Αν η οικονομική μας κατάσταση ήταν καλύτερη ίσως να είχαμε πάρει ένα άλλο κατοικίδιο. Ένα χάμστερ ή μία ιγκουάνα ή –ακόμα καλύτερα- κάτι που να αντέχει το κρύο, ίσως έναν πιγκουΐνο.
Ήταν μια ξεχωριστή χελώνα ο Καβούκιας. Όταν του μιλούσες σε πλησίαζε, τέντωνε το λαιμό του και σου απαντούσε. Με το δικό του τρόπο, τον χελωνίσιο. Έβγαζε μια πολύ λεπτή φωνούλα, άναρθρη που ακουγόταν κάπως σαν: «Ιιιιιιιααααααιιιι».
Του άρεσε να ακούει Τρίτο πρόγραμμα, ειδικά όταν μετέδιδε Σοπέν. Πάσχιζε τότε να βγει από το ενυδρείο του για να πλησιάσει το ηχείο. Ίσως, αν ζούσε λίγο παραπάνω, να μάθαινε κι αυτός να παίζει πιάνο.
Μετά τυφλώθηκε. Ως άλλος Όμηρος στεκόταν στωικά στη μέση της πισίνας του και άκουγε το Βαλς του ενός λεπτού. Προσπαθήσαμε να του ανοίξουμε τα μάτια με κολλύριο και με χαμομήλι, όμως αποτύχαμε ξανά.
Ελπίζαμε ότι θα άντεχε μέχρι να έρθει η άνοιξη, για να ανθίσει κι αυτός μαζί με την υπόλοιπη φύση.
Δεν πρόλαβε.
Τον βρήκαμε νεκρό σήμερα, με τα μπροστινά του πόδια τεντωμένα, λες και προσπαθούσε να παίξει πιάνο.
Καλό ταξίδι, Καβούκια. Ελπίζω στον παράδεισο των χελωνών να έχει πάντα καλοκαίρι. Και να κολυμπάς, παρέα με αμέτρητες άλλες χελώνες, μέσα σε μια απέραντη καθάρια λίμνη.
Και, που ξέρεις; Μπορεί να συναντήσεις και τον Σοπέν.