- Κάτω απ’ το χώμα υπάρχουν περισσότεροι άνθρωποι απ’ ό,τι πάνω του. Ξέρω ήδη μερικούς. Τον παππού μου, τη Χέμα, τη γιαγιά Στεργιάνα. Ξαπλώνουν και ξεκουράζονται γιατί η ζωή ήταν τόσο εξαντλητική που τους σκότωσε.
- Το χώμα δεν είναι ατόφιο χώμα, έχει μέσα του ηφαιστιογενείς πετρούλες, σκουληκάκια, ψίχουλα, ίχνη ξηρών καρπών όπως στα συσκευασμένα τρόφιμα, έχει νερό που έχει στεγνώσει, έχει δάκρυα που έχουν πέσει, έχει χαμένα σκουλαρίκια, έχει νύχια που δαγκώθηκαν, αποσχίστηκαν από δάχτυλα και φτύστηκαν εκεί, έχει κρυμμένα σεντούκια με φλουριά και αλμυρή άμμο που ανέβηκε απ’ τη θάλασσα.
- Κάποτε κάποιοι κουρσάροι -κι όχι πειρατές, η διαφορά είναι ουσιαστική, το να είσαι κουρσάρος είναι τρόπος ζωής, υπάρχει μια φιλοσοφία πίσω από το κάθε τι «κουρσαρικό»- έκρυψαν κάπου κάτω από το κάστρο της Λέρου, βαθιά μέσα στο χώμα ένα μεγάλο σεντούκι με έναν αμύθητο θησαυρό. Πολλοί που πάμε στη Λέρο για διακοπές, αν και δεν είναι κάτι που συζητιέται εύκολα, καθόμαστε τάχα να αγναντέψουμε τα κολπάκια και να καπνίσουμε και σκάβουμε λίγο με το χεράκι τη γη μήπως κουτουλήσουν τα ακροδάχτυλά μας σε ξύλο και τον βρούμε. Βέβαια μπορεί να ναι και ψέμα η ιστορία αυτή. Πάντως αν υπάρχει θησαυρός, θα είναι στο χώμα.
- Το χώμα είναι το αντίθετο του νερού. Το νερό κυλάει, το χώμα στέκεται.
- Το χώμα είναι το αντίθετο του αέρα. Ο αέρας δε φαίνεται αλλά τον νιώθεις, ενώ όπου και να πας βλέπεις χώμα, αλλά δεν το νιώθεις αν δεν το πιάσεις.
- Το χώμα είναι το αντίθετο του ουρανού. Ο ουρανός είναι πάνω το χώμα κάτω. Φαντάσου να υπήρχε ένας κόσμος όπου πατούσαμε στα σύννεφα και κοιτούσαμε ψηλά το καφέ, απέραντο χώμα.
- Ο μικρός Ιωσήφ είναι στο πάρκο. Χώνει τις χουφτίτσες του στη γη, παίρνει μια γερή ποσότητα χώματος και τη βάζει στο στόμα του με σκοπό να τη φάει. Η μητέρα του λίγο πιο κάτω ουρλιάζει λες και δεν της έχει συμβεί ποτέ τίποτα χειρότερο.
- Στο χώμα περπατάμε με τα παπούτσια μας. Κάποτε δεν υπήρχαν παπούτσια και το πατούσαμε ξυπόλητοι και γέμιζαν οι πατούσες κάλλους και σκλήραιναν και είχαμε μια γερή και σκληραγωγημένη βάση για να στηρίξουμε το σώμα μας. Το χώμα μέσα στα παπούτσια όπως και η άμμος μπορεί να είναι ιδιαίτερα ενοχλητικά. Αλλά ξυπόλητος…Γειώνεσαι, συνδέεσαι, νιώθεις, αφήνεις σημάδια.
- Το χώμα είναι έρωτας, είναι η μίξη από άστρα που κάηκαν ζωντανά και νερό και άμμο και πέτρες, είναι, δηλαδή, το αποτέλεσμα μιας υπέροχης συνουσίας. Όπως όλοι μας. Η κατάληξη μια στιγμής που το τεντωμένο τόξο έχει φτάσει στο όριο της αντοχής του, η ομορφιά που ακολουθεί έναν πετυχημένο οργασμό.
