Μέσα στο τρένο
από Τουλούζη προς Πυρηναία
Φαντάροι. Το καταλαβαίνεις με την πρώτη ματιά.
Συζητάνε. Κουβέντες τετριμμένες –τόσες χιλιάδες χρόνια διαρκεί ο πόλεμος.
– Αλεξιπτωτιστής βλέπω.
– Ναι. Κι εσύ το ίδιο;
– Φυσικά… Σε ποιο τάγμα είσαι;
– Στο τρίτο. Στα ανελέητα γεράκια.
– Γεράκια και καλά… Τι μήνα λες;
– Μπήκα στο δέκατο.
– Στραβάδι είσαι. Εγώ μετράω σαράντα πέντε και σήμερα.
– Α… Είσαι παλιός.
– Ποιον έχετε διοικητή;
– Τον Αττίλα τον Ούνο.
– Καλός;
– Η μάστιγα του Θεού. Την περασμένη εβδομάδα παλουκώσαμε τριάντα χιλιάδες γυναικόπαιδα.
– Σιγά το πράμα. Εμείς μια βόμβα ρίξαμε και αποτεφρώθηκαν ογδόντα χιλιάδες κιτρινιάρηδες σε δευτερόλεπτα. Άσε τους άλλους που θα ψοφήσουν από τη ραδιενέργεια.
– Μπα, δεν τη γουστάρω την τεχνολογία. Εγώ προτιμώ τα αγχέμαχα όπλα. Να νιώθεις τη λεπίδα να κόβει σαν βούτυρο το λαιμό του εχθρού.
– Είσαι νέος ακόμα. Σιγά-σιγά θα μάθεις πως αυτό που έχει σημασία είναι η ποσότητα. Όσο περισσότερους μπορείς και όσο πιο εύκολα.
– Λάθος! Οι Ιταλοί είναι σύμμαχοι μας.
– Σύμμαχοι;
Ξύνει το άδειο του κρανίο.
– Οι Ναζί;
– Γερμανοί πλέον… Αυτοί μάλλον είναι τα αφεντικά μας.
– Το βρήκα! Τα κομμούνια.
– Δεν υπάρχουν καν. Αυτούς τους διαμελίσαμε εκ τον ένδον.
– Οι κιτρινιάρηδες;
– Οικονομικοί σύμμαχοι… Και σύντομα τα αφεντικά των αφεντικών μας.
– Μα καλά, εμείς ποιον θα σφάξουμε τώρα; Ποιος είναι ο εχθρός μας;
– Δεν ξέρω. Αλλά και να μην υπάρχει κάποιον θα βρούμε.
Απομένουν σκεφτικοί. Πετάγεται το στραβάδι.
– Οι μουσουλμάνοι;
– Μπράβο! Αυτοί, ναι.
– Να βουτάω, λοιπόν, το βρομιάρη τον Άραβα και να του πετάω τα έντερα έξω.
– Μιλάμε, είσαι πολύ ρομαντικός τύπος.
Το στραβάδι κοκκινίζει από την κορυφή ως τα νύχια. Αποκρίνεται δειλά, κοιτώντας κάτω.
– Ναι, το ξέρω.