Τυφλοί, μονόφθαλμοι και φαύλοι

0
1392

Το τελευταίο έργο του Τσαϊκόφσκι είναι μια όπερα, η Ιολάντα, το λιμπρέτο της οποίας στηρίζεται στο θεατρικό του Henrik Hertz, «Η κόρη του βασιλιά Ρενέ».

Η ιστορία είναι η εξής:

Μια πριγκίπισσα, η Ιολάντα, γεννιέται τυφλή. Ο πατέρας της για να την προστατέψει την κλείνει σε ένα κήπο με εντολή να μη μάθει ποτέ ότι είναι τυφλή. Απαγορεύει στους πάντες να της μιλήσουν για το φως και για τα χρώματα.

Έτσι η πριγκίπισσα μεγαλώνει νομίζοντας ότι είναι απόλυτα φυσιολογική, αφού δεν ξέρει τι είναι η τυφλότητα και πιστεύει ότι όλοι είναι σαν εκείνη. Όμως είναι διαρκώς θλιμμένη, αν και δε γνωρίζει γιατί.

Μέχρι που ένας πρίγκιπας την ερωτεύεται και της φανερώνει την πραγματικότητα.

Η Ιολάντα μέσα από τις περιγραφές του αγαπημένου της –και με τη βοήθεια του έρωτα, βεβαίως- γνωρίζει τον κόσμο και την ευτυχία…

 

Η τυφλότητα είναι παρόμοια με τη φαυλότητα: Αν γεννηθείς μέσα σε αυτή σου φαίνεται απόλυτα φυσιολογική.

Ο ελληνικός λαός –και όχι μόνο- είναι η απόδειξη αυτής της υπόθεσης.

Δε γεννιόμαστε φαύλοι, αλλά μεγαλώνουμε σε μια κοινωνία που προάγει και επικροτεί τη φαυλότητα.

Και δεν υπάρχει μεγαλύτερη φαυλότητα απ’ το να θεωρείς ότι μόνο οι δικές σου ανάγκες και απολαύσεις έχουν αξία και σημασία.

Το να συμπεριφέρεσαι σαν εκείνη τη διαφήμιση μπύρας –«γιατί έτσι μου αρέσει»- και ό,τι κάνεις να το δικαιολογείς με το εγωκεντρικό και ανεύθυνο -«γιατί έτσι μου αρέσει», με έμφαση στο «μου», σαν μοσχάρι που απολαμβάνει την ατομικότητα του μέχρι να έρθει η ώρα του σφαγέα –και για σένα…

Αυτό είναι η φαυλότητα.

Ο φαύλος άνθρωπος ικανοποιείται μόνο όταν νιώθει ότι κέρδισε μια ακόμα προσωπική νίκη –χωρίς κανένα όφελος για τον άλλο και συνήθως ποδοπατώντας τον άλλο.

Και αυτή η «νίκη» μπορεί να είναι μια τόσο απλή πράξη της καθημερινότητας, όπως να παρκάρεις το αυτοκίνητο σου στη διάβαση των πεζών ή να πάρεις τη θέση του άλλου στην ουρά –της τράπεζας, του σούπερ μάρκετ κλπ.

Ή κάτι πιο σημαντικό, όπως το να καταφέρεις με τη βοήθεια του βουλευτή «σου» να διορίσεις το παιδί σου σε μια θέση που αξιοκρατικά ανήκει στο παιδί κάποιου άλλου.

Ή κάτι ακόμα πιο σημαντικό, να στηρίξεις με την ψήφο σου ένα κόμμα ή ένα συνδυασμό κομμάτων, τα οποία αποδεδειγμένα είναι ανίκανα να κυβερνήσουν (για να μη χρησιμοποιήσω πιο βαρύγδουπες λέξεις, όπως «προδοσία», «εκχώρηση εθνικής κυριαρχίας» κλπ) προκειμένου να συνεχίσεις να απολαμβάνεις τον παράδεισο της ασυδοσίας και της φαυλότητας μέσα στην οποία γαλουχήθηκες.

