"Είθε να ζήσεις σε ενδιαφέροντες καιρούς" (Κινέζικη κατάρα)

1
2849

Στην Νάξο πριν αρκετά χρόνια, όταν δούλευα ως σερβιτόρος, είχα την τιμή να εξυπηρετήσω το Μανώλη Γλέζο. Επειδή καιγόμουνα να του μιλήσω και να τον ρωτήσω κάτι παραπάνω από το τυπικό «τι να σας φέρω;» τον πλησίασα διστακτικά και αγνοώντας για μια στιγμή τους υπόλοιπους πελάτες στάθηκα αναποφάσιστος από πάνω του.

«Ορίστε», έκανε αυτός, χαμογελώντας νομίζω.

«Κύριε Γλέζο θέλω να σας ρωτήσω κάτι», είπα και πήρα ανάσα. «Έχετε σκεφτεί ποτέ πως θα ήταν η ζωή σας αν εκείνη τη μέρα δεν είχατε πάει να κατεβάσετε τη ναζιστική σημαία από την Ακρόπολη; Αν, δηλαδή, λίγο πριν φύγετε η μάνα σας σάς σταματούσε ή αν τύχαινε να σπάσετε το πόδι σας την προηγούμενη μέρα ή –κάτι πιο αστείο- αν συναντούσατε την κοπέλα που πολιορκούσατε τόσο καιρό κι εκείνη κοκκινίζοντας σας έδινε ραντεβού για το ίδιο βράδυ;»

Ίσως εκείνες τις ημέρες να διάβαζα το μυθιστόρημα εκείνο όπου ο μεσήλικας ήρωας ανακαλύπτει ότι η μύτη του γέρνει λίγο προς τα αριστερά και αλλάζει η ζωή του. (Νομίζω ότι είναι του Πιραντέλλο ή μήπως του Καλβίνο; Κάποιου Ιταλού τέλος πάντων).

Ο Γλέζος μάλλον είχε ακούσει πολλές φορές αυτήν την ερώτηση ή την είχε κάνει πολλές φορές στον εαυτό του. Δε δίστασε καθόλου να απαντήσει:

«Πάντα υπάρχει ένας λόγος για να αγωνιστείς», μου είπε, «πάντα υπάρχει η αιτία και κάποια αφορμή… Τις προάλλες ήμουν στη Γένοβα.»

Ήταν η εποχή που είχε γίνει η μεγάλη διαδήλωση ενάντια στην παγκοσμιοποίηση. Λίγοι Έλληνες τη θυμούνται. Τότε ζούσαμε ακόμα το επίπλαστο όνειρο της Δανίας των Βαλκανίων.

«Αν δεν είχα κατεβάσει τη σημαία», συνέχισε, «θα είχα κάνει κάτι άλλο. Δεν μπορώ να ανεχτώ την τυραννία.»

Τον ευχαρίστησα και έφυγα για να σκεφτώ αυτά που μου είπε. Τα ξέχασα γρήγορα.

Όλη μέρα δούλευα και το βράδυ πήγαινα στο jam bar για να πιω καμιά μπύρα και να τζαμάρω με όποιον ήξερε να παίζει κάποιο όργανο. Ο Νίκος Καρράς έπαιζε φυσαρμόνικα, ο Κωστής, σαν άλλος Μπελούσι των Μπλουζ Μπράδερς στερέωνε το μπάσο στη χοντρή κοιλιά του και ξεκινούσε τα δωδεκάμετρα. Η Δήμητρα, πίσω από το μπαρ, μας κερνούσε σφηνάκια. Νομίζαμε ότι ήμασταν αθάνατοι.

Και οι τρεις έφυγαν νωρίς. Τους δύο τους πρόδωσε η καρδιά τους, τον τρίτο η μηχανή του.

Ήταν μια τόσο χλιαρή και ανέφελη εποχή. Ακόμα και οι σερβιτόροι ένιωθαν μεγιστάνες. Η εθνική ποδοσφαίρου, λίγο μετά, έπαιρνε το ευρωπαϊκό και οι σουηδέζες τουρίστριες κυκλοφορούσαν με την ελληνική σημαία –εφτά χρόνια πριν το «Είμαστε όλοι Έλληνες». Η Παπαρίζου κέρδισε στη Γιουροβίζιον και η έναρξη των Ολυμπιακών αγώνων της Αθήνας –δεν την είδα, δούλευα- απέδειξε σε όλο τον κόσμο ότι οι Έλληνες ξέρουν να διασκεδάζουν. Όλα ήταν καλά και ανθηρά. Για ποια τυραννία μιλούσε ο Γλέζος;

Όμως, όπως είπε –νομίζω πάλι, η μνήμη μου δε λειτουργεί κατά διαταγή- ο Ελύτης: «Το κενό υπάρχει όσο δεν πέφτεις μέσα του».

Ζούσαμε μια ανθηρή κενότητα. Κάποιοι το ήξεραν και αντιστέκονταν –οι λίγοι πάντα. Κάποιοι άλλοι –ανάμεσα τους και ο υποφαινόμενος- είχαν μια απροσδιόριστη θλίψη, ειδικά όταν άκουγαν –τυχαία- τη φωνή του Ξυλούρη.

Μακαρίζαμε την προηγούμενη γενιά που είχε κάτι χειροπιαστό –τη χούντα- ενάντια στο οποίο μπορούσε να αγωνιστεί και με αυτό τον τρόπο να αυτοπροσδιοριστεί.

Νιώθαμε ότι ήμασταν κάτι λιγότερο και από τη generation x. Ήμασταν μια γενιά χωρίς όνομα, χωρίς τίτλους, χωρίς αγώνα. Δεν ξέραμε ποιοι είμαστε. Χρειαζόμασταν κάτι για το οποίο θα άξιζε να παλέψουμε. Δεν καταλαβαίναμε ότι αυτό το κάτι υπήρχε, ροκάνιζε το μέλλον μας και έβαζε τους δυναμίτες στην τόσο εύθραυστη ευφορία μας.

Και μετά ήρθαν… οι σφήκες. Μετά ήρθε ο μελισσοκόμος και ζήτησε –λάθος, απαίτησε- να του επιστραφεί με τόκους το μέλι που έβαζε τόσο καιρό στην κυψέλη μας (δες παλιότερη ανάρτηση με τίτλο: Η νέα θαυμαστή μελισσοκομία τύπου ΔΝΤ). Η σαπουνόφουσκα έσκασε και οι σερβιτόροι έπεσαν στο κενό. Μαζί με τους δημόσιους υπαλλήλους, τους ιδιωτικούς και τους μαγαζάτορες. Μαζί με όλους. Χωρίς δυνατότητα επιστροφής –και αφήστε τον Παπαδήμο να μιλάει για την ανάκαμψη του σωτήριου έτους 2045.

Δε θα κλάψουμε –όσο κι αν φοβηθούμε. Το κενό, η τυραννία, υπάρχουν όσο δεν πέφτεις μέσα τους. Εμείς πέσαμε με τα μούτρα. Η υπερβολή είναι ένα από τα χαρακτηριστικά των Ελλήνων. 

Οι καιροί που ζούμε είναι –κατ’ ευφημισμό- ενδιαφέροντες. Είναι δύσκολοι, είναι απαιτητικοί. Ίσως φανούμε αντάξιοι τους.

(Και ένας στίχος του Αγγελάκα για επίλογο: “Σιγά μην φοβηθώ.»)