ΣΚΥΛΟΣ 1 (χαρωπά): Το ήξερα, το ήξερα! Το κατάλαβα μόλις είδα τους όρθιους να βάζουν αυτό το πράγμα μέσα στο σπίτι. Αυτό, που μοιάζει με δέντρο, αλλά δέντρο δεν είναι ούτε μυρίζει σαν δέντρο. Δεν καταλαβαίνω γιατί το κάνουν, αλλά είναι πολλά που δεν καταλαβαίνω για τους όρθιους.
Αλλά καταλαβαίνω ότι αυτό το πράγμα σημαίνει κάτι: Φαΐ!!!
Όχι αυτές τις αηδίες που με ταΐζουν συνήθως και τρώω μόνο και μόνο για να μην πεθάνω από την πείνα, αλλά αληθινό, νόστιμο φαΐ.
Κρέας και κόκαλα κυρίως, αλλά και από εκείνα με την παράξενη γεύση που μου δίνει ο μικρός όρθιος κρυφά και μετά η μεγάλη όρθια με μαλώνει που τα έφαγα.
Αφού μου τα δίνει να μην τα φάω;
Με λιγώνουν λιγάκι και τρέχω για νερό μετά, αλλά είναι ό,τι πιο νόστιμο έχω δοκιμάσει. Πως τα φτιάχνουν αυτά τα μικρά πράγματα; Τι τους βάζουν;
–
ΣΚΥΛΟΣ 2 (αποκαμωμένα): Το ήξερα. Το κατάλαβα μόλις άρχισαν να βάζουν μπάλες και τα άλλα που αναβοσβήνουν στα γυάλινα σπίτια.
Μόλις βλέπω να στολίζουν ξέρω ότι αρχίζει το κρύο.
Και μπαινοβγαίνουν οι όρθιοι στα γυάλινα σπίτια, φορώντας τα δέρματα και κουβαλάνε πράγματα και σημασία δε μου δίνουν.
Μόνο τρέχουν πέρα-δώθε και μπαίνουν μέσα σε εκείνα τα μικρά σπίτια που λάμπουν και τρέχουν ακόμα πιο γρήγορα και άμα βρεθείς μπροστά τους θα πας όπως ο μονόφθαλμος που τον χτύπησε ένα και δεν πρόλαβε ούτε να μιλήσει, να πει κάτι, ένα γαβ.
–
ΣΚΥΛΟΣ 1: Τι παράξενα ζώα είναι οι όρθιοι! Βάζουν εκεί πάνω, εκεί που μου απαγορεύουν να ανεβαίνω, τόσο πολλά φαγητά που θα μπορούσαν να χορτάσουν εκατό σαν κι εμένα.
Και κάθονται και αντί να τρώνε μιλάνε, γαβ-γαβ-γαβ, και κάποιες φορές βάζουν και λίγο φαΐ στο στόμα, ανακατεμένο με εκείνο το κόκκινο νερό που μου είχε δώσει μια φορά ένας όρθιος να δοκιμάσω και ήταν πολύ νόστιμο και μετά παραπατούσα, αλλά ήρθε η άλλη όρθια, εκείνη που πάντα μαλώνει και με μάλωσε που το είχα πιει.
Αφού μου το έδωσε να μην το πιω;
Και αφού καταλαβαίνουν ότι δεν μπορούνε να φάνε μόνοι τους τόσο πολύ φαΐ με φωνάζουν να τους βοηθήσω.
Εγώ στην αρχή κάνω το δύσκολο, ότι δε θέλω, και το μυρίζω και το αφήνω και τότε αρχίζουν τα παρακάλια και τα «έ-λα, έ-λα» και τότε εγώ πιάνω το «έ-λα» και αρχίζω να καταβροχθίζω για να τους βοηθήσω.
Γιατί το λένε «έ-λα»; Φαΐ είναι, κρέας… Δεν μπορώ να τους καταλάβω τους όρθιους.
–
ΣΚΥΛΟΣ 2: Το καταλαβαίνουν και οι όρθιοι ότι κάνει κρύο. Ποτέ δεν στέκονται να με χαϊδέψουν, τρέχουν να πάνε στα σπίτια τους όπου έχουν εκείνο τον καυτό αέρα που λάμπει. Τον έχουν μέσα σε τρύπα, το θυμάμαι, και δεν κάνει να πλησιάζεις. Είναι πολύ επικίνδυνος. Αλλά είναι ζεστά κοντά του…
Τώρα, με το κρύο, είναι δύσκολο να βρεις και νερό. Η όρθια που μου αφήνει στην πόρτα της όλο τρέχει και κουβαλάει πράγματα και ξεχνάει να μου αφήσει, αλλά ευτυχώς που πέφτει νερό από τον ουρανό και γεμίζουν οι δρόμοι για να πίνουμε.
