Κατρακυλάει ο αέρας. Κατεβαίνει τους υγρούς λόφους. Μέσα του, εναντίον του, εγώ ανηφορίζω και σφίγγω πάνω μου το μακρύ παλτό. Τα λίγα ψηλά κτίρια της πόλης, μακριά, παλεύουν να ξεπεταχτούν πιο πάνω απ’ την ομίχλη. Σκέφτομαι εκείνη. Εκείνη. «Σίμι-αν, Γιαν», που θα πει θα βρέξει.
Συγκεντρώνομαι στο βάδισμά μου και στην απόφαση που είναι αδύνατον να παρθεί. «Όχι μη φύγεις. Μείνε μαζί μου, θα βρέξει». Η βαθιά αναπνοή της, το ελαφρώς χαρακωμένο μέτωπο που έχει εκεί, στο κέντρο του, την πληγή της γνώσης, όλες τις πληγές συγκεντρωμένες. Το στήθος, τα κομμένα ως τους ώμους ίσια μαλλιά γύρω από το φεγγαρένιο πρόσωπό της. Στο νυχτικό της, στο ύψος της κοιλιάς, κεντημένος ένας μικρός κοιμισμένος δράκος.
Ένα χρόνο πριν, έμπαινα άμαθος -ένας χαμένος δυτικός-, στο δωμάτιο με τις κακόγουστες ταπετσαρίες και το τσάι που άχνιζε στο κομοδίνο. Με έπιασε να κοιτάω επίμονα τα στραβά πορνογραφικά καδράκια και γέλασε. Άκουσα τη φωνή της κι ήταν σαν να επέστρεφα κάπου που δεν είχα πάει ποτέ. Μιλήσαμε λίγο για τον ασυνήθιστα κρύο καιρό, ενώ στεκόταν, απέναντί μου, πανέμορφη.
«Δεν μπορώ να σου πω πώς με λένε», είπε. «Αν σου πω θα μπορείς να μιλάς για μένα και να με ξαναβρείς κι είναι ενάντια στις αρχές μου να βρίσκομαι.»
«Εμένα πάντως με λένε Γιαν», είπα ξέπνοα, «και θα σε ξαναβρώ έτσι κι αλλιώς», αν κι αυτό που εννοούσα ήταν…
«Εγώ είμαι ο Γιαν κι έχεις την αγάπη μου από τώρα και για πάντα. Μέχρι να σβήσουν όλα τα ανθάκια αυτής της εμετικής ταπετσαρίας, μέχρι να γίνεις γριά και να μην μπορείς να περάσεις το δρόμο, μέχρι να μην υπάρχει τίποτα να πει κανένας για τίποτα στον κόσμο.»
Κι ύστερα, τελικά, «Εντάξει, μη μου το πεις αν δε θέλεις».
Έπιασε τα μαλλιά της χαμηλά, σήκωσε τα φαρδιά μανίκια της ζακέτας της και με φίλησε στο στόμα.
Μέχρι εκείνη τη στιγμή η ζωή που έκανα από αυτήν που φανταζόμουν πως θα έκανα απείχαν τρομαχτικά. Τους πρώτους μήνες της μετάθεσης ζούσα σαν κουρδισμένος. Μέσα σ’ ένα γραφείο χωρίς φως –«Όχι μη φύγεις μείνε μαζί μου»-, έγραφα ξανά και ξανά τις ίδιες επιστολές και τις παρέδιδα στο τέλος κάθε μέρας με την ίδια αδιαφορία. Δεν έβγαινα, δεν καταλάβαινα τη γλώσσα τους, δεν μπορούσα να αντέξω το κλίμα. Έτρωγα την ίδια θλιβερή σούπα με πέστροφα σε μια καφετέρια γεμάτη με τους ίδιους ανθρώπους που, αν και δεν μπορώ να το ξέρω με σιγουριά, έχω την ακλόνητη πεποίθηση ότι έλεγαν κάθε μέρα τα ίδια πράγματα. Τώρα που το σκέφτομαι δεν διέφερε και τόσο πολύ από τη ζωή στην πατρίδα.
