Το πρώτο μέρος “Η Παναγιά σ’ αναπηρικό καρότσι”
Το δεύτερο μέρος “Πόσες υποταγές αξίζει η ζωή μας;”
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Μέσα στον ηλεκτρικό εντοπίζω κάποιον με σύνδρομο Τουρέτ. Αν έχεις διαβάσει δυο-τρία βιβλία του Όλιβερ Σακς δεν είναι δύσκολο.
Στη Βικτώρια, μπαίνει κάποιος με το πυρακτωμένο βλέμμα του μανιακού. Πλησιάζει τον πρώτο επιβάτη και του λέει, κοιτώντας ‘τον στα μάτια:
“Ο Αλέκος σε σκοτώνει κι ο Αντίχριστος γελάει”.
Μετά στον επόμενο και στον επόμενο. Αλέκο μάλλον εννοεί τον Τσίπρα. Ο Αντίχριστος ποιος είναι; Μήπως η Αγορά;
~~{}~~
Είναι Σάββατο απόγευμα στο Θησείο, κι έρχεται To Skouliki Tom.
“Τι θα πεις στην παρουσίαση;” με ρωτάει.
“Δεν ξέρω. Εσύ τι θα πεις;”
“Ούτε κι εγώ ξέρω.”
“Ωραία. Τότε γιατί αγχώνεσαι; Θα πούμε ό,τι μας έρθει.”
Τελικά μιλάμε, συζητάμε για μία ώρα και είκοσι λεπτά. (Η παρουσίαση όπως την ηχογράφησε ο Ομαλός Πολίτης)
Μέχρι που η Αναστασία μου κάνει νόημα να τελειώνω, για να περάσουν και οι επόμενοι, ένας ζογκλέρ κι ένας παραμυθάς.
Κάποιοι έρχονται για να τους υπογράψω το βιβλίο. Ανάμεσα τους ένας με γκρίζα γένια. Κάτι μου θυμίζει, αλλά τι; Τελικά, με τη βοήθεια του, καταλαβαίνω. Στην παρουσίαση της Λεγεώνας των Ψυχών, πριν τρία χρόνια, είχε έρθει μ’ ένα κράνος στο χέρι. Τώρα δεν έχει κράνος, αλλά ένα μωρό. Μεγαλώνουμε όλοι μαζί.
Ο Il Giovanni, γνήσιος Κερκυραίος, μου φωνάζει: “Χαμογέλα και υπέγραφε”.
Η Μυρτώ μου λέει να γράφω τυπικές αφιερώσεις. Μα δεν μπορώ να γράφω τυπικά.
Ένα ζευγάρι με πιάνει στην άκρη και μου λέει να συνεχίσω, να μην πτοούμαι. Κάποιος άλλος, που έχει έρθει με την αδελφή του, μου λέει ενθαρρυντικά λόγια. Όλοι αυτοί φαίνεται να με ξέρουν περισσότερο απ’ όσο με ξέρει η μάνα μου, δεν είναι περίεργο;
~~{}~~
Ο ένας απ’ τη γυφταλβανική τζαζ μπάντα, ο πιο εσωστρεφής, πάει να κοιμηθεί. Μόλις σηκώνεται κάθονται στη θέση δυο τουρίστριες και κοιτιούνται στα μάτια με λατρεία. Αυτοί οι άνθρωποι δεν είναι εχθροί μου.
Το τρένο σταματάει στη μέση του δεν-υπάρχει-φως-έξω, για ν’ αλλάξει μηχανή.
Μέσα στην ησυχία βρίσκω την ευκαιρία και ρωτάω τα παιδιά που παίζουν χαρτιά πώς φαντάζονται, πώς ονειρεύονται το μέλλον τους.
Όλοι, αγόρια και κορίτσια, γύρω στα 18, μιλάνε για ένα ήρεμο μέλλον, “με οικογένεια, το σπιτάκι μας, μια δουλειά, δυο-τρία παιδιά”.
Το όνειρο τους εξαντλείται στην ήρεμη ζωή. Είθε να μη ζήσεις σε ενδιαφέροντες καιρούς.
Παράξενο! Εγώ νόμιζα ότι οι νέοι ονειρεύονται φωτιές, όχι το Μικρό Σπίτι στο Λιβάδι.
“Πρέπει, όμως, να σκεφτείτε κάτι”, τους λέω. “Αυτή την ήρεμη ζωή θα σας αφήσουν να τη ζήσετε;”
Δεν το είχαν σκεφτεί αυτό το ενδεχόμενο
~~{}~~
Στο τέλος της βραδιάς γνωρίζω και τα παιδιά του Νόστιμον Ήμαρ. Χαμογελαστοί κι ανεπιτήδευτοι. Αυτοί οι άνθρωποι δεν είναι εχθροί μου. Κι αναρωτιέμαι, την επόμενη μέρα και κάθε μέρα: Ποιοι είναι οι εχθροί;
Δεν είναι δύσκολο να το καταλάβεις. Όλοι εκείνοι που νομίζουν ότι είμαστε χρήσιμα εξαρτήματα ή άχρηστα υποκείμενα. Όλοι αυτοί που ποντάρουν στην υποταγή μας και κερδίζουν πολλά, χάρη σ’ αυτήν.
“Βγάζω 100.000 υποταγές τον μήνα”.
~~{}~~
Φτάνουμε στη Λάρισα. Η Πηνελόπη με τη συνοδεία της κατεβαίνει. Η γυφταλβανική τζαζ μπάντα πάει για ύπνο. Η καθαρίστρια μαζεύει τα σκουπίδια.
Ησυχία, νωρίς το πρωί. Μόνο τα φώτα απέξω κινούνται.
Εύχομαι να κοιμηθώ κι εγώ λιγάκι. Να ηρεμήσω. Σαν ένας δεκαοχτάχρονος που ονειρεύεται το μέλλον του.