Τουβαλού (7. Ψύχωση 00:48)

1
1067

Αυτή η εικόνα δεν έχει ιδιότητα alt. Το όνομα του αρχείου είναι 373188-1024x718.jpg(Σ.τ.Σ
Το κείμενο είναι μυθοπλασία.

Οποιαδήποτε ομοιότητα με πρόσωπα και καταστάσεις δεν είναι συμπτωματική, αφού ο συγγραφέας ζει μέσα στον αληθινό κόσμο κι όχι σε κάποιον απομονωμένο ελεφάντινο πύργο -στα Χάιλαντς της Σκωτίας θα προτιμούσα.

Όμως ο κόσμος που αναφέρεται στο μυθιστόρημα είναι αποκύημα φαντασίας, όπως και οι ήρωες, όπως και οι καταστάσεις.

ΥΓ: Κανένας ΔΑΠίτης δεν βασανίστηκε κατά τη διάρκεια της συγγραφής.)

Το πρώτο μέρος εδώ https://sanejoker.info/2020/12/tuvalu.html

Το προηγούμενο μέρος εδώ https://sanejoker.info/2021/02/tuvalu6.html

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

«Δε σου χρειάζεται φίλος. Γιατρός σου χρειάζεται. (Μεγάλη σιωπή).»
Σάρα Κέιν, Ψύχωση 4:48

“Το να είσαι φυσιολογικός είναι ένας πλακόστρωτος δρόμος. Είναι άνετος στο περπάτημα, αλλά δεν φυτρώνουν λουλούδια επάνω του.”
Βίνσεντ Βαν Γκογκ

“Και να σου χαρίζω ηλιοτρόπια, και να χαζεύω τις φωτογραφίες σου, και ν’ ακούω τη φωνή σου στο αυτί μου.”
Σάρα Κέιν, Λαχταρώ

~~{2}~~

«Δεν το πιστεύω», είπε η Ρίτα κι έκανε ένα βήμα πίσω να με κοιτάξει. «Άλλαξες. Ομόρφυνες.»
«Εσύ δεν άλλαξες», της είπα.

O δαπίτης ήρθε κοντά.
«Ρίτα, τι λέει;»
Ακόμα και η φωνή του ήταν εκνευριστική.

Ήμουν σίγουρος, φαινόταν, το έβλεπα, ότι δεν του είχε λείψει ποτέ τίποτα στη ζωή του. Αγόραζε όσα παπούτσια ήθελε, πάντα μάρκας. Ταξίδια στο εξωτερικό για μπάνια και για σκι από παιδί. Ιδιωτικό σχολείο και πανεπιστήμιο στο εξωτερικό. Όταν θα τέλειωνε ο μπαμπάς θα τον έβαζε σε καλό πόστο. Μπορεί να γινόταν και βουλευτής, υπουργός κάποτε.

Νέος με μέλλον εκ γενετής. Τον μισούσα. Δεν ήταν αντίζηλος μόνο, ήταν ταξικός εχθρός. Έπρεπε να τον καρατομήσω.

«Μπίλη, από δω ο Κυριάκος. Είναι…»
«Είμαι ο μνηστήρας της», είπε εκείνος. Και το είχε πει σοβαρά.

Ήθελα να ξεκινήσω να γελάω. Είμαι ο μνηστήρας της; Ποιος μιλάει έτσι; Πήρα βαθιά ανάσα και κράτησα την ψυχραιμία μου. Του έδωσα το χέρι.

«Χάρηκα που σε γνώρισα, Κυριάκο.»
Τον κοίταξα ίσια στα μάτια, ενώ σκεφτόμουν βασανιστήρια που μπορούσα να του κάνω –κυρίως για να μην με πιάσουν τα γέλια. Αλλά σκέφτηκα και δυο-τρία ευφάνταστα μαρτύρια.

«Κι εγώ», είπε ο Κυριάκος κι έκανε να πάρει το χέρι του.
Δεν τον άφησα. Το τράβηξε παραπάνω. Κατάλαβε.

«Μπίλη», είπε η Ρίτα και μ’ άγγιξε στον ώμο.
«Παρακαλώ.»
Άφησα τον Κυριάκο.

«Εσύ πώς βρέθηκες εδώ; Νόμιζα ότι θα πήγαινες στη Γαύδο. Φρι κάμπινγκ κι έτσι. Αλλά το λουκ δεν ταιριάζει.» Έδειξε τα ρούχα μου.
«Αποφάσισα ν’ αλλάξω», της είπα.
«Τόσο απλά;»
«Δεν ήταν απλό, ούτε χωρίς θυσίες.»
(Μόνο που δεν θυσιάστηκα εγώ.)
«Και; Είσαι με κάποιον; Κάποια;»
«Όχι, μόνος μου είμαι.»

Αυτό το έλεγα στ’ αλήθεια. Ήμουν μόνος, η Έλσα είχε σβήσει απ’ το μυαλό μου, αμέσως μόλις είδα τη Ρίτα.

Ο Κυριάκος κοίταξε το Tag Heuer.
«Μήπως να πηγαίνουμε εμείς;» είπε στη Ρίτα.
«Ναι, αλλά περίμενε. Θα μείνεις καιρό, Μπίλη;»
«Αύριο πετάω για Λονδίνο», της είπα.
«Λονδίινο; Α, γι’ αυτό το ντύσιμο.»

Ο Κυριάκος φάνηκε να χαίρεται με την πληροφορία. Θα του άδειαζα τη γωνιά.

«Θες να βρεθούμε το βράδυ;» είπε η Ρίτα. «Όλοι μαζί. Ε, Κυριάκο; Σε πειράζει;»

Τον πείραζε, αλλά μουρμούρισε κάτι του στυλ όχι, όχι, μμ, ναι, γιατί, χμ, ναι, όχι, εε.

«Στο Τιθόορα», είπε η Ρίτα. «Ροκ μπαρ είναι, απ’ αυτά που σ’ αρέσουν. Αν σ’ αρέσουν τώρα», πρόσθεσε κι έδειξε τα ρούχα μου.
«Μετά τις δώδεκα όμως», είπα. Έπρεπε να προλάβω να ετοιμάσω σχέδιο.
«Η Σταχτοπούτα είσαι;» μου είπε ο Κυριάκος.
«Όχι, βρικόλακας.»

Καινούρια αναμέτρηση. Εκείνος έκανε χιούμορ δαπίτικο. Εγώ δεν αστειευόμουν καθόλου. Γύρισε να δει πάλι τους δείκτες του ακριβού του ρολογιού.

«Νομίζω ότι για να προλάβουμε να…»
Δεν τον άφησε να ολοκληρώσει, του είπε ότι φεύγανε. Εκείνος το βούλωσε.

«Θα τα πούμε το βράδυ, λοιπόν», έκανε η Ρίτα κι έσκυψε να με φιλήσει. «Θα είναι ωραία.»
«Σίγουρα.»

Τους ακολούθησα με το βλέμμα, σαν να ήταν πανί που ξεμακραίνει στο πέλαγος. Χάθηκαν στα καλντερίμια.
Γύρισα και μπήκα στο πρώτο μαγαζί. Έκανα μόνο μια ερώτηση: «Πού είναι το αστυνομικό τμήμα;»

~~

Οι δύο Πακιστανοί Χιτάνος είχαν γίνει Ισπανοί τουρίστες που τρώγανε γρανίτα, στο σιντριβάνι απέναντι απ’ την αστυνομία. Ρούχα, σανδάλια, καπέλο, γυαλιά, σακίδιο και –φυσικά- ένας ανοιχτός χάρτης της Σαντορίνης.

Με χαιρέτησαν από μακριά, την ώρα που περνούσε ένας μπάτσος. Ούτε που γύρισε να τους κοιτάξει, ήταν δύο ακόμα απ’ τους εκατομμύρια ενοχλητικούς τουρίστες.

Έκατσα δίπλα και τους πρότεινα τσιγάρο. Ο Στεφ πήρε και τ’ άναψε. Ο Εμ-Τζέι το έβαλε στο τσεπάκι.

«Δεν ήταν τράπεζα, έτσι», είπε ο Στεφ. «Είδαμε ότι βρήκες και κορίτσι. Μαζί πάνε;»
«Θέλετε να βγάλετε λεφτά;» Δεν είχα διάθεση να μιλάω για την Έλσα.
«Δεν έχουμε όργανα.»
«Εννοώ πολλά λεφτά.» Έκανα μια γρήγορη μετατροπή από δραχμές σε δολάρια. «Πενήντα χιλιάδες δολάρια.»

Γουρλώσανε τα μάτια. Δεν ήξεραν πως είχα τα δεκαπλάσια. Ο Εμ-Τζέι είπε κάτι με τα χέρια του.

«Λέει ότι δεν είναι για καλό σκοπό τόσα λεφτά», μετάφρασε ο Στεφ.
«Όχι, δεν είναι για να σώσετε τα γαϊδουράκια της Σαντορίνης.»
«Τι θες; Να σκοτώσουμε κανέναν;»
Αυτό το είπε για αστείο.

Το ειρωνικό ήταν ότι μιλούσαμε για εκτέλεση ακριβώς έξω απ’ το αστυνομικό τμήμα. Όμως εκείνη ήταν όλη η ομορφιά του σημείου συνάντησης.

«Δεν είμαι βέβαιος γι’ αυτό», του είπα. «Δεν το έχω σκεφτεί ακόμα. Νομίζω ότι θα ήταν καλύτερο να του κάνουμε μια μόνιμη βλάβη. Αλλά να ζήσει. Για να υποφέρει.»
«Δεν είμαστε μπράβοι», είπε ο Στεφ.
«Εντάξει. Αντίο και βάμος α λα πλάγια.»

