Όποιος θέλει να ξαναδιαβάσει την ελληνική μυθολογία, για λόγους επιβίωσης –παιδί στο δημοτικό- ή για λόγους ψυχαγωγίας μπορεί να το κάνει με τον πλέον ευχάριστο τρόπο.
Όχι να δει τις εντυπωσιακές χολιγουντιανές παραγωγές που έχουν ως θέμα ιστορίες από τη μυθολογία μας, γιατί έτσι θα νομίζει ότι ο Περσέας έπαιζε φούτμπολ με τον Οδυσσέα και ότι ο Οιδίποδας τυφλώθηκε από διαβητικό σοκ.
Ο πιο ξεκαρδιστικός τρόπος είναι η «Μυθολογία» του Τσιφόρου, όπου οι θεοί, οι θνητοί και τ’ ανάμεσο τους, μεταμορφώνονται σε Αθηναίους της δεκαετίας του πενήντα, ασπρόμαυροι και κωμικοί, παρά την τραγωδία της ζωής τους.
Σε κάποια από αυτές τις ιστορίες ο Τσιφόρος περιγράφει το δράμα της Ηούς, της θεάς της αυγής, και του πρίγκιπα της Τροίας, Τιθωνού. Θα τη μεταφέρω όπως τη θυμάμαι, χωρίς σίγουρα να μπορώ να αναπαράγω την τόσο οικεία –από τον παλιό ελληνικό κινηματογράφο- κωμικότητα του Τσιφόρου.
Η Ηώς ζούσε στο παλάτι της, κάπου στην Ανατολή, χωρίς να ανησυχεί για χαράτσια και οικονομικές κρίσεις. Όπως οι περισσότεροι Έλληνες θεοί και θέαινες, ήταν κι αυτή μπερμπάντισσα και ελευθερίων ηθών. Εραστές είχε πάμπολλους, άλλοτε θεούς, άλλοτε ημίθεους, άλλοτε απλούς –τυχερούς- θνητούς.
Μια μέρα είδε από το παλάτι της τον Τιθωνό, το πριγκιπόπουλο της Τροίας που έβοσκε τα πρόβατα.
(Αυτό είναι κάτι δυσνόητο για τους ανθρώπους του εικοστού πρώτου αιώνα –και όχι μόνο. Όπως ο Πάρης, έτσι και ο Τιθωνός, παρότι πρίγκιπας, εργαζόταν ως βοσκός. Φανταστείτε αντίστοιχα το Σαμαρά, στα νιάτα του τουλάχιστον, να εργάζεται ως πιτσαδόρος!)
Ο Τιθωνός, όπως όλα τα παλικάρια εκείνης της εποχής, είχε υπέροχους μαύρους βοστρύχους, μικρή μύτη, μαρμάρινο στήθος και ελληνικό πόδι, όπου το μεσαίο είναι μακρύτερο από τα άλλα –δάκτυλα.
Τον είδε λοιπόν η Ηώς και ένιωσε “like a virgin” ξανά. Άμεσα τηλεμεταφέρεται μπροστά του –σιγά μην περίμενε το λεωφορείο- και του λέει, χωρίς περιστροφές και κομπλεξαρίσματα: «Voulez vous couchez avec moi, ce soir?» (Η Ηώς, ως θέαινα που ήταν, ήξερε όλες τις γλώσσες. Αλλά προτίμησε τα γαλλικά γιατί, όπως και να το κάνουμε, είναι ερωτική γλώσσα.)
Του Τιθωνού του έπεσε το σαγόνι ως το… εφηβαίο.
Η Ηώς ήταν «θεά». Όπως ο Δίας μεταμορφωνόταν σε χρυσή βροχή, κύκνο ή ταύρο, ανάλογα τα γούστα, έτσι και η Ηώς έπαιρνε τη μορφή που φαντασιωνόταν ο υποψήφιος εραστής.
