Μόλλυ, μπήκα πάλι μέσα. Έβγαλα τα τακούνια μου και τ’ άφησα αριστερά, μαζί με τ’ άλλα. Κρέμασα τη τσάντα μου. Άφησα τα κλειδιά στα δεξιά, σ’ ένα μικρό έπιπλο. Εκεί ήταν όλοι οι λογαριασμοί και κάτι γράμματα. Από κάτω ένα κουτί. Ήξερα τι είχε μέσα: Όλη τη σαβούρα που δεν θες να πετάξεις, αλλά δεν χρησιμεύει και σε τίποτα τελικά.
Κοίταξα ανάμεσα σε μπαταρίες, κλειδιά, κάρτες ανάληψης, φλάιερ από συναυλίες. Είχε μια διαφημιστική κάρτα. Pub Scorpios. Ενετικό λιμάνι. Πίσω απ’ το Γιαλί Τζαμί.
Σε βρήκα, Δουλτσινέα.
~~
Δεν ήθελα να πάω τόσο νωρίς. Τα μπαρ έκλειναν στις τρεις. Θα χρειαζόταν και λίγη ώρα να συμμαζέψει. Δεν ταίριαζε να πάω να στηθώ εκεί προτού νυχτώσει καν.
Βγήκα στην πόλη με την Καλαμαζού. Έκανα τουρισμό. Περπάτησα ώρες, έφαγα καλτσούνια με μυζήθρα και μέλι. Ήπια μια ρακί.
Στις δέκα βρέθηκα έξω από το θερινό σινεμά του πάρκου. Έπαιζε το Βλέμμα του Οδυσσέα. Δεν είχα ξαναδεί Αγγελόπουλο. Ήταν πολύ όμορφα. Κοιμήθηκα πριν το πρώτο διάλειμμα, αλλά μύριζε γιασεμιά στον ύπνο μου. Ονειρεύτηκα τον πράκτορα Θου Βου να μου λέει: «Ξέρεις κάτι; Η Ελλάδα πεθαίνει. Πεθαίνουμε σα λαός.»
Ξύπνησα και βγήκα πάλι στην κίνηση. Πέρα απ’ τους τουρίστες υπήρχαν και πολλοί Αμερικάνοι στρατιώτες. Τους ξεχώριζες απ’ το κούρεμα, τα μπράτσα και την παιδική αυθάδεια. Η αμερικανική βάση της Σούδας είναι η σημαντικότερη στην Ανατολική Μεσόγειο. Πολύς κόσμος.
Βρέθηκα στο Γιαλί Τζαμί. Στο δρομάκι πίσω του ήταν ο Σκορπιός. Δεν μου φάνηκε παράξενο που είχε φιμέ τζάμια. Θα έπρεπε. Άνοιξα την πόρτα και μπήκα.
~~~
Δεν ήμουν πολύ βγαλμένος, αλλά πριν να πάρω δεύτερη ανάσα είχα καταλάβει ότι ο Σκορπιός δεν ήταν παμπ, ήταν κωλόμπαρο. Με ειδίκευση στον αμερικανικό στρατό, αφού η διακόσμηση θύμιζε Τέξας.
Όταν μπήκα έπαιζε Fleetwood Mac
«You can go your own way, go your own way.»
Χαμηλός φωτισμός με κόκκινες αποχρώσεις. Παρατήρησα την πελατεία.
Στ’ αριστερά, στην μπάρα, καθόταν μια μαύρη κοπέλα με φόρεμα μίνι –ή μπορεί να ήταν μόνο η ζώνη. Είχε απλώσει το πόδι της που ήταν όμορφο σαν το Σερενγκέτι τη νύχτα. Πάνω της ήταν πιασμένος ένας ασπρουλιάρης αμερικάνος που προσπαθούσε να της πει κάτι, αλλά ήταν πολύ μεθυσμένος για να μιλήσει.
Στα δεξιά στα τραπεζάκια δυο ζευγάρια. Στο ένα μια γυναίκα γύρω στα σαράντα. Το μήλο του Αδάμ στο λαιμό της μπέρδευε το θέμα του φύλου. Εκείνη την είχε διπλαρώσει ένας γέρος.
Παραδίπλα ένας άλλος αμερικάνος χούφτωνε μια μικρούλα.
