Μετά από τόσες μέρες και νύχτες καύσωνα, μετά από ξημερώματα ζεστά και αφυπνίσεις με ιδρωμένο λαιμό, μετά από την καυτή άπνοια της πόλης και την αρρωστιάρικη δροσιά του κλιματιστικού, φάνηκαν αστραπές να φωτίζουν τον ουρανό πάνω απ’ τον Θερμαϊκό.
– Έρχεται βροχή, είπα στην Νέλλη.
– Μυρίζει, είπε εκείνη.
Λίγο μετά ξεκίνησε. Πρώτα το καταλάβαμε απ’ τα φύλλα που σταμάτησαν να είναι ακίνητα. Ύστερα λίγες σταγόνες και κρύος αέρας που σε κάνει να ανατριχιάζεις. Κι ύστερα ξεκίνησε. Στήσαμε τις καρέκλες στο μπαλκόνι, ν’ απολαύσουμε το θέαμα.
Το νερό που πέφτει.
Ένα ζευγάρι στο δρόμο που τρέχει για να γλιτώσει.
– Γιατί τρέχουν; ρωτάει η Νέλλη. Θέλω να κατέβω να περπατήσω στη βροχή.
– Κι εγώ.
Αλλά δεν πηγαίνει. Ούτε κι εγώ.
~~()~~
Θυμάμαι μια νύχτα, πριν πολλά χρόνια. Ήταν η αρχή του καλοκαιριού της ζωής μου, είκοσι χρονών και κάτι λίγα. Ήταν και καλοκαίρι.
Καθίσαμε με τον Νίκο σ’ ένα ουζερί, σε μια πλατεία. Πίναμε και μιλούσαμε, για τα μικρά ταξίδια που είχαμε κάνει και τα μεγαλύτερα που ονειρευόμασταν να κάνουμε. Η ώρα περνούσε και δεν μας ένοιαζε. Δεν είχαμε να ξυπνήσουμε το επόμενο πρωινό για να πάμε στη δουλειά, ούτε μας ενδιέφερε αν περνούσε ο χρόνος.
Δεν βιαζόμασταν, ήταν καλοκαίρι. Εποχιακά και ηλικιακά.
Το μαγαζί έκλεισε. Πήραμε δυο καραφάκια για καβάντζα, πήραμε και πάγο, και κάτσαμε έξω, στα παγκάκια.
– Θα πάω στη Χιλή, του είπα.
– Εγώ Ρωσία. Μπορεί και Ιαπωνία.
Όπως αστράφταν στο μυαλό μας τα τοπωνύμια κι οι χώρες, ξεκίνησε ν’ αστράφτει κι ο ουρανός. Λίγες ψιχάλες ιχνηλάτες και μετά ακολούθησε το κυρίως σώμα του στρατού. Στην πλατεία, στα μαγαζιά που ήταν ακόμα ανοιχτά, οι πελάτες σηκώθηκαν κι άρχισαν να τρέχουν πανικόβλητοι προς όλες τις κατευθύνσεις.
Εμείς μείναμε να τελειώσουμε το ούζο -υπό βροχή. Ο πάγος είχε τελειώσει, αλλά τα όμβρια ύδατα έπεφταν στο αλκοόλ κι έκαναν λευκούς λεκέδες. Προσπαθούσαμε να προστατέψουμε τα τσιγάρα μας, αλλά αυτά έλιωναν στη χούφτα μας κι ο αναπτήρας δεν άναβε μετά από λίγο.
Έτσι μουσκεμένοι και μεθυσμένοι, από ούζο και νιάτα, σηκωθήκαμε αργά να φύγουμε. Ήμασταν οι μόνοι που δεν έτρεχαν να γλιτώσουν. Να γλιτώσεις από τι; Απ’ τη ζωή;
Μόνο κοιτούσαμε τον ουρανό και γελούσαμε, τον ευχαριστούσαμε για το δώρο, που τότε μάλλον δεν ξέραμε ακόμα ποιο είναι. Εγώ, τουλάχιστον, δεν ήξερα. Έπρεπε να ζήσω για να μάθω.
