Η επέλαση των “Markel”

0
279

(summer in the city)

~

Είχα να δω τον Μάνο από τότε που δουλεύαμε μαζί σε ένα μπαρ πολυτελείας, στα βόρεια προάστια. Δεν είχε αλλάξει. Νευρώδης και αεικίνητος, σε βαθμό ιδεοψυχαναγκασμού, λες και φοβόταν ότι αν έμενε ακίνητος για περισσότερο από τρία δευτερόλεπτα κάτι θα του συνέβαινε, κάτι κακό προφανώς.

Τότε, στο μπαρ, καταλάγιαζε την υπερκινητικότητα του κατεβάζοντας μισό μπουκάλι Lagavulin, το οποίο δεν τον μεθούσε, αλλά τον έκανε να φέρεται πιο φυσιολογικά. Το αφεντικό με απειλούσε με απόλυση για να μην του βάζω, αλλά ο Μάνος κατάφερνε πάντα να με πείσει να του γεμίσω το ποτήρι. Τελικά παραιτήθηκα πριν με απολύσουν. Τον Μάνο τον απόλυσαν λίγο μετά, αφού έπινε περισσότερο από το νυχτοκάματο του.

Τις προάλλες τον πέτυχα τυχαία στο δρόμο, όπου είχα βγει για να περπατήσω και να παρατηρήσω. Δεν χρειαζόταν να τον ρωτήσω αν δούλευε. Τα γυαλιά μυωπίας στέκονταν χάρη στην κολλητική ταινία που ένωνε τις αρθρώσεις. Παράπλευρες απώλειες.

Καταλάβαμε ότι πηγαίναμε προς την ίδια κατεύθυνση (χωρίς κανένα στόχο), οπότε περπατήσαμε μαζί.

“Δεν αντέχω άλλο”, μου είπε ο Μάνος όταν τον ρώτησα πως τα πηγαίνει.

“Υπομονή”, του είπα, “κάτι θα βρεθεί… Και μην ξεχνάς ότι η πηγή του πόνου είναι η επιθυμία.”

Ο Μάνος γέλασε και έφτιαξε τα γυαλιά του (για δέκατη φορά το τελευταίο λεπτό).

“Όχι, εγώ καλά είμαι, την πόλη μας δεν αντέχω”, έκανε και έδειξε με τα δύο χέρια ανοιχτά. “Δεν υπάρχει χειρότερο μέρος για να ζεις.”

“Καλά”, έκανα εγώ, “υπερβάλλεις λιγάκι… Και η Γάζα;”

Ο Μάνος σταμάτησε απότομα και με κοίταξε. Σταμάτησα κι εγώ.

“Τι σχέση έχει η Γάζα;” με ρώτησε, κάπως καχύποπτα θα έλεγα.

“Επειδή είπες ότι δεν υπάρχει χειρότερο- – “

Με διέκοψε.

“Ναι, αλλά… Τι σχέση έχει η Γάζα;” Έλυσε την κοτσίδα του και την ξανάπιασε βιαστικά. Μάλλον χρειαζόταν ένα lagavulin, μπορεί κι ένα lexotanil. “Άλλο λέω ‘γω.”

Του ζήτησα να μου πει τι εννοούσε.

“Δεν βλέπεις τι γίνεται;” έκανε αυτός. “Παντού υπάρχουν Μαρκέλ, παντού. Κάθε δρομάκι, κάθε πενήντα μέτρα, βρίσκεις ένα Μαρκέλ. Και πάντα είναι γεμάτα… Μα, δεν μπορώ να καταλάβω, αυτοί οι άνθρωποι δεν έχουν τίποτα άλλο να κάνουν;”

“Μόδα είναι”, του είπα.

“Τι μόδα; Κατάντια είναι. Όλα τα άλλα μαγαζιά κλείνουν και τα μόνα που ανοίγουν είναι τα Μαρκέλ.”

“Και τα παραπλήσια”, του είπα.

“Σε λίγο καιρό δεν θα υπάρχει στην πόλη τίποτα άλλο από Μαρκέλ και παραπλήσια, μπορείς να το φανταστείς;”

Και σαν επιβεβαίωση των φόβων του βρεθήκαμε μπροστά σε ένα Μαρκέλ. Σταθήκαμε να κοιτάξουμε.

Ο κόσμος περίμενε σε ουρά για να ψωνίσει. Δεξιά είχαν παλιές εκδόσεις και βιβλία σε προσφορά. Ο κόσμος έψαχνε μέσα στα καλάθια. Αριστερά ήταν το πάσο με την ποίηση, παγκόσμια και εγχώρια. Μέσα έβρισκες τις νέες εκδόσεις. Κάθε πελάτης κρατούσε από δύο ή τρία βιβλία και περίμενε στην ουρά για να πληρώσει ξεφυλλιζοντας ‘τα.

Στις καρέκλες και στους πάγκους οι πελάτες συζητούσαν για λογοτεχνία, για φιλοσοφία και για πολιτική. Κάποιος απάγγελλε ένα ποίημα του Νερούδα. Δυο κοπέλες τσακώνονταν για τον Ντε Νερβάλ. Η μία έλεγε ότι ήταν πρόδρομος των σουρεαλιστών, η άλλη ότι ήταν -απλά- σχιζοφρενής.

“Δεν μπορώ να καταλάβω”, είπε ξανά ο Μάνος, “δεν έχουν τίποτα άλλο να κάνουν; Όλη μέρα διαβάζουν;”

“Δεν είναι μόνο τα Μαρκέλ και τα παραπλήσια”, του είπα δείχνοντας ένα εργαστήριο ζωγραφικής παραδίπλα, όπου άνθρωποι κάθε ηλικίας είχαν στήσει τα καβαλέτα τους και ζωγράφιζαν.

“Άσε, μη μου λες τίποτα”, έκανε ο Μάνος. “Ξέρω, ξέρω. Τα καφέ και τα γυράδικα έχουν κλείσει όλα πια. Το μόνο που βλέπεις είναι Μαρκέλ, εργαστήρια ζωγραφικής και φωτογραφίας, σχολές χορού, σχολές θεάτρου, αυτόνομα θεατράκια, ωδεία, συνεργατικά στούντιο ηχογράφησης, όπου πάει το κάθε μαλακισμένο να ηχογραφήσει τη μουσική του, και σχολές κινηματογράφου, και μοιάζει όλη η πόλη να μην έχει τίποτα άλλο να κάνει από το να διαβάζει και να ζωγραφίζει… Αν είναι δυνατόν! Πως έγινε αυτό;”

“Η κρίση φταίει”, του είπα. “Έκανε τους ανθρώπους να στραφούν ξανά στις τέχνες και τα γράμματα. Τι να λέει; Ελεύθερη αγορά είναι, ό,τι θέλει ο καθένας κάνει.”

“Και μη χειρότερα”, είπε ο Μάνος και έσπρωξε έναν έφηβο που έκανε με την παρέα του θέατρο δρόμου.