Κοίταξα μπροστά. Η Δουλτσινέα ήταν εκεί. Σ’ ένα απ’ τα ψηλά καθίσματα του μπαρ. Με είχε δει. Έκανα το κεφάλι στο πλάι, σαν να ήμουν σκύλος που άκουσε κάτι ενδιαφέρον (βόλτα, φαΐ, Ρόκι). Δεν ήταν πελάτισσα. Ούτε μπαργούμαν. Προσπάθησα να χαμογελάσω. Αλλά με πονούσε το δάχτυλο που είχα χάσει. Εκείνη με κοίταζε αυστηρά.
«You can go your own way, go your own way.»
~~~~~~~~~{9}~~~~~~~~~
Πήγα κι έκατσα δίπλα της.
«Να σε κεράσω ένα ποτό, Δουλτσινέα;» της είπα για να την πειράξω. Και ντράπηκα.
«Σου είπα να μην έρθεις.»
«Δεν μου είπες γιατί.»
Η μπαργούμαν πλησίασε και ρώτησε τι θα πάρουμε. Έμοιαζε με τη Σαμάνθα Φοξ, είκοσι χρόνια μετά την επιτυχία. Είχε ρωτήσει τι θα πάρουμε, όχι τι θα πάρω. Ζήτησα δυο μπύρες. Τις έβγαλε απ’ το ψυγείο, κάτω απ’ την μπάρα. Μαζί με τα φυστίκια ζήτησε και να πληρωθεί. Κόστιζαν σαν έξι μπύρες, αλλά έπαιρνες μαζί και το κορίτσι. Άδειασα τις τσέπες μου. Έμειναν κάτι ψιλά. Τ’ άφησα για τιπ.
«Αυτό εννοείς ταξιδεύω δουλεύοντας;» είπα στη Δουλτσινέα δυο γουλιές μετά.
«Τι πρόβλημα έχεις εσύ;»
Της έδειξα με ανοικτά τα χέρια το κωλόμπαρο.
«Οι γονείς σου ξέρουν τι κάνεις;» της είπα.
Είδα κάτι σαν δάκρυα να φεγγίζουν για μια στιγμή. Μετά έσφιξε τα δόντια, ανοιγόκλεισε τα μάτια κι είχαν χαθεί.
«Οι γονείς μου δεν δίνουν δεκάρα για μένα. Ποτέ δεν έδωσαν. Ο πατέρας μου είναι μπεκρής. Η μάνα μου… Εσύ τι θες; Να με σώσεις; Ποιος είσαι ο Ρίτσαρντ Γκιρ;»
Δεν μπορούσα να τη σώσω. Με το ζόρι θα έφτανα ως τη Γαύδο. Μετά πάλι πίσω στο σπίτι των γονιών μου. Δεν μπορούσα να σώσω ούτε τον εαυτό μου.
«Μπορώ», της είπα.
Η Δουλτσινέα γέλασε, αλλά δεν ήταν από χαρά.
«Μπορούμε», της είπα. «Αν υπάρχει αγάπη…»
Σταμάτησε να γελάει. Με παρατήρησε.
«Δεν είσαι κακός», είπε η Μόλλυ. «Μικρός είσαι. Αθώος. Θα μάθεις να χάνεις.»
~~
Πριν απαντήσω –και η αλήθεια είναι ότι δεν ήξερα τι να πω, η Μαρία πήρε τ’ άδεια μπουκάλια.
«Να φέρω κι άλλες;»
Ήταν ερώτηση παγίδα. Σήμαινε: Ή πληρώνεις άλλα δύο ή φεύγεις. Ξεροκατάπια, γιατί ήξερα ότι δεν είχα λεφτά μαζί μου ούτε για νερό. Είδα τη Μόλλυ να κάνει νόημα στην μπαργούμαν, της έκλεισε το μάτι. Μας έφερε άλλες δύο, κερασμένες είπε.
«Θα μπορούσα να δουλεύω στο σούπερ μάρκετ στο Κορκ. Και να παίζω καμόγκι στην πρώτη κατηγορία.»
Δεν κατάλαβα τι εννοούσε. Μου έδειξε με μια κίνηση, σαν να χτυπούσε κάτι με τα δύο χέρια. Οι Ιρλανδοί έχουν το δικό τους εθνικό σπορ, το χέρλινγκ. Των γυναικών λέγεται καμόγκι. Κάτι ανάμεσα σε χόκεϊ, ράγκμπι και ποδόσφαιρο.
