Ο Πάρης Π. Παργής έχει μέσα από τα ρούχα του δέρμα και μέσα από το δέρμα του ζωτικά όργανα και μέσα από τα όργανά του ξεχειλίζουν ανάγκες και λαχτάρες, οι οποίες όμως μπλοκάρονται από έναν άψογο εσωτερικό μηχανισμό που τον βοήθησαν να «χτίσει» από τότε που ήταν μικρός, ο στρατιωτικός πατέρας του και η εισαγγελέας μητέρα του.
Ο μηχανισμός αυτός, που τόσο εξελιγμένο δεν θα τον βρίσκαμε σε κανένα άλλο ον της φύσης, σταματάει τις ανάγκες και τις λαχτάρες πριν αναδυθούν στην επιφάνεια και τις σπρώχνει με βία προς το εσωτερικό του σώματός του. Αν πάει να ξεφύγει, για παράδειγμα, ένα χασμουρητό, την ώρα που παρακολουθεί κάποιο σεμινάριο, δε θα προλάβει καν να σχηματιστεί στη στοματική του κοιλότητα, αλλά θα φρενάρει πίσω από τη μύτη.
Το ίδιο συμβαίνει και με τα ρεψίματα, τις εντερικές εκκενώσεις και τις ερωτικές εξομολογήσεις. Ο Πάρης Π. Παργής παίρνει τους τελευταίους έξι μήνες αντικαταθλιπτικά και κάνει εδώ και ενάμιση χρόνο εντατική ψυχοθεραπεία. Συνήθως, η αίσθηση που έχει στο τέλος κάθε μέρας είναι πως η ζωή είναι επικίνδυνη κι αυτός είναι ένα μεγάλο μπαλόνι σε σχήμα χρυσόψαρου που ή θα σκάσει με πάταγο ή θα ξεφουσκώσει διακριτικά.
Μέσα σε όλα του τα μεγάλα προβλήματα, όπως τη δυσκοιλιότητα, την γαστροοισοφαγική παλινδρόμηση, τα συμπλέγματα, τις διαταραχές άγχους, τις επίμονες ημικρανίες, έχει κι έναν γάτο ταρταρούγα, τον Μάρβιν, που τους τελευταίους μήνες δείχνει να έχει αναπτύξει κάποιου είδους συναισθηματική αλλεργία στην άμμο του.
Τα ξημερώματα της 31ης του Οκτώβρη του 2022 ο Πάρης σηκώνεται -ξυπόλητος- από το κρεβάτι του για να πιει νερό, χωρίς πρώτα να ανάψει τα φώτα. Στο δρόμο του για το ψυγείο γλιστράει για πολλοστή φορά σε μια μικρή λιμνούλα ούρων, που εκτός των άλλων μυρίζουν σα μασχάλη μετά από μαραθώνιο και προσγειώνεται με την πλάτη στο πάτωμα. Ετοιμάζεται να βρίσει, αλλά καλά εκπαιδευμένος όπως είναι, η βρισιά ξεκινάει μεν φουριόζα από τους νευρώνες του εγκεφάλου του, σκάει δε μ’ ένα μικρό παφ στο εσωτερικό μέρος του δόξα πατρί του.
«Ζώο είναι, δεν καταλαβαίνει», επιλέγει να σκεφτεί.
Όρθιος στον πάγκο της κουζίνας, βάζει για λίγο μια πετσέτα με πάγο στο φρέσκο καρούμπαλο στην κορυφή του κεφαλιού του, έπειτα καθαρίζει τα πλακάκια της κουζίνας, παίρνει το ατίθασο αιλουροειδές στα χέρια του και επιστρέφουν παρέα στο κρεβάτι τους. Παραδόξως, μία από τις ανάγκες του Πάρη Π. Παργή που ξεφεύγει από τον εσωτερικό μηχανισμό καταπίεσης είναι η ανάγκη για αγάπη τις νυχτερινές ώρες κι αφού σύντροφος δεν υπάρχει, το γλυκό γουργουρητό του Μάρβιν που κοιμάται πάντα δίπλα του, πιστός, τον οδηγεί από το χέρι στη νιρβάνα.
Την Τρίτη 1η Νοέμβρη του 2022 ο Πάρης Π. Παργής γυρνάει από τη δουλειά του φορτωμένος ψώνια, ανάμεσα σε αυτά και πέλετ για γάτες. Τρίτη δοκιμή αλλαγής στην τουαλέτα του μικρού τετράποδου. Βγάζει τα παπούτσια του που τον στενεύουν φρικτά (ναι, φοράει κι αυτός παπούτσια ένα νούμερο μικρότερα, για να αισθάνεται στο τέλος κάθε μέρας την οργασμική σχεδόν απόλαυση να τα βγάζει, μιας και είναι ελάχιστες, κι όταν λέω ελάχιστες εννοώ σχεδόν μηδενικές, οι απολαύσεις που έχει στη ζωή του ή τουλάχιστον αυτές που μπορεί να αναγνωρίσει ως τέτοιες).
