Η ανάποδη πλευρά της παλάμης -Στεργιάνα Τζέγκα

0
277

Αυτή η εικόνα δεν έχει ιδιότητα alt. Το όνομα του αρχείου είναι RJ00KVGA6V-1.jpg

Kαι γεννιέσαι. Και δεν καταλαβαίνεις γιατί κανείς δε σε καταλαβαίνει. Και μεγαλώνεις στραβωμένος με τον αδερφό που προηγείται σε όλα και σου τη σπάνε τα ξαδέρφια που είναι μικρά και άτολμα και δε φτάνουν στο μονόζυγο να ανεβείτε μαζί να αγναντέψετε τις τέσσερις γωνίες του πάρκου και βρίζεις τα χοντρά μουστάκια του μπαμπά που τσιμπάνε σαν αχινοί όταν σε φιλάει -μια στο τόσο- και καίγεσαι από το σίδερο της μαμάς που αχνίζει και κάποιος πάντα σου αστράφτει ένα σκαμπίλι με την ανάποδη πλευρά της παλάμης.

Ποιος θα σου εξηγήσει τους άγραφους νόμους εσένα;  Κλείνεσαι σα στρείδι που τρόμαξε. Ύστερα, κάποτε -ακόμα παιδί- βρίσκεις τη μουσική και ψηλώνεις μέσα της κι οι νότες γίνονται η σπονδυλική σου στήλη. Τα κορίτσια στο σχολείο σε μαθαίνουν, κοκκινίζουν τα μάγουλά τους και σφίγγουν τα σταυροπόδια τους όταν τις κοιτάς. Σε μαθαίνω κι εγώ και σ’ ερωτεύομαι πιο σωστά και πιο πετυχημένα από τις άλλες. Σε μερικά χρόνια θα περπατάς και θα ξέρουν όλοι ποιος είσαι και τι τραγούδι σκέφτεσαι να γράψεις και τι μάρκα τσιγάρα καπνίζεις και θα ´σαι τόσο μα τόσο ροκ.

~

Το Χριστουγεννιάτικο δέντρο στο σαλόνι γυαλίζει. Κιτς γιρλάντες και σου έχω ψήσει μέχρι και πιτάκια σολομού. Ο Τζώρτζης, που σε μανατζάρει τελευταία, παίρνει τηλέφωνο ότι θα αργήσει γιατί το δείπνο κράτησε πολύ με την άλλη. Θυμώνεις πάλι. Καθρεφτίζεσαι σε μια κόκκινη μπάλα που κρέμεται και το παραμορφωμένο σου είδωλο μας τρομάζει και τους δύο. Σου ανάβω τα λαμπάκια. Σου τη σπάω που είμαι μικρή και άτολμη και δε φτάνω να ανεβώ στο ταβάνι να κοιτάξουμε από ψηλά τις τέσσερις γωνίες του σπιτιού μας και για πρώτη φορά η ανάποδη της παλάμης σου προσγειώνεται στο ροζ μάγουλό μου. Σε λατρεύω, σε λατρεύω, σε λατρεύω. Θα ακολουθήσουν κι άλλες φορές.

Και χωρίζουμε. Μαθαίνω από τα περιοδικά για τα κορίτσια σου και κρατάω σκορ σ’ ένα μεγάλο φελλοπίνακα στο μπάνιο. Η ζήλεια λιώνει τις αρτηρίες μου και κλαίω πάνω απ’ τα κορν φλέικς κάθε πρωί. Μπαίνω στο αμάξι ή σε κάποιο ταξί και σ’ ακούω πάντα απ’ τα ξεχαρβαλωμένα ηχεία και θέλω να πω στον οδηγό, που βουτάει κάθε τρεις και λίγο τη δεξιά του χούφτα σε μια σακούλα δρακουλίνια στη θέση του συνοδηγού, ν’ αλλάξει σταθμό γιατί δεν αντέχω, αλλά δεν το κάνω. Τελικά, μάλλον, ευχαριστιέμαι τον πόνο (κι εμένα μου άστραφτε πάντα κάποιος ένα σκαμπίλι όταν ήμουν μικρή).

Κι ύστερα στο απόγειό σου θα σε πάρει η κατρακύλα γιατί ποιος μπορεί να αντέξει την ευτυχία; Κρίσεις πανικού στη σκηνή. Ιδρωμένες παλάμες, κομμένη φωνή, κανένα συμβόλαιο πια, μόνο από το ίντερνετ και σε λίγο ούτε κι αυτό. Οι σκέψεις στέρεψαν. Κι άμα σε ξεχάσουνε; Κανείς δε σε ξεχνάει, σε περιμένουν, όλοι περιμένουν εσένα, κρατάνε σχεδόν την αναπνοή τους. Εγώ να δεις. Α, η δική μου αναμονή είναι η χειρότερη, είναι η καλύτερη.

