Η Ναροτάμα στον καθρέφτη (2. Θεοκτονία)

0
369

Αυτή η εικόνα δεν έχει ιδιότητα alt. Το όνομα του αρχείου είναι narotama2-1.jpg

  1. Κουνούπι

Ο Νταρίν δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Ήταν ξαπλωμένος ανάσκελα και παρακολουθούσε ένα κουνούπι που έφερνε κύκλους όλο και πιο κοντά στο κρεβάτι. Όταν έβγαινε απ’ τ’ οπτικό του πεδίο μπορούσε να καταλάβει πού βρισκόταν απ’ το βούισμα. Το έντομο έκατσε στον τριχωτό του αστράγαλο. Τίναξε λιγάκι το πόδι, για να το διώξει· δεν το έφτανε εκεί κάτω. Το κουνούπι πέταξε, έκανε μερικούς αναγνωριστικούς κύκλους κι έπειτα ξεκίνησε να κατεβαίνει σε σπειροειδή τροχιά προς το κεφάλι του ανθρώπου. Μόλις βρέθηκε ακριβώς από πάνω του, ο Νταρίν πετάχτηκε και το έλιωσε ανάμεσα στις χούφτες του.

Η Ατάρμα ξύπνησε τρομαγμένη. «Τι έγινε ο αετός;»

«Ποιος αετός; Κοιμήσου!» πρόσταξε ο Νταρίν.

Πάντα ήταν έτσι απότομος μαζί της. Ποτέ δεν την είχε χαϊδέψει κι όταν της απεύθυνε τον λόγο ήταν για να τη διατάξει να κάνει κάτι. «Βάλε φαΐ, φέρε νερό, άσε με ήσυχο!»

Οι γονείς της Ατάρμα την είχαν παντρέψει μ’ αυτόν τον μονοκόμματο άνθρωπο, γιατί ήταν ένας απ’ τους καλύτερους κυνηγούς του ημιφυλίου του. Ο ίδιος έλεγε με κάθε ευκαιρία ότι ήταν ο καλύτερος, κι ίσως να είχε δίκιο. Όμως αυτό δεν την ενδιέφερε. Σ’ εκείνη την ευλογημένη γη ακόμα κι ο πιο άστοχος κυνηγός μπορούσε να θρέψει την οικογένειά του.  Κι αν δεν σκότωνε ελάφι ή τάπιρο, σίγουρα θα μπορούσε να πιάσει ένα αγκουτί ή ένα καπιμπάρα, τα τρωκτικά που τόσο εύκολα έπεφταν στις παγίδες. Η Ατάρμα θα προτιμούσε να τρώει μόνο ινχαμπού και τ’ αβγά τους, τα πουλερικά που είχαν στην αυλή, αρκεί να ήταν ο άντρας της ευγενικός, όπως ήταν ο αδελφός της. Αρκεί να είχε έναν άντρα που θα της έκανε παιδί. Γιατί είχαν περάσει τρία χρόνια μαζί κι εκείνη παρέμενε άτεκνη. Ποθούσε όσο τίποτα να είχε έναν άνθρωπο να δώσει την αγάπη της. Η καρδιά του Νταρίν έμοιαζε μ’ απύθμενο πηγάδι. Όση αγάπη κι αν έριχνε εκεί μέσα χανόταν, χωρίς αντίκρισμα, χωρίς καμιά ανταμοιβή, χωρίς έναν παφλασμό, χωρίς ένα χάδι.

Η Ατάρμα γύρισε στο πλάι, κοίταξε τον τοίχο. Δεν έπρεπε να καταλάβει ότι έκλαιγε. Δεν του άρεσαν του Νταρίν οι συναισθηματισμοί. Μέσα της ένιωθε το σπέρμα του ακόμα.

~~{}~~

Είχε γυρίσει σπίτι αγριεμένος, λυσσασμένος.

«Τι σου συμβαίνει;» τόλμησε να τον ρωτήσει, κρύβοντας το πρόσωπό της, σίγουρη πως θα τη χτυπούσε.

«Αυτό το σκουλήκι, ο Κετάνα», είχε πει μέσα στα δόντια του εκείνος. Πιο πολύ μιλούσε στον εαυτό του, ενώ έσφιγγε τη λαβή του μαχαιριού. «Νομίζει ότι τον φοβάμαι επειδή είναι φύλαρχος…» Έφτυσε στο χώμα. «Αυτός κι ο βρομοθεός του».

«Μη μιλάς έτσι…» ξεκίνησε να λέει η Ατάρμα, αλλά τη διέκοψε ένα χαστούκι.

«Μη μιλάς εσύ! Βάλε φαΐ! Ούτε αυτό δεν μπορείς να κάνεις;»

Η Ατάρμα βγήκε έξω να φέρει το κρέας που ψηνόταν στον ήλιο. Ο Νταρίν έφαγε μονολογώντας κι ήπιε δυο καράφες σόμα, κάπνισε αρκετά φύλλα καπνού, ηρέμησε. Κοίταξε τη γυναίκα του που περίμενε όρθια να τελειώσει το φαγητό.

«Έλα ‘δω», της είπε και την έριξε στο κρεβάτι. «Έτσι και δεν γκαστρωθείς και σήμερα θα σε σκοτώσω».

Η Ατάρμα με κλειστά μάτια υπέμενε, όπως πάντα. Προσευχόταν κι εκείνη να μείνει έγκυος, όχι για να ικανοποιήσει τον εγωισμό του άντρα της, ούτε επειδή φοβόταν για τη ζωή της. Η ζωή ήταν μόνο πόνος και βάσανα, δεν την ένοιαζε. Ήθελε να έχει ένα παιδί, ήθελε κάποιον ν’ αγαπήσει και να της το ανταποδώσει. Ο Νταρίν τέλειωσε βογκώντας κι έπεσε ανάσκελα. Πήρε να κοιτάζει ένα κουνούπι που έφερνε κύκλους ψηλά.

Εκείνη σηκώθηκε να ρίξει τα υφάσματα που κλείναν τα παράθυρα. Έμεινε για λίγο να χαζεύει τη Τσάντρα, τη θεά Σελήνη. Προσευχήθηκε πάλι να πιάσει ο σπόρος του μέσα της. Γύρισε και ξάπλωσε δίπλα στον άντρα της, που περίμενε το έντομο.

~~{}~~

Όταν σκότωσε το κουνούπι ο Νταρίν ανακάθισε. Έπειτα γύρισε και πάτησε τα πόδια στο χώμα. Είχε το κεφάλι ανάμεσα στα χέρια κι αναθυμόταν όσα είχαν γίνει εκείνο το απόγευμα. Είχε λείψει μερικές μέρες απ’ το χωριό, κυνηγώντας το μεγαλύτερο καετετού που είχε δει. Τελικά το σκότωσε έξω απ’ τη φωλιά του, μ’ ένα βέλος ακριβώς στην καρδιά. Ξεντέρισε το αγριογούρουνο και το κρέμασε σ’ ένα δέντρο να στραγγίξει από αίμα. Έψησε την καρδιά και το συκώτι, τα ‘φαγε πίνοντας το σόμα που είχε μαζί, και κοιμήθηκε ευχαριστημένος.