«Και μετά; Να βγαίνω στην παμπ τα Σαββατοκύριακα. Να γκαστρωθώ, να κάνω έξι-εφτά καθολικά παιδιά. Να χοντρύνω και να βλέπω σαπουνόπερες. Τι είναι χειρότερο;»
«Δεν ξέρω. Είσαι…» Προσπαθούσα να το πω. Για ν’ ακούσω την άρνηση. Αλλά πώς να το πεις;
«Αν πηδιέμαι με τους πελάτες; Δεν είναι υποχρεωτικό», είπε η Δουλτσινέα κι ήπιε λίγη μπύρα.
Ήταν. Δεν το είχε πει ξεκάθαρα, αλλά θα ήμουν βλάκας. Η Δουλτσινέα ήταν πόρνη.
Σκεφτόμουν αν θα μπορούσα να είμαι μαζί της. Μου φαινόταν αδύνατο.
«Και τι θα κάνεις;» της είπα. «Εδώ θα μείνεις;»
Μου έδειξε κάτι πίσω μου, στον ξύλινο τοίχο του μπαρ. Υπήρχαν φωτογραφίες και δελτία ναύτη. Ένα δεκαδόλαρο, όπου κάποιος είχε γράψει με μαρκαδόρο: «God bless America, but don’t give shit for me.» Κι από πάνω το πράσινο Βόρειο Σέλλας. Η ίδια φωτογραφία, σε μικρό μέγεθος. Την είχε εκεί να τη βλέπει και να θυμάται το σκοπό της.
«Καναδάς. Βόρειος Καναδάς. Πολύ βόρειος», είπε η Μόλλυ.
Εκείνη ήθελε να πάει στην Αρκτική. Εγώ στον Ειρηνικό. Κι είχαμε βρεθεί στη μέση. Τσούγκρισα το μπουκάλι της.
«Δεν ανήκουμε πουθενά», της είπα.
Θα μπορούσα να σκύψω να τη φιλήσω, αυτό ήθελα να κάνω, νομίζω το ίδιο ήθελε κι η Μόλλυ. Δεν προλάβαμε.
~~~
Έπαιζε Lou Reed. Το θυμάμαι σαν να ήταν χθες. Καθόμουν σ’ ένα κωλόμπαρο στα Χανιά, πίσω απ’ το Τζαμί, με μια κοκκινομάλλα που έπαιζε καμόγκι στο Κορκ. Την είχα γνωρίσει πριν λίγες ώρες, την είχα ερωτευτεί, είχαμε κάνει σεξ. Και ήταν επαγγελματίας.
Απ’ τα ηχεία ακούγονταν τα έγχρωμα κορίτσια να λένε: Του τουρού τουρού τουρου τουρου του…
Κι ο Lou Reed είπε: «Hey honey, take a walk on the wild side.»
Κοιτούσα τη Μόλλυ στα μάτια, έτοιμος να σκύψω μπροστά. Εκείνη γύρισε στην πόρτα. Γούρλωσε και στράφηκε πάλι σε μένα.
«Καλύτερα να φύγεις», είπε κοιτώντας τον τοίχο.
«Κάποιος απ’ τους δύο μας πρέπει να φύγει», είπα γελώντας. Η επιθανάτια φράση του Όσκαρ Ουάιλντ.
«Όχι. ΠΡΕΠΕΙ να φύγεις.»
Γύρισα να δω. Είχε μπει ένας κύκλωπας. Ήταν πιο ψηλός από μένα, πολύ πιο γυμνασμένος και σίγουρα πιο μεθυσμένος. Το ένα μάτι το είχε πρησμένο, μάλλον από καυγά. Ένας ξανθός αμερικάνος στρατιώτης, απόγονος Βίκινγκ.
Ήρθε ευθεία προς τη Μόλλυ, φωνάζοντας: «Sweet Dulcie, sweet Dulcie!»
Έπεσε πάνω της, μ’ έσπρωξε πίσω. Θα έπεφτα αν δε με κρατούσε η Μαρία. Μου έκανε νόημα να προσέχω. Δεν είχα σκοπό να κάνω κάτι άλλο.
Ο κύκλωπας άφησε τη Μόλλυ και χτύπησε το χέρι του στην μπάρα. Ζήτησε ένα μπουκάλι ρούμι, αμερικάνικο, όχι κομμουνιστικές αηδίες. Είχε πληρωθεί κι ο Θεός αγαπάει την Αμερική.