Θα ανοίξεις για πρώτη φορά το μικρόφωνο μετά από πέντε χρόνια σιωπής. Χιλιάδες κεφάλια στο γήπεδο. Μυαλουδάκια ξεχυμένα, χωρίς φρένα, ουρλιάζουν, μα δεν ακούς κι αν ακούς τι να καταλάβεις. Έχεις παραλύσει πάλι, όπως τότε, και το αίμα σου σφυροκοπάει και η πέτρα στο στήθος είναι ασήκωτη, αλλά έχεις αναπτύξει πια την ψυχραιμία που σου έλειπε όταν ήμασταν μαζί και στο κάτω κάτω τώρα είναι «ή τώρα ή ποτέ».

«Όλα εντάξει», λες στον εαυτό σου που σε κοιτάει όμορφος μέσα από τον καθρέφτη στο μπουρδελιάρικο καμαρίνι σου. Κι εγώ είμαι από κάτω, πρώτη γραμμή, αγκαλιάζω το κάγκελο, το γλείφω, το δαγκώνω, το καταπίνω, περιμένω τη στιγμή που θα με δεις, περιμένω να σε δω να μου τραγουδάς. Τους νιώθω όλους, μια μάζα ανθρώπων να με σκουντάει από πίσω προς τα εσένα που δεν έχεις βγει ακόμα. Φωτοβολίδες, κλάματα, κινητά έτοιμα να πατήσουν το rec, παράνομα χωμένα μπουκάλια μέσα στα μπλουζάκια των κοριτσιών και στις κοιλιές τους κι οι σεκιούριτι σταμάτησαν να προσπαθούν να μας σταματήσουν. Διψάμε. Με σπρώχνουν κανονικά σου λέω και βάζω τον αγκώνα μου κόντρα κι η συναυλία θα άρχιζε στις 9 κι έχει πάει 10 κι εγώ έχω στηθεί εδώ απ’ τις 11 το πρωί. Βγες! Βγες!

Και βγαίνεις στο φως της σκηνής και σείεται συθέμελα ο κόσμος. Και σε βλέπω να λάμπεις, το μέτωπό σου είναι ήδη ιδρωμένο, μήπως σου ‘ρχεται να ξεράσεις; Πάνω μου έλα να ξεράσεις, πάνω στα μαλλιά μου ρίξε τα υγρά σου, το μυαλό σου, τους στίχους σου, τις νότες σου, τη χολή σου, τα σωθικά σου. Ψηλά το φεγγάρι. Ξαφνικά σιωπή. Μέσα της ακούγεται η πρώτη νότα και τα μεγάφωνα παίρνουν φωτιά μ’ αυτήν την εισαγωγή που την ξέρουμε απ’ έξω, που τη θυμόμαστε καλύτερα κι απ’ τη φωνή της μάνας μας και μιλάς στο μικρόφωνο και λες «Καλησπέρα», σχεδόν ντροπαλά.

Κι ύστερα ανοίγεις καλά καλά το στόμα σου και βγαίνουν από μέσα όλα τα τρελά πλάσματα του κόσμου. Φάλαινες που παίζουν μποξ, φωτάκια και πυγολαμπίδες, ένα πιάνο με ουρά μαζί με τον πιανίστα του και το σκαμπό και τις παρτιτούρες, μια πολυθρόνα ξεχαρβαλωμένη που έχει γυρίσει τον κόσμο, μια θάλασσα μαζί με τους πειρατές της, μικρά ψάρια που ενάντια στους νόμους της φύσης τρώνε τα μεγάλα κι ατόφια λάβα ηφαιστείου μαζί με τρεις ορειβάτες που δεν πρόλαβαν να τρέξουν αρκετά γρήγορα. Μέσα από το λαρύγγι σου βγαίνουν οι φωνές χιλιάδων ανθρώπων που σιώπησαν κι αυτοί στα χρόνια της απουσίας σου κι η φωνή σου κι οι φωνές των μουγγών κι η δικιά μου τραγουδάνε τώρα μαζί. Μπροστά στα πόδια σου ένα χαλί ψυχών, ένα όργιο αγγέλων, ένα τέρας με χίλια κεφάλια και δυο χιλιάδες παλάμες με δυο πλευρές η κάθε μία – μία για να χαϊδεύει και μία για να χτυπάει- που θέλουν να σ’ αρπάξουν, να σε κατασπαράξουν, κι εγώ πρώτη απ´ όλους που δικαιωματικά μου ανήκεις.

Μου ανήκει ο λαιμός σου και το στόμα σου που κάποτε το είχα μαζί μου στα νησιά και στις πόλεις και μ’ έσκιζε μ’ όσα έλεγε και με όσα φιλούσε. Δικαιωματικά είσαι δικός μου, έχω τον γιο σου φυλαγμένο σ’ ένα κουτάκι στο σπίτι, τον προσέχει για απόψε η Μαίρη -τη θυμάσαι τη Μαίρη;- εμένα με θυμάσαι; Τον γιο σου τον θυμάσαι; Θυμάσαι το μηχανάκι μας, το καπέλο μου που το πήρε ο αέρας γιατί έτρεχες σα δαιμονισμένος; Θυμάσαι τα χάπια μου που τα πέταξες στο νιπτήρα της κουζίνας για να με πείσεις ότι δεν τα χρειάζομαι κι εγώ έπαθα πανικό κι έτρεμα κι εσύ γελούσες; Για μένα πάντα κρύος, απόμακρος αλλά να καις και να δίνεσαι σ’ ένα σωρό άγνωστο κόσμο μπροστά στους προβολείς.

