Το πρωί αναγκάστηκα να κατέβω στο κέντρο. Το αποφεύγω, όσο μπορώ, τον τελευταίο χρόνο. Κάτι βαρύ και καταθλιπτικό πλανιέται πάνω από τα κεφάλια των ανθρώπων. Δεν είναι το νέφος ή τα μικροσωματίδια. Είναι η ατμόσφαιρα του μνημονίου μαζί με εκείνη την τόσο ξεκάθαρη αίσθηση ότι μια πελώρια τρύπα, πολύ μεγαλύτερη από εκείνη του όζοντος, έχει ανοίξει στη μέση του μέλλοντος. Του δικού μας και των παιδιών μας.
Είναι απίθανο πια να ακούσεις άνθρωπο να γελάει και σπάνια κάποιοι θαρραλέοι –ή αιθεροβάμονες- χαμογελάνε. Αντιθέτως έχουν πληθύνει ανησυχητικά εκείνοι που μιλάνε μόνοι τους. Στην μπροστινή θέση του λεωφορείου κάποιος μουρμούριζε ακατανόητα ξόρκια και κάθε τόσο έβγαζε ένα επιφώνημα που έκανε τους υπόλοιπους επιβάτες να τον κοιτούν φοβισμένα.
Καθώς έτρεχα από υπηρεσία σε υπηρεσία για να διεκπεραιώσω τις γραφειοκρατικές μου υποθέσεις –που τόσο αντιπαθώ, στάθηκα σε έναν πάγκο με εφημερίδες. Πλήθος κόσμου διάβαζε τους τίτλους στα πρωτοσέλιδα και κουνούσαν το κεφάλι πάνω-κάτω με σφιγμένα τα χείλη.
«Θα μας λιανίσουν», μονολόγησε κάποιος πριν φύγει (χρησιμοποίησε ένα άλλο ρήμα, πιο κατάλληλο, αν και ακατάλληλο για να το γράψω).
Αυθόρμητα, καθώς διάβαζα τον πηχυαίο τίτλο σε κάποια απ’ όλες («Η ΤΡΟΪΚΑ μπλα-μπλα, επιστροφή στη δραχμή, μπλα-μπλα») έγλειψα τα χείλη μου. Θυμήθηκα ένα παγωτό, ένα παγωτό-ξυλάκι, το δεύτερο αγαπημένο μου παγωτό όταν ήμουν παιδί –μετά από εκείνο που είχε σχήμα πατούσας. Το έλεγαν «τρόικα», γιατί είχε τρεις γεύσεις: Σοκολάτα, μπανάνα και φράουλα. Η αλήθεια είναι ότι δεν το αγόραζα πολύ συχνά γιατί κόστιζε τα διπλάσια λεφτά (πόσες δραχμές;) από το απλό παγωτό βανίλια, το φθηνότερο παγωτό που μπορούσες να βρεις στα ψυγεία. Και γιατί να φας ένα παγωτό όταν μπορείς να φας δύο; Άσε που ο σημαντικότερος στόχος μου τα καλοκαίρια της παιδικής μου ηλικίας ήταν να φάω περισσότερα παγωτά από τους συμμαθητές μου. Τα μετρούσαμε ένα-ένα, όπως και τα μπάνια στη θάλασσα, χωρίς ποτέ να κλέβουμε στο μέτρημα.
Με τη γεύση του παγωτού ακόμα στο στόμα πήγα να πάρω το λεωφορείο. Το είδα να περιμένει στην αφετηρία και έτρεξα να το προλάβω, γιατί έπρεπε να κάνω κάτι πολύ σημαντικό, που δε χωρούσε καθυστερήσεις.
Όμως λίγο πριν μπω, είδα κάτι παράξενο, κάτι παράταιρο πιο πολύ. Πάνω στο κουβούκλιο της στάσης, στο λούκι, είχε φυτρώσει ένα μικρό δέντρο. Αδιαφορώντας για τη χιμαιρικότητα (υπάρχει τέτοια λέξη, Νίκο;) της προσπάθειας του, υψωνόταν προς το φως, δονκιχωτικά ασθενικό ανάμεσα στους τσιμεντένιους γίγαντες.
«Πόσο καιρό θα αντέξει εκεί πάνω;» ρώτησε χαιρέκακα ο ορθολογικός -και κυνικός- άνθρωπος που όλο τρέχει να προλάβει κάτι.
«Ίσως μόνο αυτό το καλοκαίρι», είπε το παιδί που μετρούσε παγωτά βανίλια. «Ίσως αρκετά για να βγάλει ένα μόνο λουλούδι, έναν καρπό, έναν σπόρο. Κι αυτόν το σπόρο θα τον πάρει ο άνεμος για να τον πάει σε μια γλάστρα. Ή μπορεί να πέσει και να κολλήσει στο τρίχωμα ενός αδέσποτου σκύλου. Κι όταν ο κοπρίτης θα ξυστεί για να ανακουφιστεί από τους ψύλλους, ο σπόρος θα βρεθεί στο χώμα μιας πελούζας ή σε ένα πάρκο. Κι εκεί, στη μέση του πάρκου, στη μέση της κουρασμένης πόλης, θα φυτρώσει ένα δέντρο, όπου τα παιδιά θα κάθονται για να απολαύσουν το εξηκοστό τρίτο παγωτό του καλοκαιριού.»
Άφησα το λεωφορείο να φύγει και πήγα στο περίπτερο. Δεν είχε παγωτό τρόικα. Καλύτερα. Πήρα δύο βανίλια.