Σηκώθηκα να φύγω. Ο Εμ –Τζέι πετάχτηκε και μ’ έπιασε. Δεν με συμπαθούσε καθόλου, το ήξερα. Αλλά δεν τους έλεγα να το κάνουν από αγάπη ή συμπάθεια. Θα πληρώνονταν καλά για να με βοηθήσουν να ξεφορτωθώ έναν άγνωστο.

Με τράβηξε πίσω. Μίλησε έντονα, χωρίς να μιλάει, στον Στεφ. Εκείνος δεν ήθελε ν’ ακούει, κοιτούσε αλλού, να μη βλέπει τα χέρια του, το πρόσωπο του. Ο Εμ –Τζέι τον τραβούσε να τον δει, του έλεγε. Ο μπάτσος πέρασε πάλι, αυτή τη φορά τον πρόσεξε. Όχι ως ύποπτο, αλλά μπορεί να τον θυμόταν. Ο Στεφ φάνηκε να υποχωρεί.

«Πώς ξέρουμε ότι θα μας δώσεις τα λεφτά;» μου είπε.

~~~

Του είπα να περιμένει ένα λεπτό. Πήγα στο περίπτερο, πήρα ένα φάκελο. Μπήκα στο διπλανό καφέ και ζήτησα τρεις μπύρες για έξω. Μέχρι να της ετοιμάσει πήγα στην τουαλέτα. Έβαλα τα λεφτά στο φάκελο.

Γύρισα στο σιντριβάνι. Τσουγκρίσαμε.

«Τα μισά;» είπε δείχνοντας το φάκελο.
«Όλα.»
«Και πού ξέρεις ότι δεν θα τα πάρουμε να φύγουμε;»
«Θα μου ορκιστείς στο θεό σου.»

Ο Στεφ πετάχτηκε πάνω. Δεν μπορούσε να κάνει κάτι τέτοιο. Δεν επιτρεπόταν ν’ αναφέρει το όνομα του θεού του επί ματαίω. Και σίγουρα δεν μπορούσε ορκιστεί και να πάρει χρήματα για να σακατέψει κάποιον.

«Αυτόν που θες να… Τι έχει κάνει;»
«Τίποτα.»

Ήθελε ν’ ακούσει ότι είναι εγκληματίας, παιδεραστής, νεοναζί, νταβατζής, κάτι που να δικαιολογεί στο ηθικό του σύστημα την πράξη.

«Τίποτα. Αν είχε κάνει κάτι θα πήγαινα στην αστυνομία.»
«Τότε γιατί;»
«Προσωπικοί λόγοι για μένα. Πενήντα χιλιάρικα για σας.»

Ο Στεφ πάλεψε πολύ μ’ αυτό. Τελικά νίκησε ο Θεός του, ο Εσταυρωμένος.

«Όχι, δεν μπορώ», είπε κι έκανε νόημα στον Εμ-Τζέι να φύγουνε μακριά απ’ τον πειρασμό.
«Θα σας δώσω άλλα τόσα. Μετά.»
«Όχι, δεν…»

Ο Εμ-Τζέι τον κράτησε. Του έδειξε τα σακίδια τους, δεν τους είχε μείνει τίποτα πέρα απ’ αυτά που κουβαλούσαν. Και γύρω άνθρωποι που καλοπερνούσαν ξοδεύοντας.

Ο Εμ-Τζέι μπορούσε να καταλάβει τι σημαίνει να έχουν οι άλλοι κι εσύ να μην έχεις. Όχι μόνο χρήμα. Πάλευε όλη του τη ζωή με τη μοίρα. Να έχει τόσο ταλέντο στη μουσική και στο χορό, αλλά να τον έχει καταδικάσει ο Θεός να είναι κουφός. Ας τον έκανε ζωγράφο!

Η στέρηση οδηγεί τους ανθρώπους σε πράξεις που δεν θα έκαναν αλλιώς. Η μεγαλύτερη βία είναι η φτώχεια. Οπότε οι φτωχοί έχουν δικαίωμα να την ανταποδίδουν, να γίνονται βίαιοι πού και πού.

Κι ο Εμ-Τζει, που είχε στερηθεί περισσότερα, ζητούσε ένα δικαίωμα στη ζωή. Μόνο μια φορά θα το έκανε. Για να πάει να συναντήσει τον Μάικλ Τζάκσον, κι ας καιγόταν στην Κόλαση μετά.

Μίλησε στον Στεφ αρκετή ώρα. Κάθε τόσο χτυπούσε το στήθος του μ’ ανοικτή παλάμη. Δεν ήξερα τι σήμαινε, αλλά νομίζω ότι κατάλαβα. Έλεγε: «Κι εγώ; Γιατί να μη ζήσω αυτό που θέλω κι εγώ;»

Τελικά έπεισε τον Στεφ, που έκατσε πάλι και με ρώτησε τι ήθελα να κάνουν. Του έδωσα το φάκελο και του ζήτησα να ορκιστεί. Ο Στεφ έκανε το σταυρό του.

Μόλις είχα ρίξει άλλη μια ψυχή στην Κόλαση. Τους εξήγησα το σχέδιο σε γενικές γραμμές και δώσαμε ραντεβού αργότερα για τις λεπτομέρειες.

~~~~

Γύρισα στο ξενοδοχείο σφυρίζοντας το Singin’ in the rain. Δεν έβρεχε, αλλά σίγουρα ήμουν ευτυχισμένος. Δεν μπήκα στο ασανσέρ. Το δωμάτιο μας ήταν ψηλά. Βλέπαμε ολόκληρη την καλντέρα από κει πάνω, να καπνίζει και να υπόσχεται μια νέα Ατλαντίδα.

Ανέβηκα τους ορόφους πετώντας. Όλα πήγαιναν καλά, καλύτερα απ’ όσο περίμενα. Είχε εμφανιστεί Εκείνη. Και της άρεσα, το είδα. Έπρεπε μόνο να βγάλω τον μνηστήρα απ’ τη μέση.

Στον όροφο κάτω απ’ τον δικό μας σταμάτησα. Κάτι υπήρχε στο διάδρομο. Πρώτα ήταν η μυρωδιά: Θειάφι και λουλούδια. Σαν να περπατούσες στους ασφοδελούς λειμώνες.

Η παχιά μοκέτα έσβηνε τον ήχο απ’ τα πόδια μου. Ακολούθησα τη μουσική, με πήγαινε προς μια πόρτα. Έβαλα το αυτί μου ν’ ακούσω. Την ήξερα τη μουσική.

Tubular bells, από τον Mike Olfield. Είχα βρει αυτό το βινύλιο μεταχειρισμένο. Το είχα πάρει γιατί μου είχε κάνει εντύπωση το ταλέντο του Ολντφιλντ. Ήταν κάτι σαν τον Ζωρζ Σαντ. Δεκαεννιά χρονών έφτιαξε το πρώτο του άλμπουμ. Τι όργανα έπαιξε σ’ αυτό; Τα πάντα. Πάνω από είκοσι διαφορετικά όργανα. Άλλος ένας θεϊκός.