Αν του αρέσανε οι ξανθιές γινόταν ξανθιά. Αν του άρεσαν οι πληθωρικές φούσκωνε σαν μοντέλο εσώρουχων. Αν προτιμούσε τις δίμετρες ανορεξικές γινόταν τέτοια. Αν του άρεσαν οι δεσποτικές μέγαιρες, σε στυλ Μέρκελ, δεν είχε κανένα πρόβλημα και κανέναν ενδοιασμό.
Δεν ξέρουμε τι ακριβώς είδε ο Τιθωνός, αλλά παράτησε τη φλογέρα και τα πρόβατα και έπιασε την Ηώ (πως ακριβώς κλίνεται αυτή η λέξη;) από τη μέση.
«Άσε τα μουά και τα σουά, κοπελάρα μου, κι έλα να σου δείξω πως το κάνουν οι βοσκοί.»
Έπεσαν στα χορτάρια και… Είχαν μια «ερωτική συνομιλία» (όπως συνήθιζε να γράφει ο Τσιφόρος.)
Όταν σηκωθήκανε η Ηώς είχε χάσει το χρώμα της –την κρόκινη γάζα της αυγής, που λένε και οι ποιητές. Τόσο καιρό νόμιζε ότι ήταν κλειτοριδική, αλλά με τον Τιθωνό κατάλαβε ότι ήταν κολπική. Και είχε ανακαλύψει το σημείο G που όλες οι θέαινες νομίζανε ότι είναι μύθος.
«Αυτόν τον άντρα θα τον παντρευτώ», είπε και τον πήρε στο παλάτι της.
Εκεί συνέχισαν τις απείρου κάλλους «ερωτικές συνομιλίες».
Όταν έγινε το γλέντι του γάμου -σε κυριλέ εστιατόριο όχι σε καμιά παλιοταβέρνα- ο Δίας ρώτησε την Ηώ τι γαμήλιο δώρο ήθελε να της κάνει. Μήπως καμιά ηλεκτρική σκούπα; Ένα πλήρες σερβίτσιο τσαγιού; Ένα ταξίδι στη Χαβάη; –που δεν είχε ανακαλυφτεί ακόμα.
Η Ηώ ζήτησε από τον πατέρα των θεών να χαρίσει στον άντρα της την αθανασία.
Ο Δίας έκανε στην αρχή το δύσκολο, αφού δεν συμπαθούσε και πολύ τους ανθρώπους –πέρα από τις γυναίκες τους, τις οποίες τιμούσε δεόντως. Με τα πολλά συμφώνησε και έκανε τον Τιθωνό αθάνατο.
Όμως η Ηώς είχε ξεχάσει κάτι πολύ σημαντικό: Όχι το φαγητό στο φούρνο, αλλά να ζητήσει μαζί με την αθανασία και την αιώνια νεότητα.
Ο Τιθωνός περνούσε ζωή χαρισάμενη με τη σύζυγο του. Έτρωγε αμβροσία, έπινε νέκταρ και όλη τη μέρα είχε «ερωτικές συνομιλίες». Όμως, παρά τις περιποιήσεις ή μπορεί και εξαιτίας του καθημερινού ξεζουμίσματος, γερνούσε. Το πρόσωπο του ρυτιδωνόταν, το σώμα του καμπούριαζε και ζαρωνόταν, η ερωτική του επιθυμία εξασθενούσε.
Η Ηώς πήγε στον Όλυμπο για μια επαναδιαπραγμάτευση του δώρου, όμως ο Δίας ήταν αμετάπειστος και αμετακίνητος, σχεδόν βαυαρικός:
«Ούτε καν επικαιροποίηση», της είπε. «Δε βλέπεις τι γίνεται; Ξεσηκωθήκανε οι θνητοί και μιλάνε για καινά δαιμόνια, άγνωστους θεούς, δημοκρατίες, ορθολογισμό και αθεΐα… Εσύ καλά είσαι, εκεί στην Ανατολή με τους Κινέζους σου. Εδώ ετοιμάζουμε τα ελικόπτερα (ήτοι Πήγασος) και ετοιμαζόμαστε να μετακομίσουμε στα μουσεία.»
Γύρισε άπραγη η Ηώς στο παλάτι της και έβλεπε τον επιβήτορα της να μαραζώνει μέρα με τη μέρα, χρόνο με το χρόνο, αιώνα με τον αιώνα. Καμία διάθεση για ερωτικές συνομιλίες δεν είχε πλέον ο Τιθωνός. Μόνο γκρίνιαζε, με την ψιλή διαπεραστική φωνή του και καταριόταν τη μέρα που γνώρισε τη γυναίκα του:
«Καλά δεν ήμουν με τα προβατάκια μου και τις βοσκοπούλες;» έλεγε χωρίς να μπορεί να κουνηθεί. «Τι τα ήθελα τα μεγαλεία και τις θεές; Τα μεταξωτά βρακιά θέλουν κι επιδέξιους κώλους. Αλί και τρισαλί και όιμε, ούτε να πεθάνει δεν μπορεί κανείς, να ησυχάσει. Γιατί έμπλεξα με τη γκέισα και νόμιζα ότι θα ήμουν πάντα…» Και συνέχιζε να γκρινιάζει.
Οι αιώνες πέρασαν, οι Έλληνες πολέμησαν τους βαρβάρους και μετά σκοτωθήκαν μεταξύ τους –τι πρωτότυπο! Έφτασε ο Μεγαλέξανδρος ως τις Ινδίες, μετά πέθανε από ψύξη, κατάκτησαν το –γνωστό- κόσμο οι Ρωμαίοι, εμφανίστηκε ο γιος ενός μαραγκού που είπε «all you need is love» και τον σταυρώσανε, αλλά μετά τον έκαναν θεό και οι αρχαίοι θεοί ξεχάστηκαν.
Και ο Τιθωνός ζάρωνε και γκρίνιαζε, γκρίνιαζε και ζάρωνε, μέχρι που έγινε ένα έντομο με διαπεραστική φωνή, που όλοι γνωρίζουμε και το οποίο μας θυμίζει ότι είναι καλοκαίρι.
Όσο για την Ηώ… Εκείνη συνεχίζει να είναι αθάνατη και ελευθερίων ηθών. Αν παρουσιαστεί μπροστά σας και αρχίσει τα «μουα» και τα «σουα» πηγαίνετε να κάνετε ένα κρύο ντους, γιατί αν μπλέξετε μαζί της σας βλέπω τζιτζίκια –στην καλύτερη περίπτωση.
Τέλος του μύθου.
Οι αρχαίοι Έλληνες ήταν έξυπνοι άνθρωποι. Μπορεί να μην ήξεραν πολλά από εντομολογία, αλλά στη μυθολογία τους ο τζίτζικας είναι ένα πολύ γερασμένο ζωύφιο –και αυτό δεν είναι τυχαίο.
Σύμφωνα με τη λαϊκή σοφία τα τζιτζίκια δεν είναι τίποτα άλλο από επιπόλαια έντομα, που ξέρουν μόνο να ξελαρυγγιάζονται και να ψοφάνε μετά από λίγες μέρες τραγουδιού. Σε αντίθεση με το μέρμηγκα που αποταμιεύει και φροντίζει για το μέλλον του.
Πως θα σας φαινόταν όμως αν σας έλεγαν ότι το τζιτζικάκι που τζιτζικίζει έξω από τη σκηνή του κάμπινγκ είναι 17 χρονών; Πιο μεγάλο από τα παιδιά σας; Ή σε ηλικία για να πάει στο στρατό;
Το τζιτζίκι που βλέπουμε είναι η τελική μορφή ενός εντόμου που ζει μέσα στο έδαφος για 3, 7, 13 ή 17 χρόνια (ανάλογα το είδος).
Ίσως αυτοί οι αριθμοί να μη σας λένε κάτι, αλλά αν τους προσέξετε καλύτερα θα δείτε ότι είναι όλοι «πρώτοι» αριθμοί.
