Μονορούφι road trip από το Σιου Φολς στο Σιάτλ, με το σαράβαλο του παππού μου. Τέλη Οκτώβρη κι είμαστε ακόμα 21 ώρες μακριά απ’ την κωλόπολη. Έχω βαρεθεί ήδη. Εγώ δεν έχω δίπλωμα. Κάθομαι στο πίσω κάθισμα για να φοβάμαι λιγότερο τον θάνατο από τροχαίο και τα γόνατά μου φτάνουν στο ύψος που πρέπει να βρίσκεται η τρυπούλα της Έλεν. Οι ξανθιές της μπούκλες κουνιούνται δεξιά – αριστερά, όσο συζητάμε αρπαγμένοι. Μακριά μαλλιά για τράβηγμα, σημειώνω στην άκρη του μυαλού μου για να τα εντάξω στο παιχνίδι την επόμενη φορά.
«Ναι, αλλά εγώ δεν έχω καμία όρεξη να γνωρίσω τη μάνα σου.» της λέω. «Δεν με έχουν ξετρελάνει ως τώρα οι περιγραφές σου γι’ αυτήν.»
Στραβώνει ξανά, αλλά αποφασίζει πως δεν έχει αντοχή για άλλες συγκρούσεις.
«Εντάξει» λέει, με προσποιητή χαλαρότητα, «μπορείς να μείνεις, αν θέλεις, σε κανένα ξενοδοχείο. Εγώ όμως πρέπει να ‘μαι σπίτι». Κι ύστερα μένει για λίγο ο καθένας μόνος του, με τις σκέψεις του. Τα γνωστά.
Πίσσα σκοτάδι γύρω απ’ τον αυτοκινητόδρομο Ι-90. Μπροστά από τα μάτια μου περνάνε μόνο κλειστά κινέζικα πολυκαταστήματα και βενζινάδικα της κακιάς ώρας. Οι υαλοκαθαριστήρες τρίζουν πάνω στα τζάμια, ρυθμικά, και η βροχή πέφτει λυσσασμένη στα παράθυρά μας και στα δέντρα. Οι ταμπέλες των κολλεγίων στέκουν περήφανες στις άκρες του δρόμου, σαν να με κοροϊδεύουν που δεν κατάφερα να μάθω ούτε λίγο πιάνο, πόσο μάλλον να πάρω πτυχίο σε κάτι. Έχει βάλει πάλι αυτήν τη μαλακισμένη εκπομπή με τα εγκλήματα.
«Βάλε μουσική. Έχει ένα μήνα που την έφαγαν την κοπέλα, ακόμα μ’ αυτό θα ασχολούμαστε;»
«Αφού δεν εξιχνιάστηκε η φάση», μου λέει με τσατίλα.
«Σε ποιο ξενοδοχείο έγινε;»
«Τι σε νοιάζει; Εκεί θα πας να μείνεις;»
Ναι ρε, εκεί θα πάω να μείνω, σκέφτομαι. Θα ζητήσω το δωμάτιό της και θα βγάλω όλο το βράδυ πεσμένος στα τέσσερα να ψάχνω κόκκινες τρίχες και ίχνη από αίμα στις μοκέτες. Επιτέλους η προοπτική του Σιάτλ απέκτησε κάποιο ενδιαφέρον.
Βασικά βιαζόμαστε. Θα ζήσει-δε θα ζήσει ο πατέρας της. Η κοιλιά μου πονάει απ’ τα πατατάκια και τα χαλασμένα σάντουιτς των τελευταίων ημερών. Τη βλέπω να κοιτάει κάθε τόσο τον εαυτό της στο μικρό καθρεφτάκι λες και θέλει να σιγουρευτεί πως είναι αυτή η ίδια που οδηγεί κι όχι κάποια άλλη.
«Θα σκοτωθούμε. Κοίτα μπροστά σου». Όταν αγχώνομαι γίνομαι μεγάλος μαλάκας.
«…να μας διαφωτίσετε; Όλοι οι ακροατές αναρωτιούνται… 8 το πρωί είπατε; Καθαρίστριες δεν πέρασαν νωρίτερα; …στοιχεία δείχνουν πως η 21χρονη το συνήθιζε… κοιτάξτε να δείτε, στην κατάθεσή της είπε πως είχε μπλεξίματα με εμπόρους ναρκωτικών…» Ξεσφίγγω τη ζώνη μου. «Ήταν ένας άγγελος λένε… όχι, ήταν νηπιαγωγός…»
Σκέφτομαι την κοκκινομάλλα Ελέιν, από το Βανκούβερ, όπως την έχω δει τόσες φορές στις ειδήσεις, με την μπλε τήβεννο, χαμογελαστή στην αποφοίτησή της και το καβάλο μου φουσκώνει λιγάκι. Τι γκόμενα! Μια τέτοια θέλω κι εγώ να με περιμένει σπίτι τα βράδια.
Είσαι πολύ καλή μαζί μου, Έλεν. Δε θα έπρεπε. Είσαι και γλυκιά και καμιά δεν μου το δίνει καλύτερα από σένα. Ξέρω, δοκιμάζω τις αντοχές μου με διάφορες. Εντάξει, δεν τα περνάμε κι άσχημα.
Κάθε φορά που το ραδιόφωνο χάνει το σήμα κι ακούγεται αυτό το χρατς χρατς απ’ το υπερπέραν, νιώθω μια ανατριχίλα στο σβέρκο μου, σαν να μου ρίχνει κάποιος από πίσω τηλεπαθητικές κατάρες. Γυρνάω να κοιτάξω. Κανείς. Μοιάζει να είμαστε οι μόνοι που ταξιδεύουμε.