- Αν πετούσατε τα ρούχα σας και κάνατε έρωτα σ’ ένα λόφο, θα ξαναφορούσες το εσώρουχό σου που ακούμπησε στη γη ή θα προτιμούσες να γυρίσεις κομάντο και να τρίβεσαι στο τζιν;
- Όλοι από το χώμα, λέει, προερχόμαστε και στο χώμα θα καταλήξουμε. Αυτό είναι γνωστό.
- «Έγινα χώμα.» Το λέμε συχνά όταν είμαστε κουρασμένοι ή μεθυσμένοι στο τελευταίο στάδιο. Εδώ υπονοείται κάτι άψυχο, κάτι που υπάρχει με το ζόρι. Πολλές φορές η γλώσσα αδικεί τις έννοιες.
- Αν το χώμα ήταν άσπρο θα έμοιαζε με άχνη ζάχαρη και θα θέλαμε να το βάλουμε στους κουραμπιέδες να το φάμε. Αν το χώμα ήταν άσπρο, θα χιόνιζε και δε θα ξέραμε που να φτυαρίσουμε. Θα καταλήγαμε κάθε χειμώνα να κονταίνουμε τις αυλές μας σίγουρα μερικά εκατοστά. Οπότε, κάπως έτσι καταλήγω ότι όλα εν σοφία εποίησε το μπινγκ μπανγκ.
- Το πρώτο γατάκι που πήγα να σώσω τελικά πέθανε. Το έθαψα με λίγο χώμα στο πάρκο στο Πεδίον του Άρεως. Ήταν τόσο δα. Το έλεγα Τζόρντι, αν και δεν πρόλαβε να μάθει το όνομά του.
- Υπάρχει λέει χώμα δικό σου και χώμα ξένο, λες και μπορούν να μοιραστούν. Μέχρι εδώ είναι χώμα της Ελλάδας, από εδώ αρχίζει το χώμα της Βουλγαρίας. Δηλαδή αν κλωτσήσω λίγο χώμα της Ελλάδας και περάσει στη Βουλγαρία θα είναι χώμα – πρόσφυγας?
- Το χώμα δεν βάφεται εύκολα παρά μόνο στη δημοσιογραφίστικη φράση «το χώμα βάφτηκε κόκκινο», εννοώντας μια αδιανόητη σφαγή σε κάποιον τόπο, πράγμα σύνηθες.
- Το ’22, οι πρόσφυγες, λέει, από τη Μικρά Ασία έπαιρναν χώμα από τον τόπο τους και τον έφερναν στην Ελλάδα, το έριχναν στα μποστάνια και στους κήπους κι έβγαιναν ελιές και ντομάτες που είχαν γεύση από Αϊβαλί.
- Η γιαγιά μου είναι 96 χρόνων. Ήρθε στη Θεσσαλονίκη κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου από το Μοναστήρι (τότε Μπίτολα) μετά την ένταξή της πόλης στη Γιουγκοσλαβία κι ύστερα κατέληξε στη Χαλκιδική. Λέει, πως όταν βρέχει η μυρωδιά του υγρού χώματος είναι η μόνη που της ξυπνάει αναμνήσεις από την πατρίδα της. Δηλαδή, το βρεγμένο χώμα μυρίζει με τον ίδιο τρόπο παντού, σύμφωνα με τη γιαγιά μου.
- Η μαμά μου είναι πολύ κηπουρός. Έχει καταφέρει να σώσει τριανταφυλλιές που δεν σώζονταν. Ο διπλανός κήπος, αυτός της θείας μου, ήταν πάντα πολύ περιποιημένος αλλά δεν είχε τα λουλούδια που είχε ο δικός μας. Το χώμα; Τα χέρια της μαμάς μου; Ποιος ξέρει. Εμένα πάντως δε μ’ ένοιαζε το περιποιημένο γκαζόν, μου άρεσαν οι πετούνιες μας και οι άγριες λιγούστρες. Ψυχανεμίζομαι πως το χώμα θέλει μεράκι και η ζωή δημιουργία.