Του άφησε ένα κλειστό Μπακάρντι, ποτήρια, πάγο και κόκα κόλα. Του ζήτησε ένα ποσό που αντιστοιχούσε στον κατώτερο μηνιαίο στην Ελλάδα. Εκείνος άφησε μια χούφτα φρέσκα δολάρια στην μπάρα. Άνοιξε το μπουκάλι και το μύρισε. Μετά σέρβιρε τον εαυτό του και τη Μόλλυ. Τα ήπιαν μονορούφι. Ο κύκλωπας ξαναγέμισε. Ήπιαν πάλι μονορούφι.
Έπεσε πάνω της και γέλασε. Ξεκίνησε να της μιλάει. Δεν άκουγαν τι έλεγαν, ούτε ήθελα. Η Μόλλυ έμοιαζε να συμμετέχει στην πανηγυρική ατμόσφαιρα. Το διασκέδαζε. Έπαιζε θέατρο. Δεν ήξερα. Δεν ήθελα να μάθω. Δεν μπορούσα να κάνω τίποτα.
Πήγα στην τουαλέτα, έχοντας στο νου ότι θα φύγω μόλις βγω. Μόνο την κιθάρα είχα μαζί. Τα πράγματα μου ήταν στο ξενοδοχείο.
~~~~
Έκατσα πολύ ώρα στην τουαλέτα. Να κοιτιέμαι στον καθρέφτη. Αναρωτιόμουν ποιος ήμουν. Το πρόσωπο μου δεν έμοιαζε με αυτό που ήξερα. Αλλά δεν ήμουν και τίποτα σπουδαίο. Ένας δειλός.
Έκατσα πολύ ώρα στην τουαλέτα. Γιατί αν έβγαινα ήξερα ότι θα έβλεπα αυτό που θα έβλεπα και θα έπρεπε να φύγω με την ουρά στα σκέλια.
Έκατσα πολύ ώρα στην τουαλέτα. Η κοπέλα με το μήλο του Αδάμ μπήκε και κατούρησε όρθια. Στάθηκε να πλύνει τα χέρια της. Ήταν όμορφη.
«Είναι δύσκολο», μου είπε. «Δεν μπορείς να μείνεις. Πίστεψε με.»
Βγήκε και μ’ άφησε να κοιτιέμαι στον καθρέφτη.
~~~~~
Βγήκα έτοιμος να πάρω την κιθάρα και να φύγω. Είδα τον κύκλωπα να έχει πέσει πάνω στη Μόλλυ. Εκείνη προσπαθούσε να τον απομακρύνει. Δεν μπορούσε.
Η μπαργούμαν του είπε να ηρεμήσει. Εκείνος την κοίταξε και της έδωσε μια σπρωξιά που την έστειλε πίσω, στο ψυγείο με τ’ αναψυκτικά και τους χυμούς.
Ο γέρος που καθόταν στα δεξιά πήγε να σηκωθεί. Ο κύκλωπας μόνο τον κοίταξε, μ’ ένα μάτι. Ο γέρος έκατσε πάλι.
Και τότε μπήκα στη μέση εγώ. Δεν είμαι ήρωας, το ξανάπα. Ένας βλάκας είμαι. Αλλά μπήκα στη μέση. Γιατί; Γιατί είχα βαρεθεί.
«Άσε τη Μόλλυ», του είπα.
Ο κύκλωπας στάθηκε όρθιος να με δει. Ήταν σαν ανεμόμυλος ψηλός. Και δεν είχα ένα Ροσινάντε να τρέξω, ένα Σάντσο Πάντσα να μου δώσει θάρρος. Μόνο τη Δουλτσινέα.
«Ποιος είσαι ‘συ;» έκανε εκείνος.
Κόλλησα. Συνήθως στις ταινίες και στα βιβλία οι ήρωες βρίσκουν την τέλεια ατάκα. Εγώ δεν την είχα. Γιατί δεν ήξερα ποιος ήμουν. Κοίταξα το πρόσωπο του σαν να μην το έβλεπα. Ποιος είμαι; Μακάρι να ήξερα. Προσπαθούσα να βρω τον εαυτό μου ή να τον επινοήσω;
«Είμαι ο Κανένας», του είπα.
Ο κύκλωπας δεν νοιάστηκε για τις ομηρικές μου μεταφορές. Γύρισε πάλι προς τη Μόλλυ, που μου έκανε νόημα να φύγω. Με χέρια και με μάτια.
Πήγα και στάθηκα πίσω του. Τον σκούντηξα στον ώμο. Χρειάστηκε να το επαναλάβω για να καταλάβει ότι ήμουν εκεί.
«Τι σκατά θες;» είπε εκείνος.
«Είναι το κορίτσι μου», του είπα δείχνοντας τη Μόλλυ.
