“Shine on You crazy Diamond”
Pink Floyd
Kurt Cobain
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Στα δεξιά, στον τοίχο πάνω απ’ το εφηβικό μου κρεβάτι, είχα μια αφίσα της Μίλα Γιόβοβιτς, έτσι όπως εμφανιζόταν στην Επιστροφή στη Γαλάζια Λίμνη. Μόνο το πρόσωπο, με τα γαλάζια μάτια και τα τοξωτά φρύδια.
Ήμουν ρομαντικό αγόρι, αν και στον ύπνο μου έβλεπα την Πάμελα Άντερσον, με το βρεγμένο μαγιό του Μπέιγουοτς, να έρχεται να με σώσει -μάλλον απ’ τις ονειρώξεις. Έτσι κι αλλιώς το ρομαντικό σεξ δεν είναι οξύμωρο σχήμα.
Πίσω, πάνω απ’ το κεφάλι μου, είχα δύο αφίσες. Η μία με όλα τα μέλη των Pink Floyd, από την εποχή του Dark Side of the Moon. Η άλλη είχε τον υπέροχο, μεγαλοφυή τρελό, τον Syd Barrett, να κάθεται στο πεζοδρόμιο, κάπου στο Λονδίνο, με την κιθάρα παραδίπλα και να με κοιτάει με τα καυστικά του μάτια.
Τον θαύμαζα τον Syd. Το πρώτο μου συγκρότημα, αποτυχημένο και θνησιγενές, το είχα ονομάσει Limpid Green, που σημαίνει -περίπου- Καθάριο Πράσινο, και το είχα πάρει απ’ το Astronomy Domine, του Barrett.
Ο Syd ήταν το πρότυπο του αυτοκαταστροφικού, του κολασμένου καλλιτέχνη. Μουσικός, στιχουργός, ζωγράφος, ηθοποιός, συγγραφέας, έλαμπε σαν τρελό διαμάντι απ’ τη μέρα που γεννήθηκε. Οι υπόλοιποι Floyd μαζεύονταν γύρω του για να αντλήσουν φως.
Στις ηχογραφήσεις (λένε οι ίδιοι) δεν μπορούσες να δουλέψεις μαζί του. Γιατί ποτέ δεν έπαιζε με τον ίδιο τρόπο ένα κομμάτι. Δεν μπορούσε, δεν ήθελε, να ξανακάνει το ίδιο σόλο, το ίδιο ριφ, να πει ξανά τα λόγια του. Ολοκλήρωνε μια ηχογράφηση με την πρώτη και μετά άφηνε τους υπόλοιπους να προσθέσουν. Για εκείνον το κομμάτι είχε τελειώσει.
Στις συναυλίες ήταν χειρότερος. Έπαιζε ό,τι ήθελε, όποτε του ερχόταν, κι όταν δεν είχε διάθεση απλώς σταματούσε και κοιτούσε το κενό απέναντι -ή έφευγε.
Αφού πήρε και μερικά λίτρα LSD η κατάσταση χειροτέρεψε. Ο εγκέφαλος του ήταν σαν τον Οβελίξ. Είχε πέσει στο καζάνι με τον μαγικό ζωμό και δεν χρειαζόταν περισσότερο. Τελικά τον έκαψε. Πρόλαβε να συνθέσει ολόκληρο το πρώτο άλμπουμ των Floyd, καθώς και κάποια προσωπικά άλμπουμ, κυρίως με κιθάρα και φωνή, όπως τα Μπλουζ του Πρίγκηπα, του Έλληνα κολασμένου ρόκερ, του Σιδηρόπουλου.
Κατέληξε να πλέκει πουλόβερ με έντομα (πασχαλίτσες;), να μένει με τη μάνα του και να περιφέρεται άσκοπα στη γειτονιά του, μέχρι που πέθανε.
Είχε τόσο φως μέσα του, τόση λάμψη, τόσο ταλέντο, που πνίγηκε απ’ αυτό. Δεν μπόρεσε να το διαχειριστεί.
~~{}~~
Πέρασαν λίγα χρόνια κι οι αφίσες άλλαξαν. Στα δεξιά είχα την Λιβ Τάιλερ, πριν εμφανιστεί στον Άρχοντα των Δαχτυλιδιών, έτσι όπως ξεντυνόταν στο βίντεο του μπαμπά της, στο Crazy των Aerosmith. Το κορίτσι που τα είχα τότε της έμοιαζε, τουλάχιστον έτσι τη θυμάμαι.
Πάνω απ’ το κεφάλι μου είχα μια αφίσα του Chris Cornell των Soundgarden (που όλοι έλεγαν ότι του έμοιαζα και μου άρεσε, αφού όλοι θέλουμε να μοιάζουμε με κάποιον άλλο στην εφηβεία). Αλλά δέσποζε μια αφίσα με τον καινούριο μεγαλοφυή τρελό, τον ιδανικό αυτόχειρα της νιότης μας, τον Kurt Cobain.
Είχα τελειώσει πια το λύκειο και προετοιμαζόμουν για Πανελλήνιες, για δεύτερη φορά. Την πρώτη είχα γράψει καλά σε όλα, εκτός απ’ την έκθεση. Ποτέ δεν έμαθα να γράφω εκθέσεις με πρόλογο, κυρίως θέμα και επίλογο. Δεν τα πήγαινα καλά με τους κανόνες των φιλολόγων, κι εκείνοι δεν τα πήγαιναν καλά με μένα. Γι’ αυτό έγινα συγγραφέας.
Ο Κομπέιν δεν είχε αυτοκτονήσει ακόμα, αλλά είχε κυκλοφορήσει το Unplugged in New York. Εκεί, στο τραγούδι Where did you sleep last night, στο χρονικό σημείο 5:07 κάνει αυτή τη φάτσα που έχω στη φωτογραφία υποδοχής. Στο βλέμμα του, όσοι είχαν μάτια για να δουν, είδαν το σημάδι ενός προαναγγελθέντος θανάτου.
Ο τροβαδούρος κοιτάει σαν να ξέρει ότι θα πεθάνει, σύντομα.
Ο άνθρωπος που άλλαξε τη ροκ κουλτούρα, και την πήγε απ’ το πάρτι των Guns ‘n’ Roses στην τραγική μανιοκατάθλιψη των Nirvana, δεν απολάμβανε τη δημοσιότητα -όπως κι ο Syd. Δεν ήταν γεννημένος για σταρ, σε αντίθεση με τον Φρέντι Μέρκιουρι που ζούσε για να τον λατρεύουν τα πλήθη.
Η επιτυχία, η δόξα, το χρήμα, η οικογένεια, δεν μπορούσαν να τον γεμίσουν. Περισσότερο μεγάλωναν το κενό που είχε μέσα του, αυτό που τραγουδούσε.
Υπάρχει ένα βίντεο (ίσως να το βάλω στο τέλος του κειμένου), όπου οι Nirvana εμφανίζονται σε κάποιο γελοίο τηλεοπτικό σώου της ιταλικής τηλεόρασης. Οι παρουσιαστές είναι τρομαχτικά κενοί. Το συγκρότημα παίζει -γιατί έτσι έλεγε το συμβόλαιο- και μετά φεύγουν όσο πιο γρήγορα μπορούν.
Λίγο καιρό μετά ο Κομπέιν έβαλε το όπλο στο στόμα του, ανίκανος να διαχειριστεί τη φήμη και τη γελοιότητα αυτής.
Όταν αυτοκτόνησε μεγάλωσε τον μύθο του και τη λατρεία που του είχαμε. Αν το ήξερε ίσως να προτιμούσε να κάνει κάτι άλλο, ίσως να γίνει υπάλληλος στα ΜακΝτόναλντς.
~~{}~~
Την ίδια εποχή είχα την τύχη να γίνω φίλος μ’ έναν άλλο κολασμένο μουσικό, το πιο ταλαντούχο άτομο που έχω γνωρίσει στη μικρή ζωή μου. Τον φωνάζαμε Ζωρζ και ήταν δεκαεξάχρονος, όταν εμείς πατούσαμε στα είκοσι.
Ο Ζωρζ είχε απόλυτο μουσικό αυτί. Δηλαδή μπορούσε ν’ ακούσει την κόρνα ενός αυτοκινήτου, το γάβγισμα ενός σκύλου, το κλάμα ενός μωρού και να σου πει ποια νότα ήταν -χωρίς να χρειαστεί να τη συγκρίνει με το λα του πιάνου.
Του ζητούσαμε να μας βγάλει τα ακόρντα ενός κομματιού (προτού μάθουμε το ίντερνετ και τις σελίδες όπου υπάρχουν όλες οι ταμπλατούρες), κι εκείνος το άκουγε μια φορά και μπορούσε να γράψει, σε πεντάγραμμο, όλα τα όργανα κι όλες τις φωνές.
Έπαιζε εκπληκτική κιθάρα, ακόμα καλύτερο πεντάχορδο μπάσο, αλλά και πιάνο, εμφώνιο, φυσαρμόνικα, ντραμς, κάθε όργανο που έπιανε στα χέρια του. Τραγουδούσε σαν τον Σιδηρόπουλο (πριν αρχίσει την πρέζα) και λίγο σαν τον Τιμ Μπάκλεϊ.
Αλλά ήταν δαιμονισμένος, απ’ τα δεκάξι. Έχωνε ξύλα στα χέρια του, κρεμιόταν απ’ τα μπαλκόνια, έπινε πολύ και δοκίμαζε όποια ουσία έβρισκε.
Παρά τις εκρήξεις του ήταν λαμπερός άνθρωπος και ξεχωριστός. Όλοι τον αγαπούσαν και ήθελαν να τον έχουν κοντά τους.
Στη μικρή κωμόπολη όπου μεγαλώναμε όλοι πιστεύαμε ότι θα γινόταν σπουδαίος. Κανείς δεν μπορούσε να αμφισβητήσει το ταλέντο του, ήταν ηλίου φαεινότερο. Υπήρχαν κι άλλοι καλοί μουσικοί (ο υποφαινόμενος δεν ήταν ανάμεσα τους), αλλά ο Ζωρζ ήταν κάτι παραπάνω από “καλός”. Είχε αυτό το κάτι που δεν μπορείς να το εξηγήσεις περιφραστικά, κι ο καλύτερος τρόπος να το πεις είναι ότι είχε-αυτό-το-κάτι.
Ήταν τόσο ταλαντούχος που δεν τον ζηλεύαμε, μόνο τον θαυμάζαμε (συνήθως ζηλεύεις αυτούς που μπορείς να φτάσεις).
Όμως κι εκείνος, όπως ο Syd, όπως κι ο Kurt, δεν μπόρεσε να διαχειριστεί την τρέλα του.
Κάποια στιγμή, τόσο νωρίς, πριν προλάβει να δείξει την αξία του, έμπλεξε με το θάνατο κάθε ταλέντου, την ηρωίνη. Χάθηκε σε στενές ατραπούς, όπου δύσκολα μπορείς να βρεις χώρο για να κάνεις αναστροφή. Κάποια στιγμή συνάντησα μια ξάδελφή του, τυχαία, και ρώτησα για τον Ζωρζ.
– Τον έχουμε ξεγράψει, μου είπε.
Σαν να ήταν ήδη νεκρός.
~~
Νόμιζα ότι δεν θα ξανάκουγα γι’ αυτόν, μέχρι που κάποια μέρα μου έστειλε μήνυμα στο fb, απ’ το λογαριασμό κάποιου άλλου.
– Σε βρήκα, Γελωτοποιέ, νόμιζες ότι δεν θα σε βρω; μου έγραφε.
Κι εγώ, σαν χαζός που είμαι στα κοινωνικά θέματα, του απάντησα ό,τι ακριβώς σκεφτόμουν. Του είπα ότι είναι ο πιο ταλαντούχος άνθρωπος που έχω γνωρίσει κι ότι ελπίζω να έκοψε αυτή τη μαλακία, την ηρωίνη.
Τον έβλεπα και τον νιώθω ακόμα σαν να ‘ναι ο μικρός μου αδελφός, κάποιος που θέλω να προστατέψω, με λάθος τρόπο. Ο Ζωρζ δεν απάντησε. Χάθηκε ξανά στα παράσιτα του διαδικτύου, σαν μια φωνή απ’ το Υπερπέραν που ακούς για μια στιγμή στο ραδιόφωνο σου.
~~{}~~
Αυτό που έχω κρατήσει απ’ τον Ζωρζ ήταν μια καλοκαιρινή μέρα που είχαμε πάει για μπάνιο. Χάσαμε το λεωφορείο και αποφασίσαμε να γυρίσουμε με τα πόδια, δυο ώρες περπάτημα.
Στο δρόμο σταθήκαμε πρώτα σε μια εκκλησία και μυρίζαμε τα τριαντάφυλλα που είχε απέξω. Καταλάβαμε ότι ανάλογα με το χρώμα μυρίζουν διαφορετικά. Αλλιώς μυρίζουν τα κόκκινα κι αλλιώς τα κίτρινα τριαντάφυλλα. Αναρωτηθήκαμε αν ακόμα και στα τριαντάφυλλα ίδιου χρώματος υπάρχουν μικρές, αμεληταίες για τη μύτη μας, διαφορές.
Μετά, ενώ περπατούσαμε, βρήκαμε μια μουριά. Κόψαμε και φάγαμε τα μούρα απ’ το δέντρο.
Ήταν μια μικρή διαδρομή, που την κάναμε επειδή έτυχε να χάσουμε το λεωφορείο. Αλλά τη θυμάμαι πιο έντονα από άλλες, σπουδαίες -υποτίθεται- μέρες που έζησα.
~~{}~~
Και κάπου εδώ θα τελειώσω αυτό το κείμενο, όπως οφείλω να κάνω.
Στο δωμάτιο μου δεν έχω πια αφίσες κοριτσιών και τρελών. Έχω μια αληθινή γυναίκα που μοιάζει με τη Γιόβοβιτς και την Πάμελα Άντερσον, ανάλογα τη μέρα. Έχω ένα αγόρι που με κάνει να γελάω -και μου αρέσει να το βλέπω να μεγαλώνει, να ψηλώνει, να φοράει παπούτσια σχεδόν σαν τα δικά μου -σε μέγεθος.
Έχω ένα σκύλο, που με περιμένει να γυρίσω σπίτι.
Έχω απλήρωτους λογαριασμούς και θυμό για όσα συμβαίνουν στη χώρα μας και στον κόσμο μας.
Έχω την τρέλα μου και παίζω μαζί της. Γράφω, όσο μπορώ, όταν βρίσκω χρόνο, γράφω.
Έχω αναμνήσεις και όνειρα, το παρελθόν και το μέλλον.
Αλλά κυρίως έχω το παρόν, το σήμερα, και την ευγνωμοσύνη (το έχω ξαναπεί) που έζησα άλλη μια μέρα.
Δεν είμαι μεγαλοφυής, όπως ο Syd, όπως ο Kurt, όπως ο Z. Αλλά μου αρκεί να έχω τους ανθρώπους που αγαπώ, μια νύχτα σαν τη σημερινή για να γράψω, ένα ποτήρι φτηνό κρασί, κι ένα βιβλίο για να διαβάσω πριν να κοιμηθώ.
Και ν’ ακούω έναν μοναχικό γρύλο, Σάββατο βράδυ, στην πόλη.
Χαμογελώ. Τι σημασία έχει να κερδίσεις όλο τον κόσμο και χάσεις την ψυχή σου;
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Ο Barrett το 1969
Το 1975 ο Syd Barret επισκέφτηκε το Abbey Road, όπου οι Pink Floyd ηχογραφούσαν το Shine on you crazy diamond. Είναι ο άντρας με το λευκό πουκάμισο και το παντελόνι πάνω απ’ τον αφαλό. Όταν τον ρώτησαν πώς του φάνηκε το νέο άλμπουμ είπε μόνο: “Κάπως παλιό”. Από τότε δεν ξανασυνάντησε τους υπόλοιπους Floyd.
Κι ένα κομμάτι απ’ το The Madcap Laughs
“I’m only a person with Eskimo chain
I tattooed my brain all the way…”
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Η τελευταία τηλεοπτική εμφάνιση των Nirvana, στην ιταλική τηλεόραση, ένα μήνα πριν αυτοκτονήσει ο Cobain.