Δεν θρηνώ για την Έλλη Στάη. Σε λίγο καιρό θα φοράει τη φανέλα κάποιου ιδιωτικού καναλιού και θα έχει ξεχάσει τα κροκοδείλια δάκρυα της.
Θρηνώ για το όραμα του Χατζιδάκι, που πίστευε ότι οι Έλληνες χρειάζονται να ακούνε εκπομπές όπως του Χρίστου Παπαγεωργίου, με συγκριτικές εκτελέσεις των έργων του Σοπέν και κινηματογραφικές μουσικές που έμειναν στην ιστορία.
Θρηνώ για τον στρατηγό Μακρυγιάννη, του οποίου τα «Απομνημονεύματα» δεν πρόκειται ποτέ να ακουστούν από κάποιον ιδιωτικό σταθμό.
Θρηνώ για τους «ποιητές της εβδομάδας», που μας έμαθαν ότι η ποίηση είναι το άλλο πρόσωπο της υπερηφάνειας.
Θρηνώ για τις ραδιοφωνικές αποδόσεις θεατρικών έργων, σε μια χώρα όπου το θέατρο βρίσκεται υπό διωγμό.
Θρηνώ για τις εκπομπές λόγου, όπως τα «Στοιχεία για την αγορά χαλκού», όπου σε μισή ώρα σκεφτόσουν περισσότερο απ’ όσο σκέφτεσαι σε εκατό χιλιάδες πρωινάδικα.
Θρηνώ για τους λύκους που επανέρχονταν με την ανατριχιαστική φωνή της Ζατέλλη, για τους λύκους που σε έκαναν να πιστεύεις στο μεγαλείο της λογοτεχνίας.
Θρηνώ για την Κάλλας, την Ελληνίδα ντίβα, η οποία δεν είχε χώρο σε κανέναν άλλο σταθμό της Ελλάδας.
Θρηνώ για τον Μπαχ, τον Μπετόβεν, τον Τσαϊκόφσκι και τον Σοστακόβιτς, που τους έπαυσε μια πράξη νομοθετικού περιεχομένου.
Θρηνώ για τον Εθνικό Ύμνο, τον οποίο τον τραγουδούσαν παιδιά κάθε πρωί, όχι ναζί.
Θρηνώ για τον πολιτισμό, που ως άλλη Ιφιγένεια θυσιάστηκε στο βωμό της ανταγωνιστικότητας, της επιχειρηματικότητας, της ανάπτυξης.
Θρηνώ για το θρίαμβο της κακογουστιάς, για τη δικτατορία του ακαλαίσθητου και την επικράτηση της παραίτησης.
Θρηνώ για την Ελλάδα, που θα χορεύει μόνο τσιφτετέλια και ελαφρολαϊκά και θα μιλάει μόνο για κουτσομπολιά.
Θρηνώ για ένα κραυγαλέο κενό στο ραδιόφωνο, για ένα απύθμενο κενό στην ψυχή μας.
Αλλά, πρωτίστως, θρηνώ για τους Έλληνες.
Που όλοι ζουν μέσα στο αυγό τους και νομίζουν ότι είναι ασφαλείς. Από ‘κει μέσα κατηγορούν όλους τους άλλους και αδιαφορούν για ό,τι τους συμβαίνει, γιατί δεν ξέρουν ότι πρέπει να σπάσουν πολλά αυγά για να γίνει η νεοφιλελεύθερη ομελέτα.
Δεν ξέρουν ότι αυτή η «δικτατορία της ανταγωνιστικότητας» στηρίζεται πρώτα απ’ όλα στον σαρκοφάγο φυτό που καλλιέργησαν με επιμονή κάποιοι άριστοι γνώστες της μαζικής ψυχολογίας: Το φυτό του κανιβαλισμού και της απάθειας.
Και αν προβάλλονται ως ασύμφοροι οι «κηφήνες της κρατικής ραδιοτηλεόρασης» και όλοι συμφωνούν, μετά θα παρουσιαστούν ως ασύμφοροι και οι νεφροπαθείς, οι ψυχικά ασθενείς, οι συνταξιούχοι, οι δάσκαλοι, οι άνεργοι, ίσως και οι εργαζόμενοι.
Το Τρίτο Πρόγραμμα δεν υπάρχει πλέον, με τη δικαιολογία ότι δεν είναι αρκετά εμπορικό, όχι τόσο όσο οι ιδιωτικοί σταθμοί.
Όπως εμπορικός δεν είναι και ο Παπαδιαμάντης, σε σχέση με τη βασίλισσα των ευπώλητων, τη Λένα Μαντά.
Όπως και οι ανθρωπιστικές σπουδές δεν είναι τόσο εμπορικές όσο οι τεχνοκρατικές.
Όπως και ο «Εξάντας» δεν είναι, σε σχέση με τα τούρκικα σίριαλ.
Όπως και η αλληλεγγύη δεν είναι, σε σχέση με τον κανιβαλισμό.
Το Τρίτο Πρόγραμμα δεν υπάρχει πια, με τη δικαιολογία ότι ήταν διεφθαρμένο.
Σε αντίθεση με τα αδιάφθορα ιδιωτικά κανάλια, που δεν έχουν καμία σχέση με την επικράτηση της διαφθοράς και της διαπλοκής.
Το Τρίτο πρόγραμμα δεν υπάρχει πια, γιατί έπρεπε να το πληρώνουμε, 4 ευρώ το μήνα.
Πόσα όμως πληρώνουμε στις εταιρείες για να διαφημίζουν τα προϊόντα τους στις εκπομπές του Πρετεντέρη; Πόσα δάνεια δώσαμε στα κανάλια; Πόσα λεφτά χρωστάνε τα κανάλια για τις άδειες που ποτέ δεν αγοράσανε;
Δεν μπορώ να γράψω πολλά. Θα ανοίξω το ραδιόφωνο, στο 92 fm, και θα ακούσω το κενό, το τίποτα.
Η Ελλάδα είναι ο πολιτισμός της, δεν είναι τα σχέδια ανάπτυξης που ποτέ δεν έρχονται.
Ο πρωθυπούργος, ο πρώτος στην τάξη των -ούργων, δεν έπαυσε την ΕΡΤ, έπαυσε τον Χατζιδάκι.
Και σαν το σκέφτομαι αυτό χαμογελώ.
Αλήθεια νομίζεις, ανόητε, ότι μπορείς να νικήσεις τον Χατζιδάκι;
Ότι μπορείς να νικήσεις τον Σολωμό και τον Σουρή;
Ότι μπορείς να νικήσεις τον στρατηγό Μακρυγιάννη;
Ότι μπορείς να νικήσεις την Κάλλας;
Ότι μπορείς, ω ανθρωπάκο, να νικήσεις τον Μπετόβεν;
Έχεις ήδη ηττηθεί.