Το χειμώνα του 1941 ένας καθωσπρέπει κύριος έσυρε το γείτονα του στο δικαστήριο. Η κατηγορία; Έσφαζε τις αδέσποτες γάτες της γειτονιάς.
«Τι τις κάνεις τις γάτες;» τον ρώτησε ο δικαστής. «Τις πουλάς στη μαύρη αγορά για κουνέλια;»
«Όχι, δικαστά μου… Τις τρώω.»
«Τρως γάτες;» Εμβρόντητος ο δικαστής.
«Δικαστά μου, πριν την Κατοχή ήμουν 72 κιλά . Τώρα είμαι τριάντα. Τα παιδιά μου μοιάζουν σαν σκελετοί που περιφέρονται στο σπίτι, όταν μπορούν να περπατήσουν. Τι θέλετε να κάνω;»
Ο δικαστής τον αθώωσε. Δεν υπήρχε κανένας νόμος που να απαγορεύει τη βρώση γατών.
Καθώς έβγαινε ο κατηγορούμενος τον προσέγγισαν μερικοί από το ακροατήριο.
«Νόστιμες οι γάτες;» τον ρώτησε κάποιος με μάτια που γυαλίζανε.
«Όχι και νόστιμες, αλλά συνηθίζεις…»
Το χειμώνα του 2002 ο Γελωτοποιός έμενε στην Νάξο. Έξω από το δωμάτιο του υπήρχε ένας ευκάλυπτος. Στον ευκάλυπτο είχαν δέσει έναν σκύλο. Ήταν εκεί μόνιμα δεμένος.
Γυρνούσε ο Γελωτοποιός το μεσημέρι, έβρισκε το σκύλο να του κουνάει την ουρά και να εκλιπαρεί για ένα χάδι. Γυρνούσε το βράδι, πάλι εκεί ο σκύλος, να έχει γίνει ένα με τον ευκάλυπτο, παρότι ζώο και όχι φυτό.
Ένα βράδυ ο Γελωτοποιός δεν άντεξε. Πήγε και έλυσε το σκύλο. Με βουρκωμένα μάτια τον χάιδεψε και του είπε: «Είσαι ελεύθερος». Και πήγε να κοιμηθεί.
Το επόμενο πρωινό ο Γελωτοποιός σηκώθηκε, έκανε τη χρεία του, διάβασε λιγάκι, έπαιξε κιθάρα, έφτιαξε κάτι να φάει στο γκαζάκι, μπανιαρίστηκε και βγήκε για να πάει στη δουλειά του.
Ο σκύλος ήταν εκεί και κουνούσε την ουρά του. Ήταν κάτω από τον ευκάλυπτο, αλλά χωρίς αλυσίδα στο λαιμό του. Δεν είχε τολμήσει να φύγει.
Που να πάει; Η φυλακή του τού ήταν οικεία και ήξερε ότι όλο και κάποιο ξεροκόμματο θα του πετούσαν. Ενώ «εκεί έξω», στη Χώρα ή στην ύπαιθρο, θα έπρεπε να επιβιώσει μόνος, να αγωνιστεί για το ξεροκόμματο.
Ο Γελωτοποιός τον πλησίασε και τον έδεσε ξανά. Ο σκύλος φάνηκε να ανακουφίζεται…
Αλλά αυτό είναι ανθρωπεντρισμός. Τα ζώα δεν νιώθουν ανακούφιση ούτε φόβο για τα μέλλοντα ούτε οικειότητα με τους δεσμώτες τους.
Ενισχύστε Το Συγγραφέα
Λογαριασμός Τράπεζας Πειραιώς GR2801722100005210104042557
Το χειμώνα του 2012 ο ελληνικός λαός ήταν δεμένος στον ευκάλυπτο του μνημονίου. Κανείς δεν μπορούσε να τον λύσει, αυτό ήταν κάτι που μοναχά με τη δική του βούληση θα γινόταν.
Και οι δεσμώτες, που ξέρουν πολύ περισσότερα για την ανθρώπινη βούληση, τον άφησαν να αποφασίσει.
Τον άφησαν; Όχι ακριβώς. Τον τρομοκράτησαν όσο μπορούσαν. Του έδειξαν τους κινδύνους που καιροφυλακτούν στη «χώρα χωρίς προστάτες» και στην «ελευθερία χωρίς εγγυητές». Έκαναν τα πάντα για να τον πείσουν ότι αν άφηνε τις αλυσίδες του θα ψοφούσε από την πείνα ή από φόλα σε κάποιο σοκάκι της ιστορίας.
Όμως τον άφησαν. Κι εκείνος διάλεξε τις αλυσίδες με «ελαφρά τη καρδία». Γιατί η καρδιά υποτάσσεται στο στομάχι. Που του αρκεί ένα ξεροκόμματο.
Άλλωστε ο σκύλος δεν είναι λύκος. Είναι πρώτα ξαδέλφια, όπως η τυραννία με τη δημοκρατία. Το ένα ζώο δοξάζει τις αλυσίδες του, το άλλο την ελευθερία του.
Αρκεί να δεις έναν λύκο στο ζωολογικό κήπο για να καταλάβεις τη διαφορά. Μοιάζει τόσο πολύ με σκύλο που μπορεί για μια στιγμή να πιστέψεις ότι δε διαφέρει σε τίποτα από το κατοικίδιο σου. Όμως δε θα μπορούσε να κοιμάται στον καναπέ σου. Θα πάθαινε κατάθλιψη, όπως ακριβώς παθαίνει στο ζωολογικό, όσο καλά κι αν τον ταΐζουνε. Ή μπορεί –το πιο πιθανό- και να σε έτρωγε…
Διαλέξαμε τις αλυσίδες για να εξασφαλίσουμε το ξεροκόμματο. Κι αν σύντομα αρχίσουμε να τρώνε γάτες θα φταίει μόνο η προβληματική μνήμη μας. Τι γνωρίζει το χρυσόψαρο για τη γυάλα μέσα στην οποία περνάει όλη του τη ζωή;
Θέλει αρετή και τόλμη η ελευθερία. Κι εμείς δεν έχουμε τίποτα από τα δύο πλέον. Τίποτα από τα τρία…
Ή μήπως μπορούμε να έχουμε ελευθερία μες στα θηρία;
«Ει σώμα δούλον, αλλ’ ο νους ελεύθερος», έγραφε ο Σοφοκλής πριν τόσα –χιλιάδες- χρόνια.
Ακόμα κι αν είναι σκλαβωμένο το κορμί, ο νους μπορεί να είναι ελεύθερος.
Ο λύκος είναι πάντα ελεύθερος, ακόμα και μέσα στο κλουβί του. Ο σκύλος είναι πάντα δούλος, ακόμα και χωρίς αλυσίδες.