Επειδή έχετε πολλά προβλήματα για να θυμάστε τι είναι οι πρώτοι αριθμοί θα σας θυμίσω: Πρώτος αριθμός είναι όποιος αριθμός διαιρείται μόνο με τη μονάδα (1) και τον εαυτό του.
Και γιατί τα τζιτζίκια βγαίνουν από τη γη, για να τζιτζικίσουν, να ζευγαρώσουν και να γεννήσουν κάθε τρία ή δεκαεφτά χρόνια; Γιατί έτσι έχουν περισσότερες πιθανότητες να επιβιώσουν και να αναπαραχθούν!
Αν έβγαιναν κάθε 12 χρόνια τότε κάθε ζώο ή πτηνό που έχει κύκλο ζωής 1, 2, 3, 4, 6, 12 χρόνια (όσοι και οι διαιρέτες του 12) θα το συμπεριλάμβανε στο μενού της ημέρας.
Αφού βγαίνουν κάθε π.χ. 17 χρόνια, μόνο τα ζώα που έχουν κύκλο ζωής ένα χρόνο (ή μικρότερο, όπως τα μυρμήγκια) ή 17 χρόνια, θα μάθουν να τρέφονται με τα ζουμερά σώματα των τζιτζικιών.
Φυσικά τα τζιτζίκια δεν ξέρουν μαθηματικά, αλλά εκεί υπεισέρχεται η θεωρία της εξέλιξης του Δαρβίνου: Τα τζιτζίκια που έβγαιναν από τη γη κάθε 6 ή 12 χρόνια καταναλώθηκαν πριν προλάβουν να αναπαραχθούν. Εκείνα που έτυχε να βγαίνουν με μαθηματική ακρίβεια πρώτων αριθμών, είχαν περισσότερες πιθανότητες να επιβιώσουν, έκαναν πολλά παιδάκια και έτσι όλοι χαιρόμαστε τη γκρίνια του Τιθωνού.
Και τώρα όλοι όσοι έχουν ξαναδιαβάσει κείμενο του Γελωτοποιού θα περιμένουν την αναγωγή από το ειδικό στο γενικό, από το μυθολογικό, αστείο και φυσιοκρατικό στο πολιτικοκοινωνικό.
Κάτι τέτοιο δε θα ήταν δύσκολο αφού υπάρχουν πολλά ερείσματα:
Τα τζιτζίκια που ξέρουν μαθηματικά, ενώ οι πολιτικοί μας τα αγνοούν τελείως και νομίζουν ότι ένας ρημαγμένος άνθρωπος θα μπορέσει να πληρώσει τους φόρους που τόσο τερατωδώς του αντιστοιχούν.
Ή ο αγώνας για την επιβίωση, όπου επικρατούν αυτοί που προσαρμόζονται στις νέες συνθήκες.
Ή ο μύθος για τα τεμπέλικα τζιτζίκια και τα εργατικά μυρμήγκια.
Ή το λυκόφως των παλιών ειδώλων και ο θάνατος των αθάνατων θεών.
Ή η αδυναμία των αντρών να αντισταθούν σε μια φανταστική –κυριολεκτικά- γυναίκα, όπως και η άνευ όρων παράδοση των γυναικών σε κάποιον άντρα που ανακαλύπτει την κολπική τους φύση.
Ή…
Συγγνώμη, αλλά ο Γελωτοποιός θα σας απογοητεύσει και δε θα κάνει καμιά αναγωγή. Πρώτον, γιατί αυτό το κείμενο είναι -για άλλη μια φορά- πολύ μεγαλύτερο απ’ όσο αντέχει ένας διαδικτυακός αναγνώστης και, δεύτερον, γιατί ο Γελωτοποιός, ως γνήσιος παλιάτσος, έφαγε κάτι που τον πείραξε και πρέπει, όσο πιο γρήγορα μπορεί, να πάει… στην τουαλέτα!