από τη Νατάσα Τόλιου
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Τον αγάπησα το Νικόλα και τον παντρεύτηκα με το έτσι θέλω, ενώ η οικογένεια μου είχε αντιρρήσεις. Βλέπεις ήταν κομμουνιστής.
«Τόσα παλληκάρια έχει ο τόπος μας, αυτό το κουμμούνι βρήκες;» φώναζαν τα αδέρφια μου μανιασμένα.
Η οικογένεια του Νικόλα ήταν η μόνη αριστερή οικογένεια στο χωριό μας, οι δικοί μου δεξιοί ως το κόκκαλο, μα η καρδιά ακούει; δεν ακούει, μόνη της πάει κ διαλέγει κ μεθάει, πώς να τη συμμαζέψεις; Η αλήθεια είναι πως μου άρεσαν κι αυτά που άκουγα από τον Νικόλα μου. Είχε αγάπη στην καρδιά του, «γι’ αυτό» έλεγε «πρέπει ν’ αγωνιστούμε, επειδή αγαπάμε τον άνθρωπο, επειδή θέλουμε όλοι οι άνθρωποι να ζουν με αξιοπρέπεια, να έχουν όσα χρειάζονται για να μπορούν να χαίρονται και να περπατούν περήφανοι. Για το δίκιο του κάθε ανθρώπου, γι’ αυτό θα αγωνιστούμε, Τασία» .
Μαγεύτηκα εγώ, με κλείσανε τα αδέρφια μου στο σπίτι να μη τον ξαναδώ, μα τι τα θες; Λίγο που σταμάτησα να τρώω, πολύ που ο Νικόλας είχε κληρονομήσει μια περιουσία από τον παππού του – λέγανε μάλιστα πως είχε ο παππούς τενεκέδες λίρες – πείστηκαν κι έγινε ο γάμος.
Ήμουν ευτυχισμένη στο πλευρό του άντρα μου κάμποσο καιρό, μα ήρθαν τα δύσκολα χρόνια.
Άρχισαν τότε να κυνηγούν με λύσσα τους κομμουνιστές. Του στήσανε καρτέρι του Νικόλα ένα βράδυ και τον ρημάξανε στο ξύλο οι άναντροι, καμιά δεκαριά κτήνη με στυλιάρια και αξίνες τον χτυπούσαν. Πώς κατάφερε και ξέφυγε ποτέ δε μπόρεσα να μάθω. Ήρθε με χίλιες προφυλάξεις το βράδυ από το σπίτι κι ήταν όλος μια πληγή.
Ποτάμι τρέχανε τα δάκρυα μου που τον είδα «τι σου κάνανε άντρα μου» ψιθύρισα. Τα κουτσούβελα μαζεύτηκαν κι έκλαιγαν με λυγμούς, και πώς να τα αγκαλιάσει να τα αποχαιρετήσει που κάθε του κίνηση ένας πόνος ανυπόφορος ήταν.
Έφυγε το ίδιο βράδυ, τον φυγάδευσαν οι σύντροφοι στο εξωτερικό για να τον γλυτώσουν από το μίσος των θηρίων. Εμένα, εμάς, ποιος θα μας γλιτώσει;
Έμεινα έρημη, με πέντε παιδιά. Τέσσερα τα δικά μας κι ένα κορίτσι ακόμα μιας ξαδέρφης που το γέννησε, μα ήταν πάμφτωχη και δε μπορούσε να το μεγαλώσει, το πήραμε εμείς, σα δικό μας το αγαπήσαμε.
Τα ξημερώματα της ίδιας μέρας με βρήκαν ζαρωμένη κοντά στο τζάκι, να προσπαθώ να βρω τη δύναμη να αντέξω το κακό που μας βρήκε. Και τότε έμαθα στο πετσί μου πως το κακό πάντα μπορεί να γίνει και χειρότερο…
~~{}~~
Χτυπήματα βαριά ακούστηκαν στην πόρτα που δεν άντεξε και πολύ και υποχώρησε. Μπούκαραν τότε μέσα τέσσερις θεόρατοι παλικαράδες και βρίζοντας κλωτσώντας και χτυπώντας με άρπαξαν και με έσυραν έξω. Εγώ είχα έννοια τα παιδιά, τους φώναζα να φύγουν να σκορπίσουν μη τα βρει κανά κακό. Εκείνα είχαν αγαλματώσει και κλαίγανε βουβά. Νωρίς μάθανε τον πόνο τους να τον καταπίνουν, να τον κρύβουν.