Το επόμενο πρωινό φόρτωσε το θήραμα σ’ ένα αυτοσχέδιο φορείο και ξεκίνησε να γυρίσει στο Πρίβτι. Σ’ όλη τη διαδρομή της επιστροφής φανταζόταν τη σκηνή της μεγαλειώδους υποδοχής του: «Ζήτω ο Νταρίν! Ζήτω ο καλύτερος κυνηγός του Πρίβτι!» Τα παιδιά και οι έφηβοι θα ‘τρεχαν ξοπίσω του, μαγεμένα απ’ το κατόρθωμα του. Θα τον κοίταζαν σαν να ‘τανε θεός. Θα πήγαινε στην καλύβα του Κετάνα και θα πετούσε το γουρούνι στο κατώφλι του. «Σκότωσε κι εσύ ένα τέτοιο, αν μπορείς», θα του ‘λεγε και θα ‘φευγε μέσα σε πανηγυρισμούς, μπορεί και να τον σήκωναν στους ώμους. Ο φύλαρχος θα πρασίνιζε· πώς να δεχτεί ότι κάποιος άλλος ήταν ανώτερος από κείνον στο κυνήγι;

~~{}~~

Τα πράγματα δεν εξελίχτηκαν όπως φανταζόταν. Ο πρώτος Νάρα που συνάντησε έξω απ’ το χωριό, ούτε καν πρόσεξε το θήραμα του Νταρίν.

«Έχουμε γιορτή!» φώναξε πριν φύγει τρέχοντας. «Η γυναίκα του φύλαρχου είναι έγκυος!»

Αυτό ήταν ό,τι χειρότερο θα μπορούσε να έχει συμβεί. Οι δύο άντρες πάντα βρίσκονταν σε ανταγωνισμό. Και τώρα ο φύλαρχος, που είχε παντρευτεί πριν δυο μήνες, είχε καταφέρει να κάνει αυτό που ο Νταρίν προσπαθούσε τρία χρόνια. Του είχε κλέψει τη δόξα, αφού το παιδί ήταν σίγουρα σημαντικότερο απ’ το αγριόχοιρο που κουβαλούσε. Τον είχε ξεφτιλίσει.

Όμως δεν ήταν άνθρωπος που θα πήγαινε να κρυφτεί. Φορτώθηκε το θήραμα στον ώμο κι ακολουθώντας τις φωνές και τα τραγούδια έφτασε στο κέντρο του χωριού, όπου είχε στηθεί το γλέντι. Η μεγάλη φωτιά έκαιγε και φώτιζε τα αναψοκοκκινισμένα πρόσωπα των Νάρα.

Ο Κετάνα, σοβαρός και ξεμέθυστος όπως πάντα, δεχόταν συγχαρητήρια από τους άντρες, που είχαν πιει τόσο ώστε δεν μπορούσαν πια να συγκρατήσουν τα γέλια τους. Είδε τον Νταρίν να πλησιάζει αγριεμένος και στράφηκε να τον αντιμετωπίσει. Ο κόσμος ένιωσε την ένταση κι άνοιξε ένα στενό διάδρομο. Τα γέλια και τα τραγούδια σταμάτησαν· όλοι περίμεναν την έκρηξη. Ακόμα και τα παιδιά έμειναν να πιπιλάνε τον αντίχειρα τους και να δοκιμάζουν τη γεύση απ’ τις μύξες τους.

Ο Νταρίν πέταξε το γουρούνι στα πόδια του Κετάνα.

«Αυτό είναι δώρο για την καλοτυχία σου», είπε κλωτσώντας το κουφάρι. «Για το παιδί σου», πρόσθεσε, προσπαθώντας να φανεί γενναιόδωρος· είχε κάνει το πρώτο βήμα για να λυθεί η αμάχη.

Όμως ο Κετάνα μίλησε αυστηρά, χωρίς να καταδεχτεί να κοιτάξει το δώρο.

«Ξέρεις ότι απαγορεύεται να κυνηγάμε το φεγγάρι του Άμπα».

«Το ξέρω», είπε ο Νταρίν και κλώτσησε πιο δυνατά το νεκρό ζώο.

«Ποιος σου έδωσε το δικαίωμα να περιφρονείς τους νόμους μας;» είπε ο Κετάνα κι έπιασε το μαχαίρι του, που ήταν το σύμβολο της εξουσίας του.

«Να τι σκέφτομαι για τους νόμους σας και τους θεούς σας», είπε ο Νταρίν, σήκωσε τον κάπρο και τον πέταξε μες στη φωτιά. «Ας πάει η τσίκνα στον ουρανό, να μάθει ο Άμπα ότι ο Νταρίν δεν υπακούει σε κανέναν νόμο».

Οι καμένες τρίχες του γουρουνιού βρόμισαν τον αέρα. Ένα παιδί κλαψούρισε και κρύφτηκε.

Ο Κετάνα πλησίασε τον βλάσφημο και του είπε στο αυτί. «Επειδή έχεις παντρευτεί την αδελφή μου θα σου δώσω μια τελευταία ευκαιρία. Φύγε!»

Οι δύο άντρες στέκονταν πρόσωπο με πρόσωπο, να κοιτιούνται στα μάτια και να κρατάνε μαχαίρια. Ο φύλαρχος δεν μπορούσε να υποχωρήσει. Αν το έκανε τότε οποιοσδήποτε θα μπορούσε ν’ αμφισβητήσει το κύρος του. Το ήξερε κι ο Νταρίν αυτό, οπότε εκείνος θα έπρεπε ν’ αποφασίσει αν θα μονομαχούσαν.

Δείλιασε. Ίσως γιατί ήταν κουρασμένος, ίσως γιατί ένιωσε ότι δεν θα κέρδιζε τίποτα. Έκανε πίσω. Έφτυσε στα πόδια του Κετάνα και του γύρισε την πλάτη. Απομακρύνθηκε μερικά βήματα και φώναξε. «Να ξέρετε ότι ο Νταρίν είναι ο πιο μεγάλος κυνηγός».

Κι έφυγε κάνοντας ότι δεν άκουσε κάποιον να λέει «Μόνο το σπέρμα του Νταρίν δεν βρίσκει ποτέ στόχο!» Ούτε τα γέλια μετά.

~~{}~~

Η Ατάρμα δεν ήξερε τίποτα απ’ όλα αυτά. Είχε κοιμηθεί κι ονειρευόταν ότι κρατούσε στα χέρια το παιδί της, ένα πανέμορφο κορίτσι. Το θήλαζε και του τραγουδούσε το νανούρισμα της Απαγόρευσης. Έπειτα άκουσε το σύριγμα του αετού και κοίταξε ψηλά. Βρισκόταν έξω, στους πρόποδες του Μεγάλου Βράχου, εκεί όπου φώλιαζε ο Άμπα. Προσπαθούσε να δει τον αετό, αλλά ο ήλιος την τύφλωνε. Ένιωσε πόνο στη θηλή της. Γύρισε τρομαγμένη και είδε ότι κρατούσε στην αγκαλιά της έναν αετό. Ακούστηκε ένα ξαφνικός κρότος, ο αετός πέταξε ψηλά· κι η Ατάρμα ξύπνησε.

«Τι έγινε ο αετός;» ρώτησε τον Νταρίν.

