“I hate love”
Στάνλεϊ Κιούμπρικ
~
2014
Αν δεν υπήρχε ο θάνατος, τότε η ζωή θα ήταν ανούσια, σαν μια αιώνια βόλτα στο καρουζέλ. Την απολαμβάνεις επειδή ξέρεις ότι θα τελειώσει.
~
1955
Ο καθηγητής του Ρόμπερτ Άλλεν Ζίμερμαν μιλάει με τον πατέρα του μαθητή.
“Ο γιός σας δεν τα παίρνει τα γράμματα”, του λέει. “Είναι… καλλιτεχνική φύση.”
“Καλλιτέχνης δεν είναι αυτός που ζωγραφίζει;” ρωτάει ο πατέρας.
Ο καθηγητής γελάει. “Ίσως θα ήταν καλύτερα να τον βάλετε στη δουλειά σας, γιατί δεν τον βλέπω να τα καταφέρνει σε τίποτα άλλο”.
Ο πατέρας του Ρόμπερτ είναι μπακάλης.
“Ο καλύτερος άνθρωπος”, θα πει πολλά χρόνια μετά ο Ρόμπερτ. “Αλλά ποτέ δεν με κατάλαβε.”
Αλίμονο στα παιδιά που είναι τόσο συμβατικά ώστε να μπορούν να τα καταλάβουν οι γονείς τους.
Ο Ζίμερμαν τέλειωσε το σχολείο, έμεινε ένα εξάμηνο στο πανεπιστήμιο και μετά πήρε την κιθάρα του και έφυγε, για να γίνει Ντίλαν.
~
1989
Φεύγουμε απ’ το χωριό. Πήραμε μαζί μας, ως την Πάτρα, τον θείο Αλέξη, το μαύρο πρόβατο της οικογένειας.
Στις αρχές του εβδομήντα, όταν ήταν είκοσι χρονών, του ‘τυχαν 100.000 δραχμές. Πολλά λεφτά τότε, αγόραζες μισό ταξί. Ο Αλέξης τα πήρε κι έφυγε. Πήγε στα Μάταλα, στην Ίω και μετά χάθηκε κάπου στη Γερμανία.
Εμφανίστηκε μετά από δέκα χρόνια, με καμμένο εγκέφαλο και διαλυμένο στομάχι. Δεν καταλάβαινε και πολλά. Μπήκε στο νοσοκομείο και του ‘κοψαν το μισό στομάχι.
“Γιατί;” ρώτησα εγώ, παιδί ακόμα.
“Έτρωγε πολλά τηγανιτά αυγά”, είπε ο πατέρας μου.
Έμεινε στο χωριό από τότε μέχρι το θάνατο του, καταθλιπτικός και αυτοκτονικός. Είχε μια κιθάρα, που δεν την άγγιζε πια. Την έπαιρνα εγώ κι ο αδελφός μου, μέχρι που τη διαλύσαμε.
Έτσι με μισό στομάχι, τον παίρνουμε μαζί μέχρι την Πάτρα, για να δει τον Ντίλαν στο γήπεδο της Παναχαϊκής.
“Ποιος είναι αυτός, ο Ντίλαν;” τον ρωτάω στο αυτοκίνητο.
Ο Αλέξης αργεί ν’ απαντήσει. Δεν του αρέσει να μιλάει.
“Ο Ντίλαν είναι τα νιάτα μου”, λέει τελικά, κοιτώντας έξω. Ένας άνθρωπος με μισό στομάχι. Και τραγουδάει κοιτώντας τον εαυτό του στο τζάμι:
“I ‘m a man of constant sorrow, i ve seen trouble all my days”.
~
1965, Newport Festival
Το κοινό περιμένει τον Μπομπ Ντίλαν, τον θρύλο της φολκ που από τα 22 του χρόνια έχει γράψει κάποια απ’ τα πιο σημαντικά τραγούδια διαμαρτυρίας, όπως το εμβληματικό “Blowin’ in the wind”.
