Η αληθινή ιστορία ενός διορισμένου πρωθυπουργού

0
605

Μέρος Πρώτο: Κρυπτομοφυλόφιλοι Κομμουνιστές Ελλάδος

Αν κάποιος έλεγε στο Χριστόφορο, μεταξύ σοβαρού κι αστείου, ότι ο μικρότερος του γιος θα γινόταν κάποτε πρωθυπουργός -έστω διορισμένος και όχι εκλεγμένος- θα εισέπραττε μια μεγαλοπρεπή μούντζα, από ένα χέρι ροζιασμένο και άγριο σαν τη γη που πάλευε να δαμάσει τόσα χρόνια.

Δεν ήταν μόνο το γεγονός ότι ο πιο μορφωμένος του χωριού ήταν ο Πατακέλας, ο οποίος με το ζόρι είχε τελειώσει το εξατάξιο γυμνάσιο και είχε γίνει χωροφύλακας.

Ούτε ότι ο Χριστόφορος είχε άλλα δώδεκα παιδιά, όλα αγόρια, των οποίων το άθροισμα νοημοσύνης δεν ξεπερνούσε εκείνο ενός γαϊδάρου –παρεμπιπτόντως, αυτά τα τόσο παρεξηγημένα τετράποδα, έχουν εξαιρετική ευφυΐα.

Πιο πολύ έφταιγε, για τη σιγουριά του Χριστόφορου ότι ο βενιαμίν της οικογένειας δε θα κατάφερνε να μάθει ούτε την αλφαβήτα, ότι εξαρχής φάνηκε η πνευματική του νωθρότητα, η οποία άγγιζε τα όρια της καθυστέρησης.

Και, κυρίως, αν και ο Χριστόφορος δε θα το παραδεχόταν ποτέ ανοιχτά, ότι με τη γέννηση του στερήθηκε τη μόνη ευχαρίστηση που είχε στη ζωή του.

Ένα πράγμα μόνο αγαπούσε ο Χριστόφορος, σε αυτή την τόσο περιορισμένη ζωή που έκανε, από τότε που «φύτρωσε» ανάμεσα στις ξερολιθιές και τα βράχια, σε εκείνη την τόσο άγονη γωνιά της ηπειρωτικής Ελλάδας.

Να πηδάει τη γυναίκα του.

Ήταν κάτι πάνω από τις δυνάμεις του να αντισταθεί στο γενετήσιο κάλεσμα. Ξημερώματα, με το που άνοιγε τα μάτια του, ένιωθε το όργανο του να φουσκώνει μέσα στο σώβρακο. Χωρίς καν να πει καλημέρα σκαρφάλωνε πάνω στην κυρά του για να ανακουφιστεί. Εκείνη συχνά διαμαρτυρόταν.

«Κάτσε, χριστιανέ μου», του έλεγε, «ακόμα καφέ δεν ήπιαμε».

Μούγκριζε ο Χριστόφορος σαν ταύρος σε οίστρο και συνέχιζε τη δουλειά του.

Και το βραδάκι, γυρνώντας κατάκοπος απ’ τη δουλειά, άλλο δεν είχε στο μυαλό του απ’ το να μπει στο βρακί της γυναίκας του.

«Περίμενε, άνθρωπε μου», τον έκοβε εκείνη, «να ξεπουπουλιάσω την κότα πρώτα.»

«Πάρτηνε κι αυτή μαζί», της έλεγε ο Χριστόφορος και τη τραβούσε στο δώμα –μαζί με την κότα.

Η κυρά του ξεπουπούλιαζε το πουλερικό και ο Χριστόφορος άδειαζε τους αδένες του.

Γνωρίζοντας την ασυγκράτητη σεξουαλική φύση του Χριστόφορου δεν είναι δύσκολο να καταλάβουμε πως βρέθηκε με δεκατρία παιδιά –σε μια εποχή όπου η μόνη αντισύλληψη ήταν τα μαντζούνια που έφτιαχνε η Μπάμπω –η γριά μάγισσα του χωριού και μαμή όταν τα μαγικά της δεν αποδίδανε.