Εκείνος της είπε να ξανακοιμηθεί. Τον άκουσε για λίγο να στριφογυρνάει, έπειτα να ντύνεται. Τον ρώτησε τι έκανε, δεν της απάντησε. Τον άκουσε να βρίζει.

«Πού πας;» τον ρώτησε ξανά κι ακούμπησε την παλάμη της στην πλάτη του.

«Θα δει τώρα ποιος είναι ο Νταρίν», γάβγισε εκείνος. «Ούτε ο νόμος του ούτε ο Άμπα, τίποτα…»

«Τι πας να κάνεις;» ρώτησε η Ατάρμα που ‘χε ακούσει το πεπρωμένο να πλησιάζει με απειλητικές διαθέσεις.

«Πάω να σκοτώσω», της είπε και χαμογέλασε.

«Μείνε σπίτι. Η νύχτα δίνει άσχημες συμβουλές. Αύριο το πρωί θα είναι αλλιώς».

Προσπάθησε να τον κρατήσει. Αυτός την έδιωξε. Πήγε στην άκρη όπου είχε παρατήσει τα όπλα του, πήρε τη φαρέτρα και το τόξο. Η Ατάρμα είχε αρχίσει να κλαίει. Την κοίταξε για τελευταία φορά πριν βγει. Για λίγο σκέφτηκε να πει έναν καλό λόγο, να πάει ως το κρεβάτι να της χαϊδέψει τα μαλλιά. Αλλά κάτι τέτοιο δεν ταίριαζε στον χαρακτήρα του, το ήξερε ότι δεν ταίριαζε, κι ο χαρακτήρας του Νάρα είναι το πεπρωμένο του.

«Πού πας;» είπε πάλι η Ατάρμα.