~~
Θυμάμαι… Είναι απόγευμα. Τα μαλλιά της στο λευκό μαξιλάρι σαν μελάνι που χύθηκε. Ανοίγει τα χέρια της και με καλεί να πάω κοντά της. Έξω, κάποια γυναίκα τραγουδάει. Η φωνή της είναι ζεστή και απλώνεται πάνω μας σαν κουβέρτα. Μου μεταφράζει :
«Αν ποτέ φύγεις
οι μέρες θα είναι όλες ίδιες
το φεγγάρι θα χάσει το φως του
δε θα ‘χω πια τίποτα να καρτερώ
Αν ποτέ φύγεις
μέσα στο πλήθος και τη βροχή θα χαθώ»
~~
Είμαι κιόλας στην κορυφή του μικρού λόφου. Απ’ τη φύση μου αναποφάσιστος, χρειάζομαι πάντα χρόνο μόνος να ανασυγκροτηθώ, να υπεραναλύσω την κατάσταση με άνεση. Δεν εμπιστεύομαι τον εαυτό μου, ακόμα κι όταν ζυγίζω τα πράγματα χίλιες φορές. Προτιμώ να μη χρειάζεται να επιλέγω, προτιμώ μπροστά μου να υπάρχει μονόδρομος. Χαζεύω τα σπίτια που μοιάζουν να κοιμούνται. Είναι παράξενο αυτό το μέρος. Παράξενο για μένα που δεν είμαι από εδώ, υποθέτω. Ποτάμια κυλάνε στη μέση της πόλης και κόβουν τους δρόμους στα δύο. Κάποια συγκροτήματα σπιτιών, με πολύχρωμες προσόψεις έχουν τη μοναδική είσοδό τους από το νερό.
Όλοι, ανεξαιρέτως, ξέρουν τα ονόματα όλων των προγόνων τους, ανεξαιρέτως, εκατοντάδες γενιές πίσω, και παραδόξως, όχι ο ένας του άλλου. Το να χαρίσεις το όνομά σου σε κάποιον είναι ένα πολύτιμο δώρο και ένδειξη μεγάλης οικειότητας. Μου φαίνεται ότι μπορώ ακόμα κι από εδώ να τους ακούσω να λένε «αγαπημένε, αγαπημένη» και να τους δω σχεδόν να στρέφουν το βλέμμα χαμηλά. Φυσάει και κρυώνω.
~~
Θυμάμαι… Της διηγούμαι όλες τις ιστορίες μου κι ο καιρός περνάει. Μαθαίνω τις περίεργες χειρονομίες του κόσμου της. Μετριόμαστε μέσα στον έρωτα. Πίνουμε γλυκόπικρα τσάγια, γυμνοί πάνω σε μαξιλάρες με χρυσές φουντίτσες. Ανακατεύεται η τράπουλα. Ερχόμαστε κοντά. Κόντρα σε κάθε πιθανότητα, βρεθήκαμε. Τη γνωρίζω και δε θα μπορέσω να την ξε-γνωρίσω ποτέ.
Θυμάμαι όμως κι άλλα. Να ακούγεται και πάλι το στριγκό κουδουνάκι.
Θυμάμαι τα γνωστά βήματα στους διαδρόμους και το χρόνο μας να τελειώνει απότομα τόσες και τόσες φορές.
Θυμάμαι να κατεβαίνω γρήγορα τη σκάλα που βγάζει στο νερό και να γυρνάω βρεγμένος και μόνος στο σπίτι.
Θυμάμαι να ρωτάω μια μέρα χωρίς να το σκεφτώ «κι οι μελανιές αυτές;», ενώ ήξερα την απάντηση κι ενώ θα προτιμούσα να μην την ήξερα.
«Μη φύγεις. Μείνε μαζί μου». Κι όμως, κάπου μακριά από εδώ τώρα πλησιάζουν τα Χριστούγεννα.
Θυμάμαι την ευγενική κυρία πίσω από τον υπαίθριο πάγκο των βιβλίων να μου εξηγεί σε μια από τις κουβέντες μας τα περίεργα έθιμά τους για το τέλος του χρόνου κι εγώ να σκέφτομαι, σαν παιδί, πόσο μου λείπουν τα φωτάκια στα μπαλκόνια και το στολισμένο δέντρο.
Θυμάμαι και να με συμβουλεύει να μείνω μακριά απ’ τη συνοικία με τα κίτρινα σπίτια. «Έχει γυναίκες εκεί», μου είπε λες και η ίδια δεν ήταν. Και πρόσθεσε «γυναίκες που μπορούν να σε δέσουν για πάντα». Είχα γελάσει τότε. Μου φέρεται σα μητέρα, αν και δεν είναι τόσο μεγαλύτερή μου.
Θυμάμαι τις χαριτωμένες δίδυμες σοπράνο, τη Σιτάρι – Μι και τη Γιουκάμι, (Σιτάρι – Μι δηλαδή η ζωοποιός και Γιουκάμι εκείνη που διατάζει τα πνεύματα να δρουν με καλοσύνη). Αυτές ήταν που με πήγαν για πρώτη φορά με το αυτοκίνητό τους μπροστά σε ένα από τα σπίτια, το δικό της- και μου είπαν «Κάποια σε ζήτησε. Μπες μέσα και βρες την». Μου έκλεισαν το μάτι ταυτόχρονα κι εξαφανίστηκαν με τις ανοιχτές ομπρέλες τους να παίρνουν παραμάζωμα τα κλαδιά από τα δέντρα του δρόμου. Οι άνθρωποι εδώ κάνουν σα να ξέρουν πάντα κάτι παραπάνω από εμένα για την πραγματικότητα. Ίσως και να είναι έτσι.
