Οι Πρόγονοι του Αδάμ
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Όταν μπήκαν οι Γερμανοί ο Σπύρος ήταν είκοσι, εγώ ακόμα κορίτσι ήμουν. Δεν τους είδα ποτέ, τους Γερμανούς, δεν τους είδα. Ήμασταν μακριά από το Άργος κι ήταν το χωριό μας ασήμαντο…
Μόνο μια φορά ήρθαν. Είχαν οι αντάρτες σκαρώσει μια ανατίναξη, έτσι λέγανε, και οι Γερμανοί τους πήρανε φαλάγγι. Έφτασαν πρώτα οι Εαμίτες στο χωριό και μας είπαν να φύγουμε, ότι δεν μπορούσαν να μας προστατέψουν, τρεις μεραρχίες ανέβαιναν. Ξεκινήσαμε όλοι να βγούμε στο βουνό, μόνο δύο έμειναν πίσω. Ο ένας ήταν ο Γρηγοράκης, πολύ γέρος άνθρωπος για να φύγει, τόσο γέρος που λέγανε ότι είχε δει και το Μακρυγιάννη, το στρατηγό, έτσι λέγανε. Ο άλλος ήταν συνεργάτης των Γερμανών, δεν τους φοβόταν, όλοι το ξέραν ότι είχε σχέσεις. Αυτό τον καθάρισε μετά ο ΕΛΑΣ.
Οι Γερμανοί μπήκαν στο χωριό και σκότωσαν τον Γρηγοράκη. Είχε κρεμάσει εκείνος ένα λάβαρο του ’21 στο σπίτι και τους περίμενε με το δίκανο. Πρόλαβε κι έριξε ο γέρος. Ακούσαμε έναν πυροβολισμό και μετά… Μετά όλοι μαζί λες και πολεμούσανε τον Κλάρα αυτοπροσώπως… Και όποιον βρίσκανε στα χωράφια και στους λόγγους, τον πυροβολούσαν χωρίς δεύτερη σκέψη.
Εμείς είχαμε φύγει απ’ το χωριό και κρυφτήκαμε λίγο παρακάτω από του Αβάρου το ξωκλήσσι, σ’ ένα ρέμα.
Δεν τους είδα, αλλά τους άκουσα. Έτσι όπως ήμασταν κρυμμένοι βρέθηκε ένα φορτηγό τους παραδίπλα. Μιλούσαν εκείνη τη γλώσσα τη βαρβάρικη οι Ούνοι και μας ψάχνανε. Προσευχηθήκαμε και φύγαν…
Τους φανταζόμουν τότε σαν τέρατα, σαν υπεράνθρωπους, ανίκητους. Αλλά είχαμε τους αντάρτες και αυτό ήταν που έκαναν οι αντάρτες: Έδειχναν ότι δεν είναι ανίκητοι, ότι είναι ανθρώποι κι αυτοί κι όμοια πεθαίνουν.
~
Μην νομίζεις. Μπορεί ο βασιλιάς κι οι στρατηγοί να το ‘βαλαν στα πόδια και να πήγαν στην Αίγυπτο, με όλο το χρυσό παραμάσχαλα, αλλά οι φαντάροι μας δεν δώσανε τα όπλα, ό,τι και να τους έλεγε το στρατηγείο τους.
Δεν ήταν μόνο κομμουνιστές στον ΕΛΑΣ. Όλοι οι άντρες που καίγονταν να πολεμήσουν πήγαν με το ΕΑΜ, αφού εκείνοι έκαναν αντίσταση καλή. Ακόμα κι ο πατέρας μου, που πάντα με το βασιλιά ήταν, και που πάντα έβριζε τους κομμουνιστές, ακόμα κι αυτός τους βοηθούσε τους αντάρτες.
Τότε όλοι ήμασταν μαζί. Στην αρχή. Μετά σιγά-σιγά, τα μπέρδεψαν τα μπούτια τους.
Στο χωριό λίγοι άντρες είχαν μείνει. Αλλά δεν πεινάσαμε. Είχαμε τις κοτούλες μας, είχαμε λάδι, είχαμε τα χόρτα και τις τσουκνίδες που έσπερνε ο θεός στα βουνά, είχαμε και να πάρουμε αλεύρι, δεν πεινάσαμε, δόξα τω θεώ.