Πριν προλάβει να καλοβολευτεί, βλέπει έναν μεγάλο λεκέ στο κέντρο ακριβώς του λευκού χαλιού Ικέα που έχει αγοραστεί προ εβδομάδας (Το είχε δει στο σπίτι μιας συναδέλφου και για ένα χρόνο δεν μπορούσε να το βγάλει από το μυαλό του). Πάνω του δεσπόζουν πια ρουκέτες εμετού, με τις κροκέτες σολομού σχεδόν ατόφιες.
Ένα ζεστό κύμα θυμού, σαν να κάνει ντουζ από μέσα προς τα έξω, τον πλημμυρίζει ως τις πατούσες. Αφήνει τις τσάντες του σούπερ μάρκετ να πέσουν κάτω. Τα ψώνια σκορπίζονται. Ένας απείθαρχος πολτός ντομάτας, μάλλον τρύπιος από τα γεννοφάσκια του, αφήνει έναν δεύτερο, πιο ευφάνταστο, λεκέ στο χαλί.
Το προφανές θα ήταν να σκεφτεί ότι μοιάζει με αίμα και όλη η σκηνή με φονικό, αλλά όπως είπαμε, ο μηχανισμός του Πάρη Π. Παργή, το αυστηρό υπερεγώ του που θα έλεγε η θεραπεύτριά του, δεν του το επιτρέπει για κανένα λόγο. Μαζεύει τα πράγματα, τα τοποθετεί με ευλάβεια στα ντουλάπια, καθαρίζει για μισή ώρα με ό,τι τρόπο μπορεί τις ρουκέτες, αλλάζει το περιεχόμενο της αμμοδόχου και κάθεται εξαντλημένος να φάει το φαγητό του. Έχει κρυώσει πια. «Δεν πειράζει» επιλέγει να σκεφτεί. Ο λεκές στο χαλί δεν έχει φύγει εντελώς.
~~
Το επόμενο βράδυ, ο Πάρης Π. Παργής έχει βγει για μπίρες με τους συναδέρφους από τη δουλειά. Η κοπέλα στο σπίτι της οποίας είχε πρωτοδεί το χαλί, έχει φέρει μαζί της και τον αρραβωνιαστικό της αλλά και μια φίλη της, τη Ρέα. Κοκκινομάλλα, ζουμερή σα κομπόστα ροδάκινο, με μικρές ελιές στο λαιμό και πάνω από τα θαμνάκια των φρυδιών της. Η φωνή της έχει μεγαλύτερη επίδραση στην ψυχολογία του Πάρη από όλα τα χάπια του κόσμου μαζί. Του μιλάει γλυκά και μαλακώνει τον πηλό στο κεφάλι του, σκληραίνοντας ταυτόχρονα κάποια άλλα υλικά.
Μέσα από μία σειρά τυχαίων γεγονότων της βραδιάς, που δε θέλω να αναφέρω, γιατί σέβομαι τον ορίζοντα αναμονής των αναγνωστών μου, καταλήγουν να γυρνάνε στο σπίτι του. Η Ρέα τυχαίνει να φοράει ένα δικτυωτό καλσόν που τη στενεύει και ανυπομονεί να το βγάλει. Δε θα χρειαστούν λοιπόν προκαταρκτικά ούτε κι επιχειρήματα. Όντως η Ρέα, πιο πρόθυμη κι από μελισσούλα την άνοιξη τον φιλάει πρώτη – τι ωραίο το πρώτο φιλί ανάμεσα σε δυο αγνώστους, αν λειτουργεί σωστά- και δεν αργούν να μεταφερθούν μαζί με το μπαλαμούτιασμά τους στην κρεβατοκάμαρα.
Ο Πάρης έχει ελάχιστες σεξουαλικές εμπειρίες και το άγχος του τώρα χτυπάει κόκκινο. Παίρνει την απόφαση να φορέσει μια προσωπικότητα Δον Ζουάν και η ακατανίκητη παρόρμησή του να σπρώξει την παρτενέρ του με όλη του τη δύναμη πάνω στο κρεβάτι, περνάει παραδόξως τον κλοιό του εσωτερικού μηχανισμού. Μια μικρή τσιρίδα ξυπνάει τους γείτονες στις 3.32 πρώτα λεπτά, γιατί φυσικά ο Μάρβιν έχει ξεφορτώσει νωρίτερα μια γερή ποσότητα κοπράνων -όχι καλοσχηματισμένων- πάνω στο φιστικί κάλυμμα του κρεβατιού.