Ο κύκλωπας ήταν πολύ μεθυσμένος κι ακόμα περισσότερο αργόστροφος. Προσπάθησε να καταλάβει τι του είπα.
«Αυτή… Είναι… Το κορίτσι μου», του είπα πιο δυνατά.
«Το κορίτσι σου; Το κορίτσι σου είναι πουτάνα.»
Τσαντίστηκα. Δεν μπορείς να λες το κορίτσι του άλλου πουτάνα. Ακόμα κι αν βγάζει κάποια χρήματα με όχι και τόσο νόμιμους τρόπους. Δεν μπορείς.
Είδα το πρόσωπο της Μόλλυ, τις φακίδες της να γίνονται πιο κόκκινες, την είδα να ζαρώνει. Σταμάτησα να σκέφτομαι. Θόλωσα.
Είχα την κιθάρα πίσω μου. Γύρισα, την έπιασα με τα δύο χέρια κι έκανα μια στροφή εκατόν ογδόντα μοιρών κραδαίνοντας την σαν σφύρα. Βρήκα τον Βίκινγκ στο κρανίο. Ακούστηκε ένα μελωδικό χτύπημα. Ήταν βαρύ ξύλο, μασίφ. Ο κύκλωπας έπεσε στο μπαρ. Νοκ ντάουν.
Όλοι έμειναν να κοιτούν με μάτια νυκτόβιου ζώου. Η Μόλλυ, η μπαργούμαν, η Σερενγκέτι, η κοπέλα με το μήλο του Αδάμ, ο γέρος, ακόμα κι εγώ κοιτούσα έτσι.
Δεν πίστευα πως είχα κάνει αυτό που είχα κάνει. Αλλά δεν θα το απαρνιόμουν ποτέ. Το είχα ευχαριστηθεί. Η ψυχή μου είχε φτάσει ως τ’ αυτιά και ξεχείλιζε.
Μέχρι που τον είδα να κουνιέται. Μάλλον είχε φάει δυνατότερα χτυπήματα στην καριέρα του ως μποξέρ.
Η Μόλλυ πήδηξε απ’ το σκαμπό σαν να ξεπάγωσε ξαφνικά. Μ’ έπιασε απ’ το χέρι.
«Πάμε!» είπε και με τράβηξε.
Πήρα την κιθάρα κι ακολούθησα. Ο κύκλωπας συνερχόταν πολύ γρήγορα.
Ήμασταν στην πόρτα. Τον άκουσα πίσω να ουρλιάζει. Όχι σαν λύκος. Ούτε σαν αρκούδα. Ποιο είναι εκείνο το θηρίο που σε σκοτώνει αργά και βασανιστικά, σπάζοντας σου κάθε κόκκαλο; Έτσι ούρλιαξε.
~~~~~~~~~~{10}~~~~~~~~~~
Βγήκαμε έξω κι αρχίσαμε να τρέχουμε. Ήταν πολύ αργά κι έμοιαζε να ‘χει βρέξει. Οι πέτρες γλιστρούσαν απ’ την υγρασία. Δεν κυκλοφορούσαν πολλοί άνθρωποι, ήμασταν μόνο εμείς με την ηχώ των βημάτων μας.
Η Μόλλυ με κρατούσε απ’ το χέρι στην αρχή, μετά με άφησε.
«Σ’ ευχαριστώ, σ’ ευχαριστώ», έλεγα από μέσα μου ξανά και ξανά.
Ευγνωμοσύνη. Η ζωή μου δεν ήταν σαν ταινία του Αγγελόπουλου, κανείς δεν θα κοιμόταν στο πρώτο διάλειμμα. Γέλασα, και μετά κατάλαβα ότι ήμουν ο μόνος που γελούσε.
Η Μόλλυ σταμάτησε να τρέχει. Σταθήκαμε στην είσοδο από ένα γιαπί. Τούβλα και ξύλα τριγύρω. Έλεγξε τον χώρο, ησυχία. Μετά κοίταξε το χαμογελαστό πρόσωπο του ήρωα.
«Τι κάνεις;» μου είπε.
«Νιώθω ευγνωμοσύνη. Υπάρχει μια κρυφή αρμονία που…»
«Τι σκατά λες;»
«Εσύ τι λες;»
Άρχισε να πηγαίνει πέρα δώθε, χτυπώντας τα πόδια της κάτω πιο δυνατά απ’ όσο χρειαζόταν για να μένει όρθια. Έσκυψε και μάζεψε ένα καδρόνι. Έμοιαζε λίγο με το ραβδί του καμόγκι. Ήρθε καταπάνω μου με άγριες διαθέσεις.