- Από τη λέξη χώμα προέρχονται και οι λέξεις χωματένιος, χωμάτινος, χωματουργικός, ανάχωμα, αναχώνω, ασπρόχωμα, επίχωμα, επιχωματίζω, πρόχωμα, παράχωμα, παραχώνω. Εγώ προσωπικά έχω χρησιμοποιήσει μάλλον μόνο την τελευταία. Παραχώνω τον έρωτά μου, παραχώνω την κατάρρευσή μου, παραχώνω παραχώνω παραχώνω.
- Χους. Χους. Χους. Λέξη με μεγάλο ακουστικό ενδιαφέρον.
- Είμαι ο χαρακτηριστικός τύπος ανθρώπου που πιάνει χρυσάφι και γίνεται χώμα.
- Στα λεξικά η λέξη χώμα μεταφράζεται στην αγγλική ως earth ή dirt. Αποφασίζουν, δηλαδή, οι Άγγλοι πως χώμα σημαίνει γη ή βρωμιά. Τους βρίσκω πολύ μεροληπτικούς.
- Ξαπλώνω στο χώμα και κοιτάω τα αστέρια. Δε θα πέσω ποτέ από το χώμα, το χώμα με κρατάει στη θέση μου. Το χώμα γεννάει, στηρίζει και προστατεύει. Ακριβώς όπως μια μητέρα. Τα αστέρια απ’ την άλλη δεν είναι τόπος να ξαπλώσει κανείς, είναι τόπος να τον έχεις απέναντι κι όχι κάτω.
- Λένε στέρφα γη, η γη που δεν γεννάει που δεν μπορεί να καρποφορήσει με τίποτα, που ό,τι και να βάλεις θα σου πάει τζάμπα ο σπόρος κι ο κόπος. Η λέξη χρησιμοποιείται και για τις γυναίκες. Θυμάμαι τη Γέρμα του Λόρκα, θυμάμαι τον πόνο. Στέρφα σου λέει, άγονη, δεν μπορείς να βγάλεις καρπούς. Μεγαλύτερη προσβολή δεν υπάρχει. Κι άμα καρπός είναι ένα τραγούδι; Δεν υπάρχει άνθρωπος που να μην μπορεί να φτιάξει τίποτα, συνεπώς δεν υπάρχει άνθρωπος στέρφος. Ορίστε, στο αρσενικό γένος αυτό το επίθετο ακούγεται λάθος, προφανώς επειδή δεν χρησιμοποιείται.
- Θα ‘θελα να είμαι δέντρο. Θα ‘θελα να χω τις ρίζες μου βαθιά στο χώμα, ώστε να ξέρω από πού προέρχομαι και τα κλαδιά μου απλωμένα προς το φως, να ξέρω προς τα που πηγαίνω. Κι όχι έτσι, χαμένη, αποπροσανατολισμένη, αναγκυροβόλητη.
- Νερό και χώμα, δηλαδή λάσπη. Ε, απίστευτο, ο άνθρωπος είναι χώμα και νερό δηλαδή ο άνθρωπος είναι λάσπη. Άρα πλάθεται, άρα υπάρχει ακόμα ελπίδα να γίνω κάτι καλύτερο αν τοποθετήσω τα μέρη μου σωστά, αν συναρμολογηθώ απ’ την αρχή.
- Στο χώμα μπορείς να αφήσεις πατημασιές, άρα αν κρύβεσαι από κάποιον μπορεί να σε βρει από τα σημάδια σου. Καλό θα ήταν, όχι ότι το προτείνω, αν προσπαθείς να ξεφύγεις από κάτι να έχεις μαζί σου ένα φουντωτό σε φύλλωμα κλαδί και όσο περπατάς να σβήνεις τα ίχνη σου. Εγώ το κάνω με μεγάλη επιτυχία, μπορώ να σου δείξω πως, αν πάμε κάποτε μια εκδρομή μαζί.
- Από όλα τα τοπωνύμια του κόσμου, το πιο γήινο είναι η Αμμόχωστος. Άμμος και χώμα. Ποιος ξέρει γιατί την είπαν έτσι! Μάλλον γιατί ήταν χωμένη στην άμμο. Θα το ψάξω. Απίστευτη προοικονομία για το τι θα ακολουθούσε. Η κατεχόμενη μέχρι σήμερα Αμμόχωστος στα αρχαία χρόνια έφερε το όνομα Σαλαμίνα, ενώ αργότερα μετονομάστηκε σε Αρσινόη και Κωνστάντια.
