Σαν πήγε ο Γελωτοποιός στο στρατό του έδωσαν ένα όπλο.
«Πυροβόλα», τον διέταξαν.
«Ποιον να πυροβολήσω;» ρώτησε ο Γελωτοποιός κοιτώντας δεξιά κι αριστερά, αποφασισμένος να μάθει να υπακούει.
«Τον εχθρό», του είπαν και του έδειξαν ένα στόχο στην Ανατολή.
«Ποιανού εχθρό;» ρώτησε ο Γελωτοποιός, αποφασισμένος να μάθει να υπακούει.
Μετά από είκοσι μέρες στο κρατητήριο τον έστειλαν στα μαγειρεία.
Εκεί γνώρισε τον κυρ-Μανώλη. Έναν παχουλό, κοντούλη, κοκκινομούρη Χανιώτη, ο οποίο δούλευε –ως πολίτης- στον ναύσταθμο. Πήγαινε κάθε μεσημέρι, με το που σχόλαγε, στα μαγειρεία, τους κερνούσε τσιγάρα –μάννα εξ’ ουρανού για τους απένταρους και χαρμάνηδες ναύτες- τους έφερνε κάνα μπουκάλι ρακί και τους έλεγε ιστορίες από την Κατοχή.
«Ήταν δύσκολα τα πράγματα τότε, παιδιά. Παλεύαμε για να επιβιώσουμε… Ήμασταν πέντε στην οικογένεια. Ο πατέρας γύρναγε με τα πόδια όλη την Κρήτη για να κάνει μεροκάματο και να μας φέρει ένα καρβέλι. Η μάνα έφτιαχνε φασουλάδα νερόβραστη και έβαζε μέσα τρία, ΤΡΙΑ, φασόλια. Ούτε λάδι ούτε ψωμί, τίποτα. Γέμιζε το πιάτο μέχρι πάνω ζουμί και ψάχναμε, ψαρεύαμε να βρούμε αυτό το ένα το μονάκριβο φασόλι. Που να χορτάσει η κοιλιά με νερό;
Και το βράδυ, άμα ξαναζητούσαμε φαγητό μας έλεγαν: Αν φάτε βράδυ θα πεθάνουν οι γονείς σας… Κάναμε υπομονή, με τις κοιλιές να γουργουρίζουν, μέχρι το άλλο το πρωί, για να μην πεθάνουν οι γονείς μας. Μα και το πρωί σπάνια βρίσκαμε να φάμε λίγο χυλό, στην καλύτερη περίπτωση… Κρατιόμασταν με νύχια και με δόντια ζωντανοί. Κρατιόμασταν… Ο μικρός δεν τα ‘βγαλε πέρα. Τον θυμάμαι το Γιωργάκη. Σαν σαμιαμίδι ήταν, με τουρλωμένη την κοιλιά. Έσβησε μια νύχτα χωρίς να έχει δύναμη να κλάψει. Ίσως προτιμούσε να φύγει αυτός νηστικός παρά να πεθάνει η μάνα μας… Ο Γιωργάκης μας.»
Βούρκωνε τότε ο κυρ-Μανώλης, βουρκώνανε και οι ναύτες, μα δεν ήθελαν να φανεί. Έκαναν πως καθάριζαν τα μάτια τους από τη σκόνη και κοιτούσαν τις γάτες που έβγαιναν από τους κάδους με τις κοιλιές τσιτωμένες.
«Κι ορίστε η κατάντια μας», έλεγε ο κυρ-Μανώλης. «Κάθε μέρα να πετάτε τόσα φαγητά.»
Και ήταν αλήθεια κατάντια. Ταψιά ολόκληρα με απείραχτα κοτόπουλα και ομελέτες, λαμαρίνες γεμάτες κρέας (αυτό που λέγανε Γκοντζίλα), γεμιστές γαλοπούλες τα Χριστούγεννα και καφάσια φρούτα και λαχανικά έπαιρναν το δρόμο για τα σκουπίδια –μαθαίνοντας τις γάτες να περιφρονούν τα ποντίκια που λυμαίνονταν το μαγειρείο- ή για τα καθαρόαιμα στομάχια των σκύλων των αξιωματικών (αυτό έχει διττή σημασία: Των σκύλων των αξιωματικών ή των σκύλων, των αξιωματικών).
«Αμαρτία, ρε παιδιά, αμαρτία. Έξω ο κόσμος πεινάει. Ξέρω ‘γω οικογένειες στα Χανιά που έχει φράξει το έντερο τους από το σκέτο μακαρόνι. Κι εσείς εδώ τα δίνετε στους κόπρους.»
«Τι να κάνουμε, κυρ-Μανώλη; Είναι στρατιωτικό υλικό, δεν επιτρέπεται να βγει από το στρατόπεδο», πεταγόταν κάποιο στραβάδι.
«Ούτε να φανεί τι περισσεύει, τι σπατάλη γίνεται», έλεγε ένα άλλο.
«Ναύτες είμαστε κυρ-Μανώλη, φαντάροι. Με το ζόρι μας έφεραν εδώ. Να τελειώνουμε τη θητεία μας θέλουμε να γυρίσουμε στα σπίτια μας», έλεγε ένας παλιός και πρόσθετε: «Τριάντα πέντε και σήμερα».
Τα στραβάδια τον κοιτούσαν με θαυμασμό και φθόνο.
«Το ξέρω. Τι να κάνετε κι εσείς; Φανταράκια είστε…»
Τους κερνούσε τσιγάρο, άναβε ένα και για τον εαυτό του.
«Ο κόσμος ξεχνάει, παιδιά, ξεχνάει εύκολα. Κι ό,τι κι αν του κάνανε τα κάνει μετά στους άλλους… Ελάτε, μοιραστείτε ‘το.»
Και τους άφηνε το πακέτο πριν φύγει.
Ο κυρ-Μανώλης είχε δίκιο. Η ανθρώπινη μνήμη είναι τόσο, μα τόσο επιλεκτική.