«Πάω να σκοτώσω τον θεό», είπε ο Νταρίν και βγήκε στη νύχτα.

~~~~~~~~~~

  1. Θεοκτονία

Ο Άμπα, ο Αετός, ήταν ο θεός προπάτορας των Νάρα. Κάθε αετός στον ουρανό ήταν μια έκφανση του θεού, ένα κομμάτι του. Οι κυνηγοί που άνηκαν στο ημιφύλιο του αετού επιτρεπόταν να θηρεύουν και να σκοτώνουν κάθε ζώο, επιτρεπόταν να φάνε κάθε ζώο, εκτός απ’ τον αετό. Γιατί κάτι τέτοιο θα ήταν σαν να σκότωναν και να ‘τρωγαν τον πατέρα τους.

Μόνο μια φορά κάθε εφτά χρόνια, όλοι οι άντρες του χωριού έκαναν το τελετουργικό κυνήγι. Έπρεπε να παγιδεύσουν έναν γέρικο αετό και να τον σκοτώσουν χωρίς να του σπάσουν κόκκαλο ή να τον πληγώσουν. Τη θανάτωση την αναλάμβανε ο Ναμπί, βάζοντας κάτω απ’ το κεφάλι του αετού ένα πολύ ισχυρό σόμα, έτσι ώστε να πεθάνει απ’ τις αναθυμιάσεις. Έπειτα, στην τελετή που γινόταν στο χωριό, όλοι οι Νάρα, άντρες, γυναίκες, παιδιά, έπιναν μια γουλιά απ’ το αραιωμένο σόμα του θανάτου, το σόμα που περιείχε την τελευταία ανάσα του Άμπα. Τον νεκρό αετό τεμάχιζε ο Ναμπί, χωρίς να σπάσει κόκαλο, κι όλοι έτρωγαν λίγη απ’ τη σάρκα του. Αυτή ήταν η σημαντικότερη γιορτή των Νάρα και την ακολουθούσε ένα ολονύχτιο μεθύσι. Τα πούπουλα, τα κόκαλα και τα νύχια του αετού γίνονταν φυλαχτά, να τους προστατεύουν απ’ τους Ασούρα, τους δαίμονες που είχε γεννήσει η Νύχτα μόνη της, χωρίς το σπέρμα του Άμπα.

Κανείς ως τότε δεν είχε κυνηγήσει αετό πέρα απ’ την ιεροτελεστία της έβδομης άνοιξης· κανείς πριν τον Νταρίν.

~~

Με το ξημέρωμα έφτασε στους πρόποδες του Μεγάλου Βράχου. Είχε ζωντανή στα μάτια του την εικόνα του Κετάνα, το πρόσωπο του, τα μάτια του, τον τρόπο που κοιτούσε. Ντρεπόταν που είχε κάνει πίσω, που δεν είχε απαντήσει στον φύλαρχο, που δεν έβγαλε το μαχαίρι να του κόψει τον λαιμό… Ντρεπόταν που δεν είχε καταφέρει να βάλει παιδί στην κοιλιά της Ατάρμα. Όμως είχε έτοιμη την εκδίκηση του.

Ξεκίνησε να σκαρφαλώνει. Στην αρχή ήταν εύκολα, ύστερα από ώρα τα βράχια ήταν κοφτερά. Μονολογούσε κι ανέβαινε, αδιαφορώντας για τις πληγές που άνοιγαν οι πέτρες στα χέρια του. Το στόμα του ήταν ξερό απ’ το σόμα που είχε πιει πριν μερικές ώρες, τα μάτια του θόλωναν απ’ την προσπάθεια. Όμως όσο κι αν πονούσε, ο πόνος της προσβολής ήταν χειρότερος. Όσο κι αν κουραζόταν, υπήρχε το πείσμα που τον έκανε να συνεχίζει λαχανιασμένος κι απτόητος, κοιτώντας πάνω, την εσοχή του βράχου όπου υπήρχε η πιο κοντινή φωλιά. Μέσα εκεί κούρνιαζε ο νεοσσός αετός που ‘χε σκοτώσει τον αδελφό του. Οι αετοί ζευγαρώνουν ισόβια. Το θηλυκό γεννάει δυο αβγά. Το πιο ισχυρό απ’ τα δύο μικρά σκοτώνει το άλλο· οι γονείς δεν παρεμβαίνουν. Έτσι επιβιώνουν οι πιο δυνατοί και οι πιο επιθετικοί αετοί.

Και οι δύο γονείς φροντίζουν τον νεοσσό. Ο ένας απ’ τους δύο πετούσε σε κύκλους στον ουρανό και απειλούσε συρίζοντας τον άνθρωπο. Ο Νταρίν έφερνε την παλάμη του πάνω απ’ τα μάτια, για να κρύψει τον ήλιο και να μπορέσει να δει το θήραμά του. Ήξερε ότι έπρεπε ν’ ανέβει πολύ ψηλά για να φτάσει το βέλος του ως τα ουράνια και να ρίξει κάτω τον θεό.

Δεν ήταν λίγες οι φορές που γλίστρησε και βρέθηκε να αιωρείται στο κενό, δεν ήταν λίγες οι φορές που κινδύνεψε. Τα ματωμένα του δάκτυλα κι οι μυς πονούσαν, τα βράχια ξεκολλούσαν κι έπεφταν στο γκρεμό, παρασύροντας κι άλλες πέτρες μέχρι κάτω, εκατοντάδες μέτρα. Όμως εκείνος δεν φαινόταν να ταράζεται ούτε να λιγοψυχά. Ένιωθε ότι είχε βρει την αποστολή της ζωής του, κι όσο πιο πολύ κινδύνευε τόσο πειθόταν ότι αυτός είναι ο εκλεκτός, όσο πιο επικίνδυνο γινόταν τόσο πιο ενδιαφέρον του φαινόταν, τόσο θέριευε ο πόθος του να φτάσει εκεί ψηλά και να πετύχει τον στόχο του. Κάθε τόσο σταματούσε, παρατηρούσε τον αετό που έφερνε κύκλους.

«Έρχομαι!» του φώναζε, γελούσε και συνέχιζε την αναρρίχηση.

Είκοσι μέτρα κάτω απ’ τη φωλιά ο Νταρίν σταμάτησε. Χώθηκε σε μια εσοχή του βράχου και χωρίς να πάρει ανάσα έβγαλε τη φαρέτρα και το τόξο απ’ την πλάτη του, τ’ ακούμπησε στο πλάι· ο αετός ήταν αρκετά κοντά για να τον πετύχει στο μάτι. Σκούπισε τις ματωμένες του παλάμες στους μηρούς κι έπιασε το όπλο του. Ο Άμπα σφύριζε και τον απειλούσε απ’ τον ουρανό. Η χορδή του τόξου τεντώθηκε, το μάτι του Νταρίν παγίδευσε τον αετό, τ’ ακροδάχτυλά του άφησαν μαλακά τη χορδή – που ήχησε σαν μουσικό όργανο.

Για πρώτη φορά στη ζωή του αστόχησε. Το βέλος πέρασε λίγα εκατοστά απ’ το κεφάλι του πτηνού, που χτύπησε τα φτερά του κι ανέβηκε αρκετά μέτρα. Ο Νταρίν βλαστήμησε, εξοργίστηκε, κι όπως χτυπιόταν μόνος του κλώτσησε τη φαρέτρα. Ένα ένα τα βέλη του ξεκίνησαν να πέφτουν στον γκρεμό… Μέχρι να καταλάβει τι γινόταν και ν’ απλώσει το χέρι, η φαρέτρα είχε αδειάσει.

Είχε μείνει μόνο ένα, τελευταίο, βέλος.

Κατάλαβε ότι δεν υπήρχαν περιθώρια λάθους. Δεν μπορούσε να κατέβει για να τα μαζέψει και να ξανανέβει. Ακόμα κι αν είχε τις δυνάμεις για κάτι τέτοιο, που δεν τις είχε, θα βράδιαζε μέχρι να επιστρέψει· και δεν θα έβρισκε τίποτα. Οι αετοί είναι έξυπνοι. Μέχρι το πρωί θα είχε μεταφέρει τον νεοσσό σε κάποιο απρόσιτο σημείο.

Είδε ότι είχε ανέβει πολύ ψηλά. Ακόμα κι αν τον πετύχαινε με το τελευταίο βέλος, που ήταν δύσκολο και για τον καλύτερο κυνηγό του Πρίβτι, ίσως και να μην τον σκότωνε. Το πτέρωμα τους είναι πυκνό και σκληρό. Μια βολή από κάτω προς τα πάνω, σε τέτοια απόσταση, δε θα το διαπερνούσε.

Πέρασε το τόξο στην πλάτη κι έπιασε το βέλος με τα δόντια, για να έχει ελεύθερα χέρια. Έπρεπε ν’ αναγκάσει τον θεό να κατέβει πιο χαμηλά κι αυτό μπορούσε να το κάνει μόνο μ’ έναν τρόπο· θα απειλούσε το μικρό του.

Χωρίς να παίρνει τα μάτια απ’ τη φωλιά έπιασε πάλι να σκαρφαλώνει. Με κάθε μέτρο που έκανε τα σφυρίγματα του αετού γίνονταν πιο δυνατά. Ο Νταρίν γελούσε. Ήξερε ότι θα πήγαινε να προστατεύσει το παιδί του. Κάθε ζώο θα έκανε το ίδιο. Ακόμα κι αν αυτό το ζώο ήταν καθρέφτισμα του ίδιου του θεού.