«Ήθελα να σε προστατέψω», της είπα.
«Μοιάζω να χρειάζομαι προστασία; Τι είμαι; Η δεσποσύνη σε κίνδυνο; Κι εσύ; Ο ιππότης με το σπαθί στον ώμο; Γαμώτο, τι σκατά σκέφτεσαι;»
«Δεν το σκέφτηκα», της είπα, καταλαβαίνοντας ότι δεν θα γελούσαμε άλλο εκείνο το βράδυ. Ίσως και ποτέ. «Απλώς το ‘κανα.»
«Εγώ το σκέφτομαι όμως. Μου διέλυσες τη δουλειά. Τι θα πω στον Νίκο; Ήρθε ο νταβατζής μου να δείρει τους πελάτες;»
Κατάλαβα ότι ο Νίκος ήταν ο ιδιοκτήτης του Σκορπιού και σίγουρα δεν θα ήταν πολύ χαρούμενος.
«Πες ότι σου επιτέθηκε η αρκούδα.»
«Σιγά το νέο. Πρώτη φορά είναι; Τι νομίζεις ότι κάνω εκεί μέσα; Δεν τους διαβάζω ιστορίες του Τόλκιν. Είμαι νοσοκόμα, ψυχολόγος και φίλη και γκόμενα. Είναι δύσκολη δουλειά και μόνο μια γυναίκα μπορεί να την κάνει.»
«Δεν ξέρω», της είπα.
«Τι δεν ξέρεις;»
«Τίποτα δεν ξέρω.»
«Γάμα το Σωκράτη», είπε η Μόλλυ. Ήταν διαβασμένο κορίτσι.
Είχα αποτύχει. Αλλά μπορούσα να κερδίσω πάλι. Ετοιμαζόμουν να της κάνω μια καινούρια πρόταση όταν ακούσαμε ποδοβολητά να πλησιάζουν. Πριν προλάβουμε να φύγουμε, να κινηθούμε, τους είδαμε –και μας είδαν.
~~
Ήταν εννιά πεζοναύτες νταβραντισμένοι. Πρώτος στο τρίγωνο στεκόταν ο κύκλωπας Βίκινγκ που είχα βαρέσει στο κεφάλι. Οι άλλοι ήταν μαύροι, άσπροι, κίτρινοι, σαν διαφήμιση της Benetton. Ποικιλομορφία με ένα κοινό: Ήθελαν να με δείρουν. Ήθελαν να με δείρουν άγρια. Και κάτι μου έλεγε ότι θα έχανα πολύ περισσότερα από ένα δάχτυλο. Μάλλον τη σπλήνα μου, κάνα νεφρό, τέτοια πράγματα.
Είχαν σταματήσει να τρέχουν. Πλησίασαν σαν ύαινες. Κάποιοι σήκωσαν ξύλα από κάτω. Σίδερα και τούβλα. Μπορεί να έχανα περισσότερα κι από νεφρό.
«Ντούλτσι, φύγε», είπε ο κύκλωπας και της έκανε νόημα.
«Έλα τώρα, Μπιόρν. Πάμε στο μαγαζί να πιούμε, κερνάω εγώ», είπε εκείνη ναζιάρικα.
«Μόλις του σπάσουμε τα κόκαλα.»
Ζύγιασα την κιθάρα στο πλάι. Δεν ήταν ταινία, το ήξερα. Θα έπαιρνα όσους μπορούσα μαζί μου. Περίμενα τη Μόλλυ να βγει απ’ τη μέση.
Εκείνη στάθηκε μπροστά μου και πάτησε τα πόδια της κάτω.
«Είμαι απ’ το Κορκ», είπε δυνατά. «Ο Μάικλ Κόλλινς ποτέ δεν έφυγε.»
«Κάνε στην άκρη, τζίντζερ, και δως μας το μικρό.»
Η Μόλλυ απ’ το Κορκ, η Δουλτσινέα της Κρήτης, η Άνν Μπόνι της Μεσογείου δεν έκανε πέρα, ούτε άφησε να με πάρουν.
Σήκωσε το ραβδί του καμόγκι και είπε:
«If you want him, come and claim him.»
Εκείνοι γέλασαν και προχώρησαν. Πήγα δίπλα της κι έβγαλα την Καλαμαζού απ’ τη θήκη.
Η συνέχεια