Βάλε κάνα Βοσκόπουλο ν’ ανέβουμε.

0
167

Πριν από πολλούς χειμώνες ο Γελωτοποιός δούλευε σε ένα ζαχαροπλαστείο στην Νάξο. 

(Ακολουθεί διαφήμιση: Ζαχαροπλαστείο «Ραντεβού», το καλύτερο παρφέ κρέμα στην ελληνική επικράτεια).

Ήταν συγκεκριμένα ο χειμώνας που όλοι οι Έλληνες κυκλοφορούσαν με έναν υπολογιστή μετατροπής δραχμών σε ευρώ. 
Οι γιαγιάδες πλήρωναν την πάστα τους –σχεδόν πάντα αμυγδάλου- με δραχμές και μόλις τους έδινε τα ρέστα σε ευρώ τον κοιτούσαν παράξενα.
«Μη μου δίνεις από αυτά, παιδάκι μου», έλεγαν κρατώντας με δυσπιστία τα νέα νομίσματα, «αληθινά λεφτά δως μου.»
Ήταν ο χειμώνας που ο καφές σταμάτησε να κοστίζει τριακόσιες δραχμές, αλλά 2,20 ευρώ και όλοι νομίζανε ότι είχαν χαλάσει τα κομπιουτεράκια τους.
Ήταν ο χειμώνας που ένας γέρος βιολιτζής από τ’ Απεράθου (ορεινό χωριό της Νάξου) μπήκε στην Εθνική τράπεζα με μερικά εκατομμύρια δραχμές σε ανάκατα κέρματα για να τα μετατρέψει σε ευρώ. Τα είχε μαζέψει τόσα χρόνια στα πανηγύρια.
Ο Σημίτης με τον Παπαδήμο παίρνουν τα πρώτα ευρώ

Ήταν ο χειμώνας που ο Σημίτης με τον οικονομικό του σύμβουλο, τον κύριο Παπαδήμο –αφανής ήρωας ακόμα, αλλά έμμισθος τότε- πανηγύριζαν λες κι ακούγαν’ τα βιολιά να παίζουνε τον μπάλο.

Ήταν ο χειμώνας που οι Έλληνες νομίζανε ότι ένας νέος θαυμαστός κόσμος ανοιγόταν μπροστά τους, γι’ αυτούς και τα παιδιά τους.
Ήταν το αποκορύφωμα της χρυσής –κάλπικης όπως αποδείχτηκε- εικοσαετίας της Ελλάδας.
Κάθε απόγευμα, λίγο μετά τις τρεις που ο Γελωτοποιός έπιανε βάρδια, ερχόντουσαν οι φίλοι του. Για να πιουν καφέ και να μιλήσουνε για τη μουσική, για την τέχνη που είναι «φως φανάρι», για το θεό, για τη ζωή και άλλα κοινότοπα θέματα που οι Έλληνες συζητούν στα καφενεία από την αρχή της Ιστορίας.
Ο Γελωτοποιός διάλεγε μουσική. Ακούγανε ελληνική και ξένη ροκ, ρεμπέτικα, τζαζ και κάποιες φορές κλασική.
Ένα απόγευμα ο Γελωτοποιός είχε βάλει να ακούσουν τις Τέσσερις Εποχές του Βιβάλντι, ίσως λίγο πιο δυνατά απ’ ό,τι έπρεπε. Καθώς εξυπηρετούσε κάποιον στο ταμείο ένας παλιός θαμώνας μπήκε στο μαγαζί.
Ο «παλιός» σήκωσε τα μούτρα του λες και μύριζε μια παράξενη μυρωδιά.
«Τι ακούμε;» ρώτησε το Γελωτοποιό.
«Την Άνοιξη, του Βιβάλντι», του απάντησε εκείνος διστακτικά.
«Είναι υπέροχο», είπε ο «παλιός» χαμογελώντας.
Ο Γελωτοποιός ένιωσε σαν να είχε βγάλει φτερούγες. Η πολιτιστική επανάσταση ίσως να ξεκινούσε από ένα μικρό ζαχαροπλαστείο των Κυκλάδων.
«Είναι, πράγματι», είπε ο Γελωτοποιός έτοιμος να αγκαλιάσει κάθε άνθρωπο που θα έβλεπε μπροστά του.
Τότε, ξαφνικά, τόσο ξαφνικά που ο Γελωτοποιός ένιωσε τις φτερούγες του να λιώνουν και να πέφτει σε κάποιο Ικάριο πέλαγος, ο «παλιός» σταμάτησε να χαμογελάει.
«Ρε άντε βγάλε αυτή τη μαλακία. Μεγάλη Παρασκευή είναι;» του είπε απότομα. «Βάλε κάνα Βοσκόπουλο ν’ ανέβουμε… Και φέρε μου έναν καφέ. Ξέρεις πως τον πίνω…»
Ο Γελωτοποιός ζήτησε τον καφέ (φραπέ βαρύ, μέτριο προς γλυκό, μπουκαλάτο, με δύο παγάκια, λίγο φρέσκο γάλα και τρία μπισκοτάκια) από την Ανίλα, την κοπέλα από την Αλβανία που δούλευε πίσω από τον μπουφέ, και πήγε να αλλάξει τη μουσική.
Η επανάσταση μπορούσε να περιμένει…
Παραθέτω, ως μουσική υπόκρουση σε αυτό το κείμενο, ένα χορωδιακό του Ραχμάνινοφ, που έμαθα τις προάλλες από το Τρίτο Πρόγραμμα -ο θεός ας έχει καλά το Χατζιδάκι εκεί όπου βρίσκεται.
Δεν είμαι ειδήμων της κλασικής μουσικής, όπως δεν είμαι ειδήμων και σε τίποτα άλλο.
Πιστεύω, με την χαρακτηριστική αμφιθυμία του Γελωτοποιού, ότι η καλή μουσική είναι ένα αυτοφυές καλλωπιστικό φυτό που μπορεί να φυτρώσει σε κάθε περιβόλι, ανάμεσα στα αγριόχορτα και τις μεταλλαγμένες μονοκαλλιέργειες.
Αλλά κάτι μου λέει, ότι αν υπάρχει Θεός και αν υπάρχει Παράδεισος, εκεί ακούγονται κάθε απόγευμα οι Εσπερινοί του Ραχμάνινοφ.
(Τα βράδια η Μπέλλου σιγοντάρει τη Χόλιντεϊ και ο Ζαμπέτας μαθαίνει μπουζούκι τον Χέντριξ –ή το ανάποδο).