«Ψάχνετε κάτι;» με πέταξε η φωνή της καθαρίστριας πίσω μου.
«Όλντφιλτ», της είπα και συνέχισα ν’ ανεβαίνω, ενώ οι σωλήνες συνέχιζαν ν’ ακούγονται σαν καμπάνες .

~~~~~

Μπήκα στο δωμάτιο και είδα την Έλσα πλάτη, καθισμένη σε μια καρέκλα. Κρατούσε την Καλαμαζού, ανάποδα, ήταν αριστερόχειρας.

«Τι κάνεις;» της είπα αυστηρά και πλησίασα.

Γύρισε να με δει, και για λίγο κόλλησα. Είχε ντυθεί κι είχε βαφτεί. Πάλι όλα μαύρα, αλλά κάπως πιο προσεγμένα, όχι τελείως εφηβικό. Με την κιθάρα στα χέρια, μόλις την κοίταξα, διαισθάνθηκα ότι μπορούσε να γίνει σταρ –ακόμα κι αν τραγουδούσε χειρότερα απ’ τον Μπομπ Ντίλαν. Είχε αυτό το κάτι που κάνει κάποιος ανθρώπους να ξεχωρίζουν. Μπορεί να μην είναι τόσο ταλαντούχοι όσο ο σπυριάρης άγγελος ή ο Μάικ Όλντφιλντ, αλλά έχουν αστέρι.

«Δεν θέλω να πιάνεις την Καλαμαζού», της είπα, όχι και τόσο αυστηρά.
«Γιατί, χαλάει;»
«Δεν είναι για όλους.»

Πήγα στο μίνι-μπαρ. Έβγαλα μερικά μπουκαλάκια της μιας δόσης. Κόστιζε ένα ποτήρι όσο πέντε έξω. Θα τα έπινα όλα.

«Τι θα πιείς;» ρώτησα την Έλσα.
«Βότκα.»
«Το περίμενα. Έχεις κάτι το παγερό.»
«Η βασίλισσα του χιονιού;»

Χτύπησε τις χορδές με τα νύχια. Κι ακούστηκε μελωδικά. Αυτό ήταν παράξενο. Η Καλαμαζού δεν ήταν σαν τις άλλες κιθάρες, διάλεγε με ποιον θα παίξει. Με τον Μπικ έπαιζε φάλτσα –κι ήταν έμπειρος κιθαρίστας. Τον Ζωρζ Σαντ τον είχε τινάξει –δεν ήθελε να την αγγίζει. Αλλά με την Έλσα έπαιξε.

«Πρέπει να κάνεις κάτι», της είπα.
«Με ποιον θα πηδηχτώ;»
«Έναν γελοίο. Δεν χρειάζεται να πηδηχτείς. Μόνο να τον τρελάνεις.»
«Τι θα κερδίσω;»

Δεν ρωτούσε γιατί να το κάνω, ποιος είναι αυτός. Δεν είχε κανέναν κανόνα. Πέρα απ’ το κέρδος. Ήταν καλή μαθήτρια.

«Έχεις τα πάντα», της είπα και της έδειξα το δωμάτιο μας.
Πήγα κι άνοιξα τις κουρτίνες να φανεί η θέα.
«Εγώ δεν έχω, εσύ έχεις.»
«Δηλαδή;»
«Δηλαδή θέλω το κλειδί της θυρίδας.»

Της πήγα τη βότκα.

«Ή την Καλαμαζού», είπε η Έλσα.
«Αυτό ξέχνα το!»

Άναψα τσιγάρο. Το είχα καταλάβει απ’ την αρχή. Δεν ήταν εύκολη στο χειρισμό.

«Η Καλαμαζού είναι δικό μου βάρος. Τα λεφτά έτσι κι αλλιώς μαζί τα ξοδεύουμε.»
«Ναι, αλλά εσύ έχεις τον έλεγχο. Δως μου το κλειδί και θα τα ξοδεύουμε μαζί και πάλι.»

Βάρεσε πάλι τις χορδές. Ακούστηκε ένα διαυγές Μι μεγάλης εβδόμης. Κοίταξα το δεξί της χέρι, αυτό που πιάνει τα ακόρντα. Όταν κάποιος είναι αριστερόχειρας παίζει την κιθάρα με το μπράτσο στα δεξιά του. Πρέπει ν’ αλλάξει τις χορδές, γιατί έχει κάτω τις χοντρές, είναι ανάποδα. Έτσι τις είχε κι η Έλσα. Οι μόνοι που μπορούσαν να παίξουν ανάποδα ήταν εκείνοι οι παλιοί της μπλουζ, εκείνοι που κάνανε συμφωνίες με το διάβολο.

«Αν με βοηθήσεις θα σου δώσω τα μισά.»
«Κανονικά όλα θα ‘πρεπε. Του πατέρα μου ήταν.»
«Ναι. Ήταν.»
«Έστω τα μισά. Μόνο να τον τρελάνω;»
«Το δικό σου κομμάτι τελειώνει εκεί. Μετά μπορεί να τον σκοτώσω.»

Της άρεσε. Δεν τρόμαξε, δεν έβαλε τα δάκτυλα για να πει ταραγμένη: «Ω, θεέ μου, όχι!»

«Μήπως θες να τον σκοτώσεις εσύ;» είπα για να τη φρικάρω λιγάκι.

Εκείνη κάρφωσε τα μάτια στον τοίχο απέναντι, ρούφηξε περισσότερο αέρα κι οραματίστηκε τον εαυτό της. Και της άρεσε. Γιατί ξεκίνησε να παίζει μουσική. Ήταν μια ωραία indie μελωδία με ποπ ρυθμό. Θα μπορούσε να φτάσει ψηλά. Κι ήταν μόνο δεκάξι. Είχε έντεκα χρόνια ως το μεταίχμιο των είκοσι εφτά.

Η Καλαμαζού ήταν ένα εργαλείο. Ήθελε να βρίσκεται στα χέρια εκείνου που θα ήταν περισσότερο επιδραστικός. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, στα χέρια εκείνης.

Την άκουγα να παίζει, ενώ συνέχιζε να φαντάζεται τη δολοφονία κάποιου άγνωστου. Το απολάμβανε, ένιωθε τη δύναμη να αναδύεται. Αλλά ακόμα δεν την είχε αντιληφθεί σε όλο της το εύρος και το βάθος. Η Έλσα ίσως να ήταν πιο σατανική από εμένα. Κι όταν καταλάβαινε τι μπορεί να κάνει θα έπαιρνε την Καλαμαζού πάση θυσία –κι αυτή τη φορά θα ήταν η δική μου θυσία.

Έπρεπε να της δώσω τα λεφτά και να την ξεφορτωθώ. Ή να την ξεφορτωθώ χωρίς να της δώσω τα λεφτά.

~~~{3}~~~

Πώς το λέει το τραγούδι; Έρχεται η στιγμή για ν’ αποφασίσεις
με ποιους θα πας και ποιους θ’ αφήσεις.

Το σχέδιο είχε αρχίσει να μπερδεύεται. Υπήρχαν πολλοί εμπλεκόμενοι κι όλοι εκείνοι είχαν διαφορετικές επιθυμίες και κίνητρα.

Όταν μπλέκονται πολλοί, για να συνεχίσεις να είσαι πρωταγωνιστής της ιστορίας σου δεν αρκεί να είσαι αδίστακτος. Πρέπει να καταλάβεις τους άλλους για να τους εξουσιάσεις. Πρέπει να δεις τι επιθυμεί ο καθένας, τι φοβάται, και να τα χρησιμοποιήσεις ως μοχλό για να κάνουν αυτό που εσύ θέλεις.

Δεν χρειάζεται να τους πεις την αλήθεια. Δεν θέλουν την αλήθεια. Πες τους τα πιο ηλίθια ψέματα, τα πιο κραυγαλέα, αλλά θυμίσου: Δως τους αυτό που πιστεύουν για τον εαυτό τους.

Καν’ το σαν τον Χίτλερ. Δύο ψέματα είχε βρει, μόνο δύο.
Είμαστε ανώτεροι απ’ τους άλλους.
Οι άλλοι μας εχθρεύονται επειδή είμαστε ανώτεροι.

Και οι Γερμανοί τον πίστεψαν μέχρι θανάτου. Οπότε, όπως λέει κι ο κανόνας: Αν είναι να κλέψεις, κλέψε απ’ τους καλύτερους.

~~

Όλα αυτά τα σκεφτόμουν καθώς έκανα ντους. Είναι απ’ τ’ αγαπημένα μου μέρη για να σκέφτομαι. Άλλοι προτιμούν το περπάτημα ή να πλένουν τα πιάτα. Σ’ εμένα οι καλύτερες ιδέες μου έρχονται όταν στέκομαι με κλειστά μάτια κάτω απ’ το ζεστό νερό της ντουζιέρας.

Έτσι όταν επέστρεψα στο δωμάτιο ήξερα τι έπρεπε να κάνω, τα είχα όλα στο μυαλό μου.

«Είσαι υπέροχη», της είπα και δεν της έλεγα ψέματα. Ήταν πανέμορφη κι έπαιζε τέλεια με την Καλαμαζού.
«Κι εκείνη;» είπε η Έλσα.
«Ποια;»
«Γιατί θες να σκοτώσεις τον τύπο; Για ‘κείνη.»

Πώς το είχε καταλάβει; Ήταν λες και είχε υποβολέα, κάποιον να της ψιθυρίζει το σενάριο. Αλλά ήμουν ένα βήμα μπροστά της.

«Θέλω να την εκδικηθώ», είπα ψάχνοντας για γάλα. Ήθελα να φτιάξω ένα White Russian.
«Αυτή είναι ο στόχος; Οπότε την αγαπάς.»
«Τη μισώ! Με τσάκισε. Θέλω να της κάνω τα ίδια.»
«Κι αφού σε παράτησε, θες να την παρατήσει ο δικός της.»
«Το ‘χεις.»

Πριν πει τίποτα άλλο της έδειξα πόσο την εμπιστεύομαι. Έβγαλα και της έδωσα το κλειδί της θυρίδας.

«Θέλω μόνο να πάρω κάποια λεφτά.»
«Για τους δικούς σου;»
«Δεν είναι δικοί μου.»
«Ναι, αφού τους αγοράζεις είναι. Εγώ θα το κάνω τζάμπα. Αφού έχω τα λεφτά ήδη.»
«Μόνο για τη χαρά της διαφθοράς;» της είπα.
«Για το παιχνίδι.»
«Μην – Α», είπα ανάποδα το Αμήν.

Με ρώτησε σε τι μαγαζί θα πηγαίναμε. Της είπα ότι αυτό που είχε σημασία ήταν ποιον θα προσπαθούσε να αποπλανήσει.

«Δεν θα προσπαθήσω», είπε η Έλσα θιγμένη. «Θα το κάνω.»
«Εννοώ ότι το μαγαζί είναι ροκάδικο, αλλά ο τύπος είναι τελείως κυριλέ φλώρος.»
«Αυτό σημαίνει ξεκολέ ντύσιμο;»

Ήξερε τι έλεγε. Τον Κυριάκο τον είχε γοητεύσει η Ρίτα, όπως κάθε άντρα, αλλά ήταν δαπίτης. Αυτό που ήθελε ήταν γκόμενα με μίνι φόρεμα και δωδεκάποντη γόβα, στη Μύκονο.

Η Έλσα άφησε την Καλαμαζού στο κρεβάτι και σηκώθηκε.

«Πάω για ψώνια», είπε. «Θα γίνω total bitch.»

Σε όλους αρέσουν οι μεταμφιέσεις. Ειδικά σ’ όσους πορεύονται με το διάβολο. Δεν πήρε το κλειδί της θυρίδας. Της έδωσα όσα λεφτά μου είχαν μείνει στο τσαντάκι μου. Θα μπορούσε ν’ αγοράσει αυτοκίνητο μ’ αυτά. Όχι ακριβό, αλλά καινούριο. Και θα τα ξόδευε για ρούχα. Η ζωή είναι ωραία όταν δεν υπάρχει έλλειψη πλούτου.

~~~

Όταν έφυγε κατέβηκα και βρήκα το διευθυντή του ξενοδοχείου. Του είπα ότι έχασα το κλειδί της θυρίδας. Δεν ήταν πρόβλημα. Άνοιξε τη θυρίδα με το πασπαρτού και μεταφέραμε το περιεχόμενο σε καινούρια.

Πριν την κλείσουμε με άφησε μόνο. Κράτησα αρκετά λεφτά για να κινηθώ. Μου γυάλισε στο μάτι και το χρυσό εικοσαδόλαρο που είχε ο Άνεμος στο χρηματοκιβώτιο του. Το πήρα κι αυτό. Χωρίς λόγο. Το έκρυψα στο παπούτσι μου.

Ο διευθυντής επέστρεψε, κλείδωσε τη θυρίδα και μου έδωσε το καινούριο κλειδί.

