Οι πρόγονοι του Αδάμ
Αυτή είναι η ιστορία της Ελένης, όπως μου τη διηγήθηκε μια γυναίκα που έζησε έξι πολέμους. Τα περιστατικά που αναφέρονται (η εκτέλεση του πιλότου για τα “μάτια μιας ωραίας γαλατούς”, το πλοίο των τεράτων, οι δεκατρείς “μη υπάρξασαι” μέρες και άλλα) δεν είναι φανταστικά, συνέβησαν στη μεσοπολεμική Θεσσαλονίκη.
Το μόνο παράδοξο είναι οι εμμονές και οι αυταπάτες των ανθρώπων. Πάνω σε αυτές χτίζεται η ανθρώπινη Ιστορία.
~~{}~~
Δε μου φαίνεται περίεργο που ρωτάς, μικρέ μου Αδάμ. Κατά κάποιο τρόπο σε περίμενα να έρθεις. Πρώτα ήρθαν τα παιδιά μου, μετά τα εγγόνια μου και προχθές ήταν η σειρά των δισέγγονων. Όταν λέω προχθές, εννοώ κάπου πίσω, κάπου στο παρελθόν. Τα λέω όλα προχθές για να μην μπερδεύομαι. Άλλωστε αν κάτι περάσει χάνεται, μένει μόνο στο μυαλό μας, οπότε τι σημασία έχει αν ήταν πριν πενήντα χρόνια ή προχθές; Πάντως το ήξερα πως θα έρθεις.
Σε παρατηρούσα από μικρό, πως έκλαιγες, πως έπαιζες, πως μιλούσες. Μάλλον δεν μιλούσες και πολύ. Όταν ερχόμουν σπίτι εσύ κρυβόσουν στο δωμάτιο σου. Κι όταν μου έκανες την τιμή να φανερωθείς με φιλούσες βιαστικά και αρνιόσουν πεισματικά να κάτσεις στα γόνατα μου. Ήθελες να είσαι άντρας ή ντρεπόσουν τόσο πολύ; Το δώρο που σου έφερνα το άφηνες δίπλα σου στον καναπέ και έκανες ότι ακούς την κουβέντα που άνοιγα με τη μητέρα σου, χωρίς να παίρνεις τα μάτια από τα παπούτσια σου. Τα άλλα παιδάκια, και ο αδελφός σου, έσκιζαν το περιτύλιγμα όσο πιο γρήγορα μπορούσαν για να ανακαλύψουν το περιεχόμενο. Εσύ το άφηνες εκεί, λες και περίμενες να εκκολαφθεί.
Γελούσα πιο πολύ όταν η μητέρα σου σε σκουντούσε και σου υπαγόρευε να πεις ευχαριστώ. Πες ευχαριστώ, Αδάμ, στη γιαγιά Διοτίμα. Πες ευχαριστώ, Αδάμ. Τίποτα ο Αδάμ. Μούτρωνες, πείσμωνες και κατέβαζες το κεφάλι. Δεν σου αρέσει να σου λένε τι να κάνεις, ε; Έτσι δεν είναι; Σαν την Ελένη κι εσύ, σαν την προγιαγιά σου… Περίμενε τώρα λιγάκι να κάνω τις εισπνοές μου…
Καταραμένη ιγμορίτιδα. Ούτε που θυμάμαι πως μυρίζουν τα λουλούδια. Ή μήπως δεν μυρίζουν πια; Ξέρεις, οι γέροι άνθρωποι, πέρα από τη γκρίνια τους και τις αρρώστιες, έχουν και τη συνήθεια να θυμούνται τα χρόνια της νεότητας ως τη χρυσή εποχή. Κατά κάποιο τρόπο είναι… Να ‘σαν τα νιάτα δυο φορές, τα γηρατειά καμία. Το ξέρεις αυτό το τραγούδι; Όχι; Που να το ξέρεις, θα μου πεις. Δεν νομίζω να το παίζουν πια στα ραδιόφωνα και είμαι σίγουρη ότι δεν πηγαίνεις σε πανηγύρια… Το ‘ξερα… Έβρασε το νερό;
Μπα… Κατά κάποιο τρόπο όταν οι άνθρωποι γερνάνε νομίζουν ότι μόνο στην εποχή τους έλαμπε ο ήλιος. Οι ντομάτες μύριζαν ντομάτα, τα παιδιά σέβονταν τους πρεσβύτερους, υπήρχε έρωτας και αγάπη, και ο καιρός ήταν πιο γλυκός… Να δεις όμως κάτι χειμώνες που περάσαμε. Και πλημμύρες και φωτιές και πολέμους… Δεν έχουν αλλάξει και πολύ τα πράγματα..
