Πέρασαν πολλά χρόνια, χρόνια γεμάτα πόλεμο, γεμάτα από εκείνο που συνήθισαν οι άνθρωποι να ονομάζουν Ιστορία.
~
Με αυτή τη φράση ξεκινάει το μυθιστόρημα του Κάρλο Λέβι “Ο Χριστός σταμάτησε στο Έμπολι”. Το βρήκα στη δημοτική βιβλιοθήκη τυχαία, καθώς έψαχνα για βιβλία του Πρίμο Λέβι. Είναι μια παλιά έκδοση του 1980 (δεν είναι παράξενο που το ’80 είναι πλέον “παλιό”; Κι όμως έχουν περάσει 35 χρόνια από τότε, χρόνια γεμάτα από εκείνο που συνήθισαν οι άνθρωποι να ονομάζουν Ιστορία).
Ο Κάρλο Λέβι ήταν γιατρός, ζωγράφος και συγγραφέας. Το 1935 το καθεστώς του Μουσολίνι τον εξόρισε στο Γκαλιάνο, ένα φτωχό χωριό της Λουκάνια. Οι χωρικοί εκεί ήταν τόσο φτωχοί, τόσο ταλαιπωρημένοι από τη ζωή και τους φορατζήδες, που συνήθιζαν να λένε αυτή τη φράση: “Ο Χριστός σταμάτησε στο Έμπολι”.
“Εμείς δεν είμαστε χριστιανοί”, έλεγαν στον Λέβι, και χριστιανός σήμαινε άνθρωπος. “Εμείς δεν είμαστε άνθρωποι”, εννοούσαν, “είμαστε πιο πολύ ζώα”. Και το εννοούσαν σχεδόν κυριολεκτικά.
~
“Όλα εδώ είναι δυνατά, γιατί οι αρχαίοι θεοί των βοσκών, ο μέγας αγριότραγος και το λειτουργικό πρόβατο της θυσίας, διασχίζουν καθημερινά τους ίδιους δρόμους και δεν υπάρχει ένα όριο σταθερό για να χωρίσει τα ανθρώπινα όντα από τον κόσμο των τεράτων και των ζώων.
Υπάρχουν στο Γκαλιάνο πολλά παράξενα πλάσματα που έχουν μέσα τους διπλή φύση. Μια γυναίκα, μια αγρότισσα μεσόκοπη, παντρεμένη με παιδιά, που αν την έβλεπες δεν έδειχνε τίποτα το ιδιαίτερο, ήτανε θυγατέρα μιας γελάδας.
Έτσι έλεγε όλο το χωριό και κείνη η ίδια το βεβαίωνε. Όλοι οι γέροι θυμόνταν τη γελάδα μάνα της, που την ακολούθαγε παντού σαν ήταν μικρούλα, και της φώναζε μουγκανίζοντας και την έγλειφε με την τραχιά της γλώσσα.
Αυτό καθόλου δεν εμπόδιζε να ‘χε υπάρξει και μια μάνα ανθρώπινη, από πολλά χρόνια πεθαμένη, όπως και η γελάδα μάνα. Κανένας δεν έβρισκε μια αντίθεση σ’ αυτό ή κάτι ακατανόητο σε τούτη τη διπλή γέννα. Κι η χωρική, που έτυχε κι εγώ να τη γνωρίσω, ζούσε ήρεμη κι ήσυχη με τη διπλή της υπόσταση.”
~
Το χωριό είχε χίλιους διακόσιους κατοίκους και άλλοι δύο χιλιάδες Γκαλιανέζοι ήταν μετανάστες στις ΗΠΑ, στην μυθική Αμερική. Μέσα στα σπίτια και στα μαγαζιά δεν έβλεπες τη φωτογραφία του Μουσολίνι ή του Γκαριμπάλντι, αλλά εκείνη του Ρούζβελτ. Η Αμερική ήταν πιο κοντά τους από τη Ρώμη, γιατί από τη Ρώμη μόνο οι εισπράκτορες έρχονταν, για να συλλέξουν φόρους, από ανθρώπους που όταν είχαν να φάνε ψωμί ήταν ευχαριστημένοι.