Ο Νίκος ίσως να ήξερε, αλλά σκοτώθηκε πριν να μου το πει.
~~{}~~
Το μπουρίνι σταματάει, έτσι απότομα όπως ξεκίνησε.
– Αυτό ήταν; ρωτάει η Νέλλη.
– Τέλειωσε, της απαντάω.
Και δεν ξέρω, είναι λες και βλέπω το μέλλον, όποτε και να ‘ρθει, γιατί σίγουρα κάποια στιγμή θα έρθει.
– Αυτό ήταν; να ρωτάει η Νέλλη με άσπρα μαλλιά.
– Τέλειωσε, να της απαντάω εγώ, ένας γερο-εγώ με μασέλα και Πάρκινσον.
Αλλά θα ήθελα εκείνη τη στιγμή, όταν θα πω τα τελευταία λόγια, τετέλεσθαι, να νιώθω την ίδια ευγνωμοσύνη, όπως σήμερα, για το μπουρίνι.
Ναι, δεν διαρκεί πολύ, σχεδόν καθόλου, όταν το βλέπεις απ’ το τέλος προς την αρχή. Αλλά χώρεσε όλες εκείνες τις ανατριχίλες που σ’ έκαναν να απολαύσεις το “σχεδόν καθόλου”.
~~{}~~
Δεν βρέχει πια, αλλά η δροσιά συνεχίζεται. Για πόσο ακόμα;
Σκέφτομαι όλους αυτούς τους φίλους που έφυγαν νωρίς, πριν καν τελειώσει το καλοκαίρι. Ονόματα και πρόσωπα και κουβέντες και χαμόγελα και υποσχέσεις και όνειρα και θα-τα-πούμε και μετά…
Αυτό που δεν είχα καταλάβει τότε, όταν περπατούσα με τον Νίκο κοιτώντας τη βροχή, μουσκεμένος ως την ψυχή, ήταν αυτό το “για πόσο ακόμα;”
Δεν θα είναι πολύ, όσα χρόνια κι αν διαρκέσει.
Η ζωή είναι ένα σύντομο κι απρόοπτο μπουρίνι, ανάμεσα σε δύο κλιματιζόμενους καύσωνες.
Μην καταριέσαι τη ζέστη ούτε τη βροχή. Είναι προνόμιο να τα ζήσεις όλ’ αυτά, είναι προνόμιο και τύχη να ζεις. Κι ας μην κάνεις όσα θα ήθελες.
Η ζωή δεν μετριέται σε μιλιγκράμ ευτυχίας και επιτυχίας. Δεν μπορεί να μετρηθεί, γιατί εξατμίζεται πριν προλάβεις να βγάλεις τη μεζούρα.
~~
Έχει δροσιά ακόμα, αλλά ίσως να μην κρατήσει ως το πρωί.
Τι σημασία έχει; Πρόλαβες να ανατριχιάσεις. Πρόλαβες να πιεις ένα ούζο με νερό της βροχής. Πρόλαβες να ερωτευτείς.
Δεν γίνεται να βρέχει για πάντα.
~~
Πατάω αποθήκευση και πριν κλείσω τον υπολογιστή γυρνάω για να πιω μια γουλιά κρασί. Μια μικρή πασχαλίτσα έχει κάτσει στην άκρη του ποτηριού μου και μεθάει με τα υπολείμματα κρασιού. Μια πασχαλίτσα μες το καλοκαίρι;
Μπορεί τελικά οι νεκροί φίλοι να μη γυρνάνε μόνο ως νυχτοπεταλούδες.
Να τους δίνει ο θεός επιλογές: Νυχτοπεταλούδα, πασχαλίτσα, μάντης, αράχνη, κουνούπι.
Πριν πάω για ύπνο θα κάνω μια σπονδή, για τους νεκρούς, για να πιούνε κι αυτοί. Όλοι έχουν έναν νεκρό στην άκρη απ’ τα χείλη τους.
-Αποθήκευση-
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Το γκράφιτι “Coloured rain”, είναι του Banksy.