Χρειαζόμουν κάτι να μου δώσει δύναμη, για να συνεχίσω να κουβαλάω αυτό το βάρος των ενενήντα πέντε κιλών μου στον κόσμο. Όχι πως ο κόσμος δίνει δεκάρα για τα βάρη μου, αλλά -όπως και να το κάνεις- καλό είναι να συνεχίζεις.
Δεν πήγα στην εκκλησία. Αν χρειάζομαι τον θεό του μιλάω και στην τουαλέτα. Δεν τον ντρέπομαι, ξέρει τα πάντα, έτσι δεν είναι;
Ούτε και σε μπαρ πήγα. Έχουν ακριβά ποτά και πολλή φασαρία. Άσε που ήταν νωρίς για ποτό. Ο ήλιος είχε δύσει, αλλά εγώ είχα ξυπνήσει δύο ώρες πριν, χωρίς να ‘χω ξεκουραστεί.
Κοντοστάθηκα για μια στιγμή έξω απ’ το σούπερ – μάρκετ. Θα μπορούσα να πάω να χαζέψω τις μουστάρδες. Αλλά δεν έχει πλάκα αν δεν ψωνίζεις.
~~
Μπήκα στη δημοτική βιβλιοθήκη. Ο βιβλιοθηκονόμος με καλησπέρισε. Τον είδα να κοιτά τις άσπρες τρίχες στο παλτό μου.
“Δεν μαδάω”, του είπα. “Ακόμα”.
“Γάτα;”
“Σκύλος”.
Η συζήτηση τέλειωσε εκεί. Άφησα το παλτό με τρίχες σκύλου στην καρέκλα κι επέστρεψα τη βιογραφία του Μπετόβεν που ‘χα πάρει την προηγουμένη. Είναι πολύ βαρετό να διαβάζεις για τον Τιτάνα της μουσικής. Σαν να προσπαθείς να περιγράψεις τον έναστρο ουρανό σ’ έναν τυφλό.
Είχα άλλα τρία βιβλία στο σπίτι, οπότε μπορούσα να δανειστώ μόνο ένα.
Έριξα λοξές ματιές στο θέατρο. Όπως και να το κάνεις δεν είναι το ίδιο να διαβάζεις Μπέκετ και να παρακολουθείς παράσταση. Είναι σαν να προσπαθείς να εξηγήσεις τη μουσική του Μπετόβεν σ’ έναν εκ γενετής κουφό.
~~
Θυμήθηκα μια παράσταση του “Περιμένοντας τον Γκοντό” στο υπόγειο των Facta non Verba. Δεν είχαμε αργήσει να πάμε, αλλά καθώς κατεβαίναμε τις σκάλες βρεθήκαμε ανάμεσα στον Βλαδίμηρο και στον Εστραγκόν.
“Μιλάς πολύ ωραία”, έλεγε ο ένας, “έπρεπε να ‘σουν ποιητής”.
“Ήμουν!” είπε ο άλλος. “Δεν βλέπεις τα ρούχα μου;”
Κι έδειξε τα κουρέλια που φορούσε, κάτι ανάμεσα σε ζητιάνο και κλόουν.
~~
Τότε δεν είχα εφεύρει ακόμα τον Γελωτοποιό. Όταν δημιούργησα την περσόνα του χρησιμοποίησα -αυθόρμητα- την εικόνα του Μπάστερ Κήτον, του θλιμμένου κλόουν. Κι ο Μπέκετ τον είχε διαλέξει για μια ταινία μικρού μήκους που έκανε.
Ο γερο-Κήτον, μαζί με τον αυτόχειρα Ρόμπιν Γουίλιαμς, θα έπαιζαν πολύ ταιριαστά στον Γκοντό.
~~{}~~
Έφυγα απ’ το θέατρο. Σκέφτηκα να πάω στις βιογραφίες. Ή μήπως στην ψυχολογία; Όχι, οι ψυχολόγοι δεν ξέρουν τίποτα απ’ τη ζωή. Πήγα στη λογοτεχνία.
Βρήκα την “Αμάντα” του Τομ Ρόμπινς. Χαμογέλασα και την έβγαλα απ’ το ράφι. Αρκεί ένας τίτλος του Ρόμπινς για να χαμογελάσεις.
Έκανα ένα βήμα πίσω. Δυο ράφια παρακάτω ξεκινούσε το ξένο διήγημα. Είδα να με φωνάζει μια συλλογή του Καμύ. Την έβγαλα κι αυτή για να την ξεφυλλίσω.
Ρόμπινς ή Καμύ; Πριν αποφασίσω τράβηξε το μάτι μου το Β, όπως λέμε Beethoven, Bach, Beer, όπως λέμε Bukowski.
~~
Είχα τρία βιβλία, τρεις συγγραφείς. Κι οι τρεις εντρύφησαν στο Παράλογο της ζωής, ο καθένας με τον τρόπο του.
Ο Ρόμπινς παίζει με το Παράλογο, σαν να κρατάει ένα χάμστερ που έχει καταπιεί μια ατομική βόμβα. Είναι αστείος κι αποστομωτικός, σαν τον Μένιππο που λέει στον Χάροντα: “Φιλαράκι, την πάτησες. Δεν έχω φράγκο. Θα πρέπει να με πας πίσω.”
Ο Καμύ συντρίβεται ηρωικά απ’ το Παράλογο, καπνίζοντας αμέτρητα τσιγάρα κι οδηγώντας το διαλυμένο αυτοκίνητο του εκδότη του. Είναι τραγικός κι ελεύθερος, σαν τον Σίσσυφο, που αποδέχεται τη δυσβάσταχτη ελαφρότητα του Είναι.
Ο Μπουκόφσκι αγαπάει το Παράλογο, ασελγεί εις βάρος του κι ύστερα αποδέχεται τον αναπόφευκτο βιασμό μεθώντας. Είναι ανθρώπινος, όπως κάποιος απ’ τους συντρόφους του Οδυσσέα, που παρά τις προειδοποιήσεις σφάζει τα βόδια του Ήλιου.
“Στ’ αρχίδια μου η Ιθάκη, στ’ αρχίδια μου κι η Τροία. Το μόνο έπος είναι η γαμημένη η ζωή μου.”
~~{}~~
Παράλογη Διακοπή:
Είναι πέντε το πρωί. Ακούω Τρίτο Πρόγραμμα. Είμαι μέσα σ’ ένα κουβούκλιο. Δουλεύω νυχτερινή βάρδια σε περίπτερο. Χτυπάει τηλέφωνο. Είναι η Λ, η ιδιοκτήτρια, το αφεντικό.
Πριν μερικές ώρες έχασε τη μητέρα της. Και τώρα, στις πέντε το πρωί, παίρνει για να της πω τα αποθέματα σε τσιγάρα, προκειμένου να κάνει παραγγελία.
“Είσαι σίγουρη ότι θες να σου πω τα τσιγάρα;” τη ρωτάω.
“Ναι!” κάνει αυτή. “Έχω τρελαθεί, το σκεφτόμουν. Πες μου!”
Και ξεκινάω: Πρινς κόκκινο, μαλακό, 6, πρινς κόκκινο, σκληρό, 8, κάμελ άφιλτρα 4, κάμελ σκληρό 12… Και συνεχίζουμε.
Ο Μπέκετ δεν θα μπορούσε να φανταστεί έναν τέτοιο διάλογο, που ν’ αποτυπώνει την κενότητα της ύπαρξης καλύτερα. Λίγο πριν την κηδεία, πρινς μαλακό, κόκκινο, 6.
~~
Ο Μπέκετ δεν μπορεί να κατανοήσει το κενό. Ο Καμύ δεν αντιλαμβάνεται το βάρος. Ο Ρόμπινς δεν γελάει. Μόνο ο Μπουκόφσκι ξέρει. Μόνο αυτός ξέρει από πόνο και ζωή.
~~{}~~
Ο Μπουκόφσκι δεν είναι μεγαλοφυής. Τα μυθιστορήματα του μοιάζουν να κουτσαίνουν, σαν μεθυσμένα.
Είναι τα διηγήματα και τα ποιήματα του που σου θυμίζουν κάτι. Σου θυμίζουν τον εαυτό σου. Ο Μπουκόφσκι είναι ανθρώπινος, πολύ ανθρώπινος. Δεν είναι υπεράνθρωπος, δεν είναι σπουδαίος. Είναι ο ποιητής που κάθεται δίπλα σου στο μπαρ και σε κερνάει μπυρα. Είναι η γυναίκα με το κουρασμένο πρόσωπο. Είναι ο τύπος που ξεφορτώνει τις εφημερίδες στις πέντε το πρωί. Είναι ο άστεγος που κοιμήθηκε στο παγκάκι, ενώ οι γέροι συνωστίζονται στην εκκλησία παραδίπλα για να προσκυνήσουν έναν γέρο θεό.
Ο Μπουκόφσκι είναι η φωνή των αποτυχημένων, των τσακισμένων, των αουτσάιντερ. Δεν γράφει για το Παράλογο, το ζει, μέχρι το τέλος.
Ο Χένρι Τσινάνσκι, ο Χανκ, η περσόνα του, είναι ένας φίλος σου, τόσο οικείος που θα μπορούσε να είναι εσύ.
Οι άνθρωποι θα συνεχίσουν να διαβάζουν Μπουκόφσκι, όσο θα υπάρχει ποτό. Και ποτό θα υπάρχει όσο η ζωή δεν θα ‘ναι παραμυθένια.
~~{}~~
Άφησα τον Καμύ και τον Ρόμπινς στο ράφι. Κράτησα τις “Ιστορίες μιας θαμμένης ζωής”, το έδωσα στον βιβλιοθηκονόμο και φόρεσα το παλτό μου με τρίχες σκύλου.
Στις δώδεκα πήγα στο περίπτερο ν’ αναλάβω βάρδια. Το Τρίτο Πρόγραμμα έπαιζε Ρέκβιεμ. Ο πρώτος πελάτης αγόρασε προφυλακτικά. Ένας άλλος, στις πεντέμιση το πρωί, πήρε ένα τσοντοπεριοδικό, με δώρο DVD.
“Μόνο το DVD θέλω”, είπε και πέταξε το περιοδικό.
Ήρθε κι ο Τσινάνσκι, με το σκαμμένο του πρόσωπο. Τον κέρασα δυο μπύρες και μου ‘πε ιστορίες απ’ το Λος Άντζελες. Ιστορίες μιας θαμμένης ζωής. Ήταν σαν ν’ άκουγα τον εαυτό μου.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Προσθήκη 2017: Δεν υπάρχουν συμπτώσεις, η τέχνη είναι μια μαγική πόρτα για το ανεξήγητο. Βάζω στο fb αυτό το κείμενο. Πίνω κόκκινο κρασί. Και καθώς ξανακοιτώ τη φωτογραφία του οικείου Μπουκόφσκι, παρατηρώ τα ποτήρια στο τραπέζι. Βλέπω και το δικό μου. Είναι ακριβώς το ίδιο! Λες και καθόμαστε στο ίδιο τραπέζι!
Στην υγειά σου, Χανκ.