Πολλά ποντίκια είχαν αρχίσει να δυσανασχετούν. Η παροχή τροφής είχε γίνει περισσότερο επώδυνη απ’ όσο άντεχαν.
Ο επιστήμονας, εκείνο το γιγάντιο ον έξω από το κλουβί τους, τα παρατηρούσε και άλλαζε συνεχώς τις ρυθμίσεις των «μοχλών διατροφής».
Υπήρχαν τρεις μοχλοί διατροφής: Ο μπλε, ο πράσινος και ένας κόκκινος –που κάποια ποντίκια τον έβλεπαν και ως πορτοκαλί.
Τα ποντίκια είχαν μάθει ότι αν ακουμπούσαν τον πράσινο ή τον μπλε μοχλό θα έπαιρναν ένα μικρό κομμάτι τυρί.
Το αντίτιμο ήταν ένα ηλεκτροσόκ.
Στην αρχή αρκούσε ένα άγγιγμα –οπότε και ένα ηλεκτροσόκ- και το τυρί έπεφτε. Μέρα με τη μέρα αυξανόντουσαν τα απαιτούμενα αγγίγματα –οπότε αυξάνονταν και τα ηλεκτροσόκ- προκειμένου να πάρουν αυτήν την ελάχιστη τροφή.
Εκείνες τις μέρες τα απαιτούμενα ηλεκτροσόκ ήταν δέκα. Και όπως φαινόταν όλο και θα αυξάνονταν.
Πολλά ποντίκια δεν άντεχαν. Πέθαιναν πάνω σε έναν από τους δύο μοχλούς. Άλλα αυτοκτονούσαν πέφτοντας με όλη τους τη δύναμη πάνω στον πλέξιγκλας τοίχο.
Ώσπου ένα ποντίκι έκανε μια απλή ερώτηση:
«Τι θα γίνει αν ακουμπήσουμε τον κόκκινο μοχλό;»
Σούσουρο απλώθηκε στα πλήθη των τρωκτικών.
«Αυτό δεν έχει ξαναγίνει ποτέ», είπε κάποιο που βρισκόταν ψηλά στην ιεραρχία. «Δεν ξέρουμε τι θα γίνει. Μπορεί να πεθάνουμε ακαριαία. Μπορεί να απελευθερωθεί ένα δηλητηριώδες αέριο και να τυφλωθούμε. Μπορεί να βγει μια γάτα και να μας καταβροχθίσει.»
Και μόνο στο άκουσμα του προαιώνιου εχθρού όλα τα ποντίκια ανατρίχιασαν.
«Μπορεί όμως», είπε το πρώτο ποντίκι, «να συμβεί και κάτι καλό. Πως ξέρουμε τι θα γίνει αν δεν το δοκιμάσουμε; Άλλωστε τι έχουμε να χάσουμε;»
«Τη ζωή μας», πετάχτηκε ένα ποντίκι.
«Την ασφάλεια μας, την περιουσία μας, το κλουβί μας», είπε ένα άλλο.
«Τα πάντα», είπε το πονηρό ποντίκι που είχε βρει τον τρόπο να τρέφεται χωρίς ποτέ να δέχεται ηλεκτροσόκ: Είχε πείσει κάποια άλλα, πιο αφελή ποντίκια, να πατάνε το μοχλό για εκείνον και ως αντάλλαγμα τους έδινε κάποιες παροχές, όπως πιο άνετα κρεβάτια, κελιά με θέα κλπ.
«Μα δείτε τι συμβαίνει», είπε το πρώτο ποντίκι. «Τα ηλεκτροσόκ όλο και αυξάνονται. Σε λίγο καιρό θα πρέπει να πεθαίνουν δέκα για να τραφεί ένας.»
«Καλύτερα έτσι, παρά… τον άλλο μοχλό», είπε τρέμοντας μια ποντικίνα.
«Πρέπει να το τολμήσουμε. Για μια φορά», είπε το πρώτο ποντίκι.
«Ο τολμών πεθαίνει», του είπε το πονηρό ποντίκι. «Δεν είμαστε λιοντάρια, είμαστε ποντίκια… Αλλά ακόμα και τα λιοντάρια τα κλείνουν σε κλουβί… Αυτός εκεί έξω αποφασίζει για μας. Εμείς απλά ακολουθούμε τις εντολές, για να επιβιώσουμε.»
Πίσω τους ακούστηκε ένα φαφούτικο γέλιο. Ήταν το γηραιότερο ποντίκι, αυτό που όλοι ήξεραν ότι δεν είχε γεννηθεί μες στο κλουβί. Το είχαν φέρει «Απέξω», το είχαν φέρει από εκείνο το μυθικό μέρος που το έλεγαν «Απέξω».