Και περνάει η ώρα, έχεις απομακρυνθεί απ’ το μικρόφωνο, έχεις αφήσει την κιθάρα στο σταντ κι έχει αναλάβει η μπάντα κι έρχεσαι στην άκρη της σκηνής, οι μισές σου πατούσες απ’ έξω -κοιτάξτε εδώ έναν ακροβάτη, από μια τρίχα στηρίζεται! Και δε μ’ έχεις δει ακόμα κι ανοίγεις τα χέρια διάπλατα σαν να ‘χεις ανέβει στην κορυφή του Έβερεστ κι αρχίζεις να πέφτεις προς τα εμάς κι όση ώρα πέφτεις -που δεν μπορεί να είναι και τόση πολλή- εγώ παρατηρώ ξανά από κοντά μετά από χρόνια τα μάτια σου και τα δόντια σου που μου άφηναν σημάδια στο σβέρκο και στα μπράτσα και στην φουσκωμένη κοιλιά που φυλούσε τον μικρό που τώρα είναι σ’ ένα κουτάκι στο σπίτι κι έχει ένα πρόσωπο που μοιάζει στο δικό σου αλλά είναι αθώο κι εγώ δεν μπορώ να του φερθώ σαν να ναι αθώος μόνο και μόνο επειδή σου μοιάζει. Και όσο τα σκέφτομαι αυτά εσύ πέφτεις και δεν έχεις ιδέα και μια στιγμή -μια στιγμή μόνο- πριν προσγειωθείς στα σηκωμένα χέρια μας βγάζω από την τσέπη μου ένα γυαλί, κόκκινο, αιχμηρό, πανέμορφο -κι αυτό σου μοιάζει, κοίτα να δεις που όλα τα επικίνδυνα πράγματα σου μοιάζουν- και τότε μόνο με βλέπεις, με βλέπεις την ώρα που πέφτεις και το πρόσωπό σου γίνεται άσπρο σαν πανί, σαν μαντήλι απ’ αυτά που κουνούσαν κάποτε στις αποβάθρες οι μανάδες των στρατιωτών πριν τους στείλουν να σκοτωθούνε κι αφού έχεις αφήσει το βάρος σου μπροστά τίποτα δεν μπορεί να το τραβήξει πίσω στην ασφάλεια της σκηνής, στο κάδρο της κάμερας. Έχεις το βλέμμα σου καρφωμένο σ’ εμένα και φοβάσαι -πόσο το χαίρομαι που φοβάσαι- και σηκώνω πανηγυρικά το γυαλί και σου το μπήγω με τη δύναμη μιας στρατιάς πληγωμένων για μία και μοναδική φορά στο στήθος, εκεί που κανονικά θα έπρεπε να είναι η καρδιά σου.

Το μικρό παιδί με το αθώο πρόσωπο θα κλαίει τώρα κι η Μαίρη θα δυσκολεύεται γιατί της έχω απαγορέψει να το βγάλει έξω από το κουτάκι μα αυτή τελικά θα το βγάλει γιατί άλλα της μάθαν στη σχολή κι αυτή είχε έναν πολύ γλυκό μπαμπά και τώρα έχει κι ένα πολύ καλό αγόρι που τη σκεπάζει τα βράδια με μια κουβερτούλα -λίγο τρύπια-. Ναι, είναι σημαντικό να σε σκεπάζει κάποιος όταν σε παίρνει ο ύπνος στον καναπέ, ακόμα κι αν είναι λίγο τρύπια η κουβέρτα.

Εγώ ανασαίνω κι εσύ στάζεις αίματα. Μπορεί να ζητάς βοήθεια αλλά κανείς δε σ’ ακούει, κανείς δεν παίρνει χαμπάρι, το όργιο των αγγέλων μαίνεται κανονικά κι εσύ πεθαίνεις και το σχεδόν νεκρό σου σώμα κόβει βόλτες πάνω από όλα τα κεφάλια ενώ οι κιθάρες παίζουν μάλλον το τελευταίο τραγούδι. Όσο η νεκρική πομπή συνεχίζεται, εγώ αφήνω το κάγκελο και παραχωρώ τη θέση μου σε κάποια άλλη και φεύγω.

Παίρνω μια παγωμένη μπίρα από το κιόσκι και βγαίνω εκτός του συναυλιακού χώρου, χαμογελώντας θαρραλέα στους σεκιουριτάδες. Μπαίνω σε ένα ταξί που δεν έχει ραδιόφωνο και γυρνάω στο σπίτι. Βγάζω τα παπούτσια στην είσοδο. Η Μαίρη κοιμάται στον καναπέ. Τη σκεπάζω ενώ αναρωτιέμαι αν τώρα που σε κέρδισα θα καταφέρω ίσως και να σε συγχωρέσω.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Το διήγημα έγραψε η Στεργιάνα Τζέγκα, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής