«Στην Ιταλία, για τριάντα χρόνια υπό την εξουσία των Βοργίων είχαν πόλεμο, τρομοκρατία, φονικά και αιματοκύλισμα, έβγαλαν όμως έναν Μιχαήλ Άγγελο, έναν Λεονάρντο ντα Βίντσι, μια Αναγέννηση. Στην Ελβετία αγαπιόντουσαν αδελφικά – είχαν 500 χρόνια δημοκρατίας και ειρήνης, και τι παρήγαγαν; Το ρολόι με τον κούκο»
Γκράχαμ Γκρην
Υπάρχει μια λαϊκή προκατάληψη που συνδέει τους σεισμούς με τη ζέστη. Πάντα όταν έχει καύσωνα και κουφόβραση –όπου τίποτα δεν κινείται ούτε καν ένα μόριο αέρα- οι «παλιοί των ημερών» λένε: «Θα μας κάνει κάνα σεισμό με τέτοια κουφόβραση». Και, παραδόξως, κοιτάνε ψηλά, αντί να κοιτάνε κάτω από τα πόδια τους. Παραδόξως; Μήπως έχουν καταλάβει κάτι, διαισθητικά;
Αν κάνουμε ένα γρήγορο έλεγχο στο διαδίκτυο για τους μεγάλους σεισμούς της Ελλάδας θα διαπιστώσουμε ότι μάλλον έχουν άδικο οι «παλιοί». Σύμφωνοι, ο σεισμός στην Αθήνα έγινε Σεπτέμβρη, αλλά εκείνος στην Κορινθία έγινε Φλεβάρη μήνα. Εκτός, φυσικά, κι αν εκείνος ο Φλεβάρης ήταν ένας ιδιαζόντως ζεστός μήνας. Ίσως η έρευνα θα έπρεπε να ήταν μετεωρολογική και όχι ημερολογιακή.
Υπάρχει όμως και η περίπτωση του «συνδρόμου της βροχερής Μεγάλης Παρασκευής» (αυτός είναι ένας όρος που επινόησε ο Γελωτοποιός, σίγουρα η ψυχολογία θα έχει έναν πολύ πιο κομψό όρο).
Το σύνδρομο αυτό έχει να κάνει με την επιλεκτική παρατήρηση και μνήμη. Παρατηρούμε και θυμόμαστε όσα συμφωνούν με τις πεποιθήσεις μας.
Ο Γελωτοποιός θυμάται τη γιαγιά του να του λέει κάθε Μεγάλη Παρασκευή που έβρεχε: «Βλέπεις! Βρέχει! Κάθε Μεγάλη Παρασκευή βρέχει.»
Ως παιδί την πίστευε –όπως πίστευε και στον Άι Βασίλη. Μεγαλώνοντας έγινε ορθολογιστής στα όρια του σκεπτικισμού.
Καταρχήν το Πάσχα είναι πάντα την άνοιξη, οπότε υπάρχουν πολλές πιθανότητες να βρέχει. Και πέρα από αυτή την εποχιακή πιθανολογία (μην πυροβολείτε το Γελωτοποιό) από έφηβος παρατήρησε ότι τις μισές τουλάχιστον Μεγάλες Παρασκευές δεν έβρεχε.
Τότε έπαιρνε τηλέφωνο τη γιαγιά του και τη ρωτούσε:
«Βρέχει, γιαγιά;»
«Όχι, παιδί μου, χαρά θεού είναι.»
«Βλέπεις, λοιπόν, που δε βρέχει κάθε Μεγάλη Παρασκευή;»
«Ναι, παιδί μου, άγνωστες οι βουλές του Κυρίου», απαντούσε η γιαγιά.
Όμως τον επόμενο χρόνο, αν τύχαινε να βρέχει, η γιαγιά έλεγε ξανά: «Βλέπεις! Βρέχει! Κάθε Μεγάλη Παρασκευή βρέχει.»
Το συλλογικό ασυνείδητο δεν μπορεί να καταγραφεί όπως η ιστορία, αλλά έχει ρίζες στις εποχές που δεν υπήρχε καν γραφή και οι ιστορίες, οι δοξασίες, οι μύθοι, μεταφέρονταν προφορικά.
Ίσως εκεί βρίσκεται το μυστικό της σύνδεσης κουφόβρασης-σεισμών ή μπορεί και στην ενορατική αντίληψη της επίδρασης των ηλιακών κηλίδων!
Οι επιστήμονες παραδέχονται ότι η έξαρση των ηλιακών κηλίδων έχει ενδεκαετή περιοδικότητα. Και αυτή με τη σειρά της εντείνεται κάθε σαράντα τέσσερα χρόνια.
Είναι βέβαιο ότι αυτή η ηλιακή δραστηριότητα επηρεάζει τον πλανήτη μας. Δεν είναι μόνο τα προβλήματα με τις ραδιοεπικοινωνίες και η αύξηση ή μείωση των σοδειών. Κάποιοι –όχι ακριβώς επιστήμονες για να είμαστε ειλικρινείς- πιστεύουν ότι επηρεάζει και την ανθρώπινη συμπεριφορά, σε κοινωνικό επίπεδο.