Το πρώτο χέρι που μπήκε στη φωλιά δέχτηκε χλιαρή επίθεση. Ο νεοσσός τον τσιμπούσε, αλλά το ράμφος του δεν ήταν ακόμα αρκετά αιχμηρό. Ο Νταρίν τον έσπρωξε στην άκρη και γονάτισε πάνω σε κόκαλα από μικρά θηλαστικά, ερπετά και πουλιά· η αετοφωλιά ήταν αρκετά μεγάλη για να ξαπλώσει. Ο νεοσσός τσίριζε. Ο γονιός ανταποκρίθηκε στο κάλεσμα κι έκανε μια πρώτη έφοδο, αιφνιδιάζοντας τον Νταρίν. Πρόλαβε να τον χτυπήσει με το ξύλο του τόξου και προσπάθησε να τον πιάσει για να του στρίψει τον λαιμό. Ο αετός πέταξε πάλι. Οι φτερούγες του είχαν άνοιγμα ίσο με το ύψος ενός Νάρα, αλλά δεν μπορούσε να παλέψει κάτω. Έμεινε ψηλά, αναποφάσιστος.

Ο Νταρίν κράτησε το βέλος, το έδειξε στον αετό. Έπειτα έπιασε τον νεοσσό απ’ το λαιμό. Τον έφερε κοντά και του τρύπησε το στέρνο. Σήκωσε το νεκρό πουλί ψηλά και φώναξε.
«Σκότωσα τον γιο σου, θεέ. Το αίμα του να πέσει στο κεφάλι του παιδιού μου!»

Γέλασε· δεν είχε παιδί. Άρχισε να ξεσχίζει το σώμα του νεοσσού με τα δόντια. Είδε τον αετό να στρίβει και να εφορμά. Θυμήθηκε το κουνούπι στην καλύβα του. Έβαλε το βέλος στο τόξο, τέντωσε τη χορδή και σταμάτησε ν’ αναπνέει. Περίμενε μια στιγμή ακόμα, να φτάσει η θεία θήρα πιο κοντά. Ήχησε η φωνή του αετού που έκανε κάθετη εφόρμηση, ήχησε η χορδή σαν μουσική, ήχησε το βέλος στον αέρα· κι ύστερα σιωπή.

Ο αετός άρχισε να πέφτει διαγράφοντας σπείρα· το βέλος του είχε τρυπήσει το φτερό και το στέρνο. Ο Νταρίν σοκαρίστηκε για λίγο. Όσο εξοργισμένος κι αν ήταν πριν, το θέαμα του πληγωμένου αετού που έπεφτε ανήμπορος τον τάραξε. Ένιωσε πως είχε κάνει κάτι πολύ τρομαχτικό. Ακόμα κι αν δεν μάθαινε κανείς γι’ αυτό, θα τριβέλιζε το μυαλό του μέχρι να πεθάνει.

Άρχισε να κατεβαίνει, πιο αργά απ’ όταν ανέβαινε, χωρίς να γελάει πια. Ευχόταν να ‘χε αστοχήσει. Είχε ξεχάσει τον Κετάνα και το γουρούνι, είχε ξεχάσει την Ατάρμα, τους Νάρα. Τα θολωμένα του μάτια προσπαθούσαν να δουν μέχρι κάτω – κι  ευχόταν να μην είχε πετύχει τον αετό…

…Τον είχε σκοτώσει. Ήταν άψυχος και κρεμασμένος στα κλαδιά ενός ταρού. Στάθηκε από κάτω. Έμοιαζε με κάθε άλλο νεκρό ζώο, δεν είχε τίποτα το θεϊκό· όμως δεν ένιωθε καθόλου περήφανος για το κατόρθωμά του. Κατέβασε το κουφάρι και ξεκίνησε να σκάβει με τα χέρια του για να το θάψει· αυτό όφειλε να το κάνει.

Μόλις ο λάκκος ήταν αρκετά βαθύς έπιασε προσεκτικά το νεκρό πουλί κι έβγαλε το βέλος. Τοποθέτησε τον αετό στην τρύπα και τον σκέπασε. Έπειτα στάθηκε όρθιος για να προσευχηθεί. Τι να πει; Σε ποιον;

Προτού αποφασίσει τι να κάνει ένιωσε ένα τράνταγμα στον ώμο κι έπεσε κάτω. Ένα βέλος είχε διαπεράσει τον ώμο του. Γύρισε να δει από πού είχε έρθει η τιμωρία. Πίσω του στεκόταν ο Κετάνα που ετοίμαζε το δεύτερο βέλος. Τον είχε ειδοποιήσει η Ατάρμα.

Εκείνη, μόλις έφυγε ο άντρας της, έμεινε για λίγο ν’ αναρωτιέται τι έπρεπε να κάνει. Η θρησκευτική της συνείδηση την ανάγκασε να πάει στην καλύβα του αδελφού της και φύλαρχου· δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς, έτσι είχε μάθει.

Ο Κετάνα δεν χρειάστηκε ν’ ακούσει πολλά. Δεν του φάνηκε παράξενο να κάνει κάτι τόσο βλάσφημο ο Νταρίν. Έφυγε τρέχοντας χωρίς να δώσει σημασία στα κλάματα και στα παρακάλια της Ατάρμα, που του έλεγε να μην τον σκοτώσει.

Έφτασε στους πρόποδες του Μεγάλου Βράχου και καθώς έψαχνε για τα χνάρια του Νταρίν είδε τον αετό να πέφτει. Περίμενε να δει τη συνέχεια, περίμενε να δει τον φονιά, περίμενε να τον θάψει – πριν του ρίξει το πρώτο βέλος.

«Ήρθες να εκδικηθείς για τον θεό σου;» έκανε ο Νταρίν. Δεν μπορούσε ν’ αντισταθεί, το ήξερε, αλλά δεν τον ένοιαζε. Ούτε θα παρακαλούσε για τη ζωή του.

«Ό,τι έγινε δεν το διάλεξες εσύ», είπε ο Κετάνα, μια φράση που ήταν μέρος της θρησκευτικής ιεροτελεστίας των Νάρα.

«Το διάλεξα!» έκανε ο Νταρίν. «Αυτή είναι η διαφορά μου από σας, απ’ όλους σας· εγώ είμαι ελεύθερος».

«Εσύ είσαι το θύμα, όχι ο Άμπα. Αυτός είναι αθάνατος».

«Μέσα στο λάκκο έχω χώσει έναν ψόφιο Άμπα… Και πάνω, στη φωλιά, σκότωσα και το παιδί του Άμπα. Πώς σου φαίνεται αυτό;»

«Πρέπει να επανορθώσω».

«Κάνε ό,τι θες», είπε ο Νταρίν κι έφτυσε. «Αλλά θυμάσαι τι λέει ο Ναμπί που τόσο πιστεύεις; Τα τελευταία λόγια που θα πει κάποιος πριν πεθάνει πάντα βγαίνουν αληθινά. Έτσι δεν λέει;»

Ο Κετάνα δεν του απάντησε. Τέντωσε τη χορδή και τον σημάδεψε στο στήθος.

«Λοιπόν, τα τελευταία μου λόγια, φύλαρχε… Είθε να σε σκοτώσει ο γιος σου».

Ο Κετάνα καθυστέρησε για μια στιγμή. Αν τον σκότωνε, κι αν ίσχυαν αυτά που έλεγαν οι θεοί για την επιθανάτια φράση; Δεν είχε σημασία. Δεν είχε δικαίωμα να επιλέξει κάτι άλλο. Έπρεπε να τηρήσει το καθήκον του, να παίξει τον ρόλο του, να είναι φύλαρχος πρώτα απ’ όλα –και μετά πατέρας. Ο Νταρίν είχε δίκιο· κανείς δεν είναι ελεύθερος.

Άφησε τη χορδή. Το βέλος σκότωσε ακαριαία τον βλάσφημο· στο πρόσωπό του έμεινε το χαμόγελο. Ο Κετάνα του έκλεισε τα μάτια και του έβγαλε τα ματωμένα σανδάλια πριν τον θάψει.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

  1. Ο κοιμισμένος καταρράχτης

Ο Τάμπι δεν ήταν ιδιαίτερα ψηλός ούτε και περισσότερο μυώδης απ’ τους συνομήλικούς του. Είχε μαύρα σπαστά μαλλιά που του έφταναν ως τους ώμους και καστανά μάτια – όπως σχεδόν όλοι οι Νάρα. Μελαμψό δέρμα που γυάλιζε σαν τρίχωμα από μαύρο πούμα και λίγες τρίχες στο στήθος και στο πάνω χείλος. Αυτό που τον έκανε να ξεχωρίζει απ’ τους υπόλοιπους νεαρούς ήταν η μύτη και τα φρύδια του.

Η μύτη του ήταν γαμψή και δυνατή, σκληρή σαν ράμφος, ένα μονοκόμματο κόκαλο που φύτρωνε ανάμεσα στα φρύδια και κατέβαινε ως το χνούδι που κάποτε θα γινόταν μουστάκι. Τα φρύδια του έδιναν αποφασιστικό βλέμμα, αφού ήταν χοντρά και κατάμαυρα -από γεννησιμιού του σχεδόν. Οι γέροι έλεγαν ότι αυτό ήταν σημάδι δυνατού χαρακτήρα, ανθρώπου που ήθελε να γίνεται το δικό του και δεν δεχόταν αντιρρήσεις· ήταν το βλέμμα του αετού.