~~~~

«Έχετε κάποια σχέση με τον εφοπλιστή Μπ;» με ρώτησε καθώς ανεβαίναμε απ’ το υπόγειο.

Υπήρχε εφοπλιστής με το δικό μου επίθετο; Πόσο βολικό.

«Δεν θέλω να μαθευτεί», του είπα. «Βλέπετε το κορίτσι που έχω μαζί μου δεν είναι ακριβώς…»
«Δεν είναι επίσημη σύντροφος, αυτό δεν είναι παράξενο για την ηλικία σας», είπε ο λιμοκοντόρος χαμογελώντας πονηρά.
«Δεν είναι μόνο αυτό. Είναι ανήλικη.»
«Όου», έκανε ο διευθυντής. «Αυτό δεν το ξέρω, δεν το άκουσα.»
«Απλώς να θυμάστε ότι…»
«Απόλυτη εχεμύθεια, μην ανησυχείτε. Έχετε έρθει μόνος στο Volcano Palace.»

Αυτό ακριβώς ήθελα, να την αποκλείσω απ’ τη θυρίδα. Άφησα το άχρηστο κλειδί στο τραπέζι, να νιώθει ότι έχει τον έλεγχο. Και βγήκα να ψωνίσω. Δεν θα πήγαινα στο Τιθόρα με κουστούμι. Μα το πιο σημαντικό ήταν ότι έπρεπε να ελέγξω τον τόπο, να μελετήσω το πεδίο της μάχης

~~~~~

Το Τιθόρα ήταν υπόσκαφο, χτισμένο στο βράχο. Οι τουαλέτες έξω. Τριγύρω είχε κυρίως εμπορικά μαγαζιά που το βράδυ έκλειναν. Ένα ακόμα μπαράκι. Θα είχε περατζάδα. Είκοσι μέτρα παρακάτω βρήκα το κατάλληλο μέρος.

Ήταν ένα άδειο και μισογκρεμισμένο μαγαζί. Στην είσοδο είχε μια ταμπέλα που έγραφε: «Προσοχή! Κίνδυνος! Θάνατος!» με την απαραίτητη νεκροκεφαλή. Ό,τι ακριβώς χρειαζόμουν.

Η πόρτα ξεκλείδωτη. Μπήκα κι έκανα μια γρήγορη επιθεώρηση του χώρου. Μάλλον είχε συμβεί κάποια καθίζηση ή ήταν κακή κατασκευή. Ο μπροστινός τοίχος του μαγαζιού, αυτός που έβλεπε στη θάλασσα, έλειπε. Είκοσι μέτρα χώριζαν την άκρη του ερείπιου απ’ τον βράχο κάτω. Το ίδιο το μαγαζί είχε μέσα σκουπίδια, σύριγγες, προφυλακτικά, σκασμένα γυαλιά και σκουριασμένες πρόκες.

Κάπου είχα διαβάσει ότι ο σωστός αρχιτέκτονας πάντα χτίζει χρησιμοποιώντας τα υλικά της περιοχής. Σ’ ένα μέρος όλο πέτρα δεν χρησιμοποιείς ξύλο. Αυτό θα έκανα κι εγώ.

Οραματίστηκα τα μαρτύρια που θα περνούσε ο Κυριάκος. Πρώτα καρφιά στις παλάμες και στα πόδια, θα τον κάρφωνα στον τοίχο. Θα έπρεπε να τον χτυπήσουμε αρκετά πριν, για να μην αντιστέκεται.

Μετά θα χρησιμοποιούσα ό,τι υπήρχε. Με το προφυλακτικό θα του βούλωνα το στόμα. Τις σύριγγες θα του τις έχωνα από δω κι από κει. Δύσκολο να του μετέδιδαν κάτι, αλλά θα ήταν ωραίο ψυχολογικό βασανιστήριο.

Και μετά το γυαλί. Ένα απ’ τα καλύτερα υλικά που κατασκεύασε ο άνθρωπος. Η  χρήση του γυαλιού είναι συνώνυμη του πολιτισμού.

Απ’ το γυαλί φτιάχνουμε και τους καθρέφτες. Ο Κυριάκος ήταν ναρκισσιστής, δεν χρειαζόταν να ‘σαι ψυχολόγος για να το καταλάβεις. Οπότε θα ενσωμάτωνα τον καθρέφτη στην ύπαρξη του.

Κομμάτια από γυαλιά χωμένα σ’ όλο του το σώμα. Όχι πολύ βαθιά, για να μην πειράξω ζωτικό όργανο και πάθει κάτι σοβαρό. Απέξω, στο δέρμα. Άλλωστε εκεί είναι οι υποδοχείς του πόνου, δεν αξίζει να πας βαθύτερα.

Κοίταξα να δω πού θα τον σταύρωνα. Υπήρχε μια εσοχή εκεί, πίσω από μια κολώνα, που δεν φαινόταν απ’ το καλντερίμι. Έτσι ώστε να μην μπορούσε να τον δει κάποιος περαστικός. Για φωνές και μουγκρητά δεν είχαμε να φοβόμαστε. Είχε δύο μπαράκια κι εκείνα ανταγωνίζονταν ποιο θα ξεχωρίσει με τη μουσική του, προσπαθώντας να τραβήξει τους τουρίστες.

Οπότε εκεί θα τον σταυρώναμε, αφού θα του δίναμε το πρώτο ξύλο. Και μετά θα άρχιζε η τέχνη.

~~~~~~

Το παν στη ζωή είναι να απολαμβάνεις αυτό που κάνεις. Και να το θεωρείς τέχνη. Αυτό θα έκανα, ένα installation. Νάρκισσος Εσταυρωμένος. Θα μπορούσε να είναι έργο conceptual art του Βαϊόλα ή κάτι προκλητικό του Χιρστ. Εκείνος εξέθετε βαλσαμωμένους καρχαρίες. Θα τον ξεπερνούσα. Θα έκανα μια Πιετά, όπου θα χρησιμοποιούσα αληθινό άνθρωπο. Θα ήταν το αριστούργημα μου στις εικαστικές τέχνες.

Θα τον κάρφωνα στο σχήμα του σταυρού. Και θα ξεκινούσα να χώνω γυαλιά σ’ όλο του το σώμα. Σημείωσα να έχω μαζί μου γάντια εργασίας.

Θα ξεκινούσα απ’ τα σημεία που πονούν λιγότερο. Μόλις θα νόμιζε ότι είχε συνηθίσει τον πόνο θα πήγαινα εκεί που πονάει περισσότερο. Μασχάλες, κάτω απ’ τα νύχια, στο εσωτερικό των μηρών.

Μόλις θα έφτανα σε υψηλά επίπεδα πόνου θα έπιανα τα συμβολικά σημεία. Κομμάτια γυαλιού, μικρά πάντα για να μην πεθάνει, στ’ αρχίδια, στο κεφάλι του πέους, στην κωλοτρυπίδα.

Ήθελα να τον κάνω να υποφέρει τόσο, ώστε αν πέθαινε και πήγαινε στην Κόλαση, πού αλλού θα πάει ένας δαπίτης, να του φαινόταν σαν να βρέθηκε στη Μύκονο. Θα γινόμουν χειρότερος βασανιστής κι από δαίμονα. Άλλωστε είμαι άνθρωπος, έχω φαντασία.

Το χειρότερο θα το κρατούσα για το τέλος: Το πρόσωπο.

Αυτό που αγαπάει περισσότερο ένας ναρκισσιστής, μετά τον πούτσο του, είναι το πρόσωπό του.

Θα του το κουρέλιαζα. Και θα το έβλεπε να συμβαίνει. Σημείωσα να έχω μαζί μου έναν καθρέφτη χειρός, να του δείχνω κάθε τόσο πώς προχωράει το έργο.

Δεν θα του έκοβα ολόκληρα κομμάτια, δεν ήμουν κανένα τέρας. Μόνο θα τον χαράκωνα. Θραύσματα παντού, απ’ το μέτωπο ως το θεληματικό του πηγούνι. Θα ξεκινούσα από κάτω, για να μην τρέξει αίμα στα μάτια, έπρεπε να βλέπει.

Μόνο στο τέλος θα έβαζα στο μέτωπο. Τότε μου ήρθε και μια ακόμα ιδέα, για να ολοκληρώσω το αριστούργημα μου. Στο τέλος θα του έκοβα κομμάτια, λωρίδες απ’ το σκαλπ. Έτσι ώστε να μην ξαναφυτρώσουν μαλλιά εκεί.

Δεν ήθελα να πεθάνει. Μόνο να υποφέρει. Κι όταν θα τελειώναμε θα έπαιρνα την αστυνομία από κάποιο καρτοτηλέφωνο, να πάει να τον μαζέψει.

Ίσως έπρεπε στο τέλος να του κόψω τη γλώσσα. Μέχρι να συνέλθει και να γράψει τι είχε συμβεί, εγώ θα βρισκόμουν με τη Ρίτα στο Τουβαλού.