Ίσως τώρα να είναι καλύτερα. Εσείς οι νέοι είστε πολύ πιο έξυπνοι από εμάς, απ’ όταν ήμασταν εμείς νέοι. Ξέρετε να ζείτε και να ζητάτε ό,τι σας αξίζει. Δεν παντρεύεστε όποιον σας υποδείξουν και έχετε το θάρρος να αντιδράτε στις αποφάσεις των γονιών σας. Ίσως να έχετε το δικαίωμα, όχι το θάρρος. Εμείς δεν είχαμε τίποτα από τα δύο… Λίγοι ήταν εκείνοι που περιφρόνησαν τους κανόνες συμπεριφοράς στα χρόνια μας και το πλήρωσαν ακριβά. Η Ελένη, η προγιαγιά σου, ήταν ένας από αυτούς…
Ήταν δύσκολες εποχές τότε. Όμως όταν περνάει ο καιρός τα βλέπεις όλα ρόδινα. Ξεχνάς τα άσχημα και κρατάς τις όμορφες στιγμές. Και μη μ’ ακούς που παραπονιέμαι για την νεκρή μου μύτη. Δεν είναι ο κόσμος γεμάτος λουλούδια. Ο Σωκράτης μου, αιωνία του η μνήμη, καλός και χρυσός ήταν, αλλά τα πόδια του βρωμάγανε σαν βρεγμένοι σκύλοι… Σε ενοχλούν, Διοτίμα μου; ρωτούσε ο κακομοίρης. Εγώ δεν του έλεγα ότι δεν μπορώ να μυρίσω. Κρατούσα τις πισινές μου. Άσε να νομίζει πως με βασανίζει και πως κάνω θυσία για να αισθάνεται τύψεις… Ναι! Χρειάζεται πονηριά για να τα βγάλεις πέρα, ακόμα και με τον άνθρωπο σου. Μακάρι σου λέω να ήμουν και κουφή. Ροχάλιζε σαν… Έβρασε το νερό… Κάτσε να ρουφήξω λίγο ευκάλυπτο ν’ ανοίξουν τα ιγμόρεια, γιατί το κεφάλι μου πάει να σπάσει. Δυο λεπτά θα κάνω…
Τι; Τρόμαξες; Με είχε δει προχθές, σου ‘πα, όταν λέω προχθές εννοώ παλιά, με είχε δει η δισεγγόνα μου και έβαλε τα κλάματα. Έτσι όπως ήμουν άβαφτη και ιδρωμένη φοβήθηκε το κορίτσι. Γιαγιά, μου λέει, έλιωσε το πρόσωπο σου από τους ατμούς… Δεν έλιωσε από τους ατμούς, της λέω εγώ, από τα χρόνια έλιωσε… Αλλά να σου πω. Χωρίς τον ευκάλυπτο μου δεν μπορώ να κάνω τίποτα. Παλιότερα βάζαμε κι άλλα. Ματζουράνα, κάρδαμο, δάφνη… Κάτι Τουρκάλες βάζανε και χασίς. Δήθεν για να μην τους πονάει το κεφάλι. Και έπιανε!
Τι στέκεσαι έτσι; Κάθησε. Θες κάτι να σε φιλέψω; Γλυκό σταφύλι που έφτιαξα μόνη μου; Όχι; Θες ένα καφεδάκι; Θα σου πω και το φλιτζάνι. Είμαι καλή σ’ αυτό. Μ’ έμαθε μια γυφτοπούλα. Θα σου βρω ποια θα στεφανωθείς. Δεν θες, ε; Δεν βιάζεσαι να παντρευτείς. Καλά κάνεις. Ζήσε τη ζωή σου, βάτεψε όσες γυναίκες μπορείς, να το χαρείς, να το χαρούν κι αυτές… Μη με ντρέπεσαι. Έτσι μιλάμε εμείς οι γριές. Όταν περάσει ο καιρός που καίει η φωτιά ανάμεσα στα σκέλια δεν φοβάσαι να μιλήσεις γι’ αυτά. Παράξενο δεν είναι; Τώρα το σκέφτηκα. Όσο έχεις τη φωτιά δεν μιλάς. Μόλις σβήσει τότε τα λες όλα. Παράξενοι είμαστε εμείς οι άνθρωποι…
Αχ, νιάτα… Καλά περνάτε εσείς, μου τα λένε οι δισεγγόνες μου. Εμείς τότε δεν είχαμε χαδάκια και παιχνίδια. Όταν είχε όρεξη ο Σωκράτης μου κατέβαζε το βρακί, έκανε τη δουλειά του και μ’ άφηνε εμένα να αναστενάζω και να πρέπει να βγάλω μόνη μου το φίδι από την τρύπα. Καλός ήταν ο μακαρίτης, αιωνία του η μνήμη. Μου ‘κανε και πέντε παιδιά, τι παραπάνω να ήθελα από το πουλί του;
Εσύ κοκκίνισες ολόκληρος! Μην ντρέπεσαι, σου ‘πα, που μ’ ακούς να μιλάω έτσι. Γιαγιά σου είμαι κατά κάποιο τρόπο. Τι γιαγιά, προγιαγιά. Γιαγιά του πατέρα σου, κατά κάποιο τρόπο… Πόσο χρονών είμαι, θα αναρωτιέσαι. Θα σου πω μόνο ότι είδα έξι πολέμους και τέσσερις γενιές ανθρώπων. Δεν είμαι και τόσο γριά. Καλά βαστιέμαι ακόμα. Αφού έχω το μυαλό μου μέσα στο κεφάλι μου τι πειράζει κι αν κατουριέμαι καμιά φορά;
Ξέρω τι θα σου φέρω. Κρασάκι. Πίνεις κρασάκι; Και ο Σωκράτης μου έπινε. Αλλά δεν τον πείραζε. Στο κρασί και στη δουλειά ήταν πρώτος. Στο κρεβάτι με το ζόρι έμπαινε στη δεκάδα και ροχάλιζε και δε μ’ άφηνε κι εμένα…. Αιωνία του η μνήμη… Κάτσε να σου φέρω κρασί…
Καλό δεν είναι; Όχι, δεν το μπορώ. Δυο ποτηράκια κι αρχίζω να βλέπω πράγματα. Έτσι ήμουν από μικρή. Μόνο η Ελένη μπορούσε να πίνει σαν άντρας. Όλα τα έκανε σαν άντρας. Και καλύτερα από αυτούς… Ήθελε να καλύψει το κενό που άφησε ο αδελφός της. Που να ξέρεις τι κουβαλάει ο καθένας στη ράχη του; Η Ελένη κουβαλούσε τον Τζώρτζη…
Ο Τζώρτζης… Τι άντρας! Όλες ήμασταν ερωτευμένες μαζί του. Όλες στο Ντεπό. Τι λέω. Όλη η Θεσσαλονίκη… Ο Τζώρτζης, αν ζούσε, θα γινόταν σταρ του κινηματογράφου. Ή ήρωας. Έπρεπε να τον έβλεπες. Μαύρο κορακίσιο μαλλί με μπριγιαντίνη, μουστάκι λεπτό, κορμοστασιά αθλητή και μάτια που σου βάζανε φωτιά. Η μπαγιαντέρα στο σακάκι και πάντα η τσάκιση στο παντελόνι άψογη… Κάπου έχω μια φωτογραφία του, αν θες θα στη βρω. Μου την είχε δώσει η Ελένη. Όλα τα κορίτσια της ζητάγανε, αλλά μόνο σε μένα έδωσε.