Του άρεσε αυτό του Τάμπι. Όταν ήταν μικρός πήγαινε στη λίμνη ή έβρισκε έναν νερόλακκο. Ακουμπούσε το νερό για να το ξυπνήσει κι ύστερα καθρεφτιζόταν μέσα του, σουφρώνοντας όσο μπορούσε τα φρύδια.

«Έχω το βλέμμα του αετού», έλεγε με την παιδική του φωνή, αναπαράγοντας αυτά που άκουγαν να λένε στη μάνα και στον πατέρα.

Οι γονείς χαίρονταν που είχαν ένα τέτοιο αετομάτη γιο· κι ο μικρός Τάμπι έκανε ό,τι μπορούσε για να τους επιβεβαιώσει, ό,τι έπρεπε για να μη διαψεύσει τις προσδοκίες τους.

Όταν η μητέρα του έλεγε να κάνει κάτι που δεν ήθελε, σούφρωνε τα φρύδια και την κοιτούσε με το «βλέμμα του αετού». Εκείνη γελούσε, και τον αγκάλιαζε. Ήξερε άλλωστε ότι η ψυχή του δεν ήταν αετίσια, δεν ήταν τόσο αντρική όσο ήθελε να δείχνει. Ήξερε πόσο ευαίσθητος ήταν ο γιος της, αλλά έδειχνε ποιος ήταν μόνο όταν βρισκόταν με ζώα –ή με τη μητέρα του. Μαζί της γελούσε κι έπαιζε, δεν προσπαθούσε να το παίζει δυνατός κι άτρωτος. Μόνο όταν έγινε δεκατριών χρονών και τον έστειλαν στο Σπίτι των Αγοριών, μαζί με τους άλλους έφηβους κι ανύπαντρους, μόνο τότε σταμάτησε να χώνεται στην αγκαλιά της.

Δεν πρόλαβε να την αγκαλιάσει ξανά· η μητέρα του πέθανε. Ο Τάμπι δεν έκλαψε. Ούτε όταν του το είπε ο πατέρας του, ούτε αργότερα. Κανείς δεν τον είδε να κλαίει. Όταν βγήκαν για κυνήγι απομακρύνθηκε απ’ τους άλλους και χάθηκε στο δάσος, έκλαψε όσο μπορούσε κι όσο δεν άντεχε. Αλλά δεν τον είδαν να κλαίει. Στην τελετή της ταφής δεν πήγε. Όλοι ερμήνευσαν αυτή την πράξη με βάση τη δυνατή του μύτη και το «βλέμμα του αετού». Όμως η αλήθεια ήταν ότι ο Τάμπι δεν άντεχε να την δει νεκρή, δεν ήθελε να τη δει πεθαμένη, δεν μπορούσε να το πιστέψει. Κι ένιωθε πως αν δεν έπαιρνε μέρος στην κηδεία, η μητέρα του θα συνέχιζε να τον επισκέπτεται· στα όνειρα, στα οράματα, σε οπτασίες.

~~{}~~

Απέναντι απ’ αυτή την αετίσια μύτη, μόλις δέκα βήματα μακριά, στεκόταν ένας νεαρός Νάρα, μ’ ανοικτά τα πόδια και λυγισμένα τα γόνατα, σε στάση επίθεσης.

Ο Τάμπι έβγαλε μια ιαχή μάχης κι είδε τον αντίπαλο του να κάνει το ίδιο· αλλά δεν άκουσε τη φωνή του αντιπάλου. Τον είδε ν’ ανοίγει το στόμα, αλλά μόνο η φωνή του Τάμπι ακούστηκε στο δάσος, τρομάζοντας τα τουκάν και τους αραχνοπίθηκους στα δέντρα. Έπιασε με μια απότομη κίνηση το μαχαίρι του· το ίδιο έκανε κι ο άλλος.

«Αν είσαι Ντάσα, να ξέρεις ότι δεν πιστεύω στους δαίμονες», είπε ο Τάμπι, και σαν είδε τον αντίπαλο ν’ ανοιγοκλείνει το στόμα του βεβαιώθηκε. Κατάλαβε τι έβλεπε, αν και δεν μπορούσε να το καταλάβει. Οι μόνες φορές που είχε δει το είδωλο του ήταν στο νερό. Όμως ακόμα και τις πιο γαλήνιες μέρες της λίμνης, όπου αντικατοπτρίζονταν τα δέντρα και τα σύννεφα σαν να ήταν ίδια, ακόμα κι εκείνες τις μέρες η εικόνα δεν ήταν τόσο τέλεια.

Ο Τάμπι σήκωσε το δεξί του χέρι. Το ίδιο έκανε κι ο αντίπαλος. Έβγαλε τη γλώσσα και χοροπήδησε. Ο Νάρα απέναντι τον μιμήθηκε. Γέλασαν κι οι δύο –ο ένας άφωνα. Ο Τάμπι έκανε ένα βήμα, δύο… πέντε. Βρέθηκαν μύτη με μύτη, θα μπορούσαν να φιληθούν. Τον μύρισε –δεν είχε μυρωδιά. Με την καρδιά του να ρίχνει κεραυνούς άπλωσε το χέρι κι ακούμπησε το χέρι του άλλου. Ήταν κρύο, πιο κρύο κι από πέτρα, λείο, σκληρό. Δεν ήταν νερό σίγουρα. Το έγλυψε· δεν είχε γεύση. Έσπρωξε με το ένα του χέρι κι αφού είδε ότι δεν γινόταν τίποτα χρησιμοποίησε και το δεύτερο – με όλη του τη δύναμη. Ένιωσε να του ανταποδίδει το είδωλο του την ίδια δύναμη, κρατώντας τον σε απόσταση. Γλίστρησε τα χέρια κι ακούμπησε τον ώμο· ανατρίχιασε με την επαφή. Τέντωσε τους μυς των ποδιών του, καμιά διαφορά.

Έκανε πίσω και κοίταξε ψηλά, δεξιά κι αριστερά. Δεν μπορούσε να καταλάβει αν έβλεπε τα πραγματικά δέντρα ή την αντανάκλασή τους. Ξεκίνησε να περπατάει κατά μήκος αυτού που είχε ονομάσει στο μυαλό του «κοιμισμένο καταρράκτη». Ήταν το μόνο νερό που είχε δει να πέφτει κάθετα, ο καταρράκτης στο βουνό της Μεγάλης Μητέρας. Αλλά εκείνο το νερό άφριζε, σήκωνε πέτρες και λάσπη, έκανε τόσο θόρυβο που δεν μπορούσες ν’ ακούσεις τη φωνή σου – και σίγουρα δεν έβλεπες τον εαυτό σου. Γι’ αυτόν τον είπε κοιμισμένο· ήταν σαν μια λίμνη που έπεφτε, αλλά δεν έπεφτε.

Είχε το αριστερό του χέρι πάντα σε επαφή με τον καταρράχτη και περπατούσε. Μετά από αρκετά λεπτά πεζοπορίας, κι αφού κατάλαβε ότι τίποτα δεν άλλαζε στο εμπόδιο, αντιλήφθηκε κάτι άλλο· το χέρι του δεν άφηνε σημάδι. Πλησίασε το στόμα του και προσπάθησε να το θαμπώσει με το χνώτο του· δεν έγινε τίποτα. Έφτυσε. Το σάλιο γλίστρησε κάτω. Δεν ήταν νερό, δεν ήταν πέτρα, δεν ήταν ξύλο. Έβγαλε το μαχαίρι του, που ήταν φτιαγμένο απ’ τη μαύρη γυαλιστερή πέτρα των Πρώτων. Προσπάθησε να χαράξει τον κοιμισμένο καταρράχτη. Ακούστηκε ένας ανατριχιαστικός ήχος, αλλά ο τοίχος έμεινε άθικτος. Τον χτύπησε με τη λεπίδα. Πιο σιγά στην αρχή, με όλη του τη δύναμη στη συνέχεια. Ένα μικρό κομμάτι πέτρας απ’ το μαχαίρι του έφυγε· το εμπόδιο δεν είχε ούτε αμυχή.

Ο Τάμπι έκανε ένα βήμα πίσω και κοίταξε το ανέγγιχτο, το τέλειο είδωλο του. Τι είχε μπροστά του; Και το πιο σημαντικό· μέχρι πού έφτανε; Ακούμπησε πάλι το αριστερό χέρι πάνω του και ξεκίνησε να περπατάει, όλο και πιο γρήγορα, μέχρι που άρχισε να τρέχει. Κατέβασε το χέρι. Κάθε τόσο κοιτούσε αν τον ακολουθούσε ο δίδυμος εαυτός του· ήταν πάντα εκεί.

Έτρεξε όσο πιο γρήγορα μπορούσε για αρκετή ώρα. Σταμάτησε λαχανιασμένος. Η επίδραση του σπόρου της αρούνα είχε περάσει. Ακούμπησε τις παλάμες του στα γόνατα. Για λίγα λεπτά κοιτούσε μόνο το χώμα, τα μερμήγκια που μπαινόβγαιναν στη φωλιά τους κουβαλώντας φύλλα, μανιτάρια και τα πόδια ενός μεγάλου σκορπιού.