Στις πόλεις ψοφάγανε οι άνθρωποι σαν τα σκυλιά και κάθε τόσο όλο κι ερχόταν κάποιος μαυραγορίτης, να πάρει λάδι από μας να πάει να το πουλήσει στην Αθήνα να βγάλει σπίτια. Αυτοί είχαν το ελεύθερο στη μετακίνηση, γιατί ήταν συνεργάτες, δωσίλογοι.
Τι καθάρματα, θα λες τώρα. Αλλά, που να το ξέρεις, ότι κι ο παππούς ίδιος ήταν κι αυτός, τα ίδια έκανε… Παράξενο σου φαίνεται; Με κοιτάς καλά-καλά. Επειδή εσύ τον γνώρισες ξεμωραμένο νόμιζες ότι ήταν πάντα έτσι. Τον έμαθες να είναι πρόβατο, άνθρωπος του θεού, ανθρωπάκι του θεού. Διάβολος ήταν! Και πιο πέρα ακόμα κι απ’ τον διάβολο κι απ’ το θεό.
~
Ήταν στη Λάρισα όταν μπήκαν οι Γερμανοί κι είχε μπλεχτεί με τους πάντες και τα πάντα. Τον Εβραίο το συνεργάτη του τον έφαγαν νωρίς οι Γερμαναράδες κι ο Σπύρος εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία για να βάλει στο χέρι την περιουσία του.
Και τι τα ‘κανε τα λεφτά; Μπορείς να φανταστείς; Ούτε που σου πάει το μυαλό… Τα έβαλε στο μόνο μέρος που είχαν ανάγκη και εκτιμούσαν οι Γερμαναράδες: Στα μπουρδέλα!
Νταβατζής ήταν σου λέω, αλλά επιχειρηματίας νταβατζής και με σκοπό ηθικό. Έβρισκε κορίτσια και γυναίκες που πεινάγανε και τις βόλευε στα σπίτια του για να ζήσουν τις οικογένειες τους.
Ήταν αυτός ένας κατεργάρης σου λέω, το θεό τον ίδιο να αντάμωνε θα του πουλούσε το ευαγγέλιο.
Με τους Γερμανούς τα πήγαινε μια χαρά. Είχε μάθει να μιλάει και γερμανικά, είχαν κι εκείνοι ανάγκη από γυναίκες, τους τις έβρισκε, με το αζημίωτο. Αλλά και με τους Λαρισαίους τα πήγαινε καλά. Απ’ ό,τι έβγαζε τα μισά τα μοίραζε στις φτωχές οικογένειες. Σαν άγιο τον είχαν… Δεν το έκανε από αγιοσύνη, δεν τον ένοιαζαν τέτοια πράγματα τον Σπύρο. Διπλωματία, έτσι έλεγε, κανείς δεν είναι φίλος σου, κανείς δεν είναι εχθρός σου. Τους βοηθάς για να σε βοηθάνε.
Και δεν προκαλούσε. Τριγυρνούσε στην πόλη με τρύπια παπούτσια, όχι σαν κάτι παχύσαρκους που κυκλοφορούσαν καμαρωτοί ανάμεσα στους σκελετούς.
Με την Αντίσταση τα πήγαινε καλά, όλα τα ‘χε στο μυαλό του. Οι άντρες αρχίζουν να μιλάνε μόνο σαν μεθύσουν και σαν πηδήσουν. Έβαζε τα κορίτσια να ψαρεύουν τους αξιωματικούς με γλυκόλογα και με χάδια και μετά έστελνε μηνύματα στο βουνό, στον ΕΛΑΣ, τι θα κάνουν οι Γερμανοί και που θα χτυπήσουν. Διαόλου κάλτσα.
Μέχρι και στην εκκλησία πήγαινε ο αθεόφοβος και έψελνε και παρίστανε τον θεοσεβούμενο. Ναι, έμαθε και να ψέλνει. Είχε ταλέντο στη θύμηση, τίποτα δεν ξεχνούσε… Ταλέντο ή κατάρα;
Πάντως τους Γερμανούς τους είχε του χεριού του. Και τους Λαρισαίους. Και τους αντάρτες…
Όμως νόμιζε ότι μπορούσε να κοροϊδεύει και το θεό. Έτσι την πάτησε. Όποιος τα βάζει με το θεό μαραίνεται το χέρι του.