Ήταν το τέλειο σχέδιο.

~~~~{4}~~~~

Γύρισα στο ξενοδοχείο κι ανέβηκα απ’ τις σκάλες ξανά. Στον αποκάτω όροφο δεν ακούγονταν οι Tubular Bells του Όλντφιλντ. Μύριζε καθαριστικό λεβάντα.

Όταν μπήκα στο δωμάτιο μας ένιωσα κάτι διαφορετικό. Μια παράξενη αίσθηση ότι κάποιος είχε περάσει πριν από εμένα. Είχα ένα déjà vu. Αυτό το είχα ξαναζήσει.

Η Καλαμαζού ήταν πάνω στο κρεβάτι. Η μικρή είχε ξαναπαίξει. Πώς να πήγε; Σίγουρα τέλεια. Στο τραπέζι το κλειδί της θυρίδας δεν είχε μετακινηθεί. Κι όλα ήταν στη θέση τους, όλα κανονικά. Όμως κάτι είχε συμβεί. Ίσως να προλάβαινα να καταλάβω, αν είχα λίγο χρόνο. Δεν είχα. Ακούστηκε καζανάκι και βγήκε απ’ την τουαλέτα η Έλσα.

Λένε ότι η μόνο κοινή παράμετρος ομορφιάς για άντρες και γυναίκες, σε κάθε πολιτισμό και εποχή, είναι η Νεότητα και η Υγεία.

Η Έλσα τα είχε αυτά, μαζί με τρομακτική ευφυΐα, αλλά είχε λάβει ένα ακόμα δώρο. Σαν τον νεαρό Φρανκεστάιν, το Σύγχρονο Προμηθέα της Μαίρη Σέλλεϊ, έτσι κι εγώ είχα δημιουργήσει ένα τέρας που δεν μπορούσα να ελέγξω.

Γιατί νέα, υγιής και έξυπνη ήταν εκ γενετής. Εγώ της είχα εμφυσήσει την κακία, εξαναγκάζοντας ‘την να διαφθαρεί και να διαφθείρει.

Κι αν ήταν πριν μια ελκυστική έφηβη, κι αν είχε γίνει εντυπωσιακή όταν ντύθηκε σαν γυναίκα, πλέον με τις φροντίδες των επαγγελματιών στα μαλλιά και στο μακιγιάζ μαζί με τα ρούχα που φορούσε είχε γίνει το σκοτεινό αντικείμενο του πόθου για κάθε άντρα.

Όχι η γυναίκα που θα αγαπούσε και θα αντιμετώπιζε ως ισότιμη. Ούτε εκείνη που θα ερωτευόταν με πάθος. Αλλά εκείνη που θα τον έκανε να εγκαταλείψει κάθε αξιοπρέπεια. Εκείνη που θα προσκυνούσε ως το τέλος.

Η τριπλή Σεληνοθεά είχε τρία πρόσωπα. Μετά την Παρθένα είχε περάσει στη Βασίλισσα.

~~

«Λοιπόν», είπε η Πασιφάη Έλσα, «πότε θα φύγουμε;»

Της είπα -χωρίς να με νοιάζει ιδιαίτερα. Είχα μαγευτεί.

Φορούσε πάλι μαύρα, αυτό ήταν το χρώμα της. Ήταν ένα λεπτό μεταξωτό φόρεμα, ημιδιαφανές, που έμοιαζε περισσότερο με νεγκλιζέ. Και στα πόδια γόβες, με τακούνι που μπορούσε να σκοτώσει.

Είχε βάψει τα μακριά μαλλιά της κορακίσιο μαύρο, με δυο μωβ τούφες μπροστά, δεξιά κι αριστερά. Smokey eyes αρκετά γκόθικ και τεράστιες βλεφαρίδες. Τα φρύδια της δεν τα είχε βγάλει, αντίθετα τα είχε τονίσει, και μου θύμισε την Μπρουκ Σίλντς, μία απ’ τις εφηβικές ονειρώξεις μου.

Για τα χείλη είχε προτιμήσει το κόκκινο κραγιόν, με κάποιες παράξενες σκιές στις άκρες που έδιναν όγκο. Είναι αλλιώς όταν σε βάφει επαγγελματίας.

Έκατσε στην καρέκλα και είπε: «Και τι θα κάνουμε μέχρι τότε;»

Άνοιξε σιγά τα πόδια και τράβηξε το μετάξι προς τα πάνω. Ήταν σαν να κυλούσα απ’ τα γόνατα της στους μηρούς κι από εκεί ανάμεσα στα πόδια. Δεν φορούσε εσώρουχο, αλλά είχε αλλάξει απ’ την προηγούμενη φορά. Είχε ξυρίσει το εφηβαίο της σε σχήμα. Η άκρη του ανάποδου αστεριού έδειχνε την κλειτορίδα της. Κι είχε κάνει piercing εκεί.

Το τέρας που είχα δημιουργήσει είχε ξεφύγει απ’ τον έλεγχο μου κι ήταν έτοιμο να με καταπιεί.

«Θέλω να με φιλήσεις πρώτα», είπε κι άνοιξε περισσότερο τα πόδια της.

Και ναι, ήμουν έτοιμος να την προσκυνήσω, έτοιμος να παραδοθώ, με είχε σαγηνεύσει, η γοργόνα με είχε πιάσει στο δίχτυ της.

Μ’ έσωσε ένα χτύπημα στην πόρτα.

~~~

Την πρώτη φορά δεν κατάλαβα ότι χτυπούσαν. Νόμιζα ότι ήταν οι φλέβες στα δυο κεφάλια που χτυπούσαν. Και δεν ήθελα να πάρω τα μάτια μου απ’ την ερωτική πεντάλφα. Χτύπησαν και πάλι.

«Θ’ ανοίξεις;» είπε η Έλσα και με επανέφερε.

Ήταν μια κοπέλα απ’ τη ρεσεψιόν.

«Έχω κάτι…» ξεκίνησε να λέει.

Της κόπηκε η φωνή. Από εκεί που καθόταν είχε απέναντι ακριβώς την Έλσα, που συνέχιζε να κάθεται στην καρέκλα με τα πόδια ανοικτά, χωρίς καθόλου να ντρέπεται.

«… για σας», ολοκλήρωσε τη φράση της.
«Ποιος το άφησε;» ρώτησα και πήρα το μικρό φάκελο. Δεν είχε λεφτά, το κατάλαβα απ’ την αρχή.
«Μια κυρία.»
«Δεν είπε όνομα; Τίποτα;»

Δεν απάντησε. Είχε κολλήσει με το μουνί της Έλσας. Της έδωσα φιλοδώρημα και την έσπρωξα για να βγει. Καθώς έκλεινε την πόρτα είπε: «Κι ό,τι άλλο θέλετε…»

Η Έλσα θα σαγήνευε το ίδιο εύκολα άντρες και γυναίκες. Κι όταν γινόταν διάσημη θα τη λάτρευαν όλοι.

~~~~

Άφησα το φάκελο στο τραπέζι. Έβαλα ποτό κι άναψα τσιγάρο. Ο από μηχανής θεός με είχε σώσει απ’ τη σαγήνη της. Έτσι και την προσκυνούσα θα έμενα για πάντα εκεί.

«Δεν θα δεις τι γράφει;» είπε η Έλσα και σταύρωσε τα πόδια της.
Η στιγμή είχε χαθεί, τα μάγια είχαν σπάσει, το κατάλαβε κι εκείνη.

«Εσύ τι λες να γράφει;» της είπα κοιτώντας έξω, το ηφαίστειο.
«Πού να ξέρω;»
«Μάντεψε.»
«Σ’ αγαπώ πολύ. Σε περιμένω κάτω.»

Δεν ήταν άσχημη ιδέα. Ίσως η Ρίτα να είχε ψάξει να με βρει. Θαύματα γίνονται, ακόμα και για τους κολασμένους. Ήθελα να τρέξω να δω, αλλά το έπαιξα άνετος. Πήγα στο σακίδιο μου κι έβγαλα δυο εισιτήρια.

«Αύριο το πρωί πετάμε».
«Για πού;»
«Λονδίνο απευθείας. Μπίζνες κλας.»

Της άρεσε. Την είδα να ανατριχιάζει. Αυτό το παιχνίδι παίζεται από δυο, όπως και το τανγκό. Πλησίασε και πήρε τσιγάρο απ’ το πακέτο μου. Όταν πέρασε δίπλα μου μύρισα το άρωμα της. Μύριζε τόσο επικίνδυνα.

Ήταν κρίμα που θα την άφηνα πίσω, αλλά τα εισιτήρια ήταν μόνο για δύο. Έτσι ήταν κι η ζωή μου, χωρούσε μόνο τη Ρίτα.

«Για να δω», είπε και μου τ’ άρπαξε. «Ερασμία; Δεν θέλω να με λένε έτσι.»
Είχα δηλώσει ψεύτικα ονόματα στο πρακτορείο.
«Εντάξει, θα σε λέω μίστερ Μπλακ.»
«Τι;»
«Άστο.»

Το μόνο δίλημμα που είχα ήταν αν θα έπρεπε να τη σκοτώσω ή απλώς να την αφήσω; Δεν μ’ ένοιαζε από ηθική πλευρά. Όμως αν πέθαινε το κορίτσι που έφυγε μαζί μου απ’ την Νάξο θα ήμουν ξεκάθαρα ο δολοφόνος. Εκτός κι αν την έριχνα στο ηφαίστειο.

Πήγα κι έπιασα το φάκελο. Το άνοιξα αργά. Δεν είχε γράμμα μέσα, είχε κάτι, ένα αντικείμενο. Προσπαθούσα να καταλάβω τι ήταν. Έμοιαζε με μικρό ξύλο ή σαν αποξηραμένο σκατό μικρού σκύλου.

«Τι είναι;» είπε η Έλσα.
«Δεν ξέρω.»

Κοίταξα πάλι μέσα μήπως είχε κάποιο κρυφό μήνυμα. Τίποτα. Έπιασα το αντικείμενο με το αριστερό χέρι και πήγα πιο κοντά στο παράθυρο, για να βλέπω. Κι ίσως πάλι να μην καταλάβαινα, αλλά καθώς το κρατούσα ψηλά παρατήρησα την έλλειψη.

Κρατούσα στο χέρι μου αυτό που κάποτε με βοηθούσε να κρατάω. Ήταν το μικρό δάκτυλο. Εκείνο που είχαν πάρει οι γλάροι της Αμοργού.

~~~~~

Λένε ότι η έμπνευση είναι κάτι σαν πυροτέχνημα ή σαν τον κεραυνό τη νύχτα. Σκάει στο σκοτάδι του μυαλού σου κι άξαφνα όλα φωτίζονται, τα πάντα αποκτούν νόημα, μπορείς να δεις.