Για να φάω θα πρέπει να περιμένω όταν θα έχει πάλι σκοτάδι, γιατί τότε βγαίνουν όλοι οι όρθιοι και πετάνε φαγητά –κλεισμένα μέσα σε λεπτά δέρματα- στο μέρος όπου ρίχνουν ό,τι δε θέλουν.
Θα πρέπει να διώξω καμία από εκείνες με την κουνιστή ουρά που πάντα πηγαίνουν πρώτες, αλλά κάτι θα καταφέρω να βρω για να φάω.
–
ΣΚΥΛΟΣ 1: Αυτό ήταν φαΐ. Νιώθω την κοιλιά μου έτοιμη να σκάσει, χρειάζομαι επειγόντως να βγω έξω για να ξαλαφρώσω, ας τους πω ότι ήρθε ώρα για «βόλτα»…
Τους έχω εκπαιδεύσει καλά. Μόλις αρχίζω να τους φωνάζω «βόλτα» έρχεται ο μεγάλος όρθιος και μου βάζει λουρί.
Τι χαρά! Πάμε να σημαδέψουμε την περιοχή μας.
–
ΣΚΥΛΟΣ 2: Φύγε από ‘δω! Άσε με ήσυχο!
Αυτός ο όρθιος με το ξύλο είναι πολύ επικίνδυνος. Περπατάει αργά, αλλά μπορεί να σου δώσει μία με το ξύλο έτσι και τον πλησιάσεις. Το θυμάμαι από την άλλη φορά που με κοπάνησε ένας και κόντεψε να μου σπάσει τα δόντια.
Να προσέχω τώρα. Όπου να ‘ναι θα αρχίσουν να βγάζουν έξω τους σπιτίσιους και να πετάνε όσα ζώα δεν μπόρεσαν να φάνε.
Γιατί τα σκοτώνουν αφού δεν έχουν δυνατά δόντια για να τα φάνε;
Είναι πολύ παράξενοι οι όρθιοι.
–
ΣΚΥΛΟΣ 1: Αααα, ανακούφιση!
Και τώρα θα τα μαζέψει ο όρθιος. Γιατί τα μαζεύουν, τι τα κάνουν; Και τα δικά τους τα κάνουν μέσα σε τρύπες και ρίχνουν νερό από πάνω για να εξαφανιστούν.
Ο πολύ μικρός όρθιος, που ακόμα δεν τον έχουν μάθει να περπατάει όρθιος, τα κάνει μέσα στα δέρματα που του φοράνε. Δεν τον αφήνουν να τα κάνει κάτω. Και μετά τα μαζεύουν και τα δικά του… Μάλλον έτσι θα φτιάχνουν εκείνα τα νόστιμα πράγματα που με λιγώνουν, γι’ αυτό τα μαζεύουν.
Ωπ! Άπλυτος εν όψει!
ΣΚΥΛΟΣ 2: Να ένας σπιτίσιος με τον όρθιο του. Προσοχή, γιατί είναι γεροδεμένος, παρότι μικρόσωμος. Να πάω να τον μυρίσω για να του συστηθώ;
ΣΚΥΛΟΣ 1: Φύγε από ‘δω, αυτή είναι η περιοχή μου, βρωμιάρη, άπλυτε, φύγε γιατί θα σε λιανίσω!!!
ΣΚΥΛΟΣ 2: Καλά, καλά, τι φωνάζεις; Ήθελα να δω μήπως έχει τίποτα νόστιμο ο όρθιος σου.
ΣΚΥΛΟΣ 1: Να μη σε νοιάζει. Τράβα πουθενά αλλού να ανακουφιστείς, γιατί θα σε κάνω κομματάκια.
ΣΚΥΛΟΣ 2: Περίμενε, ρε φίλε, μη θυμώνεις. Έχω τρεις μέρες να φάω.
ΣΚΥΛΟΣ 1: Ας πρόσεχες.
ΣΚΥΛΟΣ 2: Τι να πρόσεχα; Δεν το διάλεξα.
