Η αληθινή ιστορία ενός διορισμένου πρωθυπουργού, μέρος 2ον

0
235

“Ορφάνια και Καιροσκοπία”

Καθόλου εύκολο δεν ήταν εκείνα τα χρόνια, που ακολούθησαν της Κατοχής και του Εμφυλίου το σπαραγμό, να μεγαλώσει ένα παιδί. Όταν μάλιστα αυτό το παιδί τύχαινε να είναι και ορφανό από πατέρα.
Ο Λουκάς είχε στιγματιστεί. Όλοι ήξεραν ότι ο πατέρας του είχε υπάρξει συνεργάτης των κατακτητών, γι’ αυτό άλλωστε και σφαγιάστηκε μαζί με τους δώδεκα αποστολικούς του γιους.
Έτσι η μάνα του πήρε τη σκληρή απόφαση να εγκαταλείψουν το μέρος όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε τα αδικοχαμένα παιδιά της και να χαθεί, μαζί με το μόνο που της είχε απομείνει, στην ανωνυμία της Αθήνας.
Ο Λουκάς εκεί αναγκάστηκε να κάνει τις χειρότερες δουλειές. Έγινε λούστρος και ξεροστάλιαζε όλο το απόγευμα στην πλατεία Ομονοίας για να βγάλει δυο δεκάρες. Μόλις βράδιαζε κατέβαινε στα κακόφημα σοκάκια της Τρούμπας και ψάρευε αμερικάνους ναύτες για το «Σπίτι» της Μάρως, μιας θεόρατης τσατσάς, η οποία τον αντάμειβε με ένα πιάτο φαΐ και δωρεάν εισιτήρια για τον κινηματογράφο. Γυρνούσε λίγο πριν ξημερώσει στο σπίτι του, ένα πανάθλιο δωμάτιο μιας λαϊκής πολυκατοικίας με τον αριθμό «Δέκα», και άνοιγε τα βιβλία του για να διαβάσει. Αλλά συνήθως τον έπαιρνε ο ύπνος μετά τη δεύτερη πρόταση.
Στον ύπνο του έβλεπε σχεδόν πάντα το ίδιο όνειρο, το οποίο δεν μπορούσε να καταλάβει: Εκείνος μιλούσε σε μια ομάδα από γλοιώδη ανθρωπάρια που τον χειροκροτούσαν σε κάθε του λέξη. Μετά γυάλιζε τις μπότες ενός Γερμανού αξιωματικού των Ες-Ες. Και ξυπνούσε τρομαγμένος όταν έβλεπε να βάζει στο μπουρδέλο της Μάρως έναν αμερικάνο, αλλά η μόνη διαθέσιμη πόρνη ήταν η μητέρα του.
Στο σχολείο δεν ήταν ο χειρότερος μαθητής. Υπήρχε και ο Γιωργάκης, ένα ψηλό παιδί με δείγματα πρώιμης φαλάκρας στο άδειο κρανίο του. Αυτοί οι δύο, μαζί με τον Αντώνη, ο οποίος είχε κάποιο πρόβλημα μνήμης, τόσο που δε θυμόταν καν τι είχε πει την προηγούμενη μέρα, αποτελούσαν το στόχο των πειραγμάτων όλων των άλλων παιδιών.
Ο Λουκάς θα είχε ενδεχομένως καταποντιστεί κάτω από την ανελέητη φτώχεια που τον κατέτρεχε αν δεν είχε τη μάνα του να του θυμίζει τον ιερό του σκοπό.
«Μην ξεχνάς», του έλεγε με τα μάτια της να τον εμβολίζουν σαν της Κατίνας Παξινού. «Πρέπει να εκδικηθείς όλους τους Κουκουέδες.»
Νεαρό παλικαράκι πια, με το σώμα του να έχει νωρίτερα ανδρωθεί, από τις κακουχίες και τις στερήσεις, αποφάσισε να βάλει μπρος την εκδίκηση του.
Πρώτος του στόχος ήταν οι κρυπτομοφυλόφιλοι. Τους έβρισκε στα στενά της Τρούμπας και τους παράσερνε σε σκοτεινά σοκάκια, υποσχόμενος απαγορευμένες απολαύσεις. Εκεί τον περίμεναν οι κρετίνοι σύντροφοι του, φορώντας πάντα τις κουκούλες τους. Και οι τρεις μαζί επιτίθονταν στο θύμα τους και το ξεκάνανε πριν προλάβει να αντιληφθεί τι του συνέβαινε. Ο Λουκάς είχε βαφτίσει αυτή την στρατηγική «δόγμα του σοκ» και ήταν πάντα επιτυχημένη. Στο τέλος μοιράζονταν στα τρία τα ματωμένα λάφυρα.
Τύψεις δεν ένιωθαν. Ο Λουκάς έμοιαζε να μην έχει συναισθήματα. Ο Γιωργάκης ήταν τόσο ηλίθιος που δεν ήξερε τι συνέβαινε. Και ο Αντώνης, με την προβληματική μνήμη, ξεχνούσε αμέσως τη δολοφονία και ξεκινούσε να μιλάει για την νέα ταινία που έπαιζε ο κινηματογράφος.
Με αυτόν τον τρόπο ο Λουκάς κατάφερε να τελειώσει τις τρεις πρώτες τάξεις του γυμνασίου χωρίς να πεινάσει –και εκπλήρωσε το πρώτο μέρος της υπόσχεσης του. Δεκάδες κρυπτομοφυλόφιλοι –και άλλοι τόσοι άτυχοι που βρεθήκανε στο λάθος μέρος τη λάθος στιγμή- κατακρεουργήθηκαν από τους έφηβους κουκουλοφόρους.
Τότε όμως ο Λουκάς αντιλήφθηκε ότι δε θα κατάφερνε τίποτα παραπάνω αν συνέχιζε να πηγαίνει σε δημόσιο σχολείο. Αν ήθελε να πλήξει τους πανταχού παντού κομμουνιστές έπρεπε να ανελιχτεί κοινωνικά. Και για να το κάνει αυτό έπρεπε να περάσει από το σημαντικότερο εκπαιδευτικό ίδρυμα: Το Κολέγιο Αθηνών.
Τα χρήματα που έβγαζε δολοφονώντας κρυπτομοφυλόφιλους σίγουρα δεν του έφταναν για να πληρώνει τα δίδακτρα. Όμως ο Λουκάς ήταν αποφασισμένος και αυτή θα ήταν η ιδιαιτερότητα του χαρακτήρα του που θα τον έκανε πρωθυπουργό κάποτε. Προκειμένου να πετύχει το στόχο του θα πατούσε επί πτωμάτων, θα πουλούσε ακόμα και την ίδια του τη μάνα. Και αυτό ακριβώς έκανε.
Έμαθε, με τη βοήθεια των ηλίθιων συνεργών του, ότι ο διευθυντής του κολεγίου ήταν μεγάλος γυναικάς. Παρότι παντρεμένος δεν άφηνε θηλυκή γάτα αγάμητη –και συγχωρέστε με για τα «γαλλικά» μου.
Δεν του ήταν δύσκολο να πείσει τη μητέρα του. Εκείνη θα έκανε τα πάντα για να δει το παιδί της μια μέρα πρωθυπουργό. Και ευτυχώς, παρά την ηλικία της και τις δεκατρείς της γέννες, κρατιόταν σε καλή κατάσταση. Η πείνα φτιάχνει σιλουέτα, όπως έλεγαν και οι αρχαίοι ημών πρόγονοι.
Έστησαν στο διευθυντή του κολεγίου μια εξόχως μελετημένη παγίδα και εκείνος έπεσε μέσα με τα μούτρα. Προκειμένου να μη θυσιάσει την οικογενειακή του ευτυχία και την επαγγελματική του υπόσταση, δέχτηκε να παράσχει πλήρη υποτροφία στο γιο της ατιμασμένης και στους δυο ηλίθιους φίλους του.
Ο Λουκάς βρέθηκε να σπουδάζει ανάμεσα στην αφρόκρεμα της παρηκμασμένης ήδη ελληνικής κοινωνίας. Δεν ήταν ο χειρότερος μαθητής, αφού υπήρχαν πάντα ο Γιωργάκης και ο Αντώνης, αλλά ο χειροπόδαρα δεμένος διευθυντής δεν τολμούσε να τους αφαιρέσει την υποτροφία.
Μόλις τέλειωσε το κολέγιο τον κάλεσαν να υπηρετήσει τα στρατιωτικά του καθήκοντα. Όμως κρίθηκε ακατάλληλος να κρατήσει όπλο και τον έστειλαν στην υπηρεσία διακομιδής απορριμμάτων, στο σκουπιδιάρικο, για να είμαστε πιο σαφείς.
Η τύχη ευνοεί τους τολμηρούς και μια μέρα που ο Λουκάς μάζευε τα χαρτιά του στρατηγείου ανακάλυψε το τσαλακωμένο προσχέδιο μιας επιστολής που έστελνε ο στρατηγός στο βασιλιά. Οι στρατηγοί, με την ευλογία του εν ελέω θεού βασιλιά, ετοιμάζονταν να κάνουν πραξικόπημα.
Χωρίς να το σκεφτεί ο Λουκάς έτρεξε στο γραφείο του συνταγματάρχη Παπαδόπουλου. Του έδειξε το έγγραφο, αφού πρώτα τον χαιρέτησε με τον πρέπον τρόπο και ανέφερε βαθμό και σώμα.
Ο Παπαδόπουλος διάβασε το χαρτί.
«Πρόσφερες άριστη εργασία στο έθνος μας», του είπε. «Τι θες ως αντάλλαγμα;»
«Να συντρίψω τους κομμουνιστές, συνταγματάρχα μου», του απάντησε ο Λουκάς.
«Αυτό θα συμβεί ούτως ή άλλως. Θα επιμεληθώ προσωπικώς ώστε να μην απομείνει κόκκινο ρουθούνι σε αυτά τα δοξασμένα χώματα… Αλλά τι να κάνω για σένα;»
Ο Λουκάς το σκέφτηκε για μια στιγμή. Μετά είπε:
«Θα ήθελα, συνταγματάρχα μου, να σπουδάσω στην Αμερική, στη χώρα της ελευθερίας του κεφαλαίου.»
«Οι Αμερικάνοι είναι φίλοι μας», του απάντησε ο Παπαδόπουλος. «Θα χαρώ να διαπαιδαγωγηθεί ένας άξιος νέος σαν κι εσένα με τα υψηλά ιδεώδη τους.»
Την επόμενη μέρα τα τανκ βγήκαν στους δρόμους και η δημοκρατία μπήκε στο γύψο.
Όμως τον Λουκά καθόλου δεν τον ένοιαζε. Μάζεψε τα πράγματα του, φίλησε τη μητέρα του και ξεκίνησε για τη χώρα της ελευθερίας.
Ήταν η άνοιξη του ’67 και στην Αμερική είχαν αρχίσει να ξεπετάγονται τα άνθη της αγάπης.