Ή, τέλος, και ας γίνω λίγο πιο εγωκεντρικός γιατί αυτό το ζω τώρα, το να κάνεις «πάρτι» στο ρετιρέ σου, με ζωντανή μουσική (σκυλάδικα) ως τη μία το πρωί και τότε, στη μία που όλοι στο τετράγωνο παρακαλάνε να σταματήσει η μουσική για να κοιμηθούν τα παιδιά τους, να αρχίζεις τα βεγγαλικά και τα πυροτεχνήματα…

Η τυφλότητα και η φαυλότητα δεν έχουν διαβαθμίσεις, αλλά η ελευθερία έχει, τρεις: Υπάρχει η ασυδοσία, η παθητική ελευθερία και η ενεργητική ελευθερία.

Η ασυδοσία είναι αυτό που τόσο απολαμβάνουν οι Έλληνες. Αλλιώς λέγεται και φιλοτομαρισμός. Τα τομάρια που την ανήγαγαν σε υπέρτατο ελληνικό αξίωμα δεν ενδιαφέρονται για τίποτα άλλο από τον εαυτό τους και την οικογένεια τους.

«Εμείς να περνάμε καλά», σκέφτονται και για να περνάνε καλά καταπατάνε κάθε δικαίωμα –των άλλων.

Είναι οι «άνθρωποι» που εκμεταλλεύονται την ανάγκη και την αδυναμία των συνανθρώπων τους. Όλοι τους γνωρίζουμε.

Είναι ο γιατρός που δεν αρκείται στο μισθό του, αλλά ζητάει και κάτι παραπάνω για να τηρήσει τον όρκο του Ιπποκράτη.

Είναι ο δημόσιος υπάλληλος, της εφορίας, της πολεοδομίας, της δικαιοσύνης, της Βουλής (γιατί δεν πρέπει ποτέ να ξεχνάμε ότι οι βουλευτές είναι δημόσιοι υπάλληλοι), που χρειάζεται λίγο «λάδωμα» για να κάνει –ή να μην κάνει- αυτό που είναι το καθήκον του να κάνει –ή να μην κάνει.

Είναι ο επιχειρηματίας που αφήνει τους εργαζόμενους απλήρωτους και απολύει άλλους τόσους, τη στιγμή που βγάζει τα πολύτιμα ευρώ «του» εκτός χώρας, λίγο πριν υπαχθεί στο άρθρο 99 και ζήσει την «πτώχευση» στο εξοχικό του στην Νότια Γαλλία.

Είναι ο άνεργος που κατακρεουργεί τους μετανάστες επειδή το αφεντικό του, που πτωχεύει στη Νότια Γαλλία, τον απέλυσε.

Αυτή είναι η ασυδοσία, η μορφή της ελευθερίας όπου το «γιατί έτσι μου αρέσει» ξεπηδάει μέσα από την υποδούλωση των «άλλων».

Στη δεύτερη μορφή ελευθερίας, την παθητική, οι άνθρωποι συμπεριφέρονται κάπως καλύτερα.

Αυτής της ελευθερίας είναι ο πασίγνωστος ορισμός: «Η ελευθερία μας τελειώνει εκεί που αρχίζει η ελευθερία του άλλου.»

Εκεί είσαι ελεύθερος να κάνεις «ό,τι επιτρέπεται», αρκεί να μη θίγεις το διπλανό σου.

Είναι μια συγκατάβαση του τύπου:

«Δε σε πειράζω, δε με πειράζεις, είμαστε πολιτισμένοι άνθρωποι.»

Δεν κάνεις κακό στον άλλο, αλλά δεν αισθάνεσαι και υπεύθυνος αν αυτός ο άλλος πηδήξει από το μπαλκόνι του ή απολυθεί ή εξαναγκαστεί να δώσει όσα λεφτά του έχουν μείνει για να εγχειριστεί ή ποδοπατηθεί από κάποιους νεοναζί που δεν ψήφισες ούτε υποστηρίζεις ή αναγκαστεί να μεταναστεύσει για να ποδοπατηθεί από τους νεοναζί και τους επιχειρηματίες μιας άλλης χώρας.

Μένεις ταμπουρωμένος στην ελευθερία σου και έχεις ήσυχη τη συνείδηση σου, αφού δεν πλήττεις την ελευθερία των άλλων.

«Αν όλοι οι άνθρωποι», λες, «ήταν σαν κι εμένα, θα ζούσαμε σε έναν υπέροχο κόσμο.»