Ο Χριστόφορος αναγκάστηκε να σταματήσει τις «ερωτικές συζητήσεις» -ουσιαστικά μονολόγους- με τη σύζυγο του όταν γεννήθηκε το δέκατο τρίτο παιδί, αυτός που χρόνια πολλά αργότερα θα γινόταν πρωθυπουργός.

Αιτία γι’ αυτό ήταν το όνομα του.

Πριν γεννηθεί το πρώτο του παιδί ο Χριστόφορος είχε δει ένα όραμα. Άγγελος τον πλησίασε και του ανακοίνωσε ότι έπρεπε να δίνει στα παιδιά του μόνο ονόματα αποστόλων.

Το πρώτο το ονόμασε Παύλο, δίνοντας ‘του το όνομα του μακαρίτη πατέρα του. Το δεύτερο Πέτρο, το τρίτο Ματθαίο κοκ. Μόλις βάφτισε δώδεκα είχε δώσει τα ονόματα όλων των αποστόλων πλην του Ιούδα του Ισκαριώτη, αφού τη θέση του –ονομαστικά- είχε πάρει ο Παύλος.

Όταν η γυναίκα του γκαστρώθηκε για δέκατη τρίτη –τη γρουσούζικη- φορά ο Χριστόφορος παρακάλεσε την Μπάμπω για ένα μαντζούνι που θα του χάριζε θηλυκό απόγονο –και θα τον έβγαζε από τη δύσκολη θέση της ανίερης ονοματοδοσίας. Άλλωστε επιθυμούσαν, αυτός και η γυναίκα του, να έχουν και ένα κορίτσι, για να τους φέρνει ένα ποτήρι νερό όταν θα γερνούσαν.

Η Μπάμπω απέτυχε –ως συνήθως. Το δέκατο τρίτο παιδί ήταν ένα χοντροκέφαλο αγόρι. Τόσο χοντροκέφαλο που η μητέρα του δυσκολεύτηκε πολύ να τον γεννήσει και συνακολούθως αμβλύνθηκε η ευχαρίστηση που έπαιρνε ο Χριστόφορος με τις καθημερινές –δις ημερησίως- διεισδύσεις.

Δεν είναι πρέπον να εξηγήσουμε την αιτία, αλλά από εκείνη τη μέρα οι γίδες του Χριστόφορου άρχισαν να ψοφάνε η μία μετά την άλλη. Ο νοών νοείτω.

Και τι όνομα να δώσουν στο τρίτο, το κακορίζικο, παιδί; Να το βγάλουν Ιούδα; Που είχε ξανακουστεί αυτό;

Τη λύση βρήκε ο παπάς του χωριού, ο οποίος όταν μεθούσε από το γλυκό κρασί του έπεφτε σε ένα είδος έκστασης και υποστήριζε ότι συνομιλούσε απευθείας με τα χερουβείμ.

«Θα το βγάλουμε Λουκιανό», είπε ο πάτερ, σαν επέστρεψε από τις κατ’ ιδίαν διαπραγματεύσεις. «Αλλά θα γιορτάζει της αγίας Λουκίας και θα τον φωνάζετε Λουκά… Αλλά, προς Θεού, χριστιανέ μου. Σταμάτα να σπέρνεις κουτσούβελα.»

Χάρηκε ο Χριστόφορος που βρέθηκε μια λύση, προκειμένου να μην πάρει το παιδί του το όνομα του μεγαλύτερου προδότη στην ιστορία της ανθρωπότητας.

Χάρηκε και η κυρά του, που είχε ένα παιδί να γιορτάζει της αγίας Λουκίας. Και σαν να ήθελε να επιβεβαιώσει αυτή τη γιορτή ξεκίνησε να ντύνει το αγόρι της με φουστανάκια. Η αλήθεια είναι ότι επιθυμούσε διακαώς να έχει ένα κορίτσι. Ήθελε κι αυτή να χρησιμοποιήσει τα ροζ ρουχαλάκια που έραβε κάθε φορά που αντιλαμβανόταν ότι εγκυμονούσε, και τα οποία έμεναν κλεισμένα στο σεντούκι, σαν συλλογή από πεταλούδες, μετά από κάθε –σερνική- γέννα.