«Είμαστε χιλιάδες», είπε το γηραιό ποντίκι. «Χιλιάδες ποντίκια μέσα σε χιλιάδες κλουβιά. Αν ορμούσαμε όλα μαζί πάνω στον τοίχο θα τον σπάζαμε. Και οι άνθρωποι δε θα μπορούσαν να μας σταματήσουν… Μας φοβούνται, να το ξέρετε, μας φοβούνται…»
«Και πως θα ζούσαμε χωρίς το κλουβί;» φώναξε ένα παχύσαρκο ποντίκι. «Ποιος θα μας τάιζε; Ποιος θα μας προστάτευε από τις γάτες;»
«Κανείς δε θα μας τάιζε, κανείς δε θα μας προστάτευε. Θα το κάναμε μόνοι μας», απάντησε ήρεμα το γηραιό ποντίκι.
Οι συγκλουβίτες του θορυβήθηκαν: «Μόνοι μας;»
«Τα ποντίκια είναι παλιότερα από τις γάτες. Και από τους ανθρώπους», είπε το γηραιό ποντίκι. «Συνηθίσατε τόσο καιρό να ζείτε μες στο κλουβί και αρνείστε την καταγωγή σας. Τα ποντίκια κάποτε ζούσαν ελεύθερα.»
Μεγαλύτερος σάλος. Ο ηγέτης των εγκλωβισμένων ποντικιών αποφάσισε να παρέμβει.
«Αυτά ανήκουν στο παρελθόν», είπε προφέροντας μία-μία τις λέξεις. «Το παρόν μας και το μέλλον μας είναι αυτό το κλουβί. Μία λάθος κίνηση, ένας λάθος μοχλός και οι άνθρωποι θα μας εξολοθρεύσουν… Μπορεί να είναι επώδυνο, αλλά είναι ο μόνος τρόπος.»
Τα ποντίκια τον χειροκρότησαν.
«Άλλωστε», συνέχισε ο ηγέτης που πολύ του άρεσε να μιλάει και να τον χειροκροτάνε, «τι παραπάνω θα είχαμε αν βγαίναμε απ’ το κλουβί;»
«Θα τρέχαμε στους αγρούς», είπε το γηραιό ποντίκι με δακρυσμένα και μισότυφλα μάτια. «Θα ροκανίζαμε τα φρέσκα βλαστάρια του σιταριού, θα βλέπαμε το φεγγάρι. Θα ήμασταν Απέξω».
Ο ηγέτης των ποντικιών γέλασε.
«Ακούτε τι λέει… Αγροί, φεγγάρια και Απέξω. Όλα αυτά είναι παραμύθια για τα μωρά και τους ξεμωραμένους γέρους. Δεχτείτε την πραγματικότητα ως έχει: Το κλουβί μας, ο πράσινος και ο μπλε μοχλός, το τυρί και τα ηλεκτροσόκ… Ή ο θάνατος.»
Καθώς τα εγκλωβισμένα τρωκτικά χειροκροτούσαν, το πρώτο ποντίκι πλησίασε το γέρο.
«Εγώ δεν το δέχομαι», του είπε στο αυτί.
«Τότε υπάρχει ελπίδα», είπε το γηραιό ποντίκι.
Έξω από το κλουβί, στο εργαστήριο μπιχεβιοριστικής ψυχολογίας του πανεπιστημίου, ο μεταπτυχιακός φοιτητής πλησίασε το καθηγητή του.
«Τα υποκείμενα φαίνονται αποδιοργανωμένα», του είπε. «Μήπως πρέπει να μειώσουμε τη συχνότητα αρνητικών ερεθισμάτων ανά τεμάχιο τροφής;»
«Οπωσδήποτε όχι», του απάντησε ο καθηγητής. «Ο σκοπός του πειράματος μας είναι να δούμε πόσο ανθεκτικά είναι στα αρνητικά ερεθίσματα και πόσα βολτ μπορούν να αντέξουν μέχρι να αποφασίσουν να διερευνήσουν την πιθανότητα του τρίτου μοχλού… Αύξησε τα ηλεκτροσόκ.»
«Φοβάμαι ότι», ξεκίνησε να λέει ο φοιτητής, αλλά ο καθηγητής του δεν τον άφησε να συνεχίσει.
«Τι φοβάσαι; Μην ψοφήσουν τα ποντίκια; Ή μήπως επαναστατήσουν;» Γέλασε και η ηχώ του γέλιου του κάλυψε κάθε γωνιά του εργαστηρίου. «Αύξησε τα βολτ και την αναλογία αρνητικών ερεθισμάτων ανά τεμάχιο τροφής… Ποντίκια είναι. Και να ψοφήσουν μερικά θα τα αντικαταστήσουμε.»
Ο φοιτητής πήγε να αλλάξει τις ρυθμίσεις. Για μια στιγμή του φάνηκε ότι ένα ποντίκι τον κοίταζε στα μάτια… Χωρίς να φοβάται.