Η αληθινή ιστορία ενός διορισμένου πρωθυπουργού, 4ον και τελευταίο.

0
164

«Η καταστροφή μιας χώρας»
Λίγο πριν το τέλος πρέπει να σταθούμε και να σκεφτούμε: Πως μπόρεσε ο Λουκάς, ένας άνθρωπος με μέση νοημοσύνη, ταπεινή καταγωγή και παντελή έλλειψη συναισθημάτων να καθορίσει τη μοίρα ενός ολόκληρου λαού;
Δύο εξηγήσεις μπορεί να δώσει ο πτωχός τω πνεύματι αφηγητής αυτής της ιστορίας.
Πρώτον: Αν διδαχτούμε από την ιστορία θα καταλάβουμε ότι οι τύραννοι δεν επιβάλλονται με την νοημοσύνη τους.
     Ας πάρουμε τον Αδόλφο Χίτλερ, ο οποίος κατέστρεψε όχι μόνο το γερμανικό έθνος, αλλά και ολόκληρη την ανθρωπότητα. Ο Χίτλερ ήταν ένας αποτυχημένος ζωγράφος, ανίκανος σεξουαλικά, νάνος διανοητικά (όπως φαίνεται από το «Ο αγών μου», το οποίο ουσιαστικά ανέθεσε σε άλλον να το συγγράψει) και σίγουρα όχι ο καλύτερος στρατηγός.
Πως κατάφερε να γίνει, από άσφαιρος δεκανέας, η σημαντικότερη αρνητική φυσιογνωμία του εικοστού αιώνα; 
Την απάντηση τη δίνει ο Μακιαβέλι στον «Ηγεμόνα» του: «Ο ηγέτης οφείλει να είναι αδίστακτος.»
Ο Λουκάς, όπως και ο Χίτλερ, δεν σκέφτηκε ούτε για μια στιγμή τι θα μπορούσε να συμβεί στους ανθρώπους. Οι άνθρωποι είναι χρήσιμοι ή αναλώσιμοι.
Δεύτερον: Κάθε λαός είναι άξιος της μοίρας του.
Όπως είπε ο Γκάντι: «Δεν μπορούν να σου πάρουν την αξιοπρέπεια, αν δεν τους τη δώσεις.» Μπορούν να σου πάρουν τα χρήματα, την περιουσία σου, την εθνική κυριαρχία, ακόμα και τη ζωή, αλλά την αξιοπρέπεια πρέπει να τους τη δώσεις.
Και όποιος έχει αμφιβολίες γι’ αυτό ας θυμηθεί τους 300 του Λεωνίδα, τους Ελεύθερους Πολιορκημένους, το Σούλι, το Αρκάδι. Ή, ακόμα, το έπος του 40, τους Παλαιστίνιους, τους Βιετκόνγκ, τους Σύριους που σκοτώνονται αυτή τη στιγμή αρνούμενοι να παραδώσουν το τελευταίο που τους έμεινε: Την αξιοπρέπεια τους.
Συγχωρέστε μου αυτόν τον μακρύ πρόλογο πριν συνεχίσω, για να ολοκληρώσω, την ιστορία μας.
Ο Λουκάς άργησε να επιστρέψει στη χώρα που τόσο πολύ επιθυμούσε να καταστρέψει. Πριν από τον Μεσσία έρχονται πάντα οι προφήτες του.
Έχοντας μάθει ότι ο άνθρωπος είναι από τη φύση του ένα άπληστο και βραχείας μνήμης ον έπεισε τους προφήτες του να δώσουν στο λαό περισσότερα απ’ όσα χρειαζόταν, περισσότερα απ’ όσα μπορούσε να παράγει και να ελέγξει.
Ο πολιτισμός έγινε σμπαράλια εξ’ αρχής.
Οι Έλληνες μάθανε να αισθάνονται τύψεις όταν αναφέρονταν στην «πατρίδα» τους, στην «ελληνικότητα» τους.
     Πατρίδα δεν ήταν πια αυτά τα δέντρα που δε βολεύονται με λιγότερο oυρανό. Πατρίδα ήταν   
     τα χρήματα που αφήνανε οι τουρίστες, ψάχνοντας για ήλιο. 
Η γη μας δεν ήταν εκείνη που μας έθρεφε από τότε που η ιστορία ξεκίνησε να γράφεται, από τότε που ο Ηρόδοτος επινόησε –ουσιαστικά- τον όρο Ιστορία. Η γη μας ήταν εγκαταλειμμένα χωράφια που επιδοτούνταν για να μένουν στέρφα.
Η παιδεία μας, η γλώσσα μας, έπαψε να είναι αυτή που μας κληροδότησε ο Όμηρος, για να παίζουμε μαζί της στις ακρογιαλιές.
Η παιδεία μας, η γλώσσα μας, αυτή που τόσοι τιμήσανε, Έλληνες και ξένοι, θυσιάστηκε για ούριους οικονομικούς ανέμους. Τα σχολεία έγιναν παραρτήματα των φροντιστηρίων, τα πανεπιστήμια παραρτήματα του ξύλινου κοινοβουλίου.
Το σπίτι μας, η παράγκα μας, η παράγκα του Καραγκιόζη, που ο νοικοκύρης έχτιζε όλη του τη ζωή, πετραδάκι-πετραδάκι, έγινε μεζονέτα που έχτιζαν κακοπληρωμένοι μετανάστες –αυτοί που έκαναν όποια δουλειά απεχθανόμασταν- με δάνεια που μας έδιναν αφειδώς οι φιλέλληνες τραπεζίτες.
Τα τραγούδια μας, η μουσική μας, έπαψαν πια να μιλάνε για τη βροχή που πέφτει στις φτωχογειτονιές και για τη συννεφιασμένη Κυριακή. Τα τραγούδια μας γέμισαν λουλούδια και σπασμένα πιάτα.
Το αμαξάκι μας, που μετά βίας μας πήγαινε ως την εξοχή, έγινε τζιπάκι που έφτανε χωρίς αλυσίδες στις πίστες του σκι.
Οι ασπρόμαυρες ταινίες μας, με τους ηθοποιούς που τους νιώθαμε σαν να είναι οι γονείς μας, έγιναν αμερικάνικες σαπουνόπερες και μετά μεξικάνικες, τουρκικές, πάντα κάτι λαμπερό και γλοιώδες.
Τα βιβλία μας, αυτά που διαβάζαμε, σταμάτησαν να αναφέρονται σε λαϊκές πολυκατοικίες. Έγραφαν μόνο για τη χλιδή των προαστίων, αυτό που όλοι ήθελαν να έχουν.

Οι ήρωες μας, τα πρότυπα μας, δεν ήταν πια οι άνθρωποι που πολέμησαν για αυτά τα χώματα, οι άνθρωποι που μεγαλούργησαν στις τέχνες και τις επιστήμες, οι άνθρωποι που αγωνίστηκαν όλη τους τη ζωή –αφανείς και άσημοι- για να μπορούν να λένε: «Αυτό το χωράφι, αυτό το σπίτι, αυτό το εγγόνι εγώ το ανέστησα.»

Ήρωες μας έγιναν οι απατεώνες, οι πόρνες, οι επίπεδοι άνθρωποι της τηλεόρασης και τα πλαστικά πρόσωπα των ιλουστρασιόν περιοδικών.
Και μόλις απωλέσαμε τον πολιτισμό μας ήμασταν έτοιμοι για να ξεπουλήσουμε την αξιοπρέπεια μας.
Δεν ήταν δύσκολο πια για το Λουκά, για κάθε Λουκά, για κάθε Γιωργάκη και κάθε άλλο δοσίλογο.
Αποκαλούσαν τους Έλληνες κλέφτες και εκείνοι δεν τολμούσαν να διαμαρτυρηθούν.
Μας αποκαλούσαν τεμπέληδες και ανάξιους και σκύβαμε το κεφάλι, γιατί δε θυμόμασταν ποιοι είμαστε.
Μας ζητούσαν φόρο υποτέλειας για το σπίτι μας, για την περιουσία μας, για τη ζωή μας κι εμείς κλεινόμασταν στο σπίτι, μπροστά από τις οθόνες που συνέχιζαν να επαναλαμβάνουν πόσο άχρηστοι είμαστε.
Μας ανάγκαζαν να δουλεύουμε για έναν μισθό που δεν αρκεί ούτε για να πληρώσουμε τους φόρους κι εμείς το δεχόμασταν, αφού είμαστε άχρηστοι, τεμπέληδες και κλέφτες.
Μας γελοιοποιούσαν, αναιρώντας το λόγο τους κάθε μέρα, κι εμείς χειροκροτούσαμε, τρέχαμε στις προεκλογικές συγκεντρώσεις κρατώντας πλαστικές σημαίες.
Μας έδερναν και μας έβαζαν να δέρνουμε ο ένας τον άλλον κι εμείς στρεφόμασταν ενάντια στον εαυτό μας.
Έτσι, ατιμασμένοι και φτωχοί, θα συνεχίσουμε να ελπίζουμε ότι κάτι θα γίνει και ο ήλιος της δικαιοσύνης θα λάμψει ξανά. Ότι κάποιοι θα λυπηθούν τους αναξιοπαθούντες είλωτες και θα τους χαρίσουν την ελευθερία τους.
Την αξιοπρέπεια μας δεν τη ζητάμε πια. Αυτή κανείς δεν μπορεί να στη δώσει.
Και ο Λουκάς, ο κάθε Λουκάς, γελάει. Γιατί εσύ πασχίζεις να επιβιώσεις κι εκείνος συνεχίζει να ανελίσσεται. Όταν, μεθαύριο, το σπίτι μας θα το κατάσχουν και θα κάνουμε συντροφιά στους –τόσο συμπαθείς όσο και μακρινούς- αστέγους, ο Λουκάς θα συνεχίσει την καριέρα του, τη τόσο λαμπρή, στα ανώτατα κλιμάκια των μισάνθρωπων που υπερασπίζεται.
Εμείς θα πεθαίνουμε -ως κλέφτες και ανάξιοι- κι εκείνος θα δοξάζεται.
      Και αυτό είναι το τέλος, που όπως είπε κάποιος ποιητής, δεν έρχεται με 
      θόρυβο ή με πάταγο. Μόνο με ένα, τόσο ανεπαίσθητο, κλάμα.
(Η ιστορία αυτή, «η αληθινή ιστορία ενός διορισμένου πρωθυπουργού», δεν αναφέρεται στο τωρινό –και τόσο προσωρινό- διορισμένο πρωθυπουργό Λουκά Παπαδήμο. Καθώς αυτός είναι ένα ανδρείκελο ανάξιο λόγου. Η ιστορία αυτή, όπως και κάθε ιστορία άλλωστε, αναφέρεται στους λαούς που ξεπουλήθηκαν στο γιουσουρούμ «για ένα κοστούμ, για ένα κοστούμ». Ούτε καν για ένα πουκάμισο αδειανό ούτε καν για μια Ελένη.)

 

                                                                   ΤΕΛΟΣ