Η κυρία που είχε αφήσει το δάκτυλο στη ρεσεψιόν ήταν η Ζόε. Αυτοί έμεναν στον κάτω όροφο, εκεί όπου είχα ακούσει το Tubular Bells. Αυτούς είχα δει στα καλντερίμια. Η Ζόε με τον Χουάν. Και δεν μπορούσα να πιστέψω ότι με είχαν βρει τυχαία.

«Είδες κανέναν όταν γύρισες;» ρώτησα την Έλσα.
«Πού; Εδώ; Όχι. Τι είναι;»
«Το κομμένο μου δάκτυλο. Κάτι περίεργο;»
«Πέρα απ’ το κομμένο σου δάκτυλο;»
«Ναι! Πριν, πριν, όταν μπήκες! Συγκεντρώσου!» Της είχα φωνάξει, αλλά ήταν σημαντικό να θυμηθεί.

«Δεν νομίζω. Η καθαρίστρια το είχε στην εντέλεια.»
«Κάτι που σκέφτηκες μόλις μπήκες μέσα;»
«Όχι, δεν… Όπα, περίμενε.»

Η Έλσα πήγε στην πόρτα. Βγήκε στο διάδρομο και ξαναμπήκε.

«Ναι, υπάρχει κάτι.»
«Τι;»
«Μόλις μπήκα είπα: Με τι καθαρίζουν εδώ; Βρομοκοπάει.»
«Τι μυρωδιά ήταν;»
«Κάτι εμετικό που προσπαθούσαν να το καλύψουν με άρωμα.»
«Κλούβιο αβγό;»
«Δεν ξέρω πώς μυρίζει αυτό. Αλλά ακούγεται πολύ εμετικό.»

Ο Χουάν είχε μπει στο δωμάτιο. Τι να έψαχνε; Αν ήθελε την Καλαμαζού γιατί δεν την πήρε; Δεν μπορούσα να το ρισκάρω. Έβαλα την κιθάρα στη θήκη της. Πήρα κι ό,τι άλλο θα χρειαζόμουν για την επιχείρηση.

«Κατάλαβες πώς θα έρθεις στο Τιθόρα;»
«Δεν θα πάμε μαζί;»
«Έλσα, πρόσεχε! Δεν γνωριζόμαστε. Δεν σε ξέρω, δε με ξέρεις.»
«Ναι, εντάξει, αλλά…»
«Χωρίς αλλά. Όταν λες αλλά ακυρώνεις το νόημα της πρότασης.»

Σήκωσα τη θήκη. Την είχα πάρει απ’ τον Άνεμο. Ήταν βαριά και συμπαγής, όλο ξύλο και μέταλλο.

«Τι τη θες αυτή;»
«Για καλό και για κακό», της είπα κι έφυγα.

Για καλό και για κακό είχα πάρει και τα εισιτήρια, ταυτότητα και τα χαρτιά μου. Ποτέ δεν ξέρεις τι μπορεί να ανατιναχτεί.

~~~~~{5}~~~~~

Το Τιθόρα ήταν γεμάτο. Όταν μπήκα έπαιζε TOOL. Ήταν ψαγμένο μαγαζί, όχι τουριστοπαγίδα δήθεν ροκ, που παίζει το Should I stay απ’ τους Clash και το I was made for loving you απ’ τους KISS.

Λίγο πριν είχα συναντήσει τους Χιτάνος. Τους είχα πάει στο μέρος όπου θα κάναμε τον Νάρκισσος Εσταυρωμένος. Κανονίσαμε τις τελευταίες λεπτομέρειες. Τους είχα αφήσει και την Καλαμαζού, για να είμαι πιο ευέλικτος.

Η Έλσα θα ερχόταν αργότερα. Ήξερε τον ρόλο της, δεν είχα καμία αμφιβολία. Δεν έπαιζε τον ρόλο της, είχε γίνει. Παραλίγο να σαγηνεύσει κι εμένα.

Έπρεπε να βρω το ζευγάρι. Καθώς έψαχνα στο πλήθος ευχόμουν να μην είχε συμβεί κάποια αναποδιά. Τους είδα να κάθονται στην μπάρα. Δεν φαίνονταν να διασκεδάζουν. Κατάλαβα τι είχε γίνει. Τσακώθηκαν. Ο Κυριάκος δεν ήθελε να έρθουνε στο ραντεβού. Αλλά δεν είχε τα κότσια να πάει κόντρα στη Ρίτα. Ούτε να την αφήσει ελεύθερη να έρθει μόνη της. Όχι, ήθελε να έχει τη χίμαιρα του ελέγχου.

Ο dj το γύρισε κι έβαλε Ozric Tentacles. Σκέφτηκα ότι θα γούσταρα να κάτσω να πιω το ποτό μου ακούγοντας τέτοιες μουσικές. Αλλά είχα στόχο.

~~

Πλησίασα τη Ρίτα και τη σκούντηξα. Χάρηκε που με είδε, μ’ αγκάλιασε. Τα μαλλιά της ήταν φρεσκολουσμένα. Πήρα βαθιά ανάσα.

Ο ηλίθιος μου έδωσε το χέρι του. Πόσο απροσάρμοστος πρέπει να είσαι για να κάνεις χειραψία σε ροκάδικο; Μάλλον προετοιμαζόταν για να κατέβει στις εκλογές. Κι ήταν τόσο μέτριος που σίγουρα θα μπορούσε να γίνει πρωθυπουργός.

Η Ρίτα μου είπε κάτι που έμοιαζε με ήθη καδε χώσουν.

Της φώναξα:
«ΤΙ;»
«ΦΟΒΗΘΗΚΑ ΠΩΣ ΔΕ ΘΑ ‘ΡΧΟΣΟΥΝ.»
«Δεν θα το έχανα με τίποτα», της είπα.
«ΤΙ;»
«ΔΕ ΘΑ ΤΟ ΕΧΑΝΑ ΜΕ ΤΙΠΟΤΑ.»

Εκεί μέσα δεν μπορούσαμε να μιλήσουμε. Έπρεπε να βγούμε έξω. Παράγγειλα ποτό κι ένα σέικερ σφηνάκια. Θα πίναμε πριν της κάνω την πρόταση.

Μισή ώρα μετά είχαμε ανταλλάξει με το ζόρι και φωνάζοντας τρεις κουβέντες. Ο Κυριάκος κάποια στιγμή, για να δείξει ποιος είναι ο επίσημος μνηστήρας, πήγε να την πιάσει απ’ τη μέση για να την τραβήξει κοντά του. Εκείνη δεν τον άφησε, καλό σημάδι.

Αν δεν είχα στήσει σχέδιο, αν τα είχα αφήσει όλα στην τύχη δεν θα είχε γίνει τίποτα. Το μαγαζί ήταν άψογο, αλλά επικοινωνία δεν υπήρχε. Κάθε τόσο η Ρίτα με κοιτούσε και χαμογελούσε. Κάθε τόσο ο Κυριάκος με κοιτούσε και βλαστημούσε. Αυτό ήταν το τρίγωνο.

~~~

Στις δωδεκάμιση ακριβώς, δημιουργήθηκε μια μικρή αναταραχή στην πόρτα. Ο κόσμος φαινόταν ν’ ανοίγει και να παραμερίζει. Δεν έβλεπα, αλλά ο dj ήταν πιο ψηλά και είδε. Έκοψε τους NIRVANA στη μέση κι έκανε την πιο άστοχη αλλαγή. Έβαλε το Sexy Motherfucker του Prince. Σαν το άκουσα κατάλαβα ότι είχε φτάσει η μαθητευόμενη μου, η μαύρη Έλσα.

Ο κόσμος άνοιγε μπροστά της σαν να ‘ταν ο Μωυσής στην Ερυθρά θάλασσα. Ένιωθα το μουρμουρητό που ακολουθούσε το Πέρασμα της. Οι γυναίκες τη μισούσαν και την ποθούσαν. Οι άντρες μόνο την ποθούσαν.

Η θάλασσα άνοιξε μέχρι το μπαρ. Σαν μας είδε και την είδαμε κοντοστάθηκε.

