Ο Ραλλού ήταν σκύλος.
Ένας σκύλος αδέσποτος, ημίαιμος, φουντωτός και τρίποδος.
Ο Ραλλού ήταν τρίποδος σαν καμβάς.
Όταν ήταν έφηβος είχε ένα αυτοκινητιστικό ατύχημα.
Ο γιατρός είπε: “Δυστυχώς δε θα ξαναπαίξει ποτέ πιάνο”.
Το δεξί του “χέρι” κρεμόταν άψυχο. Χωρίς κρέας, μυς, νεύρα, φλέβες και αίμα.
Μόνο κόκαλα και τρίχες.
Του άρεσε να βγαίνει έξω όταν έβρεχε.
Κοιτούσε το δρόμο με τα καστανά του μάτια και έστριβε το μουστάκι του.
Κάθε βράδυ με συνόδευε στο σπίτι κουτσαίνοντας και ξάπλωνε στο χαλάκι της εξώπορτας.
Άνοιγα την πόρτα και του φώναζα να μπει μέσα για να μην κρυώνει.
Αυτός κοιτούσε τους τέσσερις τοίχους και μου χαμογελούσε συγκαταβατικά.
Κοιμόταν εκεί έξω ως το πρωί.
Όταν με έβλεπε να διασχίζω το δρόμο γάβγιζε, σαν να ήθελε να μου πω να προσέχω.
Γάβγιζε μόνο μια φορά. Δεν του άρεσαν τα πολλά λόγια.
Κι ενώ τα πήγαινε καλά με τα άπτερα, δίποδα και αχάριστα όντα
-που αυτοαποκαλούνται άνθρωποι- φοβόταν κάθε τετράποδο ον.
Απέφευγε τα αυτοκίνητα, τις γάτες και τους καναπέδες.
Ναι, είναι αλήθεια, ο Ραλλού δεν πλησίασε ποτέ θηλυκιά.
Πολλές τον προκαλέσανε, αλλά αυτός προτιμούσε να εκτονώνεται σε παπούτσια.
Ένα πρωί ο Ραλλού έφαγε φόλα.
Σπαρταρούσε πολλές ώρες στο πεζοδρόμιο μέχρι να πεθάνει.
Το πτώμα του το πετάξανε σε έναν κάδο απορριμάτων.
Τον βρήκα και τον έθαψα κάτω από μια καρυδιά.
Και ξέρετε τι κατασκευάζεται από ξύλο καρυδιάς.