Ήταν το 1985.
Μαζί με τον αδελφό μου είχαμε περάσει έναν μήνα στο σπίτι του εργένη θείου μας, στη Θεσσαλονίκη. Βλέπαμε όλη μέρα τηλεόραση και τρώγαμε μόνο στα Goody’s, στο πρώτο μαγαζί, πριν εξαπλωθεί σαν ιός.
Ο θείος ψήφιζε στην Πελοπόννησο, χίλια χιλιόμετρα μακριά. Την Παρασκευή πριν τις εκλογές ξεκινήσαμε το ταξίδι με τον προεκλογικό σκαραβαίο του. Είχε βάλει παντού σημαιάκια του κόμματος, καθώς και μια αφίσα του Ηγέτη στο καπό.
Σ’ όλη τη διαδρομή κόρναρε απειλητικά στα αντίπαλα αμάξια, ενώ χαιρετούσε τα φίλια.
~~
Όμως δεν θυμάμαι αν ο σκαραβαίος ήταν στολισμένος στα πράσινα ή στα γαλάζια.
Αυτή η αχρωματοψία της μνήμης μοιάζει να επικυρώνει τη μόνη σχέση των παιδιών με την πολιτική: Τους αρέσουν τα σημαιάκια.
~~{}~~
“Να φοβάσαι τους ανθρώπους που κραδαίνουν σημαίες”, έτσι έγραφε ένας μεγαλοφυής που είχε εκδιωχτεί από τόσες χώρες της Ευρώπης και φυλακίστηκε μέχρι θανάτου στις ΗΠΑ, ο Βίλχελμ Ράιχ.
Η σημαία είναι το σύμβολο μιας πεποίθησης.
Δεν είναι απλώς ένα πανί, είναι όπλο, πολύ πιο επικίνδυνο απ’ τα αεροπλάνα. Κανείς δεν ορκίζεται πίστη στα αεροπλάνα. Και για την πίστη πολλοί σκοτώθηκαν και σκότωσαν.
Κάθε πεποίθηση είναι μια σημαία.
~~
Το ν’ απεχθάνεσαι τις πεποιθήσεις δεν σημαίνει ότι δεν έχεις προτιμήσεις. Όταν απαξιώνεις τις πολιτικές πεποιθήσεις δεν είσαι απολιτικός.
Σημαίνει ότι δεν ισχυρίζεσαι ούτε πιστεύεις ότι κατέχεις την αλήθεια. Σημαίνει ότι θέτεις σε δοκιμασία κάθε πολιτική σου τοποθέτηση-προτίμηση, καθώς κι εκείνους που την εκφράζουν.
Σημαίνει ότι είσαι έτοιμος να αμφισβητήσεις. Τους πάντες και κυρίως τον εαυτό σου.
~~{}~~
Τις προάλλες είδα κάτι γυμνασιόπαιδα να μαθαίνουν συρτάκι, στην ώρα της γυμναστικής. Έπαιζε το αρχετυπικό πλέον κομμάτι του Θεοδωράκη, απ’ την ταινία του Κακογιάννη, τον Ζορμπά.
Στάθηκα να τους παρακολουθήσω. Αυτή η μελωδία με συγκινεί, είναι ένα πανίσχυρο μιμίδιο, σαν το τετράηχο απ’ την Πέμπτη Συμφωνία του Μπετόβεν. Έτσι και το ακούσεις μια φορά δεν μπορείς να το ξεχάσεις.
Όπως έβλεπα τα παιδιά να χορεύουν πιασμένοι απ’ τους ώμους, ο κυνικός μου εαυτός, ο λογοκριτής, ο κήνσορας, αναδύθηκε για να φέρει αντιρρήσεις.
ΚΗΝΣΟΡΑΣ: Αυτός ο χορός είναι εθνικιστικός, προάγει την αγάπη για την πατρίδα, εξυμνεί την υποτιθέμενη ιδιαιτερότητα του Έλληνα.
ΓΕΛΩΤΟΠΟΙΟΣ: Και τι θα ‘πρεπε να χορεύουν; Manu Chao ή Lady Gaga;
ΚΗΝΣΟΡΑΣ: Τα εξαναγκάζουν να χορεύουν.
ΓΕΛΩΤΟΠΟΙΟΣ: Εγώ τα βλέπω να το διασκεδάζουν.
ΚΗΝΣΟΡΑΣ: Κι εσύ γιατί συγκινείσαι; Δεν ξέρεις καν να χορεύεις συρτάκι.
ΓΕΛΩΤΟΠΟΙΟΣ: Ίσως γι’ αυτό να συγκινούμαι.
ΚΗΝΣΟΡΑΣ: Είναι παράλογο!
ΓΕΛΩΤΟΠΟΙΟΣ: Είμαι. Τράβα τώρα να χωθείς στον κατηφή σκεπτικισμό μου.
~~
Το μπουζούκι έπαιζε όλο και πιο γρήγορα. Τ’ αγόρια, με το πρώτο χνούδι πάνω απ’ τ’ αχείλι, τα κορίτσια, με τ’ άγουρα στήθη, γελούσαν, ιδρώναν και χόρευαν, τον Χορό της Ζωής.
Κι ο Νίτσε έλεγε με το στόμα του Καζαντζάκη: “Θα πίστευα μόνο σ’ ένα θεό που ξέρει να χορεύει”.
Κι ο Ζορμπάς είχε πιάσει τον Καζαντζάκη απ’ τον γιακά και του φώναζε: “Μην πιστεύεις τίποτα, χαρτοπόντικα. Χόρευε!”
~
~
Η φωτογραφία είναι του Βαγγέλη Γιωτόπουλου
~