Γύρισε αριστερά· ο εαυτός του ήταν εκεί. Αγανάκτησε, γύρισε και τον χτύπησε με τον αγκώνα, τόσο δυνατά που παραλίγο να σπάσει το κόκαλο. Έπεσε κάτω βογκώντας. Τον έτριψε μέχρι που μαλάκωσε ο πόνος. Έμεινε ξαπλωμένος για λίγο. Παρατήρησε τα μερμήγκια που είχαν σκαρφαλώσει πάνω του. Αν έμενε μερικές ώρες ακόμα θα τον ξεκοκαλίζανε. Έπιασε μαλακά ένα μεγάλο και σηκώθηκε. Το ακούμπησε πάνω στον τοίχο κι αυτό απλώς γλίστρησε κάτω. Το έβαλε πιο ψηλά, πάλι γλίστρησε. Το ‘κανε άλλη μια φορά, έπειτα νευρίασε και το ‘λιωσε. Τα κομμάτια του, μαζί με τα εντόσθια και τα υγρά του, γλίστρησαν προς τα κάτω· και δεν άφησε κανένα σημάδι η εκτέλεση του.

Έκατσε ανακούρκουδα απογοητευμένος. Παρατηρούσε το είδωλο του κι έπαιζε αφηρημένα με το χώμα. Του ήρθε καινούρια ιδέα. Θυμήθηκε τα πονηρά ιράρα, που έσκαβαν κάτω απ’ τους φράκτες, για να μπούνε και να κλέψουν τ’ αυγά των τζάο, μερικές φορές για να πνίξουν και καμιά θηλυκιά. Ξεκίνησε να κάνει το ίδιο. Από την άκρη του τοίχου έσκαβε προς τα κάτω, με τα χέρια και με το μαχαίρι. Μερικές ώρες μετά είχε ανοίξει ένα λάκκο αρκετά μεγάλο για να τον χωράει όρθιο. Όμως ο κοιμισμένος καταρράχτης, λείος κι άσπιλος, ήταν εκεί πάντα, όπως και το βρόμικο είδωλο του Τάμπι.

Βγήκε έξω και ξεκίνησε να γελάει. Έπεσε κάτω, ανάσκελα. Κλωτσούσε τον τοίχο και γελούσε, ώσπου είδε έναν άρα, έναν μεγάλο και πολύχρωμο παπαγάλο, να πετάει προς το είδωλο του, προς το εμπόδιο, μετά ν’ αλλάζει πορεία και να πετάει προς τα πάνω, ψηλά, μέχρι που χάθηκε ανάμεσα στα κλαδιά του δέντρου.

Πετάχτηκε πάνω κι έψαξε γύρω να βρει το ταρού με τον χοντρότερο κορμό· αυτά ήταν τα πιο ψηλά δέντρα του δάσους. Περπάτησε για λίγο παράλληλα με τον καταρράχτη, μέχρι που βρήκε ένα τόσο χοντρό που δεν θα μπορούσαν να τον αγκαλιάσουν δέκα Νάρα. Με γυρισμένη την πλάτη στο εμπόδιο ξεκίνησε να σκαρφαλώνει. Ήταν κάτι που έκανε από παιδί –και το έκανε καλά, όπως όλα όσα έκανε. Ακόμα κι οι αραχνοπίθηκοι θα ζήλευαν την ευλυγισία του. Πηδούσε από κλαδί σε κλαδί, όλο και ψηλότερα, πιανόταν κι ανέβαινε, όλο και πιο ψηλά.

Σταμάτησε εκεί όπου τα κλαδιά μόλις που άντεχαν το βάρος του. Μπορούσε να δει όλο το δάσος, ακόμα και τη λίμνη, ν’ αστράφτει πέρα μακριά, εκεί όπου βρισκόταν το Πρίβτι, η μαύρη καλύβα, η Ναροτάμα.

Έμεινε αρκετή ώρα έτσι, όχι από νοσταλγία, αλλά από φόβο. Δεν τολμούσε να γυρίσει. Ευχόταν να κοιτάξει πίσω του και να δει την απουσία του, να μην είναι εκεί ο Άλλος. Να είναι η συνέχεια του δάσους ή κάτι διαφορετικό, ένα βουνό, μια λίμνη… η Ανάντα.

Ήθελε να πιστεύει ότι είχε ξεπεράσει τις ιστορίες που έλεγε ο Ναμπί και η μητέρα του, τα παραμύθια τους. Όμως είχε και μια κρυφή πλευρά, κρυφή ακόμα κι απ’ τον εαυτό του, που του έλεγε ότι ίσως όταν θα γυρνούσε να έβλεπε την Ανάντα, τον Παράδεισο των Νάρα, και μέσα στη μακαριότητα αυτή να συναντούσε και τη μητέρα του, να τον περιμένει. Τι θα έκανε αν έβλεπε κάτι τέτοιο;

Κρατήθηκε γερά απ’ το κλαδί και στράφηκε. Το είδωλό του ήταν εκεί. Κρεμασμένος – με το λαιμό στραβό, σαν βραδύποδας. Πίσω απ’ το είδωλό του η αντανάκλαση του δάσους και πέρα μακριά άστραφτε η λίμνη, το Πρίβτι. Ο Τάμπι το αρνήθηκε με όλη τη δύναμη των πνευμόνων του. Η κραυγή του ξεσήκωσε πλήθος από πουλιά. Τότε είδε πολύ ψηλά -σαν κουκίδα- έναν αετό. Έφτασε να γυρίσει λίγο τα μάτια για να δει την αντανάκλαση της κουκίδας, τόσο ψηλά που κανένα δέντρο δεν μπορούσε να φτάσει.

Έμεινε για λίγο με κλειστά μάτια. Του ήρθε μια καινούρια σκέψη. Στράφηκε να δει το στερέωμα. Πράγματι, υπήρχαν δύο ήλιοι στον ουρανό· ο αληθινός και το καθρέφτισμά του. Ο τοίχος ήταν τοποθετημένος με κατεύθυνση από την μεριά που ανέτειλε ο ήλιος προς τη μεριά που έδυε. Δεν παρεμβαλλόταν στην πορεία του ήλιου. Κι αυτό σήμαινε ότι ο τοίχος, το εμπόδιο, ο κοιμισμένος καταρράχτης, θα μπορούσε να πηγαίνει πιο πάνω κι απ’ τον ήλιο. Ίσως να έκοβε στη μέση όλο τον κόσμο. Κι αν τον έκοβε στη μέση, τότε τι ήταν το άλλο μισό; Τίποτα, άδειο; Ή μήπως ήταν πανομοιότυπο δάσος και Πρίβτι και Νάρα; Ή μήπως κάτι τόσο διαφορετικό που ο Τάμπι δεν μπορούσε ούτε καν να φανταστεί;

«Αν ταξίδευα από το Πρίβτι ένα φεγγάρι προς την άλλη πλευρά, μέσα απ’ τη λίμνη ή περπατώντας, μήπως θα έβρισκα άλλο ένα τέτοιο εμπόδιο; Μήπως πέρα, στην άλλη μεριά, υπάρχει ο δίδυμος αδελφός του κοιμισμένου καταρράχτη; Τότε από δω κι από κει…» Ο Τάμπι τρόμαξε τόσο μ’ αυτό που σκέφτηκε που παραλίγο να αφεθεί και να πέσει. «Μήπως όλος ο κόσμος, όλοι εμείς είμαστε κλεισμένοι μέσα σ’ αυτό; Σαν να είμαστε μέσα σε αβγό;»

Κατέβηκε αργά. Ήθελε να κλάψει, ήθελε να κοιμηθεί, ήθελε να μπει στην αγκαλιά της μητέρας του. Μόνο να σκέφτεται δεν ήθελε. Ο τοίχος ήταν ίσιος ή έμοιαζε ίσιος; Ο Ναμπί τους είχε μιλήσει για τις φυσαλίδες των θεών, έτσι τις έλεγε. Ήθελε να τους δείξει πόσο γιγάντιοι είναι αυτοί, σε σχέση με τους Νάρα, έτσι πίστευε ο Τάμπι, αλλά είχε αρχίσει να νιώθει πως τους έλεγε αλήθεια. Η φυσαλίδες που έκαναν οι θεοί μέσα στο νερό του Άνια, μέσα στο Σύμπαν, ήταν στρογγυλές, αλλά ήταν τόσο μεγάλες που αν βρισκόσουν μέσα τους θα έβλεπες τα τοιχώματα σαν να είναι ίσια. Σ’ έναν θεϊκό κύκλο η καμπυλότητα χάνεται· δεν φαίνεται στα μάτια των θνητών.

Ο Τάμπι κατάλαβε ότι ήταν φυλακισμένος. Εκείνος κι οι Νάρα, οι εκλεκτοί των θεών, του Άμπα, ήταν εγκλωβισμένοι και δεν το ήξεραν. Σκούπισε τα μάτια του. Ξεκίνησε να τρέχει προς το βορρά. Σε είκοσι εννιά μέρες θα ήταν πίσω στο Πρίβτι.

Κι όλοι θα μάθαιναν την αλήθεια.

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Λεξιλόγιο

Οι όροι προέρχονται από το παράρτημα/λεξιλόγιο στο «Ιστορία της Ινδικής Φιλοσοφίας» του Δημήτρη Βελισσαρόπουλου και από το διαδικτυακό λεξικό Sanskrit Dictionary.

Οι περισσότερες λέξεις είναι σανσκρίτικα. Κάποιες λίγες λέξεις στα Εβραϊκά, Αραμαϊκά είναι από τυχαίες πηγές, και δηλώνεται η ετυμολογία τους.

Η προφορά, μέσα στις αγκύλες, είναι όπως την προτιμούσα ν’ ακούγεται, όχι όπως είναι στην πραγματικότητα