Ο Λουκάς δεν ήξερε πόσο τυχερός ήταν, που φορούσε φιόγκους και δαντελωτά βρακάκια. Θα το μάθαινε, παίρνοντας το πρώτο σκληρό μάθημα από τη ζωή.

 

Ξεχάσαμε να αναφέρουμε ότι ο Χριστόφορος για να τα βγάλει πέρα με τη φαμίλια του στους δύσκολους καιρούς της Γερμανικής Κατοχής, είχε αναγκαστεί πολύ συχνά να καταδώσει αντιστασιακούς συγχωριανούς του. Δεν του άρεσε που ήταν καταδότης, αλλά τι άλλο μπορούσε να κάνει; Από κάποια στιγμή και μετά όμως, χαιρόταν με την κατάπτυστη ιδιότητα του, αφού οι Γερμανοί κατακτητές του φερόντουσαν προνομιακά. Του δανείζανε λεφτά, του κουρεύανε τα πρόβατα και του υποσχόντουσαν ανθηρές ημέρες.

 Μέχρι που κάποια μέρα οι αναρχοσυμμορίτες που λυμαίνονταν την  επαρχία έμαθαν για τη συμπεριφορά του και αποφάσισαν να τον τιμωρήσουν παραδειγματικά. Έτσι αρχίζει το δράμα του μικρού Λουκά, που αγνοούσε τη σκληρότητα της πραγματικότητας ντυμένος με τα ροζ φουστανάκια του.

Ένα απριλιάτικο απόγευμα οι κομμουνιστές εισέβαλλαν στο σπίτι του. Δολοφόνησαν με αποτρόπαιες μεθόδους –σκουριασμένα κονσερβοκούτια και στομωμένα μαχαίρια- τον πατέρα του και τους δώδεκα αδελφούς του. Τον Λουκά τον άφησαν να ζήσει, γιατί νόμισαν ότι ήταν κορίτσι. Φεύγοντας έγραψαν στον τοίχο, με το αίμα των δολοφονηθέντων: ΚΚΕ.

Ανάμεσα στα πτώματα ο Λουκάς, που δε φαινόταν συγκινημένος από τη σφαγή, αφού η πνευματική του καθυστέρηση ήταν κυρίως συναισθηματική, ρώτησε τη μητέρα του τι σήμαιναν αυτά τα γράμματα και ποιοι ήταν οι γενειοφόροι άγριοι που είχαν μακελέψει την οικογένεια του.

Η μητέρα του, που πρόσφατα είχε διαβάσει ένα φυλλάδιο της ελληνικής χωροφυλακής, σχετικά με τα χαρακτηριστικά των κομμουνιστών –μωροφαγία, κρυπτομοφυλοφιλία, αθεΐα, κοινοκτημοσύνη και άλλα αποτρόπαια- του εξήγησε:

«Ήταν οι Κρυπτομοφυλόφιλοι Κομμουνιστές Ελλάδας… Και θέλω, γιε μου να μου ορκιστείς», τότε κράτησε το πρόσωπο του ανάμεσα στα ματωμένα χέρια της και τον κοίταξε στα μάτια, «ότι θα πάρεις εκδίκηση γι’ αυτό που έκαναν στην οικογένεια σου.»

Ο Λουκάς ορκίστηκε, πιο πολύ για να πάρει η μάνα του το πρόσωπο της από μπροστά του, αφού δόντια πολλά είχε σάπια και η ανάσα της βρωμούσε.

Ορκίστηκε ότι θα έβαζε στόχο της ζωής του να καταστρέψει τους κρυπτομοφυλόφιλους, τους κομμουνιστές και τους Έλληνες.