Από την Αμερική έρχονταν δολάρια και κάποιες φορές οι “Αμερικάνοι” επέστρεφαν, ελπίζοντας ότι θα μπορέσουν να κάνουν κάτι στο χωριό με τα λεφτά που είχαν μαζέψει, όμως το Γκαλιάνο τους απορροφούσε όλους στη μιζέρια του.
Τότε οι “Αμερικάνοι” θυμόντουσαν τα μεγαλεία της Νέας Υόρκης και καταριόντουσαν την ώρα που γύρισαν. Όμως κι εκεί, μέσα στους ουρανοξύστες και στα πολυτελή αποχωρητήρια (κάτι που δεν υπήρχε στο χωριό), αδυνατούσαν να ξεχάσουν τον τόπο τους.
~
“Ήμασταν στην Νέα Υόρκη καμιά δεκαριά, όλοι απ’ το χωριό και μεγαλωμένοι από παιδιά μαζί.
Η ζωή δεν έχει νοστιμάδα κει κάτω και μέσα στους ουρανοξύστες ο άνθρωπος πνίγεται. Μπορεί να υπάρχουν όλες οι ανέσεις, μα πουθενά δεν βρίσκεις μια σπιθαμή χώμα με χορτάρι.
Την Κυριακή λοιπόν το πρωί παίρναμε ένα τρένο και ώσπου να βρεθούμε στην εξοχή έπρεπε να ταξιδέψουμε ολόκληρα χιλιόμετρα.
Σαν φτάναμε καμιά φορά σε κάποιο μέρος ερημικό, μας έπιανε μια ευθυμία, σα να μας βγάζανε από πάνω μας φορτίο.
Και τότε, κάτω από ένα δέντρο, όλοι μαζί, κατεβάζαμε τα παντελόνια μας και… Τι απόλαυση!
Μας φαίνονταν πως είμαστε παιδιά, πως ξαφνικά βρισκόμαστε στο Γκαλιάνο, γελούσαμε, νιώθαμε τον αέρα της Πατρίδας. Κι όταν τελειώναμε φωνάζαμε όλοι μαζί: “Ζήτω η Ιταλία”
~
Οι Γκαλιανέζοι δεν ήταν χριστιανοί, αφού ο Χριστός δεν είχε φτάσει ως τα μέρη τους. Η θρησκεία τους ήταν ένα αμάλγαμα από αγίους, ειδωλολατρικούς θεούς και δαιμόνια. Κι επειδή τους ζούσε η γη είχαν τη Μεγάλη Μητέρα ως πρώτιστη θεά. Ήταν η Παναγία του Βιτζάνο, η πραγματική θεά τους. Μια Παναγία μελαψή, μια Παναγία χθόνια, μια Παναγία δικιά τους, σαν τη μάνα τους.
~
(Ο Κάρλο ρωτάει τη Τζούλια, τη γυναίκα που καθάριζε και του μαγείρευε, γιατί δεν πετάει τα σκουπίδια έξω, αλλά τα φυλάει πίσω από την πόρτα.)
“Νύχτωσε”, μου απάντησε η Τζούλια, “δεν μπορώ να τα πετάξω, θα λερώσω τον άγγελο και θα τον στεναχωρήσω.”
Και μου εξήγησε, κατάπληκτη που δεν ήξερα ένα τόσο γνωστό πράγμα.
“Σαν σουρουπώνει, κατεβαίνουν μπροστά σε κάθε σπίτι τρεις άγγελοι. Ο ένας στέκεται φρουρός στην πόρτα, ο δεύτερος στο τραπέζι που στρώνεται για το δείπνο και ο τρίτος πάει και φυλάει στο κεφαλάρι του κρεβατιού.
Και οι τρεις φυλάνε το σπίτι και το προστατεύουν.