Οι κόρες στα μάτια του Πάρη διαστέλλονται. Χίλια μικρά στρατιωτάκια, με τα ακόντια σηκωμένα και άκαμπτα (είχαν ετοιμαστεί για άλλου είδους μάχη), αρχίζουν στα μηνίγγια του τις ιαχές του πολέμου. Ο μηχανισμός τα παίζει, λαμπάκια έκτακτης ανάγκης αναβοσβήνουν, το ρεύμα έχει πέσει, οι αντιστάσεις κάηκαν και όλα μαζί οδηγούν σ’ ένα πανδαιμόνιο στο μικρό διαμέρισμα της οδού Βόδα.
Η Ρέα, γυμνή και λερωμένη σ’ όλη την πλάτη και τα οπίσθια, κλαίει τσιριχτά και βρίζει σαν οπαδός του Ολυμπιακού που έχασε πέναλντι στο 90. Ο Πάρης χαστουκίζει το δεξί του μάγουλο με το δεξί του χέρι, κλωτσάει τη Ρέα στο καλάμι και τινάζει τα μέλη του χωρίς κανέναν έλεγχο. Ουρλιάζει σε μια ακαταλαβίστικη διάλεκτο με πολλά φωνήεντα, όπως αυτή που μιλάνε άψογα όσοι καίγονται από γουασάμπι και προσπαθούν να δροσίσουν μάταια τον ουρανίσκο τους.
Ορμάει στο σαλόνι, όπου ο χοντρός γάτος έχει τεντώσει τα αυτιά του, κοκκαλωμένος πάνω στον καναπέ. Τον σβερκώνει με δύναμη και τον βγάζει στο μπαλκόνι. Τώρα τον έχει στον αέρα, έξω από τα κάγκελα, και απειλεί σε άθλια ελληνικά ότι θα τον ρίξει στο δρόμο από τον πέμπτο όροφο, ότι δεν το νοιάζει που είναι εφτάψυχος και επαναλαμβάνει συνέχεια «τι γάτος είσαι εσύ άχρηστος που ούτε αυτό δεν μπορείς να κάνεις να χέσεις σαν γάτος κανονικός στο χώρο χεσίματος που σου αναλογεί». Τα πρώτα ίσως δάκρυα της ενήλικης ζωής του, ξεφεύγουν από τα μάτια του με ορμή και όλο το σώμα του τρέμει. «Βγάζω νερό. Χάλασα.» σκέφτεται αυθόρμητα.
Τότε, βλέπει τα ματάκια του ζώου που έχουν γουρλώσει από το φόβο. Το μικρό γατί, απόλυτα ανήμπορο, εντελώς άκακο και με σοβαρά προβλήματα αδιάγνωστης ακόμα ουρολοίμωξης, υποφέρει σιωπηλά. Στον τρόπο του ο Πάρης αναγνωρίζει κάτι από τον εαυτό του. Η Ρέα πίσω του τον κοιτάει να στέκεται με το σώβρακο και ένα πανωσέντονο τυλιγμένο ακόμα γύρω απ’ το σώμα του. «Δεν πας καλά», ψελλίζει.
Ο Πάρης αφήνει τον γάτο μαλακά στα πλακάκια του μπαλκονιού, ρίχνει ένα άψυχο βλέμμα στην επισκέπτρια, της ζητάει «συγγνώμη γι’ αυτό» κι ύστερα καβαλάει το κάγκελο και δίνει ώθηση στο σώμα του που είναι γεμάτο κόμπους, λαχτάρες και τραύματα, να πετάξει στο δροσερό αέρα του φθινοπώρου. Το σεντόνι ανεμίζει για λίγο μέσα στο σκοτάδι αλλά η πτήση αποτυγχάνει. Ο γδούπος του σώματος του Πάρη στο κράσπεδο δεν μπορεί να φιλτραριστεί από κανέναν εσωτερικό μηχανισμό. Οι γείτονες βγαίνουν στα μπαλκόνια.
Ο Μάρβιν έχει κρυφτεί κάτω από τον καναπέ – είναι κι αυτός ένας μηχανισμός αυτοσυντήρησης.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Το διήγημα έγραψε η Στεργιάνα Τζέγκα, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής.
Η φωτογραφία είναι του Philippe Halsman (κι ο εικονιζόμενος με τις γάτες είναι ο Σαλβαντόρ Νταλί).