~~~~

Αbba [άμπα] (αραμαϊκά) = πατέρας, θεός

adāsa [αντάσα] = όχι σκλάβος, ελεύθερος

adharma [ατάρμα] = αδικία (η μητέρα της Ναροτάμα, αδελφή του Κετάνα)

anadarin [ανανταρίν] = ο ασεβής, ο βλάσφημος (Νταρίν, ο πατέρας της Ναροτάμα)

ananda [ανάντα] = μακαριότητα, παράδεισος

Αnya [άνια] = το Ένα και το  Άλλο, το Σύμπαν

arunā [αρούνα] = είδος δέντρου με δηλητηριώδης καρπούς

asura [ασούρα] = υπεράνθρωπα όντα, εχθροί των θεών και των ανθρώπων

Chandra [τσάντρα] = το φεγγάρι, το φεγγαρόφωτο, η θεά Σελήνη

cetana [κετάνα] = βούληση (ο πατέρας του Τάμπι)

dasa [ντάσα] = δαίμονες με μορφή ανθρώπου

gatabhī [γκατάμπι] = αυτός που δεν νιώθει φόβο

karaka [καράκα] = είδος μανιταριού

nabi [ναμπί] (εβραϊκά) = προφήτης

nara [νάρα] = άνθρωπος

nisa [νίσα] = ύπνος, υπναγωγό φυτό

narottama [ναροτάμα] = τέλειος άνθρωπος

parajana [παραγιάνα] = άλλος άνθρωπος, άλλη φυλή ανθρώπων

Prithvi [πρίτβι] = η Γη

Prithvi Mata [πρίτβι μάτα] = μητέρα Γη

Suria [σούρια] = Ήλιος

syena [συένα] = αετός, γεράκι

swasti [σβάστη] = σημαίνει καλό είναι, τυχερό είναι.
Ρίζα της λέξης σβάστικα, που είναι οικουμενικό σύμβολο
καλοτυχίας και ζωής. Οι Ινδιάνοι της Βόρειας Αμερικής
τη ζωγράφιζαν σαν ένα σταυρό μέσα σε κύκλο.

taru [ταρού] = δέντρο

vis [βις] = αετός

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Ζωολόγιο

(είναι ζώα του Αμαζονίου, όπως τα κατέγραψε ο Levi –Strauss στα Μυθολογικά του )

Αγκουτί : μεγάλο τρωκτικό με μικρή ουρά/φαΐ

αετός/άρπυια : τεράστιος με λοφίο

λευκορωδιός

άρα: παπαγάλος

καπιμπάρα: τρωκτικό φαγητό, χωρίς ουρά, φαΐ, πιο μεγάλο από αγκουτί

πίθηκος με μαύρο μαλλί (για κατοικίδιο)

ελαφοειδή διάφορα

πίθηκος αράχνη

κοάτι: σαν ρακούν, σαν ασβός

καετετού : αγριογούρουνο

πεκάρι: αγριογούρουνο

ρέα: πτηνο σαν στρουθοκάμηλος

μυσμηγκοφάγος: τεράστια ουρά

ινχαμπού: σαν κότες,

ιράρα: κουνάβι

Τζάο: σαν κότα

μεφίτις: κουνάβι

μουτούμ: χαζά πουλιά

πάκα: τρωκτικό μικρό φαΐ

βραδύποδας

δρυοκολάπτης

καβία: τρωκτικό μικρό φαΐ

πούμα

προκύων: Μυοκάστωρ

καριάμα: ψηλό ελόβιο πουλί (στη λίμνη)

οπόσσουμ

τάπιρος (πολύ φαΐ)

τατού – αρμαδίλος

τατού γίγας

χελώνα

τουκάν

ουρούμπου – γύπας, πτωματοφάγο.