Ούτε λύκος ούτε βρικόλακας ούτε φάντασμα κακό τολμάει να ζυγώσει στο σπίτι ώσπου να ξημερώσει.
Αν λοιπόν πετούσα τα σκουπίδια τέτοια ώρα στο δρόμο μπορούσα να τα ρίξω πάνω στον άγγελο, πράγμα άφαντο καθώς είναι. Και τότε ο άγγελος θα θύμωνε και δεν θα ‘ρχοταν πια να φυλάξει το σπίτι.”
Μέσα σε τέτοια μυθική ατμόσφαιρα, γεμάτη θεούς και αγγέλους, περνούσα τις ώρες μου σαν εξόριστος.”
~
Στο χωριό κυρίαρχος, πάνω από τον ‘νωματάρχη και τον παπά, ήταν ο ποντεστά, ο δήμαρχος που διόριζε το φασιστικό κόμμα σε κάθε χωριό. Αυτός έπαιρνε μερίδιο από κάθε συναλλαγή των χωρικών και ένα του γράμμα στη Ρώμη αρκούσε για να φυλακιστείς ή να εξοριστείς.
Οι χωρικοί δεν νοιαζόντουσαν για το φασισμό ούτε για τον κομμουνισμό ούτε για την εκκλησία ούτε για τον πόλεμο. Ζούσαν έξω από τον κόσμο, σκυμένοι πάνω στο κομμάτι γης που καλλιεργούσαν και πάνω στη γίδα τους. Η επιβίωση ήταν πολύ δύσκολη, οπότε δεν περίσσευε χρόνος για τίποτα άλλο.
Κι εκεί όμως, υπήρχαν κάποιοι άνθρωποι “παράξενοι”. Ο Λέβι μας δίνει την εικόνα ενός savant (δες παλιότερο κείμενο Έτρωγε μπιζέλια ο Αϊνστάιν; Σοφοί και Άσπεργκερ), αν και τότε δεν υπήρχε τίποτα από αυτά ως ιατρική ορολογία, παρά μόνο “βλαμμένοι”.
~
Μονάχα ο Μπότσια, που απ’ το μηνιγγίτη που είχε περάσει μικρός, δεν ήταν σε θέση ν’ αρπάξει γοργά τις κουβέντες που άκουγε, έμεινε απαθής. Γι’ αυτό του το ελάττωμα κι από φιλανθρωπία, τον είχαν πάρει κλητήρα στη δημαρχία. Εδώ κάτω τους σακάτηδες τους υποστηρίζει πολύ ο πληθυσμός.
Αν ήταν λίγο βραδύς στη σκέψη ο Μπότσια, είχε όμως ένα μνημονικό από σίδερο, που το περιόριζε στα δύο μεγάλα πάθη του: τον αθλητισμό και το δίκαιο.
Ήξερε απ’ έξω τα ονόματα όλων των αθλητών, τις ποδοσφαιρικές ομάδες όλης της Ιταλίας και συνήθιζε να μου τους αραδιάζει όλους με τις επιδόσεις τους, με μάτια που έλαμπαν από ευχαρίστηση.
Μα το άλλο του πάθος ήταν πιο ζωηρό. Οι νόμοι, οι δικηγόροι, οι δίκες και τα δικαστήρια τον έκαναν να εκστασιάζεται από χαρά και απόλαυση.
Ήξερε από μνήμης τα ονόματα όλων των δικηγόρων της επαρχίας κι αποσπάσματα απο τις πιο περίφημες αγορεύσεις τους. […]
Ολόκληρη την αγόρευση του Λατρονίκο τη θυμόταν απ’ έξω. Και δεν περνούσε μέρα που να μην την επαναλάβει: “Λύκοι της Ατσετούρα, σκύλοι του Σαν Μάουρο, κοράκια του Τρικάρικο, αλεπούδες του Γκροτόλε, βατράχια του Γκαραγκούζο..”.