Τον περιμένουν με την ακουστική του κιθάρα και τη φυσαρμόνικα, έτσι όπως τον έχουν συνηθίσει, με ρούχα που θα μπορούσε να φοράει και η γιαγιά του.
Ο Ντίλαν βγαίνει στη σκηνή με μαύρα δερμάτινα ρούχα, μαύρα γυαλιά και ψηλοτάκουνες μπότες. Ανοίγει τη θήκη της κιθάρας και βγάζει μια ηλεκτρική fender stratocaster.
Το κοινό τον γιουχάρει, τον αποκαλούν Ιούδα, αφού πρόδωσε τη φολκ μουσική.
Ο Ντίλαν συνεχίζει: “How does it feel – How does it feel – To be on your own?”
~
2014
Ανοίγω το φάκελο που μου έστειλε ο Πέτρος απ’ την Κέρκυρα. Βρίσκω δυο εισιτήρια για τη συναυλία του Ντίλαν στη Θεσσαλονίκη.
“Τα αγόρασα κάπως παρορμητικά”, γράφει ο Πέτρος. “Τελικά δεν μπορώ να έρθω. Πηγαίντε εσείς να δείτε τον γερο-Μπομπ”.
Το λέω στην Νέλλη. Εκείνη γελάει. Το γέλιο της με κάνει να τραγουδάω: “Ι want you, i want you, i want you, so bad”.
~
1960
Ο δεκαεννιάχρονος Ζίμερμαν φτάνει στη Νέα Υόρκη και παίζει μουσική, αρχικά σε πλατείες, μετά σε φολκ μπαρ του Γκρίνουιτς Βίλλατζ. Μένει σε σπίτια φίλων, τη βγάζει δύσκολα. Διαβάζει πολύ.
“Διάβασα Μακιαβέλι, Νίτσε και άλλους από τους μεγάλους”, γράφει στην αυτοβιογραφία του, “αλλά ο καλύτερος απ’ όλους ήταν ο Θουκυδίδης, ναι, ο Θουκυδίδης ήταν ο καλύτερος.”
Γνωρίζει την ποίηση του Ρεμπώ, του Έλιοτ, του Πάουντ, την πεζή ποίηση του Ντίλαν Τόμας. Ξεκινάει να γράφει επηρεασμένος από αυτούς.
And what did you hear, my blue-eyed son?
And what did you hear, my darling young one?
I heard the sound of a thunder that roared out a warnin’
I heard the roar of a wave that could drown the whole world
I heard one hundred drummers whose hands were a-blazin’
I heard ten thousand whisperin’ and nobody listenin’
I heard one person starve, I heard many people laughin’
Heard the song of a poet who died in the gutter
Heard the sound of a clown who cried in the alley
And it’s a hard, it’s a hard, it’s a hard, it’s a hard
And it’s a hard rain’s a-gonna fall.
Δύο χρόνια μετά η Κολούμπια του βγάζει τον πρώτο δίσκο.
~
2014
Ο Ντίλαν βγαίνει στη σκηνή, στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης. Τον κοιτάω και σκέφτομαι: “Αυτός ο άνθρωπος άλλαξε τη τη μουσική”.
Είναι σαν να βλέπεις τον Τσάρλι Τσάπλιν, ζωντανό, μπροστά σου. Ή τον Πικάσο. Ή τον T.S. Elliot.
Η ιστορία της μουσικής του δεύτερου μισού του 20ου αιώνα είναι εκεί, με πλατύγυρο καπέλο και στενό κουστούμι. Και τίποτα να μην έκανε, απλά να στεκόταν, σαν να βρισκόμασταν σε μουσείο, πάλι αρκετό θα ήταν. Αλλά αυτός τραγουδάει, παίζει με τη φυσαρμόνικα του, κάθεται στο πιάνο.
Δεν παίζει κανένα από τα παλιά του. Στο τέλος έρχεται μπροστά με την μπάντα του, υποκλίνονται στο κοινό και φεύγουν.
Στο λεωφορείο της επιστροφής ο κόσμος διαμαρτύρεται.