Με σύρανε με κλωτσιές και μπουνιές, στην πλατεία του χωριού και με ξύλα με χτυπούσαν, μου ξερίζωναν τα μαλλιά και ούρλιαζαν απαιτώντας να τους πω που κρυβόταν ο Νικόλας. Να προδώσω εγώ τον Νικόλα μου, «κάλλιο να με σκοτώσετε τούτη τη στιγμή» έφτυσα στα μούτρα τους. Ο γιος μου ο μεγάλος έτρεξε στον αδερφό μου για βοήθεια , «θείε φώναζε έβγα να βοηθήσεις, σκοτώνουν τη μάνα μου».
Ούτε του απάντησαν, ούτε στην πόρτα βγήκαν, ούτε φανήκαν φυσικά κι ας ήτανε δικοί τους. Φοβήθηκαν κι οι ίδιοι; Δε νοιάστηκαν; Δε ξέρω να πω. Ούτε το παιδί μου μάζεψαν να το δώσουν μια γουλιά νερό που χε πλαντάξει. Από τότε έπαψα να λογαριάζω αδέρφια.
Το στερνοπούλι, ο Θεολόγης μου, εξαφανίστηκε κείνες τις μέρες. Με ετούτα και με κείνα κανείς δε το κατάλαβε πως έλειπε. Μια βδομάδα έλειψε και δε το νοιάστηκα η κακούργα με όλα τούτα που είχα στην γκλάβα μου. Είδε κι απόειδε το έρμο το παιδάκι μου, πήρε αγκαλιά το φόβο του και γύρισε τρέμοντας και παραπατώντας. Μια εβδομάδα αφάγωτο και χωρίς στάλα νερό να βάνει στο στόμα του. Σε ένα παρατημένο στάβλο είχε λέει κουρνιάσει. Τεσσάρω χρονώ ήτανε δεν ήτανε. Ένα πρόσωπο μόνο μάτια γεμάτα τρόμο αντίκρισα μόλις φάνηκε. Μάτια ορθάνοιχτα μα κατάστεγνα που δε μπόρεσαν ποτέ πια να κλάψουν, ίσως για να μη ξεχάσουν, ίσως πάλι από φόβο πως αν δακρύσουν θα γίνει χείμαρρος που θα μας πνίξει. Αχ, παιδάκι μου!
Πώς να μερέψεις τον φόβο ενός παιδιού, πώς να γλυκάνεις την ψυχούλα του που του τη μαυρίσανε οι κακούργοι. Πώς να βρεις το κουράγιο, τη δύναμη να εξηγήσεις τα ανεξήγητα, να χαϊδέψεις, να απαλύνεις και να γιατρέψεις την καρδιά του όταν η δική σου καρδιά είναι πέτρα μαύρη ασήκωτη. Όταν τα χέρια σου, τα φτερά σου, στα έχουνε σπάσει πώς να αγκαλιάσεις, όταν η ψυχή σου είναι κομμάτια πώς να παρηγορήσεις.
Κι όταν έχεις να ταΐσεις μόνη σου τόσα στόματα πώς να προκάμεις να τα κάνεις όλα τούτα. Όταν το μόνο που θες είναι να πέσεις κατάχαμα και να κλαις ,να κλαις όσο να σε πάρει ο ύπνος, κι όταν ξυπνήσεις να δεις πως όλα αυτά ήταν ένα κακό όνειρο που έφυγε και πάει.
Τίποτα δεν έκαμα. Δεν πρόλαβα. Δύο μερόνυχτα έμεινα μόνο με τα παιδιά μου να γλείφω τις πληγές μου και να προσπαθώ να συνεφέρω κι εκείνα. Ύστερα, ένα ξημέρωμα πάλι, ήρθαν και μ’ άρπαξαν.
~~{}~~
Εξορία είπαν. Εξορία επειδή αγάπησα τον άντρα μου, εξορία επειδή δεν πρόδωσα, εξορία επειδή ονειρεύτηκα κι εγώ μαζί του έναν πιο δίκαιο κόσμο.
Μες τις πληγές και τα δάκρυα ταξίδεψα. Όταν δεν έκλαιγα ήμουν λιπόθυμη από την εξάντληση και τον πόνο. Τότε είδα και τις αντοχές του ανθρώπου μα και τους τρόπους του να τα βγάζει πέρα. Δε με άφηνε το έρμο το καταματωμένο σώμα μου να νιώσω πόνο, το μυαλό μου με έπαιρνε μακριά, με ταξίδευε. Σα να μην ήμουν εκεί, σα να μην ήμουν εγώ. Κλείνανε μόνα τους τα μάτια μου και χανόμουν σε άλλους κόσμους. Σε ένα τέτοιο ταξίδι είδα και τον Νικόλα μου, «καλά είμαι κορίτσι μου», μου είπε κι αναθάρρησα, « τα κατάφερε ο Νικόλας μου, γλίτωσε» σκέφτηκα, μα ύστερα κούνησε λυπημένος το χέρι του σε χαιρετισμό και χάθηκε πάλι, «μην αργήσει να γυρίσεις άντρα μου» του φώναξα, μα φαίνεται δεν άκουσε..
Κάποια στιγμή, μέρες ή ώρες μετά ήτανε, ούτε που κατάλαβα, ξύπνησα κι είχαμε φτάσει σε ένα νησί, την Ικαρία .
Μας κατέβασαν, γυναίκες όλες, με σπρωξιές ,κλωτσιές και βρισιές, άντεχες δεν άντεχες έπρεπε να τρέχεις , κι ας ήσουν νηστική κι ας μη σε κρατούσαν τα πόδια σου. Εγώ μπουκιά δεν είχα βάλει στο στόμα μου, μια γουλιά νερό μοναχά μου είχε δώσει μια γυναίκα. Μαρία τη λέγανε, καλή της ώρα. «Έλα συντρόφισσα», μου είπε, «πιες μια γουλιά να δροσιστείς»
Έτσι έγινα συντρόφισσα εκείνων των γυναικών που τις ξερίζωσαν από τα σπίτια τους, τις πήραν από τους γονιούς τους, άλλες με τα μωρά αγκαλιά κι άλλες με την κοιλιά στο στόμα. Τι κακό θα τους κάνανε άραγε αυτές οι γυναίκες; «Έπρεπε λέει να πατάξουν τον κομμουνισμόν που ητο εξόχως επικίνδυνος».
Κατέβαιναν λοιπόν οι μικρομάνες κρατώντας σφιχτά το χέρι των παιδιών τους μη τύχει κ τους φύγουν και τα χάσουν. Και κρατούσαν το δάκρυα τους κι έκρυβαν το φόβο τους για χάρη αυτών των παιδιών, να μη φοβηθούν, να μη χάσουν έστω κι έτσι, έστω κι εδώ, όση από την αθωότητα τους έμεινε.
Έβλεπα αυτά τα παιδιά, κρεμασμένα στην αγκαλιά ή στη φούστα της μάνα τους τα μεγαλύτερα και ίδρωνα καθώς στο νου μου έρχονταν τα δικά μου τα κουτσούβελα που βρέθηκαν πεντάρφανα από τη μια στιγμή στην άλλη σε έναν αφιλόξενο για αυτά τόπο.
Ποιος θα τα νοιαστεί άραγε ; Θα βρεθεί κάποιος να τους δώσει ένα κομμάτι ψωμί ή θα μου πεθάνουν από την πείνα; « Η μεγάλη μου η Αγγελούδα είναι έξυπνη και σοβαρή κάτι θα σκαρφιστεί, δε μπορεί», παρηγορούσα τον εαυτό μου, αλλά τα μάτια μου δεν έλεγαν να σταματήσουν να βουρκώνουν και λες κ δεν ήθελαν να ξεχάσω ποτέ ό,τι ζήσαμε, είναι από τότε, χρόνια πια μετά, πάντα υγρά, πάντα δακρυσμένα.
Ο γιος αδάκρυτος κι η μάνα πάντα δακρυσμένη , τι μηνύματα δίνει η ζωή και τι παιχνίδια παίζει..
Οι μέρες κυλούσαν βαριές στο νησί, η μια ίδια με την άλλη στην ασκήμια.
Το φαΐ μας ένα ξεροκόμματο ήταν που το μουσκεύαμε στο νεράκι για να μπορέσουμε να το καταπιούμε. Το νερό, λιγοστό κι αυτό. Οι μάνες έτρωγαν σα σπουργίτια για να χορτάσουν τα παιδιά τους, Μόνο τότε ένιωθαν κι εκείνες πως είχαν χορτάσει.
Κάναμε διάφορες δουλειές, τη λάτρα της μέρας κι ότι άλλο μας ζητούσαν, υπό το άγρυπνο βλέμμα των στρατιωτών. Τα βράδια μαζευόμασταν και τραγουδούσαμε, τραγούδια για τη λεφτεριά, για τον αγώνα Έκαναν ότι μπορούσαν για να μας εμποδίσουν όμως ένα βράδυ είδα τον ένα φύλακα να ακούει το τραγούδι μας και να δακρύζει. Αμούστακο παιδί ήταν, το πόνεσα, «τι έχεις και κλαις εσύ ;»τον ρώτησα. «Σε κάποιο άλλο ξερονήσι αυτή τη στιγμή είναι ο πατέρας μου» ψιθύρισε μέσα στους λυγμούς του «και τραγουδάει τα τραγούδια σας».
Φανταράκι ήταν που έκανε τη θητεία του, μα επειδή ήταν από αριστερή οικογένεια τον έστειλαν στο νησί. Είχε κι ανθρώπους με καρδιά λοιπόν ανάμεσα στους φύλακες .
Οι ελεύθερες ώρες ήταν αρκετές . Τριγυρίσαμε όσο μπορούσαμε κι όσο μας επέτρεπαν το νησί. Οι κάτοικοι του στην αρχή μας κοιτούσαν γεμάτοι καχυποψία και θυμό, ποιος ξέρει πόσα άσχημα τους είχαν πει για μας. Με το πέρασμα του χρόνου, γνωρίστηκαν με κάποιες από τις κρατούμενες , είδαν ότι δεν είχαν να κάνουν με θηρία αλλά με γυναίκες απλές, βασανισμένες , περήφανες κ ημέρωσαν κι αυτοί, μας συμπάθησαν κι έπειτα άρχισαν να μας βοηθούν. Ήταν σίγουρα άνθρωποι έξυπνοι κι ανοιχτόμυαλοι μα και με μεγάλη καρδιά, γι αυτό και μας αγκάλιασαν.
~~{}~~
Ένα πρωί ξύπνησα από κραυγές και κλάματα. Ερχόντουσαν από την μεριά που έμεναν οι μάνες με τα παιδιά τους. Μαζί μου ξύπνησαν κι οι άλλες γυναίκες και βγήκαμε έξω να μάθουμε τι έγινε.
Μεγάλη αναμπουμπούλα επικρατούσε . Οι γυναίκες τρέχανε πάνω κάτω πανικόβλητες σέρνοντας τα παιδιά στο πλάι τους που είχαν αρχίσει να κλαίνε χωρίς να έχουν καταλάβει καλά καλά το γιατί. Τους έφτανε ο τρόμος της μάνας.
Κι ύστερα γίνηκε το μεγάλο κακό.
Ήρθαν οι κακούργοι κι άρπαζαν τα παιδιά από τις αγκαλιές, ξεκολλούσαν παιδικά χέρια από τις φούστες των μανάδων, αυτά ούρλιαζαν μ ένα κλάμα απόγνωσης που εύχομαι ποτέ να μη το ξανακούσει άνθρωπος , ο τρόμος ήταν ζωγραφισμένος στα μάτια τους, η ψυχή τους κρεμόταν στα χείλη τους, έκλαιγαν, φώναζαν, σερνόντουσαν στα χώματα της αυλής και στα τσιμέντα.
Κι οι αλφαμίτες με μίσος, με λύσσα στα μάτια, χωρίς ίχνος ελέους τα τραβολογούσαν, τα κλωτσούσαν, τα έσερναν από τα μαλλιά προσπαθώντας με κάθε τρόπο να τα απομακρύνουν από το αίμα τους. Πώς γίνεται και σκληραίνει έτσι η καρδιά του ανθρώπου, πως μπορείς να σέρνεις ένα μωρό παιδί να το γεμίζεις πληγές από τα χτυπήματα, να το κλέβεις από την αγκαλιά της μάνας του, να του κομματιάζεις την ψυχή κι ύστερα να κοιμάσαι ήσυχος.
Γιατί ήσυχοι κοιμόντουσαν, δε γίνεται αλλιώς , αλλιώς θα αυτοκτονούσαν, δε θα άντεχαν να βλέπουν αυτό το κτήνος που έσκιζε τις καρδιές των ανθρώπων, που καταδίκαζε στον αιώνιο πόνο μωρά παιδιά. Αυτό το κτήνος που ζούσε μέσα τους.
Κλαίγανε και χτυπιόντουσαν κι οι μάνες, βρίζανε και μετά παρακαλούσαν για οίκτο, «μη μου παίρνετε το παιδί μου, σας παρακαλώ μη, θα κάνω ό,τι θέλετε, θα υπογράψω ό,τι θέλετε, μόνο αφήστε με να το κρατήσω, είναι βυζανιάρικο ακόμα δε το βλέπετε; Δε θα αντέξει μακριά μου» εκλιπαρούσε η Μαρία , μια γυναίκα περήφανη που άντεξε όλα τα βασανιστήρια μα τώρα λύγισε σα κλαράκι μπροστά στο χαμό του παιδιού της. Κανείς δε τη λυπήθηκε, κανείς δεν έδωσε την παραμικρή σημασία στα λόγια και στην αγωνία της, της απάντησε μόνο κάποιος από αυτούς « να μη πηδιόσουν μωρή με τα κομμούνια , εμείς σου φταίμε τώρα;» Έπεσε η Μαρία στα τσιμέντα μπρούμυτα και σπαρταρούσε κι έκλαιγε το κοριτσάκι της που το αρπάξανε πριν καλά καλά χρονίσει.
«Να μας ευγνωμονείτε πρέπει, θα τα σώσουμε τα παιδιά σας από την κακή επιρροή σας, θα μεγαλώσουν σωστά με ήθος και αρχές, βρωμιάρες» συνέχισε μια φωνή.
Όταν πήρανε όλα τα παιδιά, μαζεύτηκαν όλες οι γυναίκες η μια δίπλα στην άλλη, κολλητά, όλες μαζί ένα, το ένα μάγουλο να ζεσταίνει το άλλο, η μια χούφτα να σφίγγει την άλλη, να στηρίξουν και να στηριχτούν, να αντέξουν το καυτό αυτό σίδερο που χώθηκε στις καρδιές τους. Κι έγινε τότε μια σιγή μεγάλη που σου σήκωνε την τρίχα, μια σιγή πιο βροντερή από την κραυγή κι ύστερα ακούστηκε το πρώτο μοιρολόι.
Βελούδινη η φωνή της Αθηνάς, γέμιζε τα μάτια δάκρυα.
«περνάει η Μάνα, γονατίστε,
η μαύρη Μάνα
Στήθος κλειστό σαν ιερό εκκλησιάς
βουβής
Μερονυχτίς ηχολογάνε νοερά της,
Τα σκοπευτήρια που ματώσαν τα
όνειρά της
Καταμεσίς στο πανηγύρι της ζωής»
Έτσι χάθηκαν όλα τα παιδάκια , χάθηκε η χαρά, οι φωνούλες οι πρόσχαρες που μας έδιναν ελπίδα. Εξαφανίστηκαν σαν από προσώπου γης και καμία μας μήτε τα ξαναείδε μήτε τα ξανάκουσε όσο ήμασταν στο νησί.
Κι εγώ που ως τότε έκλαιγα που δεν έβλεπα τα παιδιά μου, ένιωσα μέσα μου μια κρυφή χαρά που δε τόλμησα να την ομολογήσω, που τα δικά μου παιδιά ίσως γλίτωσαν, ίσως δεν είναι στα χέρια τους, ίσως ζουν ελεύθερα στα βουνά και στα χωράφια του τόπου μου.
Γιατί πάνω από την ελευθερία άλλο δεν έχω.
~~~
* Τα παιδιά αυτά μεταφέρθηκαν στα αναμορφωτήρια της Φρειδερίκης. Η αρπαγή έχει χαρακτηριστεί ως απαγωγή.
Όταν ελευθερώθηκαν οι γυναίκες έκαναν δυο και τρία χρόνια να ξαναβρούν τα παιδιά τους.
Κάποια δε βρέθηκαν ποτέ αφού δόθηκαν σε χώρες του εξωτερικού για υιοθεσία.