Ήταν η πρώτη Κυριακή με καλό καιρό κι η παραλία είχε γεμίσει κόσμο και μυρωδιές. Ο Αχμέτ κατέβηκε από ένα μεγάλο μαύρο φορτηγό. Κουβαλούσε μια θήκη κοντραμπάσου. Πήγε ως την άκρη της παραλίας κι έστησε την ψάθα του. Γύρισε προς την ανατολή και προσευχήθηκε γονυπετής.
Οι περισσότεροι περνούσαν όσο πιο μακριά μπορούσαν. Ακούστηκαν και καναδυό “τράβα στη χώρα σου, βρωμιάρη”. Τέλειωσε την προσευχή, στάθηκε όρθιος κι έπιασε τη θήκη. Έπειτα φώναξε “Αλλάχ ου άκμπαρ” και πέταξε τη θήκη του κοντραμπάσου στη θάλασσα.
~
Η θήκη εξερράγη με δυνατό κρότο. Σ’ εκείνο το σημείο δεν υπήρχαν λουόμενοι. Όλοι γύρισαν και τον κοίταξαν. Πανικόβλητοι, άρχισαν να τρέχουν μακριά απ’ τον Αχμέτ.
Εκείνος έπεσε στο έδαφος και ψέλλιζε κλαίγοντας. Η αποστολή που του είχε ανατεθεί μάλλον είχε αποτύχει. Ή ίσως αυτό το περιστατικό να ήταν αντιπερισπασμός, ώστε να παραπλανηθούν οι Αρχές.
~
Όταν συνάντησα τον Αχμέτ στη φυλακή δεν μιλούσε, δεν έτρωγε, δεν έκανε τίποτα. Καθόταν με το κεφάλι σκυφτό και ώρες ώρες ταλαντευόταν όπως οι αυτιστικοί μπρος-πίσω. Τον πήρα υπό την προστασία μου και χωρίς πολλές ερωτήσεις, προσπάθησα να τον κάνω να ηρεμήσει. Πράγματι, σιγά σιγά, άρχισε να μ’ εμπιστεύεται, να χαλαρώνει, να τρώει λίγο από τα σκατοφαγητά που μας έδιναν. Ώσπου μια μέρα μου μίλησε:
“Ήρθα στην Ελλάδα για να βρω δουλειά και να στέλνω χρήματα στην οικογένειά μου στην πατρίδα. Πέντε χρόνια τώρα δεν ενόχλησα κανέναν, παρ’ όλο που μ’ ενόχλησαν πολλοί. Έκανα υπομονή και περίμενα να μεγαλώσουν τα παιδιά. Μα τα πράγματα χειροτέρεψαν. Ο πόλεμος αφάνισε τόσους, που η πόλη όπου γεννήθηκα δεν υπάρχει πλέον ως πόλη. Η οικογένειά μου μετακινήθηκε. Κάποια στιγμή έχασα επαφή και τα ίχνη τους. Τότε περίπου ήταν που με πλησίασαν οι δικοί μας.
“Μας έχουν πηδήξει οι δυτικοί”, μου είπαν, “πρέπει ν’ αντιδράσουμε”. Η οργή μ’ έπνιγε, η απελπισία είχε κολλήσει στο μυαλό μου. Αποφάσισα να το κάνω. Όλα είχαν οργανωθεί στην εντέλεια. Η έκρηξη θα γινόταν στην παραλία, σε ώρα αιχμής. Μια έκρηξη μετά μουσικής, μια βόμβα μέσα σ’ ένα κοντραμπάσο.
Το προηγούμενο βράδυ, όμως, είδα στις ειδήσεις το ναυάγιο. Είδα έναν άντρα να βγάζει νεκρό τον γιο μου από τη θάλασσα.
Κι έπειτα, το απόγευμα της άλλης μέρας, όταν είχα τη βόμβα, είδα άλλα αγόρια, ξένα, να περνούν στην παραλία. Αγόρια που μοιάζαν τόσο μεταξύ τους. Και με το δικό μου. Όλα τ’ αγόρια μοιάζουν μεταξύ τους. Κι ο Μωάμεθ ήταν κάποτε παιδί. Λιγοψύχησα. Το μετάνιωσα. Και πρόδωσα τους δικούς μου.
Τη θάλασσα, όμως, ναι, τη θάλασσα την εκδικήθηκα. Γι’ αυτό και δεν με νοιάζει τώρα που είμαι εδώ. Και αν ποτέ μου βγω, πάλι θα την εκδικηθώ τη θάλασσα, πάλι θα την χτυπήσω”.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Αυτό το κείμενο γράφτηκε συνεργατικά στο Συνεργείο Δημιουργικής Γραφής, ως παιχνίδι πάνω στις οπτικές γωνιές. Πρώτα η απόλυτα αντικειμενική οπτική γωνία, μετά εκείνη του αναξιόπιστου αφηγητή και τέλος η υποκειμενική πρωτοπρόσωπη.
Έγραψαν οι Άννα Ραμάλ, Αναστασία και Παύλος.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Η φωτογραφία είναι της Nikki Boon “Raw childhood”, New Zealand