“Δεν είπε ούτε καλησπέρα”.
“Ούτε ένα ευχαριστώ.”
“Ούτε ένα γεια σου Θεσσαλονίκη”.
“Εμένα μου άρεσε ο τρόπος του, ήταν θεατρικός”, λέει η Νέλλη κι όλοι την κοιτάνε στραβά. “Έκανε μια παράσταση, έτσι την ήθελε.”
~
1989
“Πώς ήταν η συναυλία;” ρωτάω τον θείο όταν τον ξαναβλέπω.
“Άψογη”, μου λέει εκείνος. “Ο Ντίλαν έπαιξε όλα τα τραγούδια με πλάτη στο κοινό.”
Προσπαθώ να καταλάβω τι το ωραίο υπήρχε σ’ αυτό.
“Αυτός είναι ο Ντίλαν”, μου λέει ο θείος, “κάνει ό,τι θέλει, χωρίς να τον νοιάζει αν θα τον παρεξηγήσουν. Αν δεν γουστάρει κάτι το δείχνει και το κοινό ήταν ένα μάτσο χάλια.”
Ο Αλέξης γελάει και βήχει άγρια. Το ίδιο θα έκανε κι εκείνος αν έβγαινε στη σκηνή. Ήταν μισάνθρωπος ο Αλέξης, δεν προσπαθούσε να είναι αρεστός σε κανέναν. Γι’ αυτό και κανένας δεν του μιλούσε.
Λίγα χρόνια μετά πέθανε. Δυο-τρεις άνθρωποι πήγαν στην κηδεία του.
Αν ήξερα να παίζω κιθάρα τότε, θα του τραγουδούσα:
“There’s a long black cloud comin’ on down
I feel like I’m knockin’ on heaven’s door.”
~
1964
Οι Beatles συναντάνε τον Ντίλαν στην Νέα Υόρκη. Είναι πιο διάσημοι από το Χριστό, αλλά είναι ακόμα τα καλά παιδιά από το Λίβερπουλ. Ο Ντίλαν τους δίνει να δοκιμάσουν μαριχουάνα και τους εισάγει στην ποίηση. Τα Σκαθάρια γίνονται κάτι παραπάνω από ποπ είδωλα που τραγουδάνε “i wanna hold your hand”. Στήνουν τη χίπικη κουλτούρα με το Κίτρινο Υποβρύχιο τους και το Lucy in the Sky with Diamonds.
Είναι ο πόλεμος του Βιετνάμ, η εξέγερση των αφροαμερικάνων και των φοιτητών, ο Μάης του ’68, η Άνοιξη της Πράγας, το Γούντστοκ, τα Μάταλα, τα κοινόβια της Γερμανίας.
For the times they are a-changin’
~
2014
Μια μέρα μετά τη συναυλία παίρνουμε να δούμε το “I ‘m not there”, μια σπονδυλωτή και αλλοπρόσαλλη ταινία για τον Ντίλαν. Δεν είναι μια βιογραφία γραμμική και συγκινητική, όπως εκείνη του Γκάντι.
Είναι ένα γκροτέσκο κατασκεύασμα, γοητευτικό και παράδοξο. Ο σκηνοθέτης και σεναριογράφος Todd Haynes έδωσε με τον καλύτερο τρόπο τον ψυχισμό του Ντίλαν: Ένας αντισυμβατικός άνθρωπος, ύψος ένα κι εξήντα, με φωνή κόκορα και ψυχή γρύππα.
Ένα στρυφνό πλάσμα, διόλου προσηνής και καλοκάγαθος, που τη μία ήταν φολκ, την άλλη ροκ και την άλλη δόξαζε το Χριστό με τα τραγούδια του!
Δεν προσπαθούσε να είναι αρεστός. Το αντίθετο. Μόλις τον τοποθετούσαν σε κάποια κατηγορία εκείνος, σαν από εγγενή αποστροφή για τις κατηγορίες, έκανε κάτι διαφορετικό. Αντίθετα στο ρεύμα, μερικές φορές αυτοκαταστροφικός.