«Ο μπαμπάς μου έχει γερή κράση, τι να λέμε. Ήταν πολύ αθληταράς μικρός. Α, ρε μπαμπά». Η Έλεν απαντάει σε ερωτήσεις που δεν της έκανα ποτέ, για να γεμίσει τη σιωπή. «Ναι, ανησυχώ και για τη μικρή. Αυτός ο μαλάκας ο κυνηγός την κάνει ό,τι θέλει. Ότι τώρα, ας πούμε, η Τζες γουστάρει να πηγαίνει να σκοτώνει κουνέλια και ελάφια και να σέρνεται στα χορτάρια. Αποκλείεται σου λέω.»
«…κι ακόμα δεν υπάρχουν ύποπτοι… Το νεκρό σώμα της άτυχης κοπέλας που σύρθηκε από το ασανσέρ ως το δωμάτιο 315… Μπείτε τώρα στη σελίδα του σταθμού μας, κάντε like και πάρτε μέρος στο διαγωνισμό…»
Το ραδιόφωνο συνεχίζει με διακοπές, η βροχή χωρίς. Θα ήμασταν πολύ όμορφοι νεκροί εγώ με την Έλεν, νομίζω.
«Το σύρσιμο στα χορτάρια δε μου ακούγεται, πάντως, κακό για την αδερφή σου», λέω με χρονοκαθυστέρηση, «μάλλον της ταιριάζει γάντι». Μια αστραπή σκίζει με άνεση στα δύο το σκοτάδι, κάπου απροσδιόριστα κοντά μας.
Μια νταλίκα από το αντίθετο ρεύμα ξεφεύγει απ’ την πορεία της και μπαίνει με ταχύτητα στο δικό μας. Βλέπω το τεράστιο όχημα να έρχεται κατά πάνω μας και μαγκώνω τα δάχτυλά μου στη λαμαρίνα. Τα φώτα τυφλώνουν, η Έλεν γυρνάει απότομα το τιμόνι, μια κόρνα από πίσω μας, μια κολόνα μπροστά μας, δυο πασαλάκια καρφώνονται στην πόρτα του συνοδηγού κι έπειτα εξαφανίζονται όσο παρασυρόμαστε από τη φυγόκεντρο, νύχια γρατζουνάνε το λαιμό μου, ο ήχος από τζάμια που σπάνε κι ένα τσούξιμο στο αριστερό μου μπράτσο. Καπνός και μια φωνή που ουρλιάζει.
Ύστερα, ξαφνικά… σιωπή.
~
Ακούγονται μόνο οι αναπνοές μας. Είμαστε εντάξει; Είμαστε πολύ μακριά απ’ τον αυτοκινητόδρομο. Αφύσικα μακριά. «…διπλανά δωμάτια ανέφεραν πως λίγο πριν είχαν ακούσει..» Το σήμα φεύγει κι επιστρέφει ανάμεσα σε ροζ θορύβους. «…κι όταν τη βρήκαν ήταν ήδη πια παγωμένη».
Η Έλεν στρίβει ολόκληρο τον αυχένα της από τη θέση του οδηγού, γυρίζει πίσω και κοιτάζει προς τα εμένα. Δε με κοιτάζει, δεν εστιάζει στα μάτια μου, αλλά κάπου αλλού. Όλο της το πρόσωπο είναι γεμάτο αίματα, αλλά δεν έχει καμία συγκεκριμένη έκφραση.
«Είσαι καλά;» με ρωτάει και η φωνή της ακούγεται άψυχη. Σηκώνω το χέρι μου να πιάσω το μάγουλό της κι είναι πάγος. Το αίμα είναι ήδη ξερό. Η καρδιά μου προσπερνάει ένα χτύπο.
«Έχεις χτυπήσει πολύ», αρθρώνω με το ζόρι. Θα ήθελα να είναι ερώτηση, αλλά δεν κατάφερα να πάω εκεί που θα έπρεπε τη φωνή μου για να γίνει.
Δε νιώθω το σώμα μου. Η μόνη κίνηση που καταφέρνω να κάνω είναι να χαμηλώσω το βλέμμα μου. Το σώμα της είναι αλλιώτικο. Στέκεται άγαρμπα πάνω στο κάθισμα, σαν ξεχασμένη εκεί από καιρό. Τα πόδια της, απ’ τη βάση τους δείχνουν να ‘χουν γυρίσει ανάποδα, έτσι που αν περπατούσε στη λάσπη δε θα ήξερες απ’ τις πατημασιές αν πηγαίνει ή αν έρχεται. Στην κοιλιά της είναι καρφωμένη μια γυαλιστερή λαμαρίνα. Βλέπω αίμα, βλέπω υγρά. Τα όργανά της ανακατεμένα ξεχειλίζουν από μέσα της.
Στρίβει ελαφρά το κεφάλι στο πλάι και μου δείχνει κάτι στη θέση του συνοδηγού. Δε βλέπω μέσα σε τόση ομίχλη. Ανοίγει τα χείλια της αργά, σχηματίζοντας ένα χαμόγελο – το χαμόγελο ενός ανθρώπου που δεν έχει να χάσει τίποτα πια. Το εσωτερικό του αυτοκινήτου φωτίζεται από μια αστραπιαία λάμψη και βλέπω ακουμπισμένη εκεί, εκεί που θα έπρεπε να κάθομαι εγώ, μια τσαλακωμένη μπλε τήβεννο. Το τελευταίο πράγμα που προλαβαίνω να ξεχωρίσω είναι τα κοντά, κατακόκκινα μαλλιά της.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Το διήγημα έγραψε η Στεργιάνα Τζέγκα, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής.