Τι είναι αυτό που κάνει έναν αστυνομικό μπάτσο;
Τι κάνει τον ματατζή να επιδεικνύει υπερβάλλoντα ζήλο κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, χαρίζοντας μας υπέροχες στιγμές σωματικής κακοποίησης;
Δεν είναι μια εγγενής σαδιστική τάση, η οποία τον οδήγησε στα τάγματα ασφαλείας. Ούτε η «πλύση εγκεφάλου» κατά τη διάρκεια της εκπαίδευσης του. Ούτε καν η εχθρότητα με την οποία τον αντιμετωπίζουν όλες οι επαγγελματικές τάξεις –πλην των βουλευτών.
Η αιτία της συμπεριφοράς του είναι: Ο χαμηλός μισθός του!
Ίσως μια τέτοια σκέψη να σας φαίνεται παράδοξη αρχικά ή να νομίζετε ότι ο Γελωτοποιός στις ελεύθερες ώρες του τριγυρνάει στις πορείες με πολιτικά ρούχα και συλλαμβάνει διαδηλωτές.
Για να σας βγάλω από την πλάνη σας –και να αποφύγω το γιουχάισμα την επόμενη φορά που θα βρεθώ σε διαδήλωση- θα σας γυρίσω μερικές δεκαετίες πίσω, στο 1959, όταν ο ψυχολόγος Λέον Φέστινγκερ, διατύπωσε τη θεωρία της γνωστικής ασυμφωνίας.
Ο Φέστινγκερ έκανε ένα απλό πείραμα, το οποίο άλλαξε τον τρόπο που σκεφτόμαστε για τους συνανθρώπους μας και τους εαυτούς μας.
Τα υποκείμενα του πειράματος ήταν φοιτητές του πανεπιστημίου του Στάνφορντ.
Λέον Φέστινγκερ |
–
Σε αυτούς ανέθεσε, επί πληρωμή, να κάνουν μια εξαιρετικά ανιαρή εργασία. Τους μισούς, όμως, τους άμειβε με ένα πολύ μικρό ποσό, ενώ τους άλλους μισούς τους πλήρωνε πλουσιοπάροχα. Η εργασία για την οποία πληρώνονταν ήταν ακριβώς η ίδια.
Όταν, στο τέλος, ρώτησε την πρώτη ομάδα –ας τους πούμε προλετάριους- για τη φύση της εργασίας τους εκείνοι ξεκίνησαν να την επαινούν και να τονίζουν το ιδιοφυή σχεδιασμό της.
Όταν ρώτησε τη δεύτερη ομάδα –ας τους πούμε «κηπουρούς»- εκείνοι παραδέχτηκαν ότι η συγκεκριμένη εργασία ήταν ανούσια, ανόητη και άκρως βαρετή, αλλά… Πληρώνονταν καλά για να την κάνουν.
Το πιο παράξενο είναι ότι οι «προλετάριοι» δεν ψεύδονταν. Πιστεύανε αληθινά ότι η εργασία που τους είχε ανατεθεί ήταν σημαντική –ακόμα και αν δεν καταλαβαίνανε γιατί ήταν τόσο σημαντική.
Ο Φέστινγκερ οδηγήθηκε στο εξής συμπέρασμα: Οι καταστάσεις και η συμπεριφορά μας διαμορφώνουν τις πεποιθήσεις μας. Όχι το αντίθετο, όπως νομίζουν οι περισσότεροι άνθρωποι.
Και, όπως είπε και ο Νίτσε, εχθρός της αλήθειας δεν είναι το ψέμα, αλλά η πεποίθηση.
Επιστρέφουμε στους αστυνομικούς που συμπεριφέρονται ως μπάτσοι. Και, για να είναι πιο ευδιάκριτη η αναλογία, στους ματατζήδες.
Όλοι γνωρίζουν ότι οι άντρες των ΜΑΤ αμείβονται με έναν γελοιωδέστατο μισθό, που μάλλον δεν τους παρέχει ούτε τα προς το ζην. Τότε γιατί δε χάνουν ευκαιρία για να υπερβούν τα καθήκοντα τους; Γιατί πιστεύουν ότι αυτό που κάνουν είναι σημαντικό;
Πρέπει να το πιστέψουν για να μην αυτοκτονήσουν ομαδικά ή τουλάχιστον για να μην παραιτηθούν και πάνε στα χωριά τους για να εκτρέφουν σαλιγκάρια.
Ο μισθός τους δε δικαιολογεί τη θέση τους: Βρίσκονται ανάμεσα στους πάσχοντες συμπολίτες τους και σε εκείνους που ευθύνονται για την πάθηση όλων. Τους διατάζουν να χτυπήσουν έφηβους, γέρους, γυναίκες και ήρωες (η πρόσφατη περίπτωση του Γλέζου) για 700 ή 800 ευρώ (μπορεί να λέω και πολλά).
Καμιά δουλειά δεν είναι ντροπή, αλλά εκείνοι δεν μπορούν να μιλήσουν για τη φύση της εργασίας τους όταν βγάζουν τη στολή τους. Είναι τρίτοι στην κατηγορία: «Οι άνθρωποι που μισώ πιο πολύ». Πρώτοι έρχονται οι βουλευτές, δεύτεροι οι επιχειρηματίες που μας πίνουν το αίμα και τρίτοι αυτοί. Οι υπαλληλίσκοι των τρεις κι εξήντα.
Οι βουλευτές και οι επιχειρηματίες δε χρειάζεται να δικαιολογηθούν στους εαυτούς τους. Κερδίζουν πολλά λεφτά, τόσα πολλά που θα διαφθειρόταν και η πιο άγια ψυχή.
Όμως οι ματατζήδες τι πρέπει να σκεφτούν το βράδυ της Κυριακής που βγάζουν τη στολή τους και αγκαλιάζουν τα παιδιά τους;
Ότι είναι τα σκυλιά των ανθρώπων –ο θεός να τους κάνει- που εκείνο το βράδυ θα δειπνήσουν με αστακό και κρασί Chateaude laKatiGalliko, ενώ εκείνοι θα φάνε τη φακή που περίσσεψε από την προηγούμενη μέρα;
Ότι δηλητηρίασαν τους ανθρώπους που παλεύουν για την αξιοπρέπεια τους και έδειραν κάποιον που έμοιαζε με το μακαρίτη πατέρα τους;
Το μόνο που μπορούν να πιστέψουν (βλέποντας και την προπαγάνδα των τέταρτων στην κατηγορία «οι άνθρωποι που μισώ», των δημοσιογράφων) είναι ότι επιτέλεσαν άψογα το καθήκον τους και έσωσαν –για μια ακόμα φορά- την κοινωνία από την κατάρρευση.
Γιατί, ναι, και οι ματατζήδες είναι άνθρωποι που θέλουν να παίξουν με τα παιδιά τους, να χαϊδέψουν τη γυναίκα τους και να πέσουν να κοιμηθούν –χωρίς να κλαίνε.
Εν κατακλείδι: Ο μόνος τρόπος για να σταματήσουν οι αστυνομικοί να φέρονται στους πολίτες σαν να είναι υποψήφιοι τρομοκράτες είναι να αυξηθεί ο μισθός τους. Να διπλασιαστεί ή και να τριπλασιαστεί. Μόνο τότε θα αντιληφθούν ότι βρίσκονται σε λάθος μεριά ή –ακόμα και αν δεν φτάσουν στο σημείο να γυρίσουν τις ασπίδες τους ανάποδα- δε θα χτυπάνε πια με μίσος τον άνεργο και τον συνταξιούχο –που τους θυμίζει τόσο το μακαρίτη πατέρα τους. Θα το κάνουν για τα λεφτά, όχι γιατί το πιστεύουν.
ΥΓ: Ζητώ συγνώμη από τους ψυχολόγους για την απλοϊκή -και πιθανότατα διαστρεβλωμένη- απόδοση των θεωριών του Φέστινγκερ. Δεν είμαι επιστήμονας, ένας απλός γελωτοποιός είμαι.
Και δεν πληρώνομαι γι’ αυτό που κάνω!