Αλλά τιμήθηκε για τους στίχους του και προτάθηκε για νόμπελ. Τα τραγούδια του είναι τα πιο διασκευασμένα, από το ’62 και μετά.
~
1976
Κάποιοι υποστηρίζουν ότι ο Ντίλαν έχει τελειώσει. Τότε εκείνος βγάζει το Desire, ένα άλμπουμ αριστουργηματικό, που ανάμεσα στα άλλα περιέχει τα “One more cup of coffee”, “Oh sister”,το “Sara” και το “Hurricane”.
Αυτό δεν είναι το τέλος, είναι η αρχή μιας καριέρας!
Here comes the story of the Hurricane
The man the authorities came to blame
For something that he never done
Put him in a prison cell but one time he could-a been
The champion of the world.
~
2003
Βρίσκομαι στο Jam Bar, στην Νάξο. Είμαστε έτοιμοι για τζαμάρισμα μεταξύ αγνώστων. Στα ντραμς κάθεται ένας Σέρβος, το μπάσο το κρατάει ένας Αθηναίος μεσήλικας και στην ηλεκτρική κιθάρα είναι ένας Αυστραλός. Εγώ έχω την ακουστική και το μικρόφωνο.
Δεν υπάρχει καιρός για πρόβες, αυτή είναι η μαγεία του τζαμαρίσματος.
“Τι θα παίξουμε;” ρωτάει ο Αθηναίος Μπελούσι.
“All along the watchtower”, τους λέω, “but like Hendrix did it”.
Ο Αυστραλός κιθαρίστας χαμογελάει και πατάει την παραμόρφωση.
Παίζουμε από Λα κι εγώ τραγουδάω στα ελληνικά: “Τα παίρνεις όλα πολύ στα σοβαρά, είπε ο παλιάτσος στο ληστή”.
~
1970
Ο Τζον Λέννον αφήνει τους Beatles και στον πρώτο του προσωπικό δίσκο περιλαμβάνει και το “God”, όπου ξορκίζει τον παλιό του εαυτό και όλα τα είδωλα. Ανάμεσα σε αυτά περιλαμβάνει και τον Ζίμερμαν.
I don’t believe in magic
I don’t believe in I-ching
I don’t believe in Bible
I don’t believe in Tarot
I don’t believe in Hitler
I don’t believe in Jesus
I don’t believe in Kennedy
I don’t believe in Buddha
I don’t believe in Mantra
I don’t believe in Gita
I don’t believe in Yoga
I don’t believe in Kings
I don’t believe in Elvis
I don’t believe in Zimmerman
I don’t believe in Beatles
I just believe in me, Yoko and me…and that’s reality
~
2014
Πρέπει να τελειώσω αυτό το κείμενο για τον Ντίλαν. Ως συνήθως είναι πολύ μεγάλο για διαδικτυακά δεδομένα. Αλλά δεν με νοιάζει αυτό. Πρέπει να το τελειώσω για να συνεχίσω με κάτι άλλο, κάτι διαφορετικό.
Οι μεγαλύτερες απειλές για κάθε καλλιτέχνη είναι οι μανιέρες και το χειροκρότημα. Αν ανακυκλώνεσαι και αν σε χειροκροτάνε είναι δύσκολο να αποτολμήσεις κάτι που θα δυσαρεστήσει τους χειροκροτητές.
Γι’ αυτό και είναι σπουδαίος ο Ντίλαν. Γιατί πήγε ενάντια στο κοινό του.
Ο καλλιτέχνης δεν είναι ποδοσφαιριστής. Δεν προσπαθεί να κερδίσει τον αγώνα. Χάνει και χάνεται μέσα σε αυτό που κάνει. Γιατί μόνο έτσι μπορείς να βρεις τον εαυτό σου, μόνο αν τον χάσεις.
Η βόλτα με το καρουζέλ διαρκεί λίγα χρόνια. Απόλαυσε ‘την, μην τη χαραμίσεις.