- Δεν καταλαβαίνω γιατί πρέπει να μπαίνουμε τόσο περιποιημένοι, πλυμένοι και καθαροί στο χώμα, αφού θα λερωθούμε έτσι κι αλλιώς.
- Κάποτε ονειρεύτηκα ότι ήμουν νεκρή, ανάσκελα, σε ένα πάρκο. Περνούσαν από πάνω μου τα πουλιά και με τσιμπολογούσαν. Ήταν μια καλή μέρα για την πανίδα της γειτονιάς.
- Το χώμα είναι η ιστορία μας πριν αρχίσουμε να τη διηγούμαστε εμείς.
- Το χώμα ζωντανεύει. Αν φυσήξει, πετάει, αν βρέξει γίνεται λάσπη, και μια καλή ποσότητα μπορεί να σβήσει μια φωτιά. Το χώμα είναι σχήμα, μυρωδιά και αίσθηση ανάμεσα στα νύχια, το χώμα είναι προοπτική και κρύβει μέσα του μέλλον παρόν και παρελθόν όπως όλα τα στοιχεία της φύσης.
- Ο άνθρωπος που μπούκωσε με χώμα δεν έχει να φοβηθεί τίποτα από πλημμύρες.
- Όταν θα είμαι στο χώμα δεν ξέρω αν θα έχω ιδέες. Μπορεί και να χω, πάντως σίγουρα δε θα μπορώ να τις γράψω. Θα μαι ήρεμη αν και στρυμωγμένη. Δεν θα έχω άγχος. Θα έχω ξεχάσει να θυμώνω. Μπορεί ο κόσμος να καταρρέει, να οδεύουμε με σιγουριά προς το Μπιγκ Κραντς (μεγάλη σύνθλιψη) κι εγώ θα μουρμουρίζω τη «Μαλάμω» ή τη «Μαίρη Παναγιωταρά» . Δε θα μπορώ να αγκαλιάσω τους αγαπημένους μου, που πιθανότατα οι περισσότεροι θα ναι επίσης στο χώμα, λίγο πιο εκεί. Δε θα με νοιάζει αν ένα μέτρο από μένα είναι θαμμένος ο Χίτλερ ή ο Ρουπακιάς. (Παρόλα αυτά μπορεί και να με νοιάζει οπότε μην μου το κάνετε αυτό). Δε θα μπορώ να μετρήσω πόσα σκουληκάκια περπατάνε πάνω στην κνήμη μου ούτε θα ξέρω πόσα λουλούδια φύτρωσαν από το κρανίο μου. Όταν θα είμαι στο χώμα δε θα υπάρχουν ούτε Δευτέρες ούτε αργίες. Το χώμα θα είναι το σπίτι μου, όπως τώρα η Καλλιθέα. Αν με χτυπάει ο ήλιος το πρωί δε θα μπορώ να πάω λίγο πιο εκεί, στη μεγάλη σκιά του κοντινού δέντρου. Ποιος να ναι αυτός ο τυχερός που τον έβαλαν σε τόσο καλή θέση; Θα είχε μέσο.
- Κουοτάρω από τον ονειροκρίτη: Αν δεις στο όνειρό σου να τρως χώμα, αυτό είναι προειδοποίηση ότι σε απασχολεί κάτι έντονα. Για τις νεαρές γυναίκες, το όνειρο αυτό είναι οιωνός για ερωτική απογοήτευση ή και σημάδι για επικείμενη ψυχική ασθένεια. Μάλιστα.
- Καμιά φορά μπλέκεται χώμα στα μαλλιά μου (τι; Μόνο εσείς θα κυλιέστε; ) αλλά αν τα λούσω φεύγει. Το χώμα δεν επιμένει, θα κάνει στην άκρη αν του επιβληθείς.
- Ο Νίνο προστάζει Κάνε με χώμα γιατί κομμάτια είμαι και μη διστάζεις ο θάνατος μου γίνε Θέλω απόψε για σένα να κοπώ και προφανώς δεν έχει κάνει καθόλου θεραπεία.
