Ναροτάμα (4. τέλος πρώτου μέρους)

0
271

Αυτή η εικόνα δεν έχει ιδιότητα alt. Το όνομα του αρχείου είναι narotama-2.jpg

9. Η αρχή μιας φιλίας

Μια παρέα αγοριών, που ‘χαν ακούσει για τους παράξενους κάτοικους της μαύρης καλύβας, την είχαν στήσει για πολλή ώρα στη λόχμη. Φοβήθηκαν σαν είδαν εκείνο το παράξενο πλάσμα να πηγαίνει στη λίμνη. Λίγο να τους κοιτούσε και θα ’φευγαν τρέχοντας. Η Ναροτάμα έκατσε στη θέση της, ένα κούτσουρο δίπλα στο νερό, κι έμεινε ν’ αγναντεύει τον ήλιο που έδυε. Παίρνοντας θάρρος απ’ την ακινησία της, τσιγκλώντας το ‘να τ’ άλλο, τα παιδιά βγήκαν απ’ την κρυψώνα τους, οπλισμένα με πέτρες.

Πέταξαν τις πρώτες από μακριά, έτοιμοι να το βάλουν στα πόδια. Σαν είδαν ότι δεν αντιδρούσε πλησίασαν περισσότερο να τη λιθοβολήσουν. Εκείνη δεν έκανε τίποτα για να αμυνθεί, ακόμα κι όταν την πέτυχαν στο κεφάλι. Σώθηκε απ’ την παρέμβαση της μητέρας της, που κατέβηκε απ’ την καλύβα ουρλιάζοντας. Τ’ αγόρια στάθηκαν σε ασφαλή απόσταση και είπαν ρυθμικά μερικές φορές: «Καταραμένο τέρας, καταραμένο τέρας».

Σήκωσε την κόρη στην αγκαλιά της και την πήγε σπίτι. Καθάριζε τα αίματα στο μέτωπό της· μια πέτρα την είχε χτυπήσει πάνω απ’ το μάτι. Η μητέρα δεν μπορούσε να σταματήσει να κλαίει· η κόρη δεν είχε δακρύσει καν.

Τότε ήταν που μίλησε για πρώτη φορά.

«Μην κλαις για μένα», είπε με καθαρή φωνή.

Η μάνα έμεινε για λίγο άφωνη. Έπειτα αγκάλιασε την κόρη της κι έκλαψε ακόμα περισσότερο.

Δεν ήταν αρχή κάποιου κατακλυσμού λέξεων, όπως ήθελε να πιστεύει η μάνα. Η Ναροτάμα λίγο μιλούσε, λες κι επέλεγε προσεκτικά τη στιγμή και τα λόγια της. Προσεκτικά ή σοφά; Ακόμα και προτού μιλήσει, η Ατάρμα πίστευε πως το παιδί της είχε το χάρισμα των Ναμπί ή κάτι άλλο, που σίγουρα δεν είχαν οι συνηθισμένοι Νάρα. Άλλωστε μόνο συνηθισμένη δεν ήταν.

Αρκετές μέρες μετά τ’ αγόρια επέστρεψαν. Είχαν μαζί τους κι ένα παιδί μικρότερης ηλικίας, ένα αγόρι με επιβλητική μύτη κι αντρίκια φρύδια. Ο Τάμπι είχε μάθει για το περιστατικό με το τέρας της λίμνης και τους κατσάδιασε που δεν τον είχαν πάρει μαζί. Δεν ήταν η εξουσία του πατέρα του που τους ενέπνεε σεβασμό· τον είχε κερδίσει μόνος του. Πολλές φορές είχε τσακωθεί με τα μεγαλύτερα αγόρια για να επιβληθεί. Τον αποδέχτηκαν ως αρχηγό όταν αναμετρήθηκε μ’ έναν έφηβο.

Ο Ράκσας ήταν ψηλός σαν αρκούδα κι είχε βγάλει τρίχες στο πανωχείλι. Σε λίγο καιρό θα περνούσε την τελετή ενηλικίωσης, οπότε θα ‘φευγε απ’ το σπίτι των αγοριών, θα γινόταν άντρας. Κάποια νύχτα που παραφύλαγαν για αγκουτί (τα νόστιμα τρωκτικά με τη μικρή ουρά), είπε δυνατά ότι ο φύλαρχος είναι άχρηστος ως κυνηγός. Ο Τάμπι, αντί να τον μαρτυρήσει στον πατέρα του, όπως θα έκανε κάθε παιδί, σηκώθηκε και του είπε να ζητήσει συγνώμη. Ο Ράκσας σηκώθηκε κι εκείνος. Ο Τάμπι τον έφτανε ως το στήθος κι όμως του χίμησε. Πριν να καταλάβει ο αρκούδος τι γινόταν είχε κρεμασμένο πάνω του έναν ιαγουάρο που τον δάγκωνε στο λαιμό· παραλίγο να πεθάνει από αιμορραγία. Ο Κετάνα τιμώρησε αυστηρά τον γιο του, όμως όλα τα παιδιά έμαθαν εκείνη τη μέρα ποιος είναι ο αρχηγός.

Στη λίμνη το απέδειξε ξανά. Ενώ οι άλλοι ζύγιζαν τις πέτρες, ψάχνοντας την πιο βαριά, εκείνος είχε μαγευτεί με το θέαμα της ατάραχης Ναροτάμα μπρος στα γαλήνια νερά. Έμοιαζε ν’ αντανακλούν το ένα το άλλο· το νερό, το κορίτσι.

Μ’ αυτά που ‘χε ακούσει, απ’ τους μεγάλους κι απ’ τα παιδιά, περίμενε να δει κάποιο δαιμονικό ον που θα ’τρεχε να κρυφτεί. Όμως εκείνη καθόταν πιο ήσυχη κι απ’ τη λίμνη. Σίγουρα είχε αντιληφθεί τ’ αγόρια που ετοιμάζονταν για επίθεση και μάλωναν για τις πέτρες. Δεν είχε δείξει να φοβάται, ούτε καν να ενοχλείται. Πιο πολύ έμοιαζε ν’ απολαμβάνει την παρουσία τους, τα γέλια τους.

Ένα παιδί σηκώθηκε για να πετάξει την πρώτη πέτρα κι ο Τάμπι μπήκε ανάμεσα στο τέρας και στους θύτες. Του φώναξαν να κάνει στην άκρη, όμως εκείνος, με το πείσμα που τον χαρακτήριζε, τους προκαλούσε να ρίξουν πρώτα στον ίδιο. Κανένα παιδί δεν τόλμησε να το κάνει κι έφυγαν γκρινιάζοντας που τους είχε χαλάσει το παιχνίδι.

Δεν τους ακολούθησε. Έμεινε για λίγο αναποφάσιστος, αλλά τελικά γύρισε και πλησίασε το κορίτσι. Στάθηκε μερικά μέτρα πίσω της.

«Τα μικρά ψάρια φοβούνται τα μεγαλύτερα;» του είπε. Ξαφνιάστηκε απ’ τον ήχο της φωνής της· ήταν κοριτσίστικη.

«Φυσικά και φοβούνται».

«Εγώ δε σε φοβάμαι». Γύρισε να τον κοιτάξει.

Για πρώτη φορά έβλεπε από κοντά το πρόσωπό της. Προσπάθησε να δείξει ότι δεν είχε εντυπωσιαστεί.

«Μπορεί να μην είσαι μικρό ψάρι», της είπε και κλώτσησε μια πέτρα.

«Μπορεί να μην είμαι ψάρι καν… Εσύ τι είσαι;» άπλωσε το χέρι της, για να κάτσει δίπλα της.

Σαν είδε εκείνο το αλλόκοτο χέρι ανατρίχιασε – κι έπειτα ντράπηκε γι’ αυτό. Ψέλλισε ότι έπρεπε να γυρίσει σπίτι κι έφυγε. Η Ναροτάμα δεν φάνηκε ν’ απογοητεύεται. Έμεινε ν’ αγναντεύει τον ήλιο μέσα στο νερό.

Η Ατάρμα είχε δει όλη τη σκηνή απ’ την καλύβα, αλλά δεν ανακατεύτηκε, πήγε κοντά της μόνο σαν νύχτωσε.

«Δεν πρόκειται ποτέ να σε δεχτούν», της είπε.

«Αυτός με τα φρύδια με δέχτηκε… Αλλά δεν το ξέρει ακόμα».

~~

Τον υποδέχτηκε στο σπίτι ο πατέρας του –με άγριες διαθέσεις. Κάποιος του ‘χε πει ότι ο γιος του έμεινε στη λίμνη, μαζί με το τέρας. Ο Κετάνα εξοργίστηκε. Αν δεν μπορούσε να κουμαντάρει την οικογένεια του, πώς θα έλεγχε όλο το χωριό;

Πριν του πει κουβέντα του έδωσε δυο ηχηρά χαστούκια. Τα μάγουλα του αγοριού κοκκίνισαν, αλλά δεν ξαφνιάστηκε – ούτε έκλαψε.

«Το ξέρεις ότι δεν επιτρέπεται να πηγαίνεις στη μαύρη καλύβα;»

«Το ξέρω».

«Τότε γιατί πήγες;»

«Γιατί ήθελα», απάντησε και δέχτηκε ένα ακόμα χτύπημα, τόσο δυνατό που τον πέταξε κάτω. Ζαλίστηκε λιγάκι, μα τα μάτια του έμειναν στεγνά.

«Κοίτα τον», είπε ο Κετάνα στη γυναίκα του. «Νομίζει ότι είναι μεγάλος άντρας και μπορεί να κάνει ό,τι θέλει».

Η μητέρα είχε ανησυχήσει κι έσκυψε να δει αν ήταν καλά το παιδί της· ο Τάμπι της έδωσε ένα φιλί. Εκείνη χαμογέλασε κι αυτό εξόργισε ακόμα παραπάνω τον φύλαρχο· κανείς δεν τον σεβόταν. Πρόσταξε να πέσει να κοιμηθεί ο μικρός χωρίς να φάει τίποτα  – και βγήκε απ’ την καλύβα, όχι γιατί φοβόταν μήπως τον χτυπήσει πιο άσχημα, αλλά γιατί ήταν έτοιμος κι εκείνος να γελάσει. Τον λάτρευε τον γιο του, όσο ξεροκέφαλος κι αν ήταν· ίσως γιατί του θύμιζε τον εαυτό του.

Ο μικρός πεινούσε, αλλά ξάπλωσε χωρίς να διαμαρτυρηθεί. Σκεφτόταν το παράξενο κορίτσι, που τόσο τον είχε γοητεύσει. Δεν την ένιωθε σαν τέρας… Ίσως γιατί ’χε ακούσει τη φωνή της· κι ήταν ακύμαντη σαν λίμνη. Είχε κοιτάξει τα μάτια της· ήταν πιο μεγάλα απ’ τον ουρανό.

Λίγο αργότερα η μητέρα τού ‘δωσε κρυφά φαγητό, όμως εκείνος αρνήθηκε. Δεν έφαγε ούτε το επόμενο βράδυ, όταν γύρισε απ’ το σπίτι των αγοριών, παρά τα παρακάλια της. Την τρίτη μέρα απεργίας πείνας ο πατέρας συνθηκολόγησε και του ‘δωσε ο ίδιος, με το χέρι του, ένα κομμάτι κρέας. Το πήρε κι έφαγε χωρίς ιδιαίτερη όρεξη, σαν να ’λεγε ότι τους κάνει χάρη.

~~

Μια βδομάδα μετά γύρισε στη λίμνη μόνος· η Ναροτάμα ήταν εκεί. Χάρηκε που την είδε.

«Άργησες», του ’πε σαν άκουσε τα βήματά του.

«Έψαχνα να βρω τι ψάρι είμαι».

«Το βρήκες; Τι είσαι;»

«Μεγάλο… Πώς τα λένε τα πιο μεγάλα ψάρια;»

«Τα λένε μοναχικά», του ‘πε η Ναροτάμα. «Τα μεγάλα ψάρια κολυμπάνε μόνα, δεν φτιάχνουνε κοπάδια».

«Δεν θέλω ν’ ανήκω σε κοπάδι».

«Το κατάλαβα. Είσαι διαφορετικός κι εσύ… Με άλλο τρόπο». Του ’κανε νόημα να κάτσει στο κούτσουρο. «Εμένα δεν με θέλουν στο κοπάδι».

«Δεν ξέρεις πόσο τυχερή είσαι που…» Ένιωσε πόσο ανόητο ήταν αυτό που ’χε πει· τυχερή η απόκληρη; Έκατσε στο πλάι της.

«Γιατί με φοβάστε;» Πριν προλάβει να της απαντήσει τον κοίταξε στα μάτια: «Γιατί με φοβάσαι;»

«Εγώ δεν σε φοβάμαι… Έτσι με λένε· Κατάμπι, αυτός που δεν φοβάται!»

Και για ν’ αποδείξει τα λεγόμενά του άγγιξε τα δάχτυλά της. Εκείνη έμεινε σιωπηλή κι ακίνητη. Ήταν η πρώτη φορά που την άγγιζε κάποιος  – πέρα απ’ τη μητέρα της.

«Ούτε τον Άμπα φοβάσαι;» του ’πε μετά από λίγο.

«Δεν φοβάμαι κανέναν όταν κάνω το σωστό», είπε εκείνος και σηκώθηκε.

«Και ποιος σου λέει ότι κάνεις το σωστό;» του είπε, ενώ τον παρακολουθούσε να πηγαίνει νευρικά πέρα δώθε.

«Κανείς… Έτσι το νιώθω». Έδειξε το νερό. «Αν νιώθω ότι θέλω να κολυμπήσω, κολυμπάω… Αν νιώθω ότι θέλω να τρέξω, τρέχω».

Έτρεξε γύρω της και σταμάτησε. Είχε δει τα πόδια της και κατάλαβε ότι εκείνη δεν μπορούσε να τρέξει, ίσως να μην μπορούσε ούτε να κολυμπήσει. Εκείνη δεν μπορούσε να κάνει ό,τι ήθελε. Κατέβασε το κεφάλι κι έψαξε μια πέτρα να κλωτσήσει.

«Μ’ αρέσει να σε βλέπω να τρέχεις», του ‘πε η Ναροτάμα. «Όταν τρέχεις νιώθω σαν να τρέχω κι εγώ».

«Μπορείς!» φώναξε και το πρόσωπό του φωτίστηκε. Πήγε μπροστά στο κούτσουρο, της γύρισε την πλάτη και γονάτισε. «Ανέβα!»

«Δεν…» έκανε εκείνη έκπληκτη.

«Ανέβα!» Στράφηκε, έπιασε μαλακά τους καρπούς της και την τράβηξε, αναγκάζοντάς την να τον καβαλήσει. Σηκώθηκε όρθιος, τη διαβεβαίωσε ότι είναι πιο ελαφριά κι από πούπουλο και… Ξεκίνησε να τρέχει.

Ανέβηκαν στον λόφο σαν να ‘ταν ελάφια και κατηφόρισαν πίσω στη λίμνη ακόμα πιο γρήγορα, τόσο που παραλίγο να πέσουν. Κρατήθηκαν. Ο Τάμπι γελούσε, η Ναροτάμα ούρλιαζε από χαρά. Έπειτα στάθηκε μπρος στο νερό, την κράτησε καλύτερα και της είπε να πάρει ανάσα. Εκείνη φοβήθηκε, του ‘πε να μην το κάνει… Αλλά θα ’δινε τη ζωή της να το ζήσει.

«Πάμε!» του είπε και σφίχτηκε πάνω του όσο μπορούσε.

«Πάρε ανάσα», της είπε ξανά και βούτηξαν στη λίμνη.

Η Ατάρμα, που παρακολουθούσε τόση ώρα, κατέβηκε απ’ την καλύβα έντρομη. Είδε την κόρη της στις πλάτες του ανιψιού της, τους είδε ν’ απομακρύνονται… Δεν τους φώναξε να σταματήσουν. Άκουγε την κόρη της να γελάει κι αυτό ήταν ένα δώρο που δεν περίμενε πως θα της δώσουν οι θεοί.

Ο Τάμπι κολύμπησε αρκετά βαθιά. Σταμάτησε για λίγο, να πάρει ανάσα.

«Είδες; Τα μεγάλα ψάρια δεν κολυμπάνε πάντα μόνα», της είπε.

Το πρόσωπό της είχε βραχεί και δεν φαίνονταν τα δάκρυά της. Ήταν η πιο όμορφη μέρα της ζωής της – και η αρχή της φιλίας τους.

ΤΕΛΟΣ ΠΡΩΤΟΥ ΜΕΡΟΥΣ