(Ο Αδάμ θυμάται έναν “καταραμένο” που τριγυρνούσε στο χωριό με χέρια στρεβλωμένα πάνω στο στήθος, τυλιγμένα σαν σάρκινες σπείρες. Ο καταραμένος πήγαινε με αβέβαια βήματα από καφενείο σε καφενείο και προσπαθούσε να μιλήσει στους εύθυμους χαρτοπαίκτες, φτύνοντας σπασμωδικά συλλαβές από το στρεβλό στόμα του, ένα στόμα που έμοιαζε να είναι ουλή κάτω από το δεξί του αυτί.
Μικρός τότε, είχε ρωτήσει γιατί ήταν έτσι ο Καρκατσάνης. Ο πατέρας του, χωρίς να σηκώσει τα μάτια από την κολιτσίνα, του είχε πει ότι τον τιμώρησε ο θεός, χτυπώντας ‘τον με κεραυνό. Δεν ανέφερε όμως την αιτία αυτής της διόλου πανάγαθης τιμωρίας.
Και ο Αδάμ, περίεργος ως παιδί, ρώτησε τι είχε κάνει.
“Αυτός τίποτα”, είπε ο πατέρας και έριξε ένα εξάρι. “Οι γονείς του έκαναν.”
Πόσο τρομακτικό ήταν αυτό για τον Αδάμ; Ο θεός είχε καταραστεί κάποιον, όχι για τις δικές του πράξεις, αλλά για τις πράξεις των προγόνων του. Τότε του φάνηκε άδικο. Μετά, καθώς περνούσαν τα χρόνια, κατάλαβε ότι το ρητό αληθεύει: Αμαρτίες γονέων παιδεύουσι τέκνα.
Μήπως δεν γεννηθήκαμε καταδικασμένοι, μήπως δεν όρισαν τη ζωή μας οι πρόγονοι μας, μήπως δεν ζούμε προσπαθώντας να αποτινάξουμε τα δικά τους λάθη;)
Ο Σπύρος ήταν πολύ έξυπνος άνθρωπος, στο είπα αυτό, δεν στο ‘πα; Νόμιζε ότι μπορούσε να κουμαντάρει τους πάντες, να τα φτιάχνει όλα κατά πώς ήθελε. Δεν τον ενδιέφερε τι είναι καλό και κακό, δεν τον ενδιέφερε τι λέει ο κόσμος για καλό και κακό.
Ήταν υπεράνω, ήθελε να είναι υπεράνω όλων… Και μπορεί να ήταν. Για λίγο καιρό.
Έχεις δει τη φωτογραφία του, αυτή που ‘χω στο δωμάτιο; Τα μάτια του, θυμάσαι τα μάτια του; Μπα, η φωτογραφία δεν μπορεί να τα δείξει όπως αλήθεια ήταν. Είχε μάτια που δεν είχα ξαναδεί σε άνθρωπο κι ούτε ποτέ είδα.
Δεν ήταν όμορφα, δεν ήταν αυτό, πρασινομάτης ήταν, αλλά δεν σου λέγω για την ομορφιά του. Ομορφιά έχει και το φίδι. Κι αυτός τέτοια ομορφιά είχε, σε κοιτούσε και σ’ υπνώτιζε, όπως οι δεντρογαλιές ζαλίζουν τα πουλιά και τα ρίχνουν χάμω.
Τα μάτια του ήταν σαν να μην είχε βγει από γυναίκα, σαν να μην ήταν από αυτόν τον κόσμο, λες και ήταν γέννημα θεού ή μπορεί και γέννημα δαιμόνου. Χάρισμα είχε και κατάρα απ’ το θεό, κι ήταν κατάρα γιατί νόμιζε ότι μπορούσε…
Αλαζονία!
Ναι, αλαζονία, πως έρχονται μερικές φορές οι λέξεις, από ‘κει που δεν τις περιμένεις; Αλαζονία.