Κι ενώ είχα τη Ρίτα δίπλα μου, πάλι θαύμασα την Έλσα. Ένιωσα συγκίνηση με τη μαθήτρια μου. Αν δεν την είχα βγάλει από το βούρκο του μικροαστισμού θα είχε μείνει στη Νάξο να κοιτάζει το νεκροταφείο. Χρειάστηκε ένα σπρώξιμο, να πέσει στον γκρεμό και να σωθεί. Είχε μεταμορφωθεί σ’ αυτό το αριστούργημα λαγνείας και διαφθοράς. Θα μπορούσε να πάει μακριά. Τι κρίμα που έπρεπε να την εξοντώσω.

~~~~

Η Ρίτα δεν ήταν κομπλεξική. Νομίζω ήταν και λίγο bisexual. Πριν γνωριστούμε το είχε κάνει με μια συμμαθήτρια της, δοκιμαστικά όπως είπε. Της άρεσε να πειραματίζεται. Γι’ αυτό σαν είδε την Έλσα τραγούδησε στο ρυθμό του Prince κι εκείνη.

Η Έλσα πήγε κι έκατσε στο μπαρ, τρία σκαμπό παραδίπλα. Όλοι είχαν γυρίσει και την έτρωγαν. Ο μπάρμαν έτρεξε να τη σερβίρει. Κι ο Κυριάκος; Εκείνος κοιτούσε το ρολόι του, το γαμημένο Tag Heuer. Ήταν δυνατόν να μην την είχε δει;

Ο μπάρμαν γελούσε σαν χαζός με κάτι που του είπε η Έλσα. Της έφερε το ποτό. Σίγουρα θα ήταν κερασμένο. Η Έλσα άναψε τσιγάρο και γύρισε στα δεξιά να φυσήσει τον καπνό. Με κοίταξε. Κι εγώ έκανα ότι κοιτούσα το ρολόι μου.

Κατάλαβα. Το ίδιο έκανε κι ο Κυριάκος για να μην προδοθεί στη Ρίτα. Φυσικά και είχε δει την Έλσα –ποιος δεν την είχε δει; Φυσικά και είχε ερεθιστεί –ποιος δεν είχε ερεθιστεί; Γι’ αυτό το έπαιζε αδιάφορος. Τι ώρα είναι; Τι χρώμα είναι τ’ άσπρα παπούτσια μου; Πώς λένε το λουλούδι που δεν ανοίγει τις νύχτες, ούτε τη μέρα, αλλά μόνο στο λυκόφως;

Το αγκίστρι είχε μπει στο στόμα του, είχε δαγκώσει. Αρκούσε μόνο να τραβήξω την πετονιά.

Ήπιαμε άλλη μια γύρα σφηνάκια. Ζήτησα απ’ τον μπάρμαν άλλο ένα σέικερ. Ο dj το είχε γυρίσει στη funk. O James Brown μέτρησε One Two Three Four και ξεκίνησε να τραγουδάει: «Get on up!» Η Έλσα κατέβηκε απ’ το σκαμπό να χορέψει. Αυτό ήταν το σύνθημα.

«Πάμε λίγο έξω να σου μιλήσω;» είπα στη Ρίτα.
«ΤΙ;»
«ΠΑΜΕ ΕΞΩ. ΘΕΛΩ ΝΑ ΣΟΥ ΜΙΛΗΣΩ.»
«ΕΞΩ;»
«ΝΑΙ!»

Έκανε νόημα στον Κυριάκο. Εκείνος δεν έφερε αντίρρηση. Παρατηρούσε τα δάκτυλα του. Καθώς βγαίναμε έριξα μια ματιά πάνω απ’ τον ώμο μου.

Η Έλσα κουνούσε τη λεκάνη της σαν να ‘ταν κόρη του Τζέιμς Μπράουν –και του διαβόλου. Όλοι τριγύρω, άντρες και γυναίκες, έγλειφαν τα χείλη τους. Και ο Κυριάκος δεν παρατηρούσε τα δάκτυλα του.

~~~~~

Έξω είχε δροσιά κι ησυχία. Κόσμος πήγαινε κι ερχόταν.

«Ουφ, ευτυχώς», είπε η Ρίτα. «Πολλή φασαρία. Την είδες αυτή;»

Δεν της απάντησα γιατί είχα δει τους μπράβους μου να περνάνε. Πήγαιναν πέρα δώθε, όπως τους είχα πει. Ο Στεφ μου έκλεισε το μάτι.

«Χιούστον καλεί Μπίλη. Μ’ ακούς;»
«Ναι, σ’ ακούω, έλεγες…»
«Αν την είδες αυτή.»
«Ποια;»
«Τη γκομενάρα με τα μαύρα.»
«Δεν θα την έλεγα και γκομενάρα.»

Όλοι θα την έλεγαν, γυναίκες και άντρες, αλλά δεν παραδέχεσαι κάτι τέτοιο μπροστά στο κορίτσι που θα σε ακολουθήσει στο Λονδίνο και στο Τουβαλού.

«Ρίτα, πρέπει να σου πω κάτι.»

Εκείνη με πλησίασε. Νόμιζε ότι ήξερε τι θα πω. Έπρεπε να είμαι ακριβής και γρήγορος. Δεν υπήρχε χρόνος για εισαγωγές.

«Ρίτα», της κράτησα το χέρι. «Είμαι ερωτευμένος μαζί σου.»
«Το κατάλαβα», είπε εκείνη.
«Κι εσύ; Πώς νιώθεις;»
«Μπερδεμένη. Θα σου πω την αλήθεια.»

Και μου την είπε. Δεν με σκεφτόταν πριν. Αλλά μόλις με είδε κάτι άλλαξε. Ο Κυριάκος ήταν καλό παιδί και λοιπά και λοιπά. Τον εμπιστευόταν απόλυτα, γιατί είχε σταθερούς κανόνες ηθικής. Εκείνη τη στιγμή μου ήρθε να γελάσω. Δεν θα είχε για πολύ. Δεν ήταν ερωτευμένη μαζί μου, όμως θα ήθελε να δοκιμάσει ξανά, με τον καινούριο Μπίλη.

«Ρίτα, θα σου πω κι εγώ την αλήθεια. Θέλω να κοιμάμαι πλάι σου. Και να κάθομαι στις σκάλες ώσπου να κάνεις μπάνιο και να σου τρίβω το σβέρκο σου και να σου φιλάω τα πόδια σου και να σου κρατάω το χέρι σου, και να βγαίνουμε για φαγητό, και να μη με νοιάζει που θα μου τρως το δικό μου.

Και να σου δίνω κασέτες που δεν θα τις ακούς, και να βλέπουμε καταπληκτικές ταινίες, και να βλέπουμε απαίσιες ταινίες, και να μαλώνουμε για το ραδιόφωνο, και να σε βγάζω φωτογραφίες όταν κοιμάσαι.

Και να σε θέλω το πρωί αλλά να σ’ αφήνω να κοιμηθείς λίγο ακόμα. Και να φιλάω την πλάτη σου, και να χαϊδεύω το δέρμα σου. Και να σου λέω πόσο μα πόσο αγαπώ τα μαλλιά σου, τα μάτια σου, τα χείλη σου, το λαιμό σου, το στήθος σου,

Και να σου χαρίζω ηλιοτρόπια, και να χαζεύω τις φωτογραφίες σου, και ν’ ακούω τη φωνή σου στο αυτί μου, Και να νοιώθω το δέρμα σου πάνω στο δέρμα μου, και να σε θέλω όταν σε μυρίζω, και να σε πληγώνω όταν σε αγγίζω,

Και να κυλάει το σάλιο μου πάνω στο στήθος σου, και να σε πλακώνω και να σε πνίγω τις νύχτες,  και να σου λέω για το μαγεμένο δάσος, τον άγγελο του δέντρου, το αγόρι που πέρασε πετώντας τον ωκεανό επειδή σ’ αγαπούσε,

Και να σου γράφω ποιήματα, και να αναρωτιέμαι γιατί δεν με πιστεύεις, Και να σ’ αγαπάω τόσο βαθιά που να μην μπορώ να το βάλω σε λόγια, Και να μη σ’ αφήνω να σηκωθείς απ’ το κρεβάτι όταν πρέπει να φύγεις, Και να σου λέω να παντρευτούμε, και συ να μου λες πάλι όχι, αλλά εγώ να στο λέω και να στο ξαναλέω, γιατί όσο κι αν νομίζεις πως δεν το λέω σοβαρά εγώ πάντα σοβαρά το έλεγα, από την πρώτη φορά που στο είπα.

Και να σου μιλάω για ό,τι χειρότερο έχω μέσα μου, και να σου λέω την αλήθεια αν και κατά βάθος δεν θέλω και να ξεχνάω ποιος είμαι, Και να κάνουμε έρωτα στις τρεις το πρωί,

Και κάπως με κάποιο τρόπο να σου εκφράζω έστω και λίγο τον ακάθεκτο, τον ακατάλυτο, τον ακατάσβεστο, τον μεταρσιωτικό, τον ψυχαναληπτικό, τον άνευ όρων τον τα πάντα πληρούντα, τον δίχως τέλος και δίχως αρχή, έρωτα μου για σένα.»

Μόλις σταμάτησα να μιλάω είχε περισσότερη ησυχία από ποτέ στη ζωή μου. Και κράτησε πιο πολύ από ποτέ. Γιατί περίμενα να πέσει στην αγκαλιά μου και να με φιλήσει. Γι’ αυτό είχα μάθει τον μονόλογο της Σάρα Κέιν.

Η Ρίτα έκανε ένα βήμα πίσω. Δεν το περίμενε τόσο γρήγορα, το ήξερα, αλλά δεν υπήρχε χρόνος.

«Ρίτα», της είπα κι έβγαλα τα εισιτήρια. «Παράτα τα όλα κι έλα μαζί μου. Έχω εισιτήρια για Λονδίνο. Και λεφτά έχω. Μπορούμε να πάμε και στο Τουβαλού.»
«Πού;»
«Τουβαλού. Ένα νησί στον Ειρηνικό. Είναι πολύ μακρύ…»
«Μπίλη.»

Μου έσφιξε το χέρι για να σταματήσω.

«Μπίλη, όχι.»
«Τι όχι;»
«Είσαι υπερβολικός, πάλι.»
«Πάλι;»
«Ναι, είσαι των άκρων. Εγώ δεν είπα ότι θέλω να φύγω μαζί σου. Νοιάζομαι για σένα, αλλά…»

Αλλά. Όταν μπαίνει αυτός ο σύνδεσμος δεν χρειάζεται ν’ ακούσεις τη συνέχεια. Απλώς βάλε το αντίθετο απ’ αυτό που υπάρχει στην πρώτη πρόταση.
Δεν είμαι ρατσιστής, αλλά… (είμαι ρατσιστής). 
Δεν μισώ τους γκέι, αλλά… (τους μισώ.)
Δεν είμαι ερωτευμένος μαζί σου, αλλά… (σε ονειρεύομαι κάθε βράδυ, γράφω τραγούδια για σένα, σε βλέπω στα φύλλα του τσαγιού και στα σύννεφα.)

Κι η Ρίτα είχε πει «νοιάζομαι, αλλά», που σήμαινε ότι δεν νοιαζόταν. Κι έτσι με καταπόντισε. Νόμιζα ότι θα χαιρόταν να έρθει μαζί μου, νόμιζα ότι θα μ’ έσωζε. Χωρίς να το σκέφτομαι, χωρίς να το λέω, είχα την εντύπωση πώς η Ρίτα θα μου έριχνε ένα σωσίβιο αγάπης, για να παραμείνω στην επιφάνεια, να μην πνιγώ, να μείνω άνθρωπος, έστω την τελευταία στιγμή. Και για ακόμη φορά με είχε εγκαταλείψει.

