Στο πλοίο από Πάτρα για Ανκόνα
Βγήκα στο κατάστρωμα, βρήκα μια ήσυχη γωνιά και έκατσα να παίξω κιθάρα για να περάσει η ώρα μου. Δεν πρόλαβα καλά-καλά να κουρδίσω όταν μια πόρτα στα δεξιά μου άνοιξε.
Μέσα από μυρωδιές φαγητών, καπνούς και αναθυμιάσεις βγήκε ένας άντρας με στολή μάγειρα και με ρώτησε αν είμαι Έλληνας κι αν ξέρω να παίζω ελληνικά κομμάτια. Δεν ήθελα να του χαλάσω το χατίρι και έπαιξα ένα τραγούδι του Σιδηρόπουλου που τέλειωνε με το στίχο: «Στο τέλος θα πιστέψω πως για όλα φταίω εγώ.»
«Μπράβο», είπε ο μάγειρας και μου πρόσφερε το φλασκί του με το τσίπουρο.
Έπειτα, αφού άναψε τσιγάρο και αναστέναξε με κοίταξε και είπε: «Καλά τα λέει το τραγούδι, θέλουν να μου φορτώσουν τις μαλακίες τους.»
«Ποιοι;» ρώτησα, πιο πολύ από ευγένεια παρά από ενδιαφέρον.
«Όλοι… Ο αρχιμάγειρας ειδικά. Μου φέρεται λες και είμαι σκουπίδι. Χθες μου έδωσε μια σφουγγαρίστρα και μου έδειξε την αποθήκη. Θέλω να τη δω να λάμπει, μου είπε… Αλλά το καθάρισμα δεν είναι δικιά μου δουλειά, εγώ μαγειρική σπούδασα… Θέλω να μπορώ να φάω στο πάτωμα, έτσι μου είπε ο αρχιμαλάκας.»
«Γιατί δεν του λες να πάει να γαμηθεί;» τον ρώτησα.
«Θα του το πω… Ποιος νομίζει ότι είναι; Ούτε να μαγειρεύει δεν ξέρει. Προχθές με ρώταγε πως φτιάχνουν το κουνουπίδι ογκρατέν, ο άσχετος.»
«Πες του να πάει να γαμηθεί.»
«Θα του το πω… Δουλειά μπορώ να βρω όπου γουστάρω.»
«Ε, τότε πες ‘του…»
«Θα του το πω… Σιγά μη μείνω να με πρήζει…» Έμεινε για λίγο σκεφτικός. «Μόνο να βγάλω άλλο ένα μήνα για να μπορώ να πάρω αποζημίωση.»
Πριν τελειώσει την κουβέντα του η πόρτα στα δεξιά ξανάνοιξε και ακούστηκαν βλαστήμιες.
«Τι κάνεις;» φώναξε η βραχνή φωνή. «Καπνίζεις; Εδώ καιγόμαστε κι εσύ καπνίζεις; Γαμώ τη…»
Γάμησε τη μάνα, το σόι και τα θεία του άντρα που πέταξε το τσιγάρο και μπήκε γρήγορα μέσα χωρίς καν να με κοιτάξει.
Η θεωρία απέχει της πράξης όσο ο βράχος του Γιβραλτάρ από ένα πετυχημένο κουνουπίδι ογκρατέν.