Ήταν αλαζόνας, επειδή ήταν τόσο πιο έξυπνος από κάθε άλλον, αλλά δεν μπορείς να είσαι πιο έξυπνος από όλους μαζί, καλά ένας – ένας, αλλά δεν μπορείς να είσαι πιο έξυπνος από όλον τον κόσμο μαζί.
(Ναι, το είχε πει κι ο Λίνκολν: “You can fool some people sometimes but you can’t fool all the people all the time”.)
Δεν ξέρω εγγλέζικα. Αυτό ξέρω: Όσο πιο ψηλά φτάνεις, από τόσο πιο ψηλά θα πέσεις.
Δεν είναι καλό να ‘σαι πολύ από τίποτα, στο ξανάπα… Ούτε πολύ απ’ το ένα ούτε πολύ απ’ τ’ άλλο.
Ούτε πολύ θαρραλέος. Αυτοί σκοτώνονται πρώτοι.
Ούτε πολύ δειλός. Αυτοί δεν ζουν τίποτα.
Ούτε πολύ όμορφος, ποτέ κανείς δεν θα δει τίποτα άλλο από την ομορφιά σου.
Ούτε πολύ άσχημος. Και χίλιες φορές περισσότερα ν’ αξίζεις, οι άνθρωποι δεν θα σε θέλουν κοντά τους.
Ούτε πολύ άγιος ούτε κι αμαρτωλός πολύ.
Ούτε πολύ άγριος ούτε και πρόβατο. Και τον έναν και τον άλλο τον σφάζουνε.
Ούτε πολύ ευέξαπτος ούτε και κοιμισμένος.
Το πολύ δεν είναι των ανθρώπων, δεν τους πάει. Των θεών είναι, των ηρώων και των ζώων.
Οι άνθρωποι πρέπει να ζούμε με μέτρο. Μην κυνηγάς τ’ άπιαστο, μην πασχίζεις για τ’ αδύνατο.
(Ο Αδάμ κουνάει το κεφάλι του απαξιωτικά. Δεν περίμενε ν’ ακούσει κάτι άλλο από μια γριά. Όμως πως γίνεται ένας νέος να μην πασχίζει για τ’ αδύνατο;
Ήταν ένας τοίχος, σε κάποιο youth hostel στη Φλωρεντία. Κάποιος είχε γράψει εκεί, με μαρκαδόρο: “Κάποιοι άνθρωποι πρέπει να φτάνουν στα όρια τους, μόνο για να ξέρουμε ποια είναι τα όρια του ανθρώπου”. Κι από κάτω: T.S. Eliot.
Ο Αδάμ είχε μείνει ώρα πολλή να κοιτάει εκείνη την επιτοίχια ρήση και να ενθουσιάζεται -εν θεού ουσία.
Αν το έβλεπε η γιαγιά Μερόπη θα γελούσε, θα χλεύαζε τον ίδιο τον Έλιοτ.
Αλλά ίσως και ο γερο-Έλιοτ να χλεύαζε τον νεώτερο εαυτό του.)
Δεν σ’ αρέσουν αυτά που σου λέω, το βλέπω στο πρόσωπο σου. Δεν τα λέω για να σ’ αρέσουν, πέρασε ο καιρός που με ‘νοιαζε αν αρέσω ή όχι. Τώρα λέω ό,τι θέλω. Κι αν πω και κάτι παραπάνω κανείς δεν θα με κακολογήσει, μια γριά γυναίκα ξεμυαλισμένη είμαι, τι περιμένεις παραπάνω να σου πω;
Κοροϊδεύουν οι νέοι, κοροϊδεύουν οι μορφωμένοι, αλλά εγώ μόνο ένα πράγμα κατάλαβα, μόνο ένα ξέρω ότι ταιριάζει παντού και πάντα και ποτέ δεν αλλάζει. Ένα ξέρω: Το μέτρο όλων είναι ο κάθε άνθρωπος χωριστά.
Τίποτα δεν είναι ίδιο για όλους, ο καθένας ζει και καταλαβαίνει τα πράγματα με το δικό του τρόπο.
Μόνο ο θεός καταλαβαίνει τα πάντα, γιατί αυτός ζει μέσα σε όλους μας και βλέπει τον κόσμο μέσα απ’ όλων μας τα ματια.
Ο θεός έφτιαξε τους ανθρώπους για να κατανοήσει τον κόσμο.