- Ο Νίκος Ζούδιαρης στην Αγορά του Αλ Χαλίλι βόλεψε στον πρώτο στίχο του τραγουδιού όλα τα στοιχεία της φύσης. Ο άνεμος θα καίει στη γη του Νείλου και το βρίσκω συγκλονιστικό.
- Το χώμα ριμάρει όμορφα με το χρώμα, το σώμα, το στόμα, το δώμα και το ακόμα. Όλες πανέμορφες λέξεις, συνεπώς πανέμορφη ευκαιρία να γράψω για το χώμα. Πιο χαλαρά ριμάρει με το πιώμα και το λιώμα, τα μόνα υλικά που έχω τώρα.
- Πώς γίνεται στα πράκτικερ να πουλάνε «απλό χώμα»; Αρχικά γιατί αυτή η εμπάθεια? Άκου απλό! Απλά είναι τα μυαλά σας. Και δεύτερον, αφού το χώμα είναι παντού, γιατί πωλείται? Το ίδιο θα με προβλημάτιζε κι αν έγραφα σήμερα για το νερό.
- Ένας Τζόνυ με σκισμένο τζιν περπατάει στις αχανείς εκτάσεις της Νεμπράσκα. Τα πάντα είναι ξερά. Κρατάει στα χέρια του ένα ολοστρόγγυλο κόσκινο σα φεγγάρι. Σκύβει και το γεμίζει με χώμα κι ύστερα το κουνάει δεξιά κι αριστερά, χωρίς να σπάσει τον οριζόντιο άξονα. Το χώμα ξαναπέφτει σαν πάχνη στη γη και στο κόσκινο πάνω θα μείνει ο χρυσός. Ξανά και ξανά, για ώρες, για μήνες, για χρόνια. Δε βρίσκει τίποτα. Χρυσός είναι μόνο ο ήλιος πάνω απ’ το κεφάλι του που καίει αμείλικτα.
- Αν ήξερα που πάταγες θα πήγαινα να πατήσω κι εγώ να δω τη διαφορά στα μεγέθη των ποδιών μας. Τη διαφορά ανάμεσα στο εσύ και το εγώ. Ομόκεντρες πατημασιές εκ διαμέτρου αντίθετων ανθρώπων.
- Χωμάτινη ύπαρξη είναι εκείνη που ξέρει ποιο θα είναι το επόμενό της βήμα. Δεν ξέρω πολλές χωμάτινες υπάρξεις. Στους χώρους που κυκλοφορώ οι περισσότεροι είναι πουλιά.
- Δυο σώματα κυλιούνται στο χώμα. Καταλαβαίνεις ότι είναι ερωτευμένα γιατί τεντώνονται και στρογγυλεύουν με τρόπο χορευτικό. Η πεδιάδα απλώνεται μπροστά τους και πίσω τους και πάνω τους και από κάτω. Βαθιά μέσα τους φυτρώνει ένα σποράκι που δε θα ξεχαστεί όσα χρόνια κι αν περάσουν.
- Η θεία Κορνηλία πήγε μια φορά για λασπόλουτρο και βγήκε άλλος άνθρωπος. Έχω την εντύπωση πως πλήρωσε πάνω από εκατό ευρώ και θα σου πει ότι άξιζε.
- Οι δρόμοι στις μισές γειτονιές της Αθήνας ήταν χωματόδρομοι μέχρι το εβδομήντα. Άσφαλτος κι αμάξια μόνο η Μελετίου και οι κεντρικές κοντά στο Σύνταγμα. Τα παιδιά στο χώμα ήταν πιο παιδιά απ’ τα παιδιά στην άσφαλτο;
- Είναι δυνατόν να έφτασα να γράψω 48 πράγματα για το χώμα;
- Κάποτε μπορούσες να φτιάξεις το σπίτι σου από χώμα, τώρα το φτιάχνεις με χρόνο. Χρόνο που διέθεσες, ζωή που διέθεσες για το κέρδος κάποιου άλλου. Πολλοί μεσάζοντες ανάμεσα σ’ εσένα και το σπίτι σου.
- Το χώμα μου θυμίζει εκείνον. Δεν νομίζω ότι πατήσαμε ποτέ χώμα μαζί αλλά είμαι ερωτευμένη κι έτσι όλα μου θυμίζουν εκείνον.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Το κείμενο έγραψε η Στεργιάνα Τζέγκα, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής