O Γλέζος απ’ τ’ Απεράθου και τα τραγούδια της λύτρωσης

0
2833

Ήθος ανθρώπωι δαίμων – Ο χαρακτήρας του ανθρώπου είναι το πεπρωμένο του
Ηράκλειτος

~~~~~~~~~~~~~~~~

Δεν πιστεύω στο πεπρωμένο, στη μοίρα ούτε σε τίποτα το προδιαγεγραμμένο. Νομίζω ότι ριχνόμαστε στον κόσμο τυχαία και κολυμπάμε σ’ έναν ωκεανό από κοινωνικές συνθήκες, σατανικές συμπτώσεις, ατυχήματα, αποφάσεις και πεποιθήσεις.

Μια απόφαση που παίρνουμε εν θερμώ ή χωρίς σκέψη μπορεί να καθορίσει ολόκληρη τη ζωή μας, αφού μετά προσαρμόζουμε τις πεποιθήσεις μας στη συμπεριφορά μας.

Ο άνθρωπος δεν είναι λογικό ον, είναι ον που εκλογικεύει.

Ή μήπως κρίνω εξ ιδίων τ’ αλλότρια; Κι αυτό μια εκλογίκευση δεν είναι;

Ίσως να υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι που έχουν χαρακτήρα στέρεο. Ένας τέτοιος είναι ο Γλέζος, ο Απεραθίτης.

~~{}~~

Η Απείρανθος είναι ένα ορεινό χωριό της Νάξου. Οι κάτοικοι του είναι απόγονοι Κρητών, που έφυγαν απ’ το νησί τους για να γλιτώσουν απ’ το μαχαίρι των Τούρκων.

Είναι άνθρωποι σκληροί, πεισματάρηδες και περήφανοι. Αγαπάνε τον τόπο τους και τον φροντίζουν. Είναι φιλόξενοι.

Ο Μανώλης Γλέζος μοιάζει να είναι το αρχέτυπο του Απεραθίτη. Έτσι, τουλάχιστον, τον είδα και τον φαντάστηκα όταν τον συνάντησα.

~~{}~~

Πάνε πολλά χρόνια, σχεδόν δεκατέσσερα. Δεν μπορώ να θυμηθώ πώς ήταν εκείνος ο άνθρωπος που ήμουν.  Σίγουρα πιο νέος. Πιο αυθόρμητος. Πιο αθάνατος. Τώρα, μέρα με τη μέρα, βάζω και λίγο θάνατο στο κρασί μου, για να συνηθίζω.

~~

Ήταν το 2001, μόλις που είχαμε μπει στο ευρώ και νομίζαμε ότι οι μέρες της αφθονίας θα ήταν αμέτρητες. Η χώρα ήταν στην αρχή της μανίας, που θα κορυφωνόταν με τη Γιουροβίζιον, την Εθνική Ποδοσφαίρου και τους Ολυμπιακούς.

Τα χρόνια της κατάθλιψης θα έρχονταν αργότερα κι αυτό έπρεπε να το ξέρουμε. Γιατί πάντοτε (ρωτήστε τον ψυχολόγο σας) τη μανία την ακολουθεί η κατάθλιψη.

Δούλευα σερβιτόρος και μάζευα λεφτά για να ταξιδέψω. Τα βράδια έβρισκα τους φίλους και μιλούσαμε για τον θεό και την τέχνη, τα δύο αντίδοτα της θνητότητας.

Εκεί συνάντησα μια μέρα το λιοντάρι της Απεράθου.

~~{}~~

Ήταν νωρίς τ’ απόγευμα. Το μαγαζί άδειο και μαζεύαμε δυνάμεις για τη βραδινή επέλαση των βαρβάρων. Ο Γιάννης, ο ιδιοκτήτης και φίλος, με ειδοποίησε πως είχε κάτσει ο Μανώλης Γλέζος.

“Ζει ακόμα;” τον ρώτησα.

Το μόνο που ήξερα για τον Γλέζο τότε ήταν ότι είχε κατεβάσει τη ναζιστική σημαία, πράξη που του έδωσε τα εύσημα του “πρώτου παρτιζάνου της Ευρώπης” -δια στόματος Ντε Γκωλ.

Αλλά όλ’ αυτά μου φαίνονταν πολύ μακρινά. Ήταν η εποχή της επίπλαστης ευμάρειας. Ακόμα κι οι σερβιτόροι ένιωθαν μεγιστάνες.

~~

Είχε κάτσει στην άκρη, κοντά στη θάλασσα, κι ατένιζε την Πάρο. Τότε ήταν ογδόντα χρονών, αλλά δεν έμοιαζε γέρος.

Υπάρχουν άνθρωποι που γερνάνε απ’ τα σαράντα τους. Το βλέπεις στον τρόπο που στέκονται, στο περπάτημα τους, στα μάτια τους. Δεν έχουν τίποτα να ελπίζουν, τίποτα ν’ αγωνιστούν, περιμένουν να περάσει ο καιρός για να βγουν στη σύνταξη και μετά να περάσει άλλος λίγος καιρός για να βγουν στον θάνατο.

Ο Γλέζος έμοιαζε με λιοντάρι, έτσι όπως είχε άσπρη χαίτη, χοντρό μουστάκι και μάτια ορθάνοιχτα. Του πήρα παραγγελία, του πήγα τον καφέ του κι έπειτα στάθηκα λίγα μέτρα πίσω του.

Είχα μια λαχτάρα τότε, που τώρα ίσως να ‘χω χάσει, να μιλάω με τους ανθρώπους, να τους ρωτάω, να τους βάζω να μου λένε ιστορίες.

Προσπαθούσα να καταλάβω τι κάνει τον καθένα ξεχωριστό και πως μας διαμορφώνει η τυχαιότητα.

Μπορεί ν’ αναδομώ τις μνήμες σύμφωνα με τις παρούσες σκέψεις, αυτό είναι κάτι αναπόφευκτο. Όμως θυμάμαι ακριβώς τι τον ρώτησα, γιατί το βράδυ το είχα σημειώσει στο ημερολόγιο μου.

~~{}~~

Τον πλησίασα και στάθηκα από πάνω του, διστακτικά, σαν σκύμνος μπρος στον αρχηγό της αγέλης. Μόλις με ρώτησε αν θέλω κάτι του μίλησα.

“Κύριε Γλέζο… Αν εκείνη τη μέρα κάτι σας τύχαινε και δεν είχατε πάει να κατεβάσετε τη σημαία, θα ήσασταν ο ίδιος άνθρωπος που είστε τώρα;”

Εκείνος φάνηκε ν’ απορεί, δεν περίμενε τέτοια ερώτηση, οπότε συνέχισα.

“Έστω ότι την ώρα που ήταν να βγείτε πέφτατε και σπάζατε το πόδι σας ή ότι σας σταματούσε μια περίπολος. Πόσο διαφορετική θα ήταν η ζωή σας αν δεν είχατε φτάσει στην Ακρόπολη;”

“Αν δεν είχα πάει εκείνο το βράδυ θα πήγαινα το επόμενο”, είπε ο Γλέζος, “ή το μεθεπόμενο. Ή θα ‘κανα κάτι άλλο. Κάτι θα ‘βρισκα να κάνω. Δεν ξεκίνησα τότε… Δεν μπορώ ν’ ανεχτώ την τυραννία.”

“Ναι, αλλά μήπως εκείνη η στιγμή ήταν που καθόρισε τη ζωή σας;”

“Όχι”, είπε ο Γλέζος. “Έτσι ήμουν. Έτσι είμαι. Αν δεν υπήρχαν οι ναζί θα ‘βρισκα κάτι άλλο. Πάντα υπάρχει κάτι για ν’ αγωνιστείς.”

Έκανε μια παύση για να πιει λίγο απ’ τον καφέ του.

“Τις προάλλες ήμουν στη Γένοβα, ενάντια στην παγκοσμιοποίηση. Πάντα υπάρχει κάτι για ν’ αγωνιστείς.”

Ντράπηκα. Ήταν ογδόντα χρονών κι έτρεχε στις διαδηλώσεις. Εγώ είκοσι κάτι και προγραμμάτιζα ταξίδια.

~~{}~~

Το βράδυ πήγα στο jam bar. O Νίκος έπαιζε φυσαρμόνικα, ο Άνεμος ντραμς, ο Κώστας μπάσο. Η Δήμητρα κερνούσε μπύρες. Παίζαμε το Redemption Song:

“Won’t you help to sing
These songs of freedom?”

Δεκατρία χρόνια μετά είμαι ο μόνος που ακόμα ζει. Τον Κώστα και τη Δήμητρα τους πρόδωσε η καρδιά τους. Τον Άνεμο τα κύτταρα του. Τον Νίκο η μηχανή του.

Ψέματα. Ζει κι ο Γλέζος. Ζει και συνεχίζει ν’ αγωνίζεται ενάντια στην τυραννία. Συνεχίζει να κατεβάζει σημαίες. Αλλά πόσο θ’ αντέξει ο Απεραθίτης;

~~{}~~

Ήταν στην Νάξο, αργά την νύχτα, κι έγραφα στο τετράδιο μου: “Το μόνο πιο όμορφο απ’ αυτόν τον έναστρο ουρανό είναι οι άνθρωποι που συνάντησα, οι άνθρωποι που συναντώ κι οι άνθρωποι που θα συναντήσω”.

Συνάντησα ποιητές και τρελούς, κουλτουριάρηδες και μεροκαματιάρηδες, μορφωμένους και σοφούς, μετανάστες και ριζωμένους.

Συνάντησα γέρους και νέους και παιδιά, ανθρώπους που πέρασαν απ’ τη ζωή μου σαν κομήτες κι άλλους που έλιωσαν σαν το παγωτό τον Αύγουστο.

Όλοι είχαν κάτι να πουν, όλοι είχαν μια ιστορία δική τους, έναν σταυρό κι έναν χαρακτήρα.

Και καθώς μεγαλώνω σκέφτομαι ότι μπορεί αυτός ο χαρακτήρας μου, το πεπρωμένο μου: Να γράφω ιστορίες για τους ανθρώπους που συνάντησα κι εκείνους που φαντάστηκα.

Δεν είμαι Γλέζος ούτε Καμπανέλλης. Είμαι εγώ, και ποτέ, κανείς, δεν θα είναι σαν κι εμένα.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Το κείμενο αυτό είναι εξέλιξη ενός παλιότερου, από τον Μάρτιο του 2012, “Είθε να ζήσεις σ’ ενδιαφέροντες καιρούς”

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~