Οι Πρόγονοι του Αδάμ
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Ήταν και η άλλη ιστορία, από την Κατοχή. Μου την είχε πει τόσες φορές. Είχε κάνει κάτι που δεν ταίριαζε με τα προηγούμενα, δεν ταίριαζε με αυτό που νόμιζε ότι ήταν. Δεν ήταν διπλωματία, όπως έλεγε, να τα ‘χεις καλά με όλους και να πορεύεσαι χωρίς πάθος, όχι, ήταν κάτι απρόσμενο και γι’ αυτόν ακόμα.
Γι’ αυτό μου την έλεγε και την ξανάλεγε, όχι για να του εξηγήσω εγώ, αλλά μήπως έτσι, λέγοντας ‘την, καταλάβει μόνος του. Γι’ αυτό δεν εξομολογούμαστε και στον παπά; Σιγά μην πιστεύει κανείς ότι ο παπάς μπορεί να τον βοηθήσει, το ίδιο σαν κι εμάς αμαρτωλός είναι κι αυτός. Αλλά καθώς τα λες ξαλαφρώνεις, καθώς τα λες τα σκέφτεσαι… Είναι καλό να μοιράζεσαι.
Αλλά δεν τον ωφέλησε. Κάθε φορά τέλειωνε και κουνούσε το κεφάλι, σαν να ‘λεγε: Δεν καταλαβαίνω.
Τότε ήμουν μικρή. Ούτε κι εγώ καταλάβαινα κι ούτε μ’ ένοιαζε να καταλάβω. Μετά είδα πολλά και δεν είναι ότι κατάλαβα τι έγινε, αλλά έμαθα ότι συμβαίνει σε όλους. Για ποιο πράγμα μιλάω;
Για τη διαφορά που υπάρχει ανάμεσα σ’ αυτό που θέλουμε να κάνουμε και σ’ αυτό που κάνουμε, σ’ αυτό που λέμε ότι θα κάνουμε και ορκιζόμαστε ότι θα συνεχίσουμε να κάνουμε και σ’ αυτό που τελικά κάνουμε… Σε μπέρδεψα;
Λέμε ότι θα ‘μαστε καλοί ή λέμε ότι τέλειωσαν οι καλοσύνες. Θέλουμε να είμαστε έτσι ή να μην είμαστε αλλιώς, και ναι, μπορεί να τα καταφέρνουμε μια-δυο φορές, αλλά μια μέρα κάνεις κάτι που ούτε κι εσύ ο ίδιος δεν το περίμενες.
Το ‘λεγε κι η γιαγιά μου: Η ψυχή του ανθρώπου δεν είναι πρόβατο, δεν είναι λύκος. Είναι τα πάντα, τη μια χορεύει και την άλλη σφάζει.
(“Η μεγάλη παρανόηση”, σκέφτεται ο Αδάμ και βγάζει το πακέτο του, το πακέτο που γράφει πάνω με χοντρά γράμματα ότι οι καπνιστές πεθαίνουν αργά, το βγάζει, ανάβει τσιγάρο και ρουφάει, λες και δεν ξέρει να διαβάζει, λες και δεν ξέρει τι παθαίνουν οι καπνιστές, λες και είναι αθάνατος.
“Ο άνθρωπος δεν είναι λογικό ον. Είναι θυμικό μυθικό παράλογο, αλλά λογικό δεν είναι ούτε ντετερμινιστικό. Δεν είναι μια εξίσωση με έναν άγνωστο, κάτι σαν 2x+3= Άνθρωπος, όπως ήθελε να πιστεύει ο Skinner, όπου απλά αντικαθιστάς το Χ με ό,τι θες και έχεις πάντα το ίδιο αποτέλεσμα.
Είναι μια χαοτική εξίσωση με άπειρους συντελεστές και αγνώστους, συχνά υψωμένους σε νιοστές δυνάμεις.
Αλλάζεις μόνο ένα στοιχείο και ο εγκέφαλος βραχυκυκλώνει ή μάλλον νομίζουμε ότι βραχυκυκλώνει, αφού ο Άνθρωπος, το Υποκείμενο, συμπεριφέρεται εντελώς διαφορετικά απ’ ό,τι πρόσμεναν οι Πειραματιστές.
Ακόμα και ο Μέγιστος Πειραματιστής, ο Γιαχβέ αυτοπροσώπως, απέτυχε στην πρόβλεψη. Νόμιζε ότι είχε ποιήσει τα πάντα εν σοφία, όμως ο Αδάμ και η Εύα τον διέψευσαν.
Άρκεσε ένα μήλο και όλα πήγαν κατά διαόλου. Κυριολεκτικά.)
Άκου τι έγινε και πες μου κι εσύ τι καταλαβαίνεις.
Ο Σπύρος ήταν βολεμένος στο μασκάρεμα του. Ήταν συνεργάτης των Γερμανών, αλλά βοηθούσε και τους Λαρισαίους και έδινε πληροφορίες στους αντάρτες. Αν συνέχιζε έτσι πρωθυπουργός θα γινόταν.
Γελάς; Γιατί, λίγοι συνεργάτες των Γερμανών γίναν μεγάλοι και τρανοί μετά;
Οι μόνοι που προοδεύουν, αγόρι μου, σ’ αυτόν τον τόπο, σ’ αυτήν την αποικία, είναι οι συνεργάτες των ξένων. Γερμανοί, Σοβιετικοί, Άγγλοι, Αμερικάνοι. Όποιος υπάκουε, τον σωστό κάθε φορά, τον πιο ισχυρό, έβγαινε μπροστά.
Όποιος ήθελε να κάνει του κεφαλιού του, το ‘τρωγε το κεφάλι του.
(Ένα κολλάζ από κεφάλια. Καποδίστριας, Μακρυγιάννης, Βελουχιώτης, Πλουμπίδης, Λαμπράκης..)
Ήταν το ’43… Ή το ’44;
Μην νομίζεις, όταν είσαι νέος κάθε χρόνος σημαντικός είναι, και κάθε μέρα το ίδιο. Κι άμα ζεις σε τρικυμίες μέσα τότε ακόμα πιο πολύ βαραίνει η κάθε στιγμή κι η κάθε ώρα. Όταν γερνάς κι άμα ζεις και σε καλοσύνη, ούτε φουρτούνες ούτε εκτελέσεις ούτε πόλεμοι, τότε κάθε μέρα είναι ίδια με κάθε προηγούμενη.
Κι αυτό δεν είναι κακό. Ούτε καλό. Είναι έτσι όπως είναι.
Το ’43 πρέπει να ‘ταν. Το αντάρτικο όλο και δυνάμωνε, όλος ο κόσμος βοηθούσε. Οι Γερμανοί κατάλαβαν ότι δεν τα βγάζουν πέρα μόνοι τους και έβαλαν το Ράλλη να φτιάξει τα Τάγματα Ασφαλείας. Να πολεμούν εκείνοι τους κομμουνιστές, που τους είχαν άχτι, να μην σκοτώνονται οι ναζήδες.
Ε, τότε τοποθέτησαν στη Λάρισα τον Έρωτα.
Ήταν ένας αρχιβασανιστής Γκεσταπίτης, ο δόκτορας Λιέμπιχ. Έρωτα τον έλεγαν οι Λαρισαίοι, όπως έλεγαν την αρρώστια ευλογιά, σαν να ήθελαν να τον γλυκάνουν στο μυαλό τους. Αλλά έμαθαν να τρέμουν σαν άκουγαν το όνομα του.
Ο Έρωτας ήταν γιατρός, τρελογιατρός, πριν τον πόλεμο. Ήξερε τους ανθρώπους, ήξερε να τους σπάει. Τον έβαλαν στη Λάρισα για να διαλύσει την Αντίσταση. Εκείνος ξεκίνησε να βασανίζει. Αλλά γρήγορα κατάλαβε ότι δεν μπορούσε να σπάσει τη θέληση των Ελλήνων, αντρών και γυναικών.
Ήμασταν πιο σκληροί τότε. Γεννιόμασταν μέσα στη φτώχεια. Τα μισά από τα αδέλφια μας πέθαιναν πριν πάνε σχολείο. Κι εμείς δεν τον είχαμε σε πολύ τον θάνατο. Τον ζούσαμε κάθε μέρα, ήταν μέρος της ζωής μας ο θάνατος, απ’ τα μικράτα μας. Το καλύτερο που μπορούσε να σου συμβεί ήταν να καταφέρεις να επιβιώσεις, να παντρευτείς και να ‘χεις και ένα χωράφι, έναν γάιδαρο αν ήσουν νοικοκύρης. Και αν ζούσαν μερικά από τα παιδιά σου, αν τα πάντρευες, τότε μπορούσες να πεθάνεις ολόκληρος, στο μέρος όπου γεννήθηκες.
Σου έφταναν αυτά, πολλά δεν ζητούσες.
Εσείς, τώρα, είστε τόσο… μαλθακοί, τόσο καλομαθημένοι. Μάθατε να τα έχετε όλα κι ακόμα παραπάνω, χωρίς πολύ να κουράζεστε. Αυτονόητα σας φαίνονται, αυτά που εμείς δεν γνωρίζαμε καν.
Που να σας βασανίσουν εσάς; Πριν να σας αγγίξουν θα αρχίζατε να λέτε ό,τι ξέρετε και δεν ξέρετε.
(Αν έναν άνθρωπο, ένα έθνος, το σφυροκοπάς, θα το κάνεις πιο δυνατό. Αυτό το μάθανε πια οι ναζήδες του νεοφιλελευθερισμού. Και αλλάξανε προσωπείο: Αντί για επιβολή, αποχαύνωση. Αντί για απαγόρευση των βιβλίων και των ιδεών, υπερπληθώρα πληροφοριών, ώστε να μην μπορείς να ξεχωρίσεις το ψέμα απ’ την αλήθεια, να μην προλαβαίνεις καν να επεξεργαστείς τα gigabyte των δεδομένων.
Μαθαίνουν οι πεφωτισμένοι δεσπότες. Μισό κιλό από Χάξλει και επίπλαστη ευτυχία, μια κούπα από Μπράντμπερι και “φίλους” της οθόνης, άντε και μια κουταλιά Όργουελ -όταν κάποιοι συνεχίζουν να αντιστέκονται, το μείγμα είναι έτοιμο.
Δεν υπάρχει κοινό όραμα, προβάλλεται μόνο η -απειροελάχιστη- πιθανότητα να ξεχωρίσεις, εσύ μόνο ή το παιδί σου, από την πλέμπα, και να της επιβληθείς. Η δικτατορία της μετριότητας. Κάθε ένας μπορεί να τα καταφέρει, κάθε ένας μόνος του.
Αυτό είναι το παρόν: Κάθε ένας μόνος του.
Η ανθρωπότητα αποτελείται πλέον από δισεκατομμύρια μοναχικούς εν δυνάμει αυτόχειρες -και wannabe εκατομμυριούχους.)
Όμως ο Έρωτας δεν ήταν ένας συνηθισμένος βασανιστής. Ξέρεις τι έκανε; Και να στο πω… Τι σημασία έχουν αυτά που ακούμε και βλέπουμε; Μόνο όταν παθαίνεις καταλαβαίνεις. Και κάποια καλύτερα να μην τα πάθεις.
Έστειλε και έφεραν στα κρατητήρια μωρομάνες. Απ’ τα χωριά τριγύρω κι απ’ την πόλη. Και ξεκίνησε να βασανίζει, όχι τις γυναίκες, όχι τις μανάδες, αλλά τα… Ωχ, θεέ μου, πονάει να το λέω.
(Η Μερόπη κάνει να πέσει. Ο Αδάμ την πιάνει και τη βοηθάει να καθίσει στο μνήμα. Τα μάτια της, που είναι πάντα υγρά και κόκκινα, μοιάζουν να ρευστοποιούνται.)
Δεν μπορώ. Δεν μπορώ να το πω καν, γιατί όταν το λέω το σκέφτομαι και δεν μπορώ να σκεφτώ τίποτα χειρότερο. Είναι που..
Εμείς, οι μεγάλοι, κι εσύ μαζί, κι εσύ μεγάλος είσαι, εμείς καταλαβαίνουμε τι γίνεται. Ίσως και να επιλέγουμε κάποιες φορές… Αλλά ένα παιδί! Ένα μωρό!
(Το πρόσωπο της αγριεύει. Ο Αδάμ σκιάζεται. Ήξερε τη γιαγιά του ως το πιο καλεπίβολο, το πιο αγαθό πλάσμα, ίσως μόνο μετά τον “χαμένο στη ματαιότητα” Σίσπυρο. Αλλά εκείνη τη στιγμή η Μερόπη γίνεται Μαινάδα.)
Δεν εύχομαι το κακό των ανθρώπων. Ξέρω ότι η κατάρα σου πάνω σου γυρνάει. Αλλά αυτόν τον άνθρωπο, αν τον είχα μπροστά μου και μπορούσα, θα του έβγαζα τα μάτια, θα τον έκανα κομμάτια με τα χέρια μου, με τα δόντια μου, θα τον κατασπάραζα ζωντανό.
Κι αν είναι αμαρτία, κι αν ο θεός με έστελνε στην Κόλαση, χαρούμενη θα ήμουν, αρκεί να του έτρωγα την καρδιά.
(Σταματάει να μιλάει. Κοιτάει τον Αδάμ, κοιτάει γύρω, το ακινητοποιημένο τοπίο του νεκροταφείου, το μνήμα του Σπύρου, και ηρεμεί, συνέρχεται. Παίρνει βαθιά ανάσα.)
Βασάνιζε τα μωρά μπροστά στις μάνες τους. Καταλαβαίνεις τι σημαίνει αυτό; Να ‘ναι η μάνα και να βλέπει το σπλάχνο της να υποφέρει; Ούτε ο άντρας της ούτε το κόμμα ούτε η πατρίδα ούτε ο θεός ο ίδιος δεν έχει σημασία τότε. Τίποτα!
(Αν είχε ζητήσει ο Γιαχβέ από τη Σάρα να θυσιάσει τον Ισαάκ, εκείνη θα το έκανε;)
Οι γυναίκες ξεκίνησαν να μιλάνε. Τι άλλο να κάνουνε; Όποια μιλούσε έπαιρνε το μωρό της και τη βαζανε σε άλλο κελί. Φυλακισμένη, αλλά με το μωρό της στην αγκαλιά. Βλέπανε οι άλλες και μιλούσαν πριν να ‘ρθει η σειρά τους. Τι να κάνουνε; Μπορείς να τις κατηγορήσεις;
Κι εκεί είναι που μπλέκεται ο Σπύρος… Από την πρώτη μέρα, νύχτα πιο πολύ, έμαθε τι γινόταν. Ήταν ένας Γερμανός αξιωματικός, μεσήλικας, που είχε αγαπήσει μια κοπέλα στο Χρυσό Σπίτι, το μπουρδέλο του Σπύρου. Πάει το πρώτο βράδυ που ξεκίνησε ο Έρωτας τη μέθοδο του, πάει στο Χρυσό Σπίτι, βρίσκει την κοπέλα, κάνει ό,τι κάνει και μετά αρχίζει να πίνει, να πίνει να κλαίει και να λέει.
Μην νομίζεις, δεν ήταν τέρατα, απλοί άνθρωποι ήταν, ασήμαντοι, κοινότοποι. Ακολουθούσαν εντολές και πίστευαν ότι έκαναν κάτι καλό, για τον Φύρερ, για το Ράιχ, αλλά κάποιοι, κάποιες φορές, έσπαγαν.
Η κοπέλα γερμανικά δεν ήξερε, μόνο χάιδευε το άσπρο του κεφάλι και τον παρηγορούσε. Αλλά ο Σπύρος άκουγε και ήξερε τι άκουγε και κατάλαβε τι γινόταν και τότε αποφάσισε να ανακατευτεί…
Έπρεπε; Δεν έπρεπε, τι πάει να πει έπρεπε; Ήθελε να το κάνει, αυτό είναι, ήθελε. Ξέχασε τη διπλωματία και ξέχασε τα ωραία λόγια που έλεγε ότι πρέπει να τα πηγαίνεις καλά με όλους.
Τα ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα, καλά τα λέμε, μέχρι που να ‘ρθει η στιγμή που δεν μπορείς άλλο τα ψέματα.
Ο Σπύρος αποφάσισε να βοηθήσει. Μετά ευχόταν να μην είχε κάνει τίποτα. Αλλά το μετά είναι πάντα πολύ αργά. Και έκανε αυτό που άλλαξε όλη του τη ζωή.
Έτσι είναι. Νομίζεις ότι είσαι πρόβατο, νομίζεις ότι είσαι λύκος. Τι είσαι στ’ αλήθεια;
Αυτό μπορείς να το πεις μόνο σαν έρθει το τέλος. Αλλά, τότε, τι σημασία έχει; Ό,τι έκανες έκανες.
(Η Μερόπη κοιτάει ασκαρδαμυκτί τη φωτογραφία του Σπύρου.)
Πόσο μεγάλη σου φαίνεται η ζωή! Όσο τη ζεις σου φαίνεται ατελείωτη. Ατελείωτη και βαριά.
Και στο τέλος την νιώθεις λες κι ήταν μια στιγμή. Όλα εκείνα τα μεγάλα και σπουδαία και βαριά, είναι σαν να μην τα ‘ζησες στ’ αλήθεια.
(Μένει για λίγο έτσι, μετά γυρνάει και κοιτάει τον Αδάμ. Χαμογελάει συγκαταβατικά.)
Το ‘χεις κι εσύ, έτσι δεν είναι; Το ‘χεις, το βλέπω πάνω σου και γύρω σου, το ‘χεις. Απ’ τη μάνα σου το πήρες, κι εκείνη το ‘χε.
Μάλλον γεννιέσαι μ’ αυτό. Εγώ το ‘χα από τότε που με θυμάμαι.
Είναι σαν να ‘χεις μες στο κεφάλι σου μια τηλεόραση και κάποιες φορές τραβιέσαι πίσω και βλέπεις τη ζωή σου, τον εαυτό σου, σαν να βλέπεις ταινία, σαν να ‘ναι η ζωή κάποιου άλλου.
Δεν είναι κακό, αρκεί να μάθεις να το ελέγχεις.
Η μάνα σου δεν τα κατάφερε. Ούτε ο Σπύρος. Παγιδεύτηκαν μέσα στο μυαλό τους. Και βγήκαν από τη ζωή τους.
Πρόσεχε, πρόσεχε μην πάθεις το ίδιο.