ΣΚΥΛΟΣ 1: Έτσι είναι η ζωή. Εμείς, οι καθαροί, έχουμε τους όρθιους μας. Εσείς να πάτε να ψοφήσετε κάπου αλλού, μη μας ενοχλείτε με τη μιζέρια σας.
(Ο άνθρωπος τραβάει πίσω το σκύλο του και ανοίγει τη σακούλα σκουπιδιών. Βγάζει από μέσα μία με αποφάγια και τη ρίχνει στον αδέσποτο.)
ΣΚΥΛΟΣ 1: Μα τι κάνεις; ΤΙ ΚΑΝΕΙΣ; Του δίνεις φαΐ, του άπλυτου; Δε θα ξεκολλάει από εδώ μετά. Μήπως θες να τον πάρεις και σπίτι να μας γεμίσει ψύλλους και τσιμπούρια; Άσε τις αρρώστιες.
ΣΚΥΛΟΣ 2: Ευχαριστώ, ευχαριστώ… Α, μυρίζει υπέροχα, είναι κρέας, έτσι δεν είναι; Και κόκαλα;
ΣΚΥΛΟΣ 1: Ας ‘τα κάτω, βρωμιάρη. Να πας να φας αλλού. Αυτά είναι δικά μου. Θα σε λιανίσω!
(Ο άνθρωπος κρατάει με δυσκολία πίσω το σκύλο του. Όταν εκείνος συνεχίζει να προσπαθεί να επιτεθεί του ρίχνει μία δυνατή στη ράχη και του φωνάζει να κάτσει ήσυχα.)
ΣΚΥΛΟΣ 1 (προς τον άνθρωπο): Καλά, καλά, δε λέω τίποτα άλλο. Αλλά μη μου ζητάς βοήθεια μετά… (Προς τον αδέσποτο): Είδες τι έπαθα για σένα;
ΣΚΥΛΟΣ 2 (ενώ τρώει): Μ, μμμ, είναι πεντανόστιμα, είναι υπέροχα.
ΣΚΥΛΟΣ 1: Φυσικά και είναι. Αλλά τα καλύτερα είναι τα άλλα που λιγώνουν και δίνει ο μικρός όρθιος.
ΣΚΥΛΟΣ 2 (ενώ τρώει): Μμμ, είσαι πολύ τυχερός, το ξέρεις; Μμμμ!
ΣΚΥΛΟΣ 1: Δεν είναι θέμα τύχης. Θέμα ικανοτήτων είναι, και εξυπνάδας… Εντάξει, και ομορφιάς.
ΣΚΥΛΟΣ 2 (ενώ τρώει): Μμμμμμ!
ΣΚΥΛΟΣ 1: Εμάς μας θέλουν μέσα στα σπίτια τους, γιατί είμαστε καθαροί και υπάκουοι. Όπως ο φίλος μου ο χνουδωτός. Σπουδαίος! Μπορεί μέχρι και όρθιος να περπατάει. Γι’ αυτό τον έχουν στα όπα-όπα…
ΣΚΥΛΟΣ 2 (ενώ τρώει): Υπέροχο, μμμμμ!
ΣΚΥΛΟΣ 1: Αλλά είναι και θέμα γονιών. Εμένα, και του χνουδωτού, ήταν και οι δύο ίδιοι. Γι’ αυτό βγήκα τόσο όμορφος και με θέλουν οι όρθιοι στο σπίτι τους. Το καταλαβαίνεις από τη μυρωδιά… Μύρισε με.
ΣΚΥΛΟΣ 2 (αφού τον μυρίσει): Α, είσαι καθαρός.
ΣΚΥΛΟΣ 1: Καθαρός και χωρίς αρρώστιες.
ΣΚΥΛΟΣ 2: Σου έχουν κόψει και τα μπαλάκια;
ΣΚΥΛΟΣ 1: Τι θες να… Τι θες να πεις;
ΣΚΥΛΟΣ 2: Το έχεις κάνει ποτέ με θηλυκιά;
ΣΚΥΛΟΣ 1: Φυσικά όχι! Αυτά τα κάνουν μόνο οι άπλυτοι, σαν κι εσένα.
ΣΚΥΛΟΣ 2: Χάνεις.
ΣΚΥΛΟΣ 1: Αυτό έλειπε τώρα να μου πεις ότι είμαι και χειρότερα από εσένα. Εγώ έχω σπίτι και όρθιους να με ταΐζουν.
ΣΚΥΛΟΣ 2: Κι εγώ είχα… Σε σπίτι μεγάλωσα, με όρθιους… Ήταν ένας μικρός όρθιος που είχε πολύ πλάκα. Όλη την ώρα παίζαμε. Με έβαζε και στο κρεβάτι του να κοιμάμαι. Σαν κι εμάς ήταν αυτός ο όρθιος…
ΣΚΥΛΟΣ 1 (ταραγμένος): Και; Τι έγινε; Έκανες καμιά ζημιά;
ΣΚΥΛΟΣ 2: Δεν ξέρω. Μόλις άρχισα να μεγαλώνω οι μεγάλοι όρθιοι όλο με έδεναν.
ΣΚΥΛΟΣ 1: Κι εσύ… παραμεγάλωσες.
ΣΚΥΛΟΣ 2: Μάλλον ήθελαν κάποιον σαν κι εσένα… Μικρούλη… Μια φορά, όταν βάζανε εκείνο το παράξενο πράγμα που μοιάζει με δέντρο μέσα στο σπίτι τους, με πήρε ο μεγάλος όρθιος για βόλτα. Με έβαλε στο σπίτι που τρέχει και μετά… Μετά με κατέβασε σε ένα μέρος και έφυγε… Δεν τους ξαναείδα από τότε… Στην αρχή τριγυρνούσα εκεί τριγύρω μήπως έρθει ο μικρός όρθιος να με πάρει, αλλά κανείς δε φάνηκε…
ΣΚΥΛΟΣ 1: Κάτι κακό θα έκανες, δεν μπορεί.
ΣΚΥΛΟΣ 2: Δεν ξέρω… Από τότε τρώω ότι αφήνουν οι όρθιοι έξω από τα σπίτια τους.
(Ο άνθρωπος τραβάει το σκύλο του για να φύγουν. Εκείνος αντιστέκεται.)
ΣΚΥΛΟΣ 1: Τι κακό έκανες; Πες μου να προσέχω.
ΣΚΥΛΟΣ 2: Δεν ξέρω, δεν κατάλαβα… Ποτέ δεν κατάλαβα τους όρθιους.
(Ο άνθρωπος τραβάει το σκύλο και εκείνος ακολουθάει. Για μια στιγμή γυρίζει πίσω και φωνάζει.)
ΣΚΥΛΟΣ 1: Καλή τύχη.
ΣΚΥΛΟΣ 2: Και σε σένα. (Και συνεχίζει να τρώει).
(Μετά από λίγο ο άνθρωπος με το σκύλο έχουν κάνει το γύρο του τετραγώνου και όταν φτάνουν κοντά στην είσοδο της πολυκατοικίας ο αδέσποτος είναι ακόμα εκεί και τρώει. Ο καθαρόαιμος πλησιάζει πριν μπει.)
ΣΚΥΛΟΣ 1: Για πες τώρα, αλήθεια.
ΣΚΥΛΟΣ 2: Τι;
ΣΚΥΛΟΣ 1: Είναι ωραία;
ΣΚΥΛΟΣ 2: Ποιο πράγμα;
ΣΚΥΛΟΣ 1: Αυτό… Με τα θηλυκά.
ΣΚΥΛΟΣ 2: Καλύτερο απ’ το να τρως εκείνα τα πράγματα που σε λιγώνουν.
ΣΚΥΛΟΣ 1: Αααα…
(Ο άνθρωπος τραβάει μέσα το σκύλο του. Ο αδέσποτος, χορτασμένος, ψάχνει για ένα ζεστό μέρος να κοιμηθεί. Ο καθαρός βρίσκει στο σπίτι το φίλο του, τον Χνουδωτό.)
ΣΚΥΛΟΣ 1 (στον Χνουδωτό): Σου τα ‘χουν κόψει κι εσένα;
ΣΚΥΛΟΣ 3: Προ αμνημονεύτων χρόνων.
ΣΚΥΛΟΣ 1: Και είναι καλό αυτό;
ΣΚΥΛΟΣ 3: Κάτι θα ξέρουν οι όρθιοι για να το κάνουν… Αν και ποτέ δεν τους κατάλαβα…
(Το παιδί φέρνει μια λιχουδιά για τον Χνουδωτό. Εκείνος σηκώνεται στα πίσω πόδια του για να τη φτάσει. Όλοι γελάνε με το κατόρθωμα του σκύλου.)