~
Σχεδόν όλοι οι κάτοικοι του Γκαλιάνο υπέφεραν από την ελονοσία. Το Κράτος είχε διατάξει να κοπούν τα δέντρα και να καλλιεργούν σιτηρά, που χρειάζονταν για να τρέφουν τον αστικό πληθυσμό και τους στρατιώτες του Μουσολίνι, που εκείνον τον καιρό προσπαθούσαν να επεκτείνουν τη “Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία”, πολεμώντας στην Αιθιοπία.
Όμως εκείνα τα εδάφη ήταν ακατάλληλα για σιτάρι, και η αποψίλωση είχε κάνει έλος τον τόπο. Φάρμακα δεν υπήρχαν και ο Λέβι, που όπως είπαμε ήταν γιατρός, προσπαθούσε να πείσει τον ποντεστά ότι πρέπει να ξεκινήσει ανθελονοσιακή εκστρατεία, κάτι που σίγουρα δεν ήταν στους άμεσους στόχους του καθεστώτος.
Έτσι οι κάτοικοι αντιμετώπιζαν τις αρρώστιες και το θάνατο στωικά ή τον αντιπάλευαν με “μαγικά μέσα”.
~
“Ο ίκτερος στο Γκαλιάνο ονομάζεται “η αρρώστια του τόξου”, δηλαδή του ουράνιου τόξου, κι αυτό γιατί ο άνθρωπος που παθαίνει απ’ αυτήν αλλάζει χρώματα σαν το ουράνιο τόξο, για να επικρατήσει, όπως και στον ήλιο, το κίτρινο.
Τώρα πως παθαίνει κανείς αυτήν την αρρώστια του τόξου; Το ουράνιο τόξο περπατά στον ουρανό και τα πόδια του ακουμπάνε στη γη και σβαρνάν τα χωράφια. Αν τύχει τα πόδια του τόξου κι αγγίξουν πάνω σε ρούχα θα αρρωστήσει.
Ακόμα πρέπει να προσέχει κανένας, όταν το ουράνιο τόξο περπατά στα χωράφια, να μην κατουρήσει μπροστά του.
Για να γιατρευτεί απ’ τον ίκτερο τον άρρωστο πρέπει να τον φέρουν αυγή στο ψήλωμα του χωριού και μ’ ένα μαυρομάνικο μαχαίρι να περάσουν σταυρωτά όλο το κορμί του αρρώστου. Την ώρα προφέρεται κι ένα ξόρκι. Αυτό θα γίνει τρεις αυγές συνέχεια κι η αρρώστια του τόξου υποχωρεί.”
~
Οι άνθρωποι που περιγράφει ο Λέβι στο βιβλίο του ξεπερνούν τα ανθρώπινα, χωρίς να είναι κάτι παραπάνω από τον άνθρωπο. Είναι εικόνες ενός κόσμου παλιότερου από τον πολιτισμό και την επιστήμη, ενός κόσμου παλιότερου από τον φασισμό, παλιότερου κι από το Κράτος, παλιότερου κι απ’ τον Καθολικισμό, ενός κόσμου βουτηγμένου στο αίμα, ενός κόσμου τιτάνων.
~
“Γυναίκες, έφτασε στο χωριό αυτός που μουνουχίζει γουρούνες. Αύριο το πρωί όλες στο Τιμπόνε ντέλα Φοντάνα με τις σκρόφες σας”. […]
Στη μέση του Τιμπόνε στεκόταν όρθιος ένας άντρακλας δυο μέτρα, γεροδεμένος, με ξαναμμένο πρόσωπο, με κόκκινα μαλλιά και γαλανά μάτια, και κάτι μουστάκες που πέφταν σαν βροχή πάνω από το στόμα του και τον έκαναν να μοιάζει μ’ ένα πανάρχαιο βάρβαρο του βορρά. […]
Οι γυναίκες δίσταζαν γύρω του. Η μία έσπρωχνε την άλλη να πάει πρώτη το ζώο της.[…]
Μια νέα κοπέλα κίνησε με το ζώο της και δυο χωριάτες, που έκαναν χρέη βοηθού, άρπαξαν ευθύς τη ρόδινη γουρουνοπούλα. Κρατώντας ‘την γερά από τα πόδια την έδεσαν σε κάτι μικρά παλούκια και την ξάπλωσαν ανάσκελα.