Μάλλον αυτό συμβαίνει αυτή τη στιγμή και στην Ελλάδα. Όλα είναι στάσιμα, δεν κινείται ούτε μόριο αντίδρασης –δείτε πόσοι διαδηλώνουν, η κατάσταση είναι αφόρητη, σαν τη χειρότερη ζέστη με τη μέγιστη υγρασία, η οργή υποβόσκει και ο σεισμός μοιάζει να είναι η μόνη διέξοδος.
Αν αγνοήσεις το στρουθοκαμηλισμό των εφημερίδων και των καναλιών και περιπλανηθείς για λίγο στους δρόμους –αληθινούς ή διαδικτυακούς- θα δεις ότι οι άνθρωποι έχουν φτάσει στα όρια τους. Όχι όλοι.
Όσοι τρώνε, πίνουνε και καλοπερνάνε, καθόλου αυτοί δεν νοιάζονται οι άλλοι που πεινάνε (κυπριακό δημοτικό τραγούδι).
Όμως οι περισσότεροι είναι έτοιμοι να αυτοδικήσουν. Χρειάζεται πλέον μια μικρή αφορμή (το 2008 -προ μνημονίου- έφτασε η δολοφονία του δεκαεξάχρονου Αλέξη) για να ξεσπάσει η οργή, επί δικαίων και αδίκων.
Και δυστυχώς μάλλον οι δίκαιοι θα την πληρώσουν, αφού οι άλλοι, εκείνοι που προκάλεσαν αυτήν την κουφόβραση, είναι καλά προφυλαγμένοι στα κάστρα τους, με τους ιδιωτικούς στρατούς τους.
Θα την πληρώσει ο εφοριακός –και κάποιος πολίτης που θα περιμένει στην ουρά για διακανονισμό, ο δικαστικός επιμελητής που θα φέρει την ειδοποίηση έξωσης-κατάσχεσης, η υπάλληλος του σούπερ μάρκετ ή της τράπεζας. Και, φυσικά, μαζί μ’ αυτούς -για γαρνιτούρα- και κάμποσοι μετανάστες, οι οποίοι είναι σαν την κόκα-κόλα, πάνε μ’ όλα.
Και μετά θα ακολουθήσει το χάος, που θα παρακολουθήσουν ζωντανά από τα κάστρα τους οι ιθύνοντες αυτού του κόσμου.
Το χάος δεν είναι τόσο τυχαίο, όσο νομίζουμε. Διέπεται από αυστηρούς ντετερμινιστικούς νόμους, οι οποίοι όμως είναι πολύ… χαοτικοί για να τους κατανοήσουμε πλήρως.
Και συνήθως το χάος παράγει πολιτισμό!
Ο Λεβιστρός το εξηγεί παρομοιάζοντας τις «θερμές» κοινωνίες -τις δυτικότροπες- με ατμομηχανές. Για να παράγουν έργο, ήτοι πολιτισμό, χρειάζονται μεγάλες ποσότητες ενέργειας, την οποία την παίρνουν από τις κοινωνικές ανισότητες και τις επακόλουθες αναταραχές.
Δείτε την Αμερική του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου. Μέσα από τις φλόγες του πολέμου ξεπήδησαν οι μπήτνικ, ενώ η τζαζ μουσική είχε τις καλύτερες στιγμές της.
Τη δεκαετία του πενήντα, όταν ο κομφορμισμός ήταν η μόνη επιλογή και κάθε νοικοκυρά μπορούσε να έχει για πρώτη φορά πλυντήριο, τίποτα δε συνέβαινε.
Έπειτα ήρθε το εξήντα: Βιετνάμ, ο Κόλπος των Χοίρων, δολοφονίες πολιτικών, ξεσηκωμός των αφροαμερικάνων, χίπηδες, ροκ μουσική και μερικά από τα καλύτερα μυθιστορήματα.
Ή μπορείτε να συγκρίνετε και τη Ελλάδα της δεκαετίας του εξήντα με την Ελλάδα του «fin de siècle», τα πλαδαρά 90s, όπου οι Έλληνες διαδήλωναν μόνο επειδή ο Παπαθεμελής δεν τους άφηνε να διασκεδάζουν ως τα ξημερώματα.
Από τη μια έχουμε τους μεγάλους Έλληνες συνθέτες, από την άλλη τα φυντάνια των ριάλιτι. Απ’ τη μία έχουμε το Νόμπελ του Σεφέρη και από την άλλη την αποθέωση του ροζ μυθιστορήματος της μιας χρονιάς.
Αινείτε, λοιπόν, και δοξάζετε τον Κύριο.
Η κουφόβραση της οργής θα φέρει σεισμό. Ο σεισμός θα φέρει χάος. Το χάος θα φέρει πολιτισμό.
Κι όσοι επιβιώσουμε ίσως να ακούσουμε και κάνα όμορφο καινούριο τραγούδι. Πάνω στα ερείπια του παλιού κόσμου.