Και δεν έχεις άδικο.

Αλλά, δυστυχώς, όλοι οι άνθρωποι δεν είναι σαν κι εσένα. Και, ευτυχώς, όλοι οι άνθρωποι δεν είναι σαν κι εσένα.

Η τρίτη μορφή της ελευθερίας είναι η ενεργητική.

Ο ορισμός αυτής θα μπορούσε να είναι: «Ελεύθερος είναι εκείνος που δεν κάνει μόνο ό,τι ωφελεί τον ίδιο, αλλά και ό,τι ωφελεί και τους υπόλοιπους.»

Αυτή είναι η πιο δύσκολη ελευθερία –και η μόνη αληθινή.

Για κάποιον χριστιανό -αν έχει μείνει κανείς πια- η απόδειξη είναι απλή: Αν ο Χριστός έλεγε: «Δεν πρόκειται να πειράξω κανέναν. Θα ζήσω ήσυχα τη ζωή μου στο χωριό», τότε δε θα υπήρχε χριστιανική θρησκεία.

Αντίστοιχα αν ο Γκάντι απολάμβανε τα προνόμια της πριγκιπικής καταγωγής του και θα πέθαινε σε βαθιά γεράματα στο ανάκτορο του, χορτάτος και «ελεύθερος», δε θα υπήρχε ελεύθερη Ινδία.

Και ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ δε θα μιλούσε για το «όνειρο» του, αλλά θα ζούσε ένα προσωπικό όνειρο, ως ευκατάστατος νέγρος με αυτοκίνητο, σε μια χώρα που τα λεωφορεία θα ήταν μόνο για τους λευκούς.

Η τρίτη μορφή ελευθερίας, αυτή που είναι πιο δύσκολη και –πιθανότατα- η μόνη αληθινή μορφή ελευθερίας, καθιστά τον κάθε άνθρωπο υπεύθυνο για ό,τι συμβαίνει σε αυτόν τον κόσμο.

Και το αξίωμα της είναι ότι όσο υπάρχει έστω και ένας ανελεύθερος άνθρωπος δεν μπορείς να είσαι ελεύθερος.

Είναι βαρύ και δύσκολο αυτό, το ξέρω.

Αλλά η αλήθεια, η δικαιοσύνη, η ελευθερία είναι έννοιες που επινοήθηκε ο άνθρωπος για να σταματήσει να είναι ζώο και να σταματήσει να μουγκρίζει «μου», «εγώ», «εμένα».

 

Και μια τελευταία ιστορία για να κλείσει αυτό το κείμενο, που ως συνήθως αναπτύχτηκε περισσότερο απ’ ό,τι ορίζουν οι διαδικτυακές συνήθειες:

Όταν ο Μάο Τσε Τουνγκ βρέθηκε να σπουδάζει στην Γηραιά Αλβιώνα αντιλήφθηκε ότι υπήρχε μια λέξη, της αγγλικής γλώσσας, για την οποία αντίστοιχη δεν υπήρχε στην Κίνα.

Η λέξη αυτή ήταν «ελευθερία» και ο καλύτερος τρόπος να την αποδώσεις στα κινέζικα ήταν –περιφραστικά- λέγοντας: «Η προσφορά στο κοινωνικό σύνολο».

Όμως ο κινεζικός πολιτισμός, σπουδαίος και αρχαίος όσο λίγοι, δεν είχε επηρεαστεί από τον πολιτισμό που διαμόρφωσε τη «δυτική» σκέψη και της έδωσε τα εφόδια για να οδηγηθεί στην Αναγέννηση, στο Διαφωτισμό, στη Γαλλική Επανάσταση και ό,τι άλλο έχει υπάρξει: Τον υπερκαινοφανή πολιτισμό της Αρχαίας Ελλάδας και της σκέψης της.

Συμπερασματικά:

Ελεύθερος δεν είσαι όταν κάνεις ό,τι σου αρέσει –«γιατί έτσι σου αρέσει», ούτε όταν κάνεις ό,τι επιτρέπεται χωρίς να θίγεις κανέναν… Ελεύθερος είσαι μόνο όταν βοηθάς και τους άλλους να είναι ελεύθεροι.