Η γουρούνα ούρλιαζε κι η κυρά της σταυροκοπήθηκε, έριξε μια ματιά στον ουρανό και επικαλέσθηκε την Παναγιά του Βιτζάνο.
Η εγχείριση άρχισε. Ο ευνουχιστής, γοργός σαν άνεμος, έκανε μια τομή στο πλευρό του ζώου. […] Έχωσε το χέρι του μέχρι τον καρπό στο τραύμα, άρπαξε την ωοθήκη και την έβγαλε έξω. […] Ο στειρωτής δεν την έκοψε, αλλά την κάρφωσε με τη χοντρή του βελόνα πάνω στην κοιλιά της γουρούνας. Έπειτα άρχισε να βγάζει με τα δυο του χέρια έξω τα άντερα του ζώου, που ούρλιαζε, και να τα ξετυλίγει σαν ένα μάτσο νήμα.
Μέτρα ολόκληρα άντερα έβγαιναν, έβγαιναν, από την πληγή, ρόδινα, γκρίζα και μαβιά, με τις γαλάζιες φλέβες τους, κουλουριασμένα με μια δαντέλα από ξίγκι.
Τέλος, καμιά φορά κολλημένη στο άντερο φάνηκε και η δεύτερη ωοθήκη, που ο άντρακλας την άρπαξε γοργά, την ξερίζωσε, και μαζί με την άλλη, τις πέταξε πίσω στα σκυλιά του, τέσσερα φοβερά στην όψη ασπρόξανθα λυκόσκυλα.
Αφού πέταξε τους δύο αδένες ξανατύλιξε τα άντερα σβέλτα και τα ξανάχωσε μέσα θηλιά θηλιά με τα χέρια του. Όταν τέλειωσε αυτή τη δουλειά ο κόκκινος άντρακλας πήρε τη βελόνα του και έραψε την πληγή.”
~
Όταν ο Λέβι αφέθηκε ελεύθερος, να φύγει από το Γκαλιάνο, οι χωρικοί έκαναν τα πάντα για να τον κρατήσουν. Μέχρι που του υποσχέθηκαν ότι θα γίνει δήμαρχος, ότι θα παντρευτεί την ομορφότερη του χωριού. Εκείνος έφυγε και ορκίστηκε ότι θα γυρίσει, μια μέρα. Το έκανε μόνο με το νου, αφού μερικά χρόνια μετά έγραψε αυτό το εμβληματικό βιβλίο, βιβλίο που τέλειωνε με την ακόλουθη φράση:
Μα πιο πολύ έτρεχα προς το μέλλον εκείνο το άγνωστο που μου φαινόταν σαν ένα σύννεφο αβέβαιο, απλωμένο στον ουρανό κι ήταν κι αυτό γεμάτο από εξορίες, νεκρούς και πολέμους.
Φλωρεντία, Δεκέμβρης 1943 – Ιούλιος 1944
~
Οι χωρικοί που συνάντησε θα έχουν όλοι πεθάνει πια, όπως και ο ίδιος ο συγγραφέας. Όμως, καθώς διάβαζα το βιβλίο του, που τυχαία βρήκα, σκεφτόμουν ότι αυτή είναι η γοητεία της λογοτεχνίας.
Στη λογοτεχνία ο άνθρωπος είναι πιο σημαντικός από την Ιστορία.
Και κανένα ιστορικό βιβλίο, καμία επιστήμη, δεν μπορεί να αναστήσει τους ανθρώπους, όχι έτσι όπως το κάνει η τέχνη και ειδικά αυτή που ταπεινά υπηρετούμε πολλοί, η λογοτεχνία.
~
(Τη μετάφραση των αποσπασμάτων του βιβλίου την έχει κάνει η Ρίτα Μπούμη-Παπά.)