Πήγαιναν οι καημένες από την πόρτα της κουζίνας και παρακαλούσαν να του μεταβιβάσει τα ραβασάκια τους. Είχε κάψει καρδιές ο άτιμος. Ο Φαίρμπανκς της Θεσσαλονίκης ήτανε… Τι είναι ο Φαίρμπανκς; Πως λέτε τώρα Μάρλον Μπράντο… Τι λέτε; Ποιος είναι αυτός; Τέλος πάντων, κατάλαβες… Ήταν ο πιο γοητευτικός και ο πιο ριψοκίνδυνος άντρας της Θεσσαλονίκης. Ήθελε να τα κάνει όλα με το δικό του τρόπο, όπως του άρεσε, και δεν άκουγε κανέναν. Κι αυτό ήταν που τον έφαγε…
Ήταν στον πρώτο πανευρωπαϊκό, στον παγκόσμιο που λέμε τώρα, πόλεμο… Ή στους Βαλκανικούς; Ο Τζώρτζης ήταν πιλότος. Ξέρεις τι σήμαινε πιλότος τότε; Μυθικός ήρως σου λέω. Ζήτημα αν ήταν δέκα στην Ελλάδα. Τι δέκα; Λιγότεροι… Δεν ήταν όπως τώρα που καβαλάς το αεροπλάνο, πας στην Αυστραλία και φέρνεις ευκάλυπτους. Τότε κάθε πτήση ήταν ρίσκο, μισός θάνατος, και τους είχαμε τους πιλότους σαν ημίθεους. Πετούσαν βλέπεις κι αυτό ήταν ακόμα κάτι καινούριο. Πως είναι τώρα οι αστροναύτες; Σε λίγα χρόνια, σε πενήντα, εκατό, που θα πηγαίνουμε όλοι στ’ αστέρια δεν θα μας φαίνεται σαν τίποτα σπουδαίο…
Αυτός είχε βαφτίσει το διπλάνο του Πήγασο και όλοι του λέγανε να προσέχει, γιατί και τον Βελλερεφόντη της μυθολογίας η αλαζονεία του τον έφαγε… Ζηλεύανε, γι’ αυτό τα λέγανε. Ο Τζώρτζης περπατούσε στη λεωφόρο Χαμηδιέ και οι κοπέλες λιποθυμούσαν… Να ξέρεις όμως κάτι, μικρέ μου Αδάμ. Οι γυναίκες είμαστε πιο καταστρεπτικές και από κεραυνό, έτσι και μπλέξεις στα βρακιά μας. Εσείς οι άντρες δεν σκαμπάζετε και πολλά. Βόδια είστε… Νομίζετε ότι έχετε τον έλεγχο, νομίζετε ότι η γυναίκα σας δεν ξέρει τι κάνετε. Σιγά μην απατήσει εμένα, λέτε. Κι αυτό το ε μ έ ν α το λέτε με τόση σιγουριά… Δεν ξέρετε τι σας γίνεται, σου λέω, άκουσε με…
Κι ο Τζώρτζης έτσι την έπαθε. Ούτε από κεραυνό ούτε από τον Πήγασο, αλλά από γυναίκα. Και τι βρωμοθήλυκο που ήτανε… Τον ήθελαν όλα τα κορίτσια, κι εγώ μαζί, να μην κρύβομαι, κι αυτός πήγε κι έμπλεξε με τη γαλατού… Έμεινε στο σπίτι της πέντε μέρες και πέντε νύχτες. Ένας θεός ξέρει τι κάνανε. Τι του ‘κανε η μάγισσα… Είχε αυτή ένα χαμόσπιτο στην Αριανού και τον έκλεισε μέσα. Το μάγεψε το παλικάρι και το γύρευε όλος ο ελληνικός στρατός. Κηρύχτηκε λιποτάχτης και όταν μαθεύτηκε που βρισκόταν πήγαν οι στρατονόμοι και τον τσουβάλιασαν… Τον ζήλευαν κι αυτοί… Πέρασε στρατοδικείο και την επόμενη μέρα τον τουφέκισαν στο Κόκκινο Σπίτι. Εκεί που είναι τώρα το Καυταντζόγλειο… Όλη η Θεσσαλονίκη έκλαψε, το έγραψαν και οι εφημερίδες. “Για τα μάτια μιας ωραίας γαλατούς”… Αλλά δεν νομίζω να ήταν για τα μάτια της…
Ούτε για τον θάνατο του Καρούζο δεν γράφτηκαν τόσα πολλά… Του τενόρου… Λίγο έλειψε να γίνουν φασαρίες στην κηδεία του. Είχε γεμίσει το νεκροταφείο φουστάνια και ευτυχώς που ήταν οι Κένταυροι, η έφιππη χωροφυλακή, γιατί αλλιώς θα τον θάβανε γυμνό τον Τζώρτζη…
Αλλά πιο πολύ απ’ όλους έκλαψε η Ελένη. Ούτε στην κηδεία δεν ήρθε. Έπεσε στο κρεβάτι άρρωστη και για ένα μήνα δεν έβαλε τίποτα στο στόμα. Πήγαινα να τη δω και να την παρηγορήσω, αλλά αυτή κοιτούσε το ταβάνι και δεν μιλούσε σε κανέναν. Νομίσαμε ότι θα την χάναμε κι αυτήν. Ούτε ερωτευμένη να ‘ταν. Βογγούσε, αναστέναζε, πεταγόταν στον ύπνο της και φώναζε το όνομα του. Πλήρωσε ο πατέρας της και έφεραν έναν Οβραίο γιατρό από τη Βιέννη, πολύ μεγάλο γιατρό, σπουδαίο. Κι εκείνος είπε πως δεν ήταν παθολογικό, του σώματος, αλλά αρρώστια της ψυχής. Λες και χρειάζεται να σπουδάσεις στη Βιέννη για να το καταλάβεις… Οι άλλες γιατί κλαίγαμε; Επειδή μας πονούσε το πράμα μας; Παπά έφεραν, πρακτικό έφεραν, βεντούζες της κόψανε, κοπριά της δώσανε, τίποτα η Ελένη. Αργόσβηνε σαν το κερί…
Ώσπου, μετά από σαράντα μέρες, σηκώθηκε και άρχισε να τρώει σαν το γουρούνι. Τα Εισόδια ήταν, έτρεξαν όλοι να ανάψουν λαμπάδες για το θαύμα που έκανε η Μεγαλόχαρη. Η Ελένη από την άλλη έμοιαζε να μη θυμάται τίποτα. Έτρωγε και κοιμόταν και σε λίγες μέρες κοκκίνισαν ξανά τα μάγουλα της. Κανείς δεν ήξερε τι είχε συμβεί στ’ αλήθεια. Μόνο εμένα μου είπε…
Ήθελε να πεθάνει η δόλια και είχε αφεθεί στα χέρια του Βαρκάρη. Ο Βαρκάρης την έβαλε να καθίσει σε μια θέση δίπλα στο νερό και πήγαινε. Μαύρο το ποτάμι και γύρω της σκιές που παρακαλούσαν και έκλαιγαν. Η Ελένη είχε το δεξί χέρι στο νερό και κοίταζε την ακτή που ξεμάκραινε. Ήταν ωραία, μου ‘χε πει, ούτε φοβότανε ούτε πονούσε. Μετά ένιωσε ένα τσίμπημα στο μικρό της δακτυλάκι. Γύρισε και είδε ένα ψάρι που κολυμπούσε δίπλα στη βάρκα.
Που πας, Ελένη; τη ρωτάει το ψάρι με τη φωνή του αδελφού της. Που πας κι εδώ δεν είναι μέρος για να βλέπουν τα μάτια σου, δεν είναι μέρος για να φουσκώνει το στήθος σου, εδώ είναι μέρος μόνο για τους νεκρούς.
Νεκρή είμαι κι εγώ χωρίς τον αδελφό μου, του λέει η Ελένη.
Ο αδελφός σου λέει πως πρέπει να γυρίσεις, γιατί είναι βαρύ το νερό που αναπνέει και είναι μαύρο το φαΐ που τρώει, είπε το ψάρι με τη φωνή του αδελφού της.
Αν είναι βαρύ κι αν είναι μαύρο, εγώ μαζί του θα το μοιραστώ, του λέει η Ελένη.
Ο αδελφός σου λέει να γυρίσεις πίσω, γιατί όσο ζεις εκείνος αντέχει το βαρύ νερό που αναπνέει και το μαύρο φαΐ που τρώει, είπε το ψάρι με τη φωνή του αδελφού της.
Και τι να ζω χωρίς αυτόν; του λέει η Ελένη.
Πάλι το ψάρι μίλησε, της μίλησε και είπε:
Γύρισε πίσω, γύρισε, γιατί πολλ’ αφημένα,
έχει ο αδελφός σου και πολλά που θα ‘θελε να κάμει…
Κάνε τα όλ’ αυτά εσύ, φάε και πιες και γλέντα
και τίποτα μη σκιάζεσαι μέχρι να έρθει η ώρα.
Κι όταν θε να ‘ναι και για σε, όταν θα είναι ώρα,
κάτω να ‘ρθείς στη μαύρη γη, εδώ στον Κάτω Κόσμο,
θέλει ν’ ακούσεις θόρυβο, μεγάλη φασαρία,
σα να ‘ταν φτερουγίσματα από χίλιους αγγέλους…
Και θα ‘ρθουνε στα πόδια σου πετούμενα μυριάδες,
αυτές οι γκρίζες οι ψυχές, οι νυχτοπεταλούδες…
Και μόνο τότε έτοιμη θα είσαι συ να φύγεις.
Ζήσε σου λέγει ο αδελφός, βοήθα και τους άλλους…
Έτσι της είπε το ψάρι με τη φωνή του αδελφού της.
~~{}~~
(Επιμέλεια δεκαπεντασύλλαβου: Όττο)