Ο αέρας δυναμώνει. Σφυρίζει στα αυτιά μου δαιμονισμένα. «Μη φύγεις. Μείνε μαζί μου», είπε ενώ το γράμμα της απόσπασής μου μας κοιτούσε πάνω από το ξύλινο τραπέζι. Πίσω η μητέρα, η αρρώστια της, η Αλίσια που με χρειάζεται, τα λουλούδια μου που θα μισοπεθαίνουν σε λάθος χέρια, τα Χριστούγεννα. Εδώ εκείνη και το φεγγαρένιο πρόσωπό της και οι βαριές αντρικές μπότες και η άτακτη φυγή. Μια αβάσταχτη πραγματικότητα που δεν αλλάζει με ευχές και καλή διάθεση. Το πρώτο πράγμα που κατάλαβα με σιγουριά εξ αρχής για αυτή τη χώρα είναι πως αν γεννηθείς στη λάθος κάστα, την πάτησες. Δεν υπάρχει καμία κινητικότητα προς τα πάνω. Μονόδρομος, λοιπόν.
Κοιμάται… Δε θα την ξυπνήσω. Αν δω τα μάτια της δε θα μπορέσω να το κάνω. «Δειλέ. Δειλέ», ακούω τις σκέψεις μου. «Σίμι-αν, Γιαν. Μείνε μαζί μου, θα βρέξει», ακούω τις δικές της. Θέλω να βγάλω την καρδιά μου απ’ το στήθος μου και να τη χαστουκίσω, να πάψει.
Με το που πατάω στις πέτρες του δρόμου αρχίζω να τρέχω, όσο μου επιτρέπει το βάρος του σάκου μου. Τρέχω μακριά από την επιλογή που αφήνω πίσω μου. Μια πινακίδα γράφει «Μο Φουκιόκο», (Φουκιόκο, δηλαδή το λιμάνι ή η φυγή). Ναι, θα βρέξει. Πρέπει να μπω σ’ ένα ταξί. Χτυπάω την πόρτα με δύναμη, ψελίζω τον προορισμό μου κι ανάβω τσιγάρο. Τα φώτα των αυτοκινήτων με προσπερνάνε με ύφος. Ο οδηγός προσπαθεί να μου πιάσει την κουβέντα. Βλέπω την πόλη να περνάει μπροστά στα μάτια μου για τελευταία φορά.
«Μα γιατί μας φεύγετε;», με ρωτάει. Βγαίνω από το σώμα μου κι ακούω έναν γελοίο να λέει «Με κούρασε η χώρα σας, κύριε. Είναι τόσο όμορφη που με απελπίζει.» Δειλέ. Μιλάς. Δεν την αγάπησες μέχρι να μην υπάρχει τίποτα να πει κανένας για τίποτα στον κόσμο. Όχι, δεν γίνεται έτσι η ζωή.
Ζητάω να με γυρίσει πίσω. Σχεδόν το φωνάζω. Κρατάω την αναπνοή μου μέχρι να δω το πρώτο κίτρινο σπίτι και πετάγομαι έξω από το αυτοκίνητο που καλά καλά δεν έχει σταματήσει. Του δίνω τα λεφτά χωρίς να τα μετρήσω. Μπαίνω από την κανονική είσοδο. Κι οι δικές μου μπότες είναι βαριές τελικά κι αντηχούν στους ήσυχους διαδρόμους.
Ευτυχώς, κοιμάται ακόμα.
Βάζω νερό για τσάι να ζεσταίνεται και τρυπώνω καταϊδρωμένος μέσα στις κουβέρτες, δίπλα στο γυμνό της σώμα που είναι ζεστό και μυρίζει έλαιο αμυγδάλου και λουλούδια της άνοιξης. Όχι, δεν ετοίμασα το σάκο μου, δεν μπήκα στο ταξί, δεν έφυγα ποτέ. Βλέπω από το παράθυρο τα μαύρα σύννεφα να μαζεύονται ξανά πάνω απ’ την πόλη. Οι πρώτες σταγόνες χτυπάνε στο τζάμι κι ύστερα κατρακυλάνε και σβήνουν με γενναιοδωρία. Τεντώνει τα λευκά της μπράτσα πάνω απ’ τα κεφάλια μας. «Σίμι, Γιαν.»
«Ναι, αγαπημένη μου, βρέχει. Δεν πειράζει, ας βραχούμε».
Τα ανθάκια στην ταπετσαρία μας κοιτάνε ολοζώντανα, είμαστε νέοι και το μουρμουρητό της πόλης συνεχίζει κανονικά. Έχουμε χρόνο ακόμα.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Το διήγημα έγραψε η Στεργιάνα Τζέγκα, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής