Πρώιμα Χριστούγεννα στην Κοιλάδα των Δακρύων

0
470

(Summer in the city)

Κάποιος μου είχε βάλει ένα μπαλάκι του γκολφ πίσω από τα μάτια. Ευτυχώς δεν ήταν του τένις. Δεν είχα άλλα συμπτώματα ασθένειας ούτε βήχα ούτε κατάρροια ούτε κούραση, τίποτα άλλο πέρα από αυτό το μπαλάκι.

Επειδή είμαι ασυνεπής με ό,τι δεν πιστεύω, έπιασα ένα στυλό και έκανα ένα σταυρό στη μέσα μεριά της μπλούζας μου. Έτσι διώχνεις το κακό μάτι. Όταν δεν πιστεύεις τίποτα μπορείς να πιστεύεις τα πάντα.

Έπειτα βγήκα να περπατήσω. Το περπάτημα κάνει καλό στην καρδιά και στο μυαλό -και δεν κοστίζει τίποτα. Ο άνθρωπος πρώτα μαθαίνει να περπατάει και μετά να μιλάει ή να παίζει γκολφ και να ρίχνει βόμβες. Αν τα πάρουμε με τη σειρά πρώτα μαθαίνει να χαμογελάει. Ή όχι;

Τι είναι το πρώτο πράγμα που κάνει ο άνθρωπος σαν έρχεται στον κόσμο μας; Κλαίει.

Αλλά κλαίει για να αναπνεύσει. Δεν είναι παράξενο;

                                                                              ~~{}~~

Παλιότερα, τότε που κάθε γέννα ήταν επισφαλής, τότε που ο ανήμπορος πατέρας περίμενε στο διπλανό δωμάτιο του σπιτιού καπνίζοντας σέρτικα τσιγάρα, τότε που δεν υπήρχαν κλινικές και γιατροί, αλλά μαμές, ξεδοντιασμένες και αρχαίες, τότε που οι γυναίκες σταύρωναν τα ρούχα τους, τότε που η Μοίρα-Ήρα-Παναγιά αποφάσιζε ποιος θα ζήσει, τότε το κλάμα του νεογέννητου ήταν αναγγελία ζωής.

Ο πατέρας (και τα άλλα παιδιά, αν υπήρχαν) άκουγαν τις φωνές της λεχώνας, τις προτροπές και τα μάγια της μαμής, το κρεβάτι που έτριζε, τα σκυλιά που αλυχτούσαν, άκουγαν τις κραυγές να φτάνουν στο κρεσέντο, αποκορύφωση ωδίνων, και μετά… Σιγή.

Ο πατέρας τέντωνε τα αυτιά του και έσφιγγε τις γροθιές του.

Ένα δευτερόλεπτο.

Δύο δευτερόλεπτα.

Τρία δευτερόλεπτα σιγής, σιγής ταυτόσημης με το θάνατο.

Και μετά η λύτρωση.

Το κλάμα, το κλάμα ενός νεογέννητου ανθρώπου. Η ζωή!

                                                          ~~{}~~

Ο άνθρωπος έρχεται κλαίγοντας στην Κοιλάδα των Δακρύων. Αυτό είναι το πρωταρχικό συναίσθημα, η λύπη, η απώλεια, η απώλεια του Παραδείσου. Και ο Χαμένος Παράδεισος δεν είναι τίποτα άλλο από τη μήτρα, από την ωκεάνια απόλαυση της υπέρτατης ασφάλειας.

Το χαμόγελο έρχεται μετά, το μαθαίνει ο άνθρωπος πριν μιλήσει, και δεν είναι τίποτα άλλο από ορμέμφυτο επιβίωσης: “Μιμούμαι αυτούς που βλέπω, για να τους πείσω να με συντηρήσουν, αφού τους μοιάζω”.

Σίγουρα ένα χαμογελαστό μωρό είχε περισσότερες πιθανότητες επιβίωσης από ένα απόμακρο και σκυθρωπό. Τα γονίδια του χαμόγελου διαδόθηκαν, όπως εκείνα της ουράς των παγονιών.

“Ό,τι είναι χρήσιμο για την επιβίωση και την αναπαραγωγή διαδίδεται.” Τάδε έφη Δαρβίνος.

                                                                   ~~{}~~

Και αφού κλάψει και τραφεί και χαμογελάσει ο άνθρωπος αρχίζει και να γελάει. Και όλοι το γνωρίζουν ότι ο άνθρωπος είναι το μόνο ζώο που γελάει, το μόνο ον που γελάει, αφού οι θεοί γνωρίζουν τα πάντα, οπότε δεν γελάνε.

Ο Χριστός έκλαψε όταν είχε τις στιγμές της αμφιβολίας του, εξοργίστηκε όταν βρήκε τους εμπόρους στον Ναό, αλλά ποτέ δεν γέλασε.

Οι Θεοί δεν γελάνε… Πόσο τους λυπάμαι.

                                                                  ~~{}~~

Πήρα το μπαλάκι του γκολφ και βγήκα στο δρόμο. Στρίβοντας προς την παραλία, από έναν δρόμο όπου τίποτα παράξενο δεν συνέβαινε, βρέθηκα μπροστά στα Χριστούγεννα, λες και είχα μπει μέσα σε ταινία του Τιμ Μπάρτον.

Μια είσοδος πολυκατοικίας ήταν στολισμένη με χριστουγεννιάτικο δέντρο και φωτάκια, καθώς και με μια μπότα του Άι- Βασίλη. Κι εκεί μπροστά στεκόταν ο Σκοτεινός Αδελφός του Santa Claus. Αδύνατος, με μαύρα ρούχα, δερμάτινο μακρύ παλτό και μαύρο σκούφο, μπότες Μάρτινς χωρίς κορδόνια και μαύρο παντελόνι. Απεριποίητο μαύρο γένι, μακριά λαδωμένα μαλλιά και καταχθόνιο βλέμμα.

Ο Άι-Βασίλης με κοιτούσε σαν να μου έλεγε: “Ξέρω τι δώρο θα σου φέρω για φέτος… Μια ματσέτα, για να σε κόψω σε μικρά κομμάτια”.

Ο εγκέφαλος κόλλησε, έβγαλε “κλεψύδρα”, για μια στιγμή, καθώς έκανε ανάλυση δεδομένων: “Είναι 25 Ιουλίου, όχι Δεκεμβρίου… Βλέπω Χριστουγεννιάτικα στολίδια… Δεν είναι Χριστούγεννα… Είναι καλοκαίρι. Είμαι στο βόρειο ημισφαίριο… Δεν είμαι τρελός… Αυτός ο τύπος με τα μαύρα με κοιτάζει;”

Τότε με σκουντήξανε, και πετάχτηκα τρομαγμένος. Ήταν μια κοπέλα.

“Μπορείτε να πάτε προς τα ‘κει, γιατί φαίνεστε;” μου είπε και μου έδειξε την άκρη του πεζοδρομίου, όπου στέκονταν δυο-τρεις άνθρωποι και κοιτούσαν.

Στην άλλη μεριά του δρόμου ήταν στημένη η κάμερα. Γύριζαν σκηνές για κάποια ταινία, σε έναν δρόμο όπου το σημαντικότερο που είχε συμβεί ως τότε ήταν ότι ένας περαστικός είχε πατήσει τα ευοίωνα περιττώματα κάποιου μεγάλου σκύλου.

“Γυρίζουμε σκηνή για τα Χριστούγεννα”, μου είπε η κοπέλα, “γι’ αυτό δεν πρέπει να φαίνονται άνθρωποι με κοντομάνικα.”

“Χαλάνε την ψευδαίσθηση”, σκέφτηκα. “Είναι όπως το Μουντιάλ… Γυρίζουμε μια σκηνή για την πλούσια λευκή Βραζιλία, γι’ αυτό δεν πρέπει να φαίνονται άνθρωποι μαύροι και φτωχοί.”

                                                                          ~~{}~~

Έμεινα για λίγο να παρακολουθήσω. Ο σκηνοθέτης καθόταν σε αναπηρική καρέκλα. Αναρωτήθηκα αν ήταν καρέκλα εκκεντρικότητας, η καρέκλα του σκηνοθέτη με ρόδες.

“Πάμε!” φώναξε ο σκηνοθέτης.

Ο Σκοτεινός Αδελφός του Σάντα στεκόταν στην είσοδο. Τον πλησίασε μια καλοντυμένη γυναίκα που κρατούσε από το χέρι ένα μικρό παιδί. Κοιταχτήκαν. Εκείνος σκυθρωπός. Η γυναίκα χαμογέλασε και του έδειξε με τα μάτια το παιδί, σαν να έλεγε “ο γιος σου είναι, Άι Βασίλη”. Μπήκε στην πολυκατοικία, ο Σκοτεινός την ακολούθησε και “ΣΤΟΠ!”

                                                                               ~~{}~~

Άφησα τα πρώιμα Χριστούγεννα πίσω μου και κατέβηκα στην παραλία. Κόσμος πολύς, αλλόθροος και μη, περπατούσε, έτρεχε, έκανε ποδήλατο, ρέμβαζε, πουλούσε, έπαιζε μουσική, φιλιόταν, γελούσε, έτρωγε καλαμπόκι και μαλλί της γριάς, μιλούσε.

Δίπλα μου περπατούσε ένας πατέρας. Είχε στο αναπηρικό καροτσάκι το γιό του και του μιλούσε. Το παιδί, δέκα-δώδεκα χρονών, δεν φαινόταν να καταλαβαίνει ή δεν μπορούσε να απαντήσει. Αλλά ο πατέρας συνέχεια του μιλούσε, του έλεγε μια ιστορία για τότε που ήταν παιδί κι εκείνος, στο χωριό.

“Εκεί να σ’ είχα”, έλεγε δυνατά. “Μπήκαμε στο χωράφι του Μανάγια και μαζέψαμε μια αγκαλιά καλαμπόκια ο καθένας. Μας παίρνει είδηση η γυναίκα του κι αρχίζει να φωνάζει: Κώστα! Τα καλαμπόκια! Που να μας πιάσει; Φύγαμε σφαίρα, διάολοι σωστοί. Ψήσαμε και φάγαμε μέχρι που πόνεσε η κοιλιά μας. Και μιλάμε για καλαμπόκια βούτυρο, όχι σαν αυτά… Εκεί να σ’ είχα.”

Μετά γέλασε δυνατά. Και μου φάνηκε ότι κάτι σαν χαμόγελο σχηματίστηκε στο πρόσωπο του παιδιού του.

                                                                        ~~{}~~

Συνέχισα να περπατώ και να παρατηρώ τα πρόσωπα, ίσως κάπως αδιάκριτα. Ένιωθα λες και περνούσε από μπροστά μου όλη η ανθρωπότητα, με κάθε σκέψη και κάθε συναίσθημα και κάθε πάθος και τόσα λάθη.

Αυτοί είναι οι άνθρωποι, ευλογημένοι και καταραμένοι, αυτοί είμαστε.

Ίσως να μπορούσαμε να ζήσουμε αλλιώς, γελώντας, ίσως και να συμβεί μια μέρα, αλλά μέχρι τότε παιδιά θα γεννιούνται από δολοφονημένες μητέρες, στη Γάζα, στην Ουκρανία, στην Κοιλάδα των Δακρύων.