Πως να γίνετε ένας επιτυχημένος αποτυχημένος

0
840
(Ένα κείμενο εκτός επικαιρότητας και επικαιρικότητας)
Ο μποέμικος παράδεισος του Αδάμ μετατράπηκε πολύ γρήγορα σε τόπο μαρτυρίου, καθώς μετά τον πρώτο νευρικό κλονισμό που του προκάλεσε η ατυχής επιλογή καταλύματος (Φούφειο Φοιτητικό Οικοτροφείο -for god’s sake) ήρθε η ψυχρολουσία της σχολής.
 –
Γνώσεις καλομασημένες και έτοιμες προς χώνευση, αδιαφιλονίκητες θεωρίες που επισπεύδανε την ατροφία της κριτικής σκέψης, καθηγητές-υπαλληλίσκοι των οποίων το αρχικό πάθος της διδασκαλίας (αν υπήρχε κάποτε και αυτό) είχε θαφτεί κάτω από τις ατελείωτες ώρες της ψυχοφθόρας επανάληψης, φοιτητές κομματικοποιημένοι που είχαν ως πρώτο μέλημα τον άμεσο διορισμό τους στο δημόσιο, και –αυτό ήταν το χειρότερο- άνοστο φαγητό στο εστιατόριο.
 –
Στριμωγμένος καθημερινά στο λεωφορείο που τον πήγαινε και τον έφερνε, ένιωθε να μετατρέπεται σε μαριονέτα, με αόρατα νήματα να συγκρατούν τη βούληση του. Αισθανόταν έρμαιο της κοινωνικής του αναξιότητας, ένα πιόνι το οποίο θα μάθαινε να γίνεται ευτυχισμένο με ανούσιες ασχολίες, που θα γέμιζε τη μέρα του με κενές στιγμές και θα εξαργύρωνε την κενότητα του σε κατάθλιψη, σε ανία, σε άνοια και σε ψυχώσεις.
 –
Ίσως ο κόσμος στον οποίο ζούσε ο Αδάμ να ήταν ο καλύτερος που θα μπορούσε να υπάρχει –ίσως και όχι- αλλά εκείνη την εποχή, καθώς η μοναξιά γιγαντωνόταν μέσα στο λεωφορείο, καθώς παρατηρούσε τα απρόσωπα όντα που συνωστίζονταν γύρω του και μάντευε στις σπασμωδικές τους κινήσεις την επερχόμενη αποχαύνωση, εκείνη την εποχή άρχισε να αντιλαμβάνεται ότι αν έθετε σιωπηλά ερωτήματα-ρωγμές στις βάσεις της κοινωνικής αναγκαιότητας, αν τολμούσε να αμφισβητήσει το ρόλο που άθελα του είχε ενστερνιστεί, τότε θα έβλεπε ολόκληρο το οικοδόμημα της εύθραυστης μακαριότητας να καταρρέει, το σταθερό δάπεδο να υποχωρεί. Και θα βυθιζόταν. Που;
 –
Ίσως τελικά ο πατέρας του είχε δίκιο όταν του έλεγε να μη διαβάζει πολύ γιατί θα τρελαθεί. Τι άλλο ήταν από τρελός; Τρελός ανάμεσα σε λογικούς. Ένα περισσευούμενο κομμάτι του ολοκληρωμένου παζλ.
 –
Ο μόνος τρόπος για να σταματήσει να σκέφτεται και να ματαιοπονεί ήταν να αποδεχτεί την κατάσταση ως είχε. Χρειαζόταν θάρρος για να καταφέρει να καταπιεί το χάπι (-εντ), αλλά έπρεπε να το καταπιεί αν δεν ήθελε να του το χώσουν από πίσω στο ψυχιατρείο.
Και έκανε ό,τι μπορούσε για να προσαρμοστεί στην πραγματικότητα, όμως κάθε νύχτα έβλεπε την «Υγεία», την αρχαία απεικόνιση της με στολή νοσοκόμας, να τον πλησιάζει, κρατώντας έναν ιθύφαλλο-υπόθετο, και να τον προστάζει να σκύψει.
 –
Μια μέρα ο Αδάμ βρισκόταν στην αίθουσα και κοιτούσε αφηρημένα τις κηλίδες μούχλας στους τοίχους, προσπαθώντας να φανταστεί εικόνες, ενώ η καθηγήτρια ανοιγόκλεινε το στόμα της.
 –
Δεν άκουγε τι έλεγε ή μπορεί να μην έλεγε τίποτα, δεν είχε διαφορά, ο Αδάμ ενδιαφερόταν μόνο για τους μουχλιασμένους ιππόκαμπους που κάλπαζαν στην καμπούρα του γερο-ναυτικού.
 –
Έτσι δεν αντιλήφθηκε την καθηγήτρια που τον πλησίασε και τον σκούντησε.
«Για πες μας εσύ με τα μούσια», του είπε, «τι σημαίνει επιχειρησιακή επικοινωνία;»
 –
«Με συγχωρείτε, αλλά δεν πρόσεχα», είπε ο Αδάμ σηκώνοντας τους ώμους.
«Το κατάλαβα ότι δεν πρόσεχες, αλλά δεν είναι δύσκολο. Μόλις τώρα το εξήγησα: Επιχειρησιακή επικοινωνία είναι… Η επικοινωνία ανάμεσα στα μέλη μιας επιχείρησης.»
 –
«Τι είναι μια γκρι γάτα;» σκέφτηκε ο Αδάμ. «Γκρι γάτα είναι μια γάτα που είναι γκρι.» Αλλά δε μίλησε.
«Κατάλαβες; Επανέλαβε το τώρα… Δεν είναι δύσκολο: Επιχειρησιακή επικοινωνία είναι…»
 –
«Με συγχωρείτε, αλλά δεν μπορώ», της είπε ο Αδάμ, ελπίζοντας να τον αφήσει ήσυχο.
«Μα γιατί;»
 –
Το κορίτσι που καθόταν στην πίσω θέση ζήτησε να απαντήσει.
«Για πες μας εσύ…»
«Καπετανάκη.»
«…Καπετανάκη, να ακούσει και ο φίλος μας.»
 –
«Επιχειρησιακή επικοινωνία είναι η επικοινωνία ανάμεσα στα μέλη μιας επιχείρησης», είπε μονοκόμματα η Καπετανάκη.
«Πολύ σωστά!»
 –
Ο Αδάμ έσφιξε τις γροθιές του για να μην ουρλιάξει.
«Δεν είναι τίποτα», έλεγε στον εαυτό του, «ηρέμησε, ηρέμησε.»
Η Καπετανάκη πίσω του χαμογελούσε με σιγουριά. Σε μερικά χρόνια θα ήταν λογίστρια σε πολυεθνική εταιρία. Το ήξερε ήδη.
 –
«Έλα, λοιπόν», ξαναείπε η καθηγήτρια, «σ’ ακούμε τώρα.»
 –
Ο Αδάμ την κοίταξε κατάματα για να δει αν απολάμβανε τον εξευτελισμό του. Όλο το τμήμα ψιθύριζε και γελούσε. Εκείνος είχε κοκκινίσει και ήταν έτοιμος να εκραγεί, αλλά δεν έβγαλε άχνα. Η καθηγήτρια συνέχισε να πιέζει την κατάσταση.
 –
«Έλα, εύκολο είναι, προσπάθησε», είπε λες και μιλούσε σε παιδί με μαθησιακές δυσκολίες.
 –
Ο Αδάμ με γουρλωμένα μάτια, λίγο πριν της καρφώσει το στιλό στην καρωτίδα, έφτυσε συλλαβή προς συλλαβή, σαν παιδί με δυσαναγνωσία που το υποχρεώνουν να διαβάσει, τις τελευταίες λέξεις:
«ΔΕΝ   ΜΠΟ-ΡΩ  ΝΑ   ΤΟ   Ε-ΠΑ-ΝΑ-ΛΑ-ΒΩ!!!»
 –
Η καθηγήτρια αντιλήφθηκε τον κίνδυνο και υποχώρησε στην έδρα της.
Μετά από λίγο, μόλις κατάφερε να ανακτήσει την ψυχραιμία του, ο Αδάμ άφησε τα βιβλία του και τις σημειώσεις και αποχώρησε αθόρυβα.
 –
Βγήκε στο δρόμο και μπήκε στο πρώτο λεωφορείο, χωρίς να κοιτάξει τον αριθμό. Δεν ήθελε να γυρίσει στο Φούφειο, έπρεπε να σκεφτεί. Κατέβηκε στο τέρμα της διαδρομής και ξεκίνησε να περπατάει προς άγνωστη κατεύθυνση.
 –
«Δεν είμαι και ιδιαίτερα έξυπνος», σκεφτόταν, «αλλά δεν μπορώ να παριστάνω και τον ηλίθιο. Τι θα καταλάβαινε αν της απαντούσα; Τι είναι ο ηλίθιος άνθρωπος; Ηλίθιος άνθρωπος είναι ένας άνθρωπος που είναι ηλίθιος.»
 –
Σταμάτησε σε ένα περίπτερο, αγόρασε δυο μπύρες και τσιγάρα και συνέχισε να περπατάει.
 –
«Ίσως, τελικά να είμαι… Ηλίθιος», σκέφτηκε. «Αν ήμουν έξυπνος θα της έλεγα αυτό που ήθελε να ακούσει και όλα θα ήταν μια χαρά. Επιχειρησιακή επικοινωνία είναι… Δεν μπορώ. Ντρέπομαι… Ντρέπομαι για λογαριασμό της, ντρέπομαι για ‘κεινη που απάντησε, ντρέπομαι να γυρίσω στην τάξη.»
 –
Διέσχισε το δρόμο και μόλις έφτασε στο πεζοδρόμιο άναψε τσιγάρο. Περπατούσε και μονολογούσε: «Δεν μπορεί να είμαι καλά. Πρέπει να έχω κάποιο ελάττωμα στην κατασκευή μου. Δεν εξηγείται αλλιώς. Οι άλλοι πως αντέχουν; Δεν μπορεί να τους αρέσει. Απλά κάνουν τα στραβά μάτια. Εκεί είναι η εξυπνάδα… Τι σκατά έχω μες στο κεφάλι μου;»
 –
Χωρίς να το καταλάβει βρέθηκε έξω από ένα ψυχιατρείο.
Ένας έγκλειστος, με το πρόσωπο ανάμεσα στα κάγκελα, του ζήτησε τσιγάρο.
«Καλά είναι εδώ;» τον ρώτησε ο Αδάμ και άνοιξε το πακέτο.
«Δως μου δύο», είπε εκείνος απλώνοντας το χέρι. «Τρία!»
«Πάρε τρία», έκανε ο Αδάμ και είδε έκπληκτος τον έγκλειστο να βγάζει από την τσέπη του ένα πακέτο γεμάτα τσιγάρα κάθε μάρκας και να χώνει μέσα εκείνα που του είχε δώσει.
 –
«Δως μου κι ένα να καπνίσω», είπε μετά.
«Ας ‘τα αυτά, σε είδα. Η τσέπη σου είναι γεμάτη. Πιο πολλά από μένα έχεις.»
«Ένα να καπνίσω. Ένα μόνο.»
«Γιατί δεν καπνίζεις από αυτά που έχεις;» ρώτησε ο Αδάμ σίγουρος ότι θα άκουγε μια τρελή δικαιολογία.
 –
«Τελειώνουν τόσο γρήγορα εδώ μέσα, εσύ μπορείς να αγοράσεις όποτε θέλεις, δως μου ένα να καπνίσω», είπε ο έγκλειστος και η αφοπλιστική του λογική ξάφνιασε τον Αδάμ.
 –
Του έδωσε κι άλλο και είδε τους υπόλοιπους να πλησιάζουν σαν τα περιστέρια στο πάρκο όταν σκόρπιζε τα θρύψαλα της τυρόπιτας. Από παντού απλώνονταν χέρια που ικέτευαν για ένα τσιγάρο, ακόμα κι όταν το πακέτο του Αδάμ είχε αδειάσει.
Γύρισε στο περίπτερο και ζήτησε φτηνά τσιγάρα.
 –
«Για τους τρελούς τα θες;» τον ρώτησε ο περιπτεράς.
«Ναι… Τους λυπάμαι τους κακόμοιρους.»
«Κακόμοιροι; Αυτοί την καλύτερη ζωή περνάνε. Ούτε δουλεύουν ούτε κουράζονται, τους ταΐζουν, τους κοιμίζουν, τζάμπα τσιγαράκια, τι άλλο θέλουν;»
 –
Ο Αδάμ πήρε τα τσιγάρα χωρίς να σχολιάσει, τα μοίρασε στα περιστέρια και γύρισε στο οικοτροφείο.
 –
Τις επόμενες μέρες δεν πάτησε στη σχολή. Περιπλανιόταν στην πόλη και παρατηρούσε τα δυστυχισμένα πρόσωπα που συνωστίζονταν στα πεζοδρόμια και στα βαγόνια του ηλεκτρικού.
Κοιτούσε τα βιαστικά τους πόδια, τα φοβισμένα χέρια, τα χαμόγελα της μιας δραχμής, τα τυφλά τους μάτια.
 –
Ένα απόγευμα μάζεψε τα πράγματα του και δίχως να πει κουβέντα σε κανέναν εγκατέλειψε το Φούφειον και τη φοιτητική του σταδιοδρομία. Επέστρεψε στο σπίτι του, εξωτερικά ηττημένος κατά κράτος, εσωτερικά πιο μπερδεμένος από ποτέ.
Είχε πολύ δρόμο μπροστά του.