«ΑΛΛΑ», της φώναξα. «ΑΛΛΑ.»

Την τρόμαξα.

«Καλύτερα να πάμε μέσα», είπε
Δεν την άφησα. Την κράτησα απ’ το μπράτσο. Ίσως λίγο πιο δυνατά απ’ όσο ήθελα.
«Ξέρεις κάτι; Όλα αυτά ξεκίνησαν όταν με είπες απόκληρο.»
«Ποια αυτά; Άσε το χέρι μου.» Την άφησα. «Κι εγώ δεν σε είπα… Έτσι.»
«Πώς με είπες;»
«Δε θυμάσαι να σε είπα κάπως. Τέτοια λέξη δεν θα έλεγα πάντως. Απόκληρος. Δεν ξέρω καν τι σημαίνει. Τι σημαίνει;»
«Δεν ξέρω.»
«Δεν ξέρεις τι σημαίνει η λέξη που σε πρόσβαλε;»
«Είναι απ’ το τραγούδι», της είπα και της τραγούδησα τους πρώτους στίχους απ’ το τραγούδι του Γερμανού.

«Τώρα θυμήθηκα», είπε η Ρίτα. «Το ‘χα ξεχάσει.»
«Θυμήθηκες που με είπες…»
«Όχι, Μπίλη. Θυμήθηκα γιατί δεν ήθελα να είμαι μαζί σου.»

Μου έπιασε και τα δύο χέρια, αλλά δεν ήταν ερωτικό άγγιγμα.

«Μπίλη, νομίζω ότι θα σε βοηθούσε να δεις κάποιον ψυχολόγο. Δεν είναι κακό. Αυτά που λες δεν είναι σκέψεις λογικού ανθρώπου. Δεν μπορώ να περιμένεις από κάποια να τα παρατήσει όλα και να πάει στο Βουνταλού.»
«Τουβαλού.»
«Φαντάζεσαι πράγματα. Εγώ δεν σε είχα πει έτσι.»
«Απόκληρο.»
«Ναι, απ’ το μυαλό σου τα βγάζεις. Είσαι καλός άνθρωπος, αλλά χρειάζεσαι βοήθεια. Σ’ αγαπώ και σου λέω όλη την αλήθεια. Πάμε μέσα τώρα;»

Έφυγε και μ’ άφησε εκεί. Της είχα πει ότι τη Λαχταρώ, κι εκείνη μου απάντησε με την Ψύχωση 4:48
«Δε σου χρειάζεται φίλος. Γιατρός σου χρειάζεται. (Μεγάλη σιωπή).»

~~~~~~

Μπήκαμε στο Τιθόρα. Δεν κουνούσα ούτε έναν μυ του προσώπου, νομίζω είχαν σταματήσει κι οι καρδιακοί.

Είχα τρέξει μ’ όλη μου τη δύναμη, κρατώντας ανθοδέσμη, κι είχα πέσει πάνω σ’ έναν τοίχο. Δεν με είχε πει απόκληρο, με είχε πει ανισόρροπο.

Ήταν το κορίτσι που ονειρευόμουν, το ύψιστο, η αρχή και το τέλος, το Α και το Ω. Θα μπορούσα να της δώσω όλο τον κόσμο. Και με είχε σκοτώσει. Οπότε της άξιζε αυτό που θα πάθαινε.

Προχωρήσαμε προς το μπαρ σπρώχνοντας. Η Ρίτα μπροστά, πίσω εγώ. Ο Κυριάκος δεν ήταν εκεί. Ούτε κι η Έλσα παραδίπλα.

Η Ρίτα πήρε τα πράγματα της για να φύγουν. Κοίταξε γύρω. Μου έκανε νόημα «πού είναι;»

Σήκωσα τους ώμους.
Της έκανα νόημα και μίλησα για να διαβάσει τα χείλη μου: «Πάω τουαλέτα.»

Πήγα προς τα εκεί. Οι τουαλέτες ήταν έξω απ’ το μαγαζί, σ’ ένα άλλο κτίριο, όχι υπόσκαφο. Στον πίσω τοίχο είδα τον Κυριάκο. Η Έλσα τον είχε πιάσει. Φιλιόντουσαν και χουφτώνονταν με πάθος.

Αν ήμουν ισορροπημένος άνθρωπος θα έφευγα. Έτσι κι αλλιώς η Ρίτα δεν θα ερχόταν μαζί μου. Και δεν ήθελα πια. Οπότε μπορούσα να την αφήσω να περιμένει άσκοπα, να γυρίσει στο ξενοδοχείο της. Ο Κυριάκος δεν θα έλεγε τίποτα γι’ αυτή την αμαρτία. Θα συνέχιζαν τις διακοπές τους κανονικά. Αν ήμουν κανονικός θα έφευγα.

Γύρισα στο μπαρ και της είπα να με ακολουθήσει. Εκείνη δεν ήθελε. Της είπα ότι την έψαχνε ο Κυριάκος. Ήρθε μαζί μου. Κι ήταν μια υπέροχη σκηνή που πάντα θα θυμάμαι με νοσταλγία.

~~~~~~~

Πήγαινα μπροστά και παραμέρισα όταν τους είδα. Συνέχιζαν να φιλιούνται σαν τρελοί. Όσοι πήγαιναν τουαλέτα έκαναν σχόλια, αλλά διακοπές ήμασταν, συμβαίνουν αυτά. Η Έλσα είχε βάλει το χέρι της μέσα απ’ το φερμουάρ του. Εκείνος της είχε σηκώσει το μεταξωτό φόρεμα και της έπιανε τον κώλο, πηγαίνοντας όλο και πιο χαμηλά. Είχε το ένα πόδι της ψηλά, λυγισμένο στο γοφό του, και τον είχε στριμώξει με την πλάτη στον τοίχο. Αν τους αφήναμε ίσως να πηδιόντουσαν δημοσίως.

Η Ρίτα άργησε να καταλάβει ποιον έβλεπε. Μάλλον δεν ήθελε να το δεχτεί. Ο Κυριάκος ήταν καλό παιδί, δαπίτης από σπίτι.

Δεν τους όρμησε. Είχε δακρύσει, αλλά κατάλαβα ότι ετοιμαζόταν να φύγει χωρίς να πει τίποτα. Αυτό δεν μπορούσε να γίνει. Έπρεπε να πληγωθούν και οι δύο.

«Ρε αρχίδι!» φώναξα.

Δεν μ’ άκουσαν. Ήταν κι η μουσική δυνατά, είχαν και απασχόληση.

«Άσ’ τον», είπε η Ρίτα.

Επιτέθηκα και τους έσπρωξα. Η Έλσα μου χαμογέλασε. Είχε τα μάτια της κόμπρας, σίγουρος θάνατος. Ο Κυριάκος σάστισε. Πρώτα είδε εμένα, μετά τη Ρίτα. Δεν μίλησε, τι να πει: «Δεν είναι αυτό που νομίζεις;»

Η Ρίτα έφυγε προς το καλντερίμι. Ο Κυριάκος στάθηκε δίπλα μου, ήθελε να πει κάτι σε μένα. Έπρεπε να τρέξει πίσω απ’ τη Ρίτα. Άπλωσα το χέρι προς την Έλσα.

«Βλέπω γνώρισες τη φίλη μου», του είπα.

Εκείνος κοιτούσε μία εμένα μία την Έλσα. Δεν μπορούσε να το πιστέψει.

«Είναι ανήλικη να ξέρεις.»
«Εσύ το ‘στησες αυτό!» είπε ο Κυριάκος και μου ‘δωσε γροθιά.

Είχε καλό χέρι, πρέπει να του το παραδεχτώ. Δεν έμεινε να συνεχίσουμε. Έφυγε ξοπίσω απ’ τη Ρίτα, φωνάζοντας το όνομα της. Και πήγε το καλντερίμι προς τα κάτω, προς το Εργαστήρι Τέχνης.

Δεν θα πήγαινε πολύ μακριά. Μόλις θα περνούσε έξω απ’ το διαλυμένο μαγαζί οι Χιτάνος θα τον άρπαζαν. Τους είχα πει να του ρίξουν ένα καλό ξύλο. Όχι υπερβολές, να έχει τις αισθήσεις του όταν θα τον αναλάμβανα. Δεν βιαζόμουν.

~~~~~~~~

Μπήκα στο Τιθόρα χωριστά απ’ την Έλσα. Δεν έπρεπε κανείς μας συνδέσει. Έτσι ήταν το σχέδιο. Έκατσα στην μπάρα και ζήτησα ένα Rusty Nail. Κάτι κλασικό και ισορροπημένο.

Εκείνη έκατσε στην καρέκλα της. Δεν χόρευε πια. Ήταν πιο ήσυχη από φίδι. Κι ο Αδάμ είχε φάει το μήλο.

Άκουσα τον Τόνι Αϊόμι να βάζει το ριφ του Paranoid. Black Sabbath, ό,τι ακριβώς χρειαζόμουν. Κι ο Ozzy τραγούδησε τις σκέψεις μου:
♫♫Finished with my woman
‘Cause she couldn’t help me with my mind
People think I’m insane
Because I am frowning all the time♫♫

Ήπια το ποτό μου αργά, άφησα μικρό φιλοδώρημα για να μη με θυμάται και ξεκίνησα. Οι Χιτάνος με το θύμα με περίμεναν. Αλλά όταν ο άνθρωπος κάνει σχέδια ο διάβολος γελάει.

ΣΤΟ ΕΠΟΜΕΝΟ Η ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΤΕΛΟΣ

Η μετάφραση του ποιήματος της Σάρα Κέιν είναι από τη Τζένη Μαστοράκη

~~~~~~~~~~~~

Το τέλος

Τουβαλού (Το τέλος)