Ηλιοτρόπια στα Επείγοντα του άγιου Παύλου

0
1013

Αυτή η εικόνα δεν έχει ιδιότητα alt. Το όνομα του αρχείου είναι R-1024x683.jpg

(Το περιστατικό αυτό συνέβη ενάμιση μήνα πριν αρχίσει η κατάβαση του Γελωτοποιού σε απροσδόκητα και τρομακτικά μέρη).

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Το ταβάνι έχει σκούρους λεκέδες απ’ την υγρασία. Τετράγωνο ψυχρό φως. Ακούγεται η μάσκα οξυγόνου του παππού στο Tέσσερα, θόρυβοι απ’ τον διάδρομο, τηλέφωνα που χτυπούν, πόδια που περπατάνε, πόδια που σέρνονται. Κάποια φωνάζει για τραυματιοφορέα. Οι τοίχοι υπόλευκοι. Όλα είναι ωραία στο θάλαμο βραχείας νοσηλείας.

~~

Λίγες ώρες πριν…

Αλλεργικός στα πάντα σχεδόν, πήρα ένα καινούριο παυσίπονο για να ρίξω τον πόνο. Σύντομα ένιωσα φαγούρα σ’ όλο το σώμα. Κοιτάχτηκα στον καθρέφτη. Το πρόσωπό μου είχε πρησθεί, έμοιαζα με το Τέρας απ’ τη σειρά με τη Λίντα Χάμιλτον. Φύγαμε πετώντας για το νοσοκομείο. Μέχρι να φτάσουμε είχα σταματήσει να νιώθω το σαγόνι μου.

Με βάλανε στο Παθολογικό, με καλωδιώσανε, μ’ άρχισαν στις ενέσεις κορτιζόνης. Μόλις είδαν ότι ξεπεράσει τον άμεσο κίνδυνο μ’ άφησαν για λίγο. Στο διπλανό κρεβάτι είχαν φέρει μια γιαγιά, που πονούσε, αλλά τους εμπόδιζε να της βάλουν ορό. Μιλούσε ελληνικά στις νοσηλεύτριες, αλλά πονούσε σε κάποια ξένη γλώσσα, σε κάποια παράξενη γλώσσα, κάπως οικεία. Μπορεί να ήταν και ποντιακά.

Έντεκα το βράδυ με μετέφεραν στη βραχεία νοσηλεία, να παίρνω ενδοφλέβια κορτιζόνη μέχρι να γίνω και πάλι άνθρωπος, όχι το Τέρας χωρίς την Πεντάμορφη. Εκεί μέσα είχε τέσσερα κρεβάτια, όπου εναλλάσσονται οι καλεσμένοι, κέντρο διερχομένων προς άλλα βαθύτερα επίπεδα πόνου και θεραπείας.

~~

Ακούγονται φωνές απ’ τον διάδρομο. Φέρνουν ένα ακόμα φορείο -κρεβάτια ελεύθερα δεν υπάρχουν. Είναι ένας άντρας απροσδιόριστης ηλικίας. Μοιάζει πενήντα, αλλά μάλλον είναι τριάντα. Χρήστης ηρωίνης σε κώμα. Τρεις νοσοκόμες ψάχνουν για φλέβα, να του βάλουν φάρμακο. Τις ακούω να διαμαρτύρονται. “Είναι όλες οι φλέβες σπασμένες, είναι όλες καμένες”. Καθώς προσπαθούν να τον τρυπήσουν εκείνος κουνιέται, τις διώχνει, και ξαναπέφτει σε λήθαργο. Ο γιατρός τον σκαμπιλίζει, φωνάζει το όνομά του, να ξυπνήσει. “Γιώργο, Γιώργο, άνοιξε τα μάτια σου, Γιώργο”. Μπαίνει στο θάλαμο και η μητέρα του. Όση θλίψη και να φανταστείς δεν φτάνει αυτή στα μάτια της. Είναι μαζί και απόγνωση, γιατί ο γιος της είναι τοξικομανής πολλά χρόνια, δεν καίγονται έτσι απλά όλες οι φλέβες.

Έρχεται ο αναισθησιολόγος, βρίσκει μια φλέβα στο πόδι, του βάζουν τον ορό με το φάρμακο. Λιγάκι ησυχάζουν όλα.

~~

Το Τέρας που κάποτε ήμουν εγώ είναι ξαπλωμένο στο κρεβάτι Δύο. Μέσα στον πανικό δεν σκέφτηκα ν’ αρπάξω ένα βιβλίο, να έχω κάτι να κάνω. Βγάζω το σημειωματάριο. Αν δεν μπορείς να διαβάσεις, γράψε!

Στο κρεβάτι Τρία είναι ο Χριστόφορος, ένας ψηλός κι αδύνατος τριάντα τεσσάρων χρονών. Μπήκε μέσα με σάκχαρο 540. Το όριο είναι 100. Πιάνουμε την κουβέντα κάθε τόσο. Δύο εθισμούς έχει, κάπνισμα και γλυκά. Καπνίζει πέντε πακέτα την ημέρα. Δεν τρώει φαγητό, μόνο γλυκά.

Στο κρεβάτι Τέσσερα είναι ένας γέροντας απ’ το χωριό. Κάθε τόσο μπαίνει μέσα η γυναίκα του και λέει με χωριάτικη προφορά: “Θα σι κρατήσουν; Να πάου να πάρου λεουφορείο;” Εκείνος της λέει να κάνει ό,τι θέλει, να φύγει να τον αφήσει ήσυχο. Εκείνη δεν φεύγει, μόνο βογκάει και βγαίνει στην αίθουσα αναμονής. Μετά από λίγο επιστρέφει και λέει ακριβώς τα ίδια. Μοιάζουν με ήρωες του Μπέκετ.

Στο κρεβάτι Ένα ήταν μια γυναίκα όταν με φέρανε. Αυτή έφυγε γρήγορα. Τώρα έχουν έναν τουρίστα, τριαντάρη, αυτός δεν ξέρουμε ακόμα τι έχει, και δεν παίρνει μέρος στην κουβέντα.

Υπεύθυνη της βραχείας νοσηλείας είναι η νοσηλεύτρια Ευδοξία, που κάνει τριάντα πέντε χρόνια αυτή τη δουλειά. Τρέχει απ’ τον έναν στον άλλο, βάζει φάρμακα, αλλάζει ορούς στα στατό. Κάποια στιγμή τη φωνάζουν στη διπλανή αίθουσα.

Ο παππούς στο τέσσερα αποφασίζει να πάει τουαλέτα ακριβώς τότε -τη λάθος στιγμή. Σηκώνεται όρθιος, εγώ με τον Χριστόφορο τού λέμε να περιμένει τη νοσοκόμα, ο παππούς απτόητος. Τα παίρνει όλα παραμάζωμα και πάει για την ανάγκη του. Όταν επιστρέφει τον ρωτάω πόσων χρονών είναι. Ογδόντα εφτά φορές γύρω απ’ τον ήλιο. Και συνεχίζει ακμαίος -με δύσπνοια έστω. Επιστρέφει στο κρεβάτι, αλλά δεν μπορεί ν’ ανέβει, είναι ψηλό. Τον βρίσκει η Ευδοξία να στέκεται μπρος στο τελευταίο εμπόδιο, σαν παιδί ανήμπορο. Τον βοηθάει -αφού τον κατσαδιάζει που κατέβηκε μόνος του.

“Παππού!” του λέει ο Χριστόφορος. “Ξέρω τι χρειάζεσαι για να γίνεις καλά”.
“Τι;” μουγκρίζει εκείνος.
“Να σου βρούμε μια δίμετρη”.

Ο παππούς τον κοιτάζει για μια στιγμή και μετά σκάει το πρώτο χαμόγελο. Γελάμε όλοι. Ο Χριστόφορος είναι ο comic relief του θαλάμου.

~~

Μπαίνει ο γιατρός Μαυρόπουλος, που είναι ένας απ’ τους υπεύθυνους του Παθολογικού για την εφημερία. Προσπαθεί να ξυπνήσει τον Γιώργο, τον ηρωινομανή. Εκείνος δεν αντιδράει. Κοιτάει τα μάτια του, τη γλώσσα του, είναι μπλε. Τον παίρνουν γρήγορα για τη ΜΕΘ, η μάνα δεν ξέρει τι να κάνει. Μόλις απομακρύνονται ο Χριστόφορος μού λέει ότι υπάρχουν κάποια σκυλιά με μπλε γλώσσα. “Τα τσόου τσόου”, του λέω.

Διαρκώς έρχονται κι άλλοι ασθενείς, αλλά πλέον δεν έχουν κρεβάτια να τους βάλουν. Μία γιατρός με ρώσικη προφορά και βαριά φωνή βλαστημάει δαίμονες και υπουργούς για την κατάντια του συστήματος, και ψάχνει να βρει άκρη, πού θα βολέψει τους περισσευούμενους.

Η Ευδοξία μετράει το σάκχαρο του Χριστόφορου. Έχει πέσει στο 250. Πάλι είναι διπλάσιο απ’ το κανονικό, αλλά σε λίγο θα τον αφήσουν να βγει.

Από τα μεγάφωνα φωνάζουν τον κύριο Παπακωνσταντίνου. Αναρωτιέμαι αν εννοούν τον Βασίλη ή τον Θανάση. Μετά από λίγο ακούω: “Ο κύριος Αθανάσιος Παπακωνσταντίνου στο…” Πλάκα έχει ν’ ακούσουμε και μουσική απόψε.

~~

Στη θέση του Γιώργου φέρνουν έναν τύπο που κοιμάται του καλού καιρού και ροχαλίζει. Στα πόδια του έχει ένα κουτί ζαχαροπλαστείου. Από τις συζητήσεις καταλαβαίνουμε ότι είναι χρήστης κι αυτός. Στη διαλογή, πριν λιποθυμήσει, είπε ότι είχε πάρει ένα… Ζάναξ. “Μια καρτέλα υπνοστεντόν έχει πάρει”, λέει η Ευδοξία. Αυτός είναι τόσο λιωμένος που τον τρυπάνε για ορό και για αίμα και δεν κουνιέται, συνεχίζει να ροχαλίζει. Ο ύπνος είναι ο αδελφός του θανάτου. Κάποιες στιγμές μιλάει στον ύπνο του, κάποια σλάβικη γλώσσα. Αλλά κυρίως ροχαλίζει.

Η Ευδοξία βγαίνει για μια στιγμή κι ο Χριστόφορος βρίσκει την ευκαιρία. Μου λέει ότι πάει για ένα τσιγάρο, γυρνάει μετά από μισή ώρα βρομοκοπώντας. Μάλλον έκανε μισό πακέτο. Η Ευδοξία πιάνει να του μετρήσει σάκχαρο. Είναι πάλι 500.
“Τι έκανες;”, του λέει. “Κρουασάν έφαγες;” Αυτός αρνείται.
“Όχι, περιμένω να βγω και τότε θα πάω να φάω”.
“Μήπως κάπνισες στριφτό με χαρτάκια γλυκόριζας;” του λέω.
“Στριφτό; Αφορολόγητα Μάρλμπορο”, κάνει ο Χριστόφορος.

Τελικά θα πρέπει να μείνει περισσότερη ώρα απ’ όση νόμιζε. Και χωρίς διάλειμμα για τσιγάρο πλέον.

Ο Ζάναξ αφυπνίζεται και προσπαθεί να σηκωθεί. Θέλει να πάει να πάρει το λεωφορείο. Βγάζει ορούς, παραπατάει, πέφτει. Τον σηκώνουν οι νοσοκόμοι, τον αφήνουν στο κρεβάτι, μετά από τρία λεπτά ροχαλίζει. Μακάριοι οι έχοντες στεντόν.

~~

Δεν μπορώ να κλείσω μάτι και κοντεύει πέντε. Κρυφακούω. Στο διάδρομο μια μαυροφορεμένη γιαγιά. καθισμένη σε αμαξίδιο μιλάει:
“Να είσαι χήρα, χήρος… Δεν είναι μόνο μια λέξη… Να χάνεις τον άνθρωπό σου”.
“Εξαρτάται”, της λέει ένας συνομήλικος που στέκεται όρθιος μπροστά της. Γόης με καπέλο. “Εξαρτάται. Με τη χηρεία άλλοι λυτρώνονται, άλλοι χάνονται”.

Σηκώνομαι κουβαλώντας το στατό, απ’ όπου κρέμεται ο ορός, να πάω στην τουαλέτα.

“Εσείς, αν επιτρέπεται, τι δουλειά κάνετε;” με ρωτάει η Ευδοξία.
“Συγγραφέας”.
“Φαίνεται… Γενικά κάτι… Καλλιτεχνικό”.

Δεν καταλαβαίνω τι εννοεί μέχρι που κοιτιέμαι στον καθρέφτη. Τα μαλλιά μου έχουν λυθεί κι όπως πατιούνταν στο μαξιλάρι έχουν πάρει σχήμα the worst hair day of Robert Smith (The Cure). Ή καλλιτέχνης ή τρελός.

Ακούω φασαρία απέξω. Ο Ζάναξ έχει σηκωθεί πάλι και απαιτεί να τον αφήσουν να φύγει, ενώ παραπατάει και παραλίγο να πέσει σε μια γυναίκα σε αμαξίδιο. Είναι λιώμα τελείως ακόμα, αλλά δεν θέλει να μείνει. Έρχεται η γιατρός με τη ρώσικη προφορά. “Αφήστε τον, αφήστε τον να πάει στο διάολο!”

Ο Ζάναξ φοράει τα παπούτσια του και ψάχνει για ένα σακουλάκι που του “έκλεψε” η νοσοκόμα – και είχε “κάτι άλλο” μέσα. Η Ευδοξία βγάζει καπνούς, του λέει ότι δεν του πήρε το σακουλάκι του.

Ένας νοσοκόμος δείχνει το κουτί.
“Αυτό δεν είναι το σακουλάκι σου;”
“Όχι! Αυτό έχει παγωτάκια”.
“Τι έχει;” λέμε εν χορώ.
“Παγωτάκια”, κάνει ο Ζάναξ και το ανοίγει. Τόσες ώρες που είναι εκεί τα παγωτάκια έχουν γίνει κρέμα. Κάθεται στο φορείο. Χαμογελάει. Χρησιμοποιεί τη βάφλα σαν κουτάλι για να τρώει παγωτό λιωμένο. Όλοι καθόμαστε και τον παρακολουθούμε, σαν να βλέπουμε το πιο παράξενο θέαμα σ’ ένα τσίρκο τεράτων.

Μόλις χορταίνει ξεκινάει για να βγει έξω. Ο διάδρομος είναι είκοσι μέτρα. Ο Ζάναξ κάνει ένα βήμα μπρος και δύο πίσω. Μάλλον θα ξημερώσει προτού φτάσει στην πόρτα.

~~

Έξι το πρωί. Ησυχία στον θάλαμο. Η Ευδοξία φτιάχνει ό,τι πρέπει, ελέγχει ορούς, και κάθεται για μια στιγμή στην καρέκλα της. “Λίγο να ξεκουραστώ”, λέει. Κλείνει τα μάτια και την παίρνει ο ύπνος, έτσι όπως είναι καθισμένη. Όσο προλάβει. Αυτοί οι άνθρωποι είναι αληθινοί ήρωες.

Μετά από δέκα λεπτά έρχεται ένας νευρολόγος για τον τουρίστα στο Ένα. Απ’ ό,τι λαθρακούω ξύπνησε εκείνο το πρωί με ίλιγγο, όλο το δωμάτιο γυρνούσε. “Vertigo”, του λέει ο νευρολόγος, που μάλλον είναι φαν του Χίτσκοκ. Αρχίζει να τον εξετάζει, μ’ εκείνο το σφυράκι που μοιάζει παιδικό παιχνίδι, ελέγχει μάτια, ισορροπία.

Ο ίλιγγος μού θύμισε τον Ίνγκμαρ Μπέργκμαν. Ο σκηνοθέτης υπέφερε τόσο που είχε νοσηλευτεί. Στον θάλαμο, για να μην γυρίζει συνέχεια το δωμάτιο, είχε βρει μια κηλίδα στο ταβάνι και προσηλωνόταν σ’ αυτή. Την κοιτούσε διαρκώς και προσπαθούσε να βλέπει σχήματα μέσα της, για να περνάει η ώρα. Άκουσε θόρυβο δίπλα του, γύρισε και είδε μια νοσοκόμα να μιλάει με πολλή οικειότητα, σχεδόν ερωτικά, με μια νέα γυναίκα. Και τότε του ήρθε η ιδέα για μια ταινία, το υπαρξιακό αριστούργημα Persona.

Κοιτάζω το ταβάνι. Οι κηλίδες μούχλας πάνω απ’ το κεφάλι μου είναι το ίδιο αδιάφορες με πριν, αλλά στα αριστερά… Εκεί είναι μια κηλίδα που δεν την είχα παρατηρήσει. Έχει το σχήμα ηλιοτρόπιου, αλλά δεν μοιάζει μ’ εκείνα του Βαν Γκογκ.

Πηγαίνοντας προς τη Σάνη περνούσαμε ένα μεγάλο χωράφι με ήλιους. Τα άνθη που μόλις είχαν ανοίξει ήταν μαγικά, όλα στραμμένα προς τον ήλιο. Αυτό στην οροφή του θαλάμου δεν είναι έτσι, δεν είναι φρέσκο. Έχει πολύ μικρά πέταλα κι έναν ολοστρόγγυλο μεγάλο πυρήνα. Είναι ένα ώριμο ηλιοτρόπιο γεμάτο σπόρους. Έτσι γίνονταν στο χωράφι μετά από λίγες εβδομάδες. Είχα διαβάσει ότι οι ηλίανθοι ακολουθούν τον Ήλιο μέχρι να γονιμοποιηθούν. Μετά σταματούν να κινούνται και μένουν να κοιτούν την ανατολή. Τότε μου προκαλούσε θλίψη, γιατί σκεφτόμουν ότι δεν είναι όμορφα όσο τα νεαρά λουλούδια, είναι στο τέλος τους, λίγο πριν τη συγκομιδή.

Πόσο τα αδικούσα. Για να ωριμάσουν οι σπόροι σου πρέπει να ξεπεράσεις το στάδιο της θάλλουσας κι αυτάρεσκης ομορφιάς, να σε κάψει ο ήλιος κι ο χρόνος.

Ησυχία επικρατεί στο θάλαμο. Ο παππούς κι ο Χριστόφορος κοιμούνται. Η Ευδοξία έφυγε, τέλειωσε τη βάρδια της. Ο τουρίστας πήγε για αξονική. Βλέπω στο παράθυρο ότι έχει πάρει να χαράζει. Πάντα είναι καλό κι όμορφο να βλέπεις την